Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

"Η βιοπολιτική της αυταρχικής δημοκρατίας και η διακυβέρνηση του επικίνδυνου σώματος", της Αθηνάς Αθανασίου























Ζούμε σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Η εξαίρεση έχει γίνει κανόνας και πρότυπο άσκησης της εξουσίας. Όπως έλεγε ο Καρλ Σμιτ, κυρίαρχος είναι «όποιος μπορεί να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Μέσω της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, η εξουσία εδραιώνει την κατίσχυσή της πάνω στην πολιτικά απογυμνωμένη ζωή, παρουσιάζοντας μάλιστα αυτή την αναστολή όχι ως απόκλιση από το δίκαιο αλλά ως την πλέον συνεπή και ενδεδειγμένη εφαρμογή του.
Με άλλα λόγια, αυτό που διαδραματίζεται στην κατάσταση εξαίρεσης είναι η συγκρότηση και η διαρκής παραγωγή ενός ορίου που αφορά το ποιες ζωές λογίζονται ως αξιοβίωτες και ποιες εγκαταλείπονται και μετατρέπονται σε επισφαλείς, και μάλιστα χωρίς λογοδοσία, αφού στη ζώνη της κατάστασης εξαίρεσης όλα επιτρέπονται εν ονόματι, ακριβώς, μιας αδήριτης και επιτακτικής έκτακτης ανάγκης. Επομένως η κατάσταση εξαίρεσης συνδέεται θεμελιακά με την κανονιστική διαχείριση της ζωής μέσω της παραγωγής σωμάτων που μετράνε ή απλώς μετριούνται. Το σώμα (ως ξένο ή οικείο, πάσχον ή υγιές, λειτουργικό ή δυσλειτουργικό) είναι το κατεξοχήν πεδίο εγκαθίδρυσης των όρων απονομής της ανθρώπινης και της πολιτικής ιδιότητας. Με αυτή την έννοια, η κατάσταση εξαίρεσης είναι μια βιοπολιτική συνθήκη.

Αποτυπώματα της νεοφιλελεύθερης «νέας εθνικοφροσύνης»

 Στην τρέχουσα ελληνική συγκυρία, τα στρατόπεδα κράτησης μεταναστών και η διαπόμπευση των οροθετικών εκδιδόμενων γυναικών δεν συνιστούν απλώς έναν προεκλογικό ελιγμό των αστικών κομμάτων «εθνικής σωτηρίας», αλλά αποτελούν θεμελιώδεις όψεις της εθνο-νεοφιλελεύθερης πολιτικής ηγεμονίας που συνδέεται οργανικά με την καλλιέργεια μιας μικρο-φασιστικής ομοθυμίας. Στην «ακροδεξιά του μεσαίου χώρου» (κατά την έκφραση του Δημοσθένη Παπαδάτου- Αναγνωστόπουλου) συμπυκνώνεται η λογική που συντηρεί το καθεστώς έκτακτης ανάγκης και τη βιοπολιτική της αυταρχικής δημοκρατίας.
Ας αποπειραθούμε έναν αναγκαστικά ελλειπτικό απολογισμό: Η συμμετοχή του ΛΑΟΣ στην «εθνοσωτήρια» κυβέρνηση Παπαδήμου, η μεταγραφή Βορίδη και Γεωργιάδη στη Ν.Δ., η εκστρατεία των «εκσυγχρονιστών» Λοβέρδου και Χρυσοχοΐδη εναντίον της «υγειονομικής βόμβας», ο λόγος του Σαμαρά για «ανακατάληψη των πόλεων», οι προεκλογικές εξαγγελίες Σαμαρά και Καμμένου για την «εθνοπρεπή» διόρθωση των σχολικών βιβλίων, το ομοφοβικό «μισείτε αλλήλους» του Άνθιμου, η επέλαση στη Θράκη με στόχο μουσουλμάνους μειονοτικούς και χώρους λατρείας τους κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού: είναι κρίσιμα αποτυπώματα της νεοφιλελεύθερης «νέας εθνικοφροσύνης». Όψεις ενός κράτους αυταρχικής συναινετικής δημοκρατίας στην καρδιά της οποίας βρίσκονται οι αξίες της αστυνομίας, του στρατού, της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας. Το εθνικό κράτος, με τη συνδρομή ιδιωτικών και παρακρατικών φορέων αστυνόμευσης, αποκαθίσταται ως εθνο-πατριαρχικός μηχανισμός επιτήρησης συνόρων και φυσικοποίησης αποκλεισμών που αφορούν, ταυτόχρονα και αδιάρρηκτα, το έθνος, το φύλο και την ταξική θέση.

Η κρίση ως περιφρούρηση του εθνικού σώματος

 Είναι σ’ αυτό το έδαφος που καλλιεργήθηκε η εκστρατεία ενάντια στο «δημόσιο κίνδυνο» των «οροθετικών εκδιδόμενων γυναικών», σύμφωνα με την αξέχαστη δήλωση Λοβέρδου ότι η μετάδοση του AIDS γίνεται «από την παράνομη μετανάστρια στον Έλληνα πελάτη, στην ελληνική οικογένεια» (16.12.2011).  Και είναι σ’ αυτό το πλαίσιο που παραμένουν σήμερα κρατούμενες στις φυλακές Κορυδαλλού οι οροθετικές εκδιδόμενες γυναίκες, σε άθλιες συνθήκες, διωκόμενες για «απόπειρα βαριάς σκοπούμενης σωματικής
βλάβης σε βάρος αγνώστου αριθμού προσώπων», ενώ οι φωτογραφίες τους είναι ακόμη αναρτημένες στην ιστοσελίδα της Αστυνομίας -για να παραδειγματίζουν, να φρονηματίζουν, να διαπομπεύουν, να πειθαρχούν, να θυμίζουν ποιος ανήκει και ποιος όχι.
Ας θυμηθούμε: η στιγμή που επιλέχτηκε για το κυνήγι μαγισσών δεν ήταν τυχαία. Παραμονές της  εκλογικής αναμέτρησης της 6ης Μάη, μπροστά στο «τρομαχτικό» ενδεχόμενο μιας νίκης της Αριστεράς, το κράτος αποφάσισε να «ενημερώσει» και να «προστατεύσει» τους πελάτες που πληρώνουν για να κάνουν σεξ χωρίς προφύλαξη, κάνοντας επίδειξη δύναμης (και ρατσισμού) πάνω σε αυτές που η κοινωνική και φυσική θανάτωσή τους δεν (του) κοστίζει τίποτα.
Η ρατσιστική λογική της Πολιτείας τράβηξε μια ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή: οι εκδιδόμενες γυναίκες συνιστούν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία την οποία εκπροσωπούν εξ ορισμού οι Έλληνες «νοικοκυραίοι». Το πατριαρχικό ελληνικό νοικοκυριό και οι στυλοβάτες του –οι «ανυποψίαστοι» πελάτες των οίκων ανοχής– ταυτίζονται με το «κοινωνικό σύνολο» που η πολιτεία προστατεύει. Με τη συνδρομή των υγειονομικών υπηρεσιών του κράτους, το ζωντανό θέαμα της παραδειγματικής διαπόμπευσης εγγυήθηκε την «προστασία» του πολίτη-πελάτη: του άνδρα πολίτη που είναι πελάτης και αφεντικό, σύμφωνα, άλλωστε, με τις προδιαγραφές της νεοφιλελεύθερης βιοπολιτικής.
Είναι τραγικά ειρωνικό ότι αυτός ο λόγος της ιατρικοποίησης, εθνικοποίησης και εμφυλοποίησης επικαλέστηκε τη δημόσια υγεία σε μια στιγμή που η νεοφιλελεύθερη βιοπολιτική εντατικοποιεί και πολλαπλασιάζει τις συνθήκες που παράγουν ασθένεια, εξαθλίωση, κοινωνική οδύνη και έλλειψη κοινωνικής ασφάλισης. Στη σημερινή ελληνική συγκυρία συναρθρώνονται οργανικά οι δύο αυτές εκδοχές εξουσίας: από τη μια η οικονομία του νεοφιλελευθερισμού, που παράγει φτωχούς μισθωτούς, άνεργους, ανασφάλιστους, εφεδρικούς, αυτόχειρες και απεγνωσμένους ανθρώπους χωρίς δικαιώματα, και από την άλλη η πολιτική του νόμου και της τάξης, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.

Η εθνο-νεοφιλελεύθερη ομοθυμία του νόμου και της τάξης

Ο νεοφιλελεύθερος κοινωνικός δαρβινισμός, που παραλύει τη δημοκρατία, επιστρατεύει τη στρατηγική του φόβου, καταστρέφει το κράτος πρόνοιας και υποδουλώνει την εργασία, παράγει τις έμφυλες, ταξικές και εθνικές νόρμες που ορίζουν ποιες μορφές ζωής λογίζονται ως κοινωνικά βιώσιμες και αξιοβίωτες. Όπως έδειξε ο ηθικός πανικός για τα μολυσματικά, γυναικεία ξένα σώματα, το καθεστώς της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής κρίσης γίνεται πρόσφορο έδαφος για την ανάδυση καθεστώτων νόμου και τάξης, με γνώμονα την εθνική, οικογενειακή και έμφυλη πειθαρχία.
Αυτή άλλωστε η νόρμα της εθνικής αρρενωπότητας ως φυσικού θεματοφύλακα της εθνοφυλετικής καθαρότητας κατέχει κεντρική θέση στο λόγο και τις πρακτικές της φασιστικής ακροδεξιάς. Ο στιγματισμός και η βίαιη αποπομπή «περιττών» και «μολυσματικών» σωμάτων, που είναι στην καρδιά της βιοπολιτικής της κρίσης, βρίσκεται σε απόλυτη συστοιχία με το περιβόητο προεκλογικό σλόγκαν της Χρυσής Αυγής «Για να ξεβρωμίσει ο τόπος». Αυτό το πρόταγμα εκκαθάρισης του εθνικού κορμού από τα κάθε λογής «ξένα σώματα» έκανε δυνατή την «αυθόρμητη» θριαμβευτική διαδήλωση στην Παιανία αμέσως μετά από την προμελετημένη επίθεση Κασιδιάρη εναντίον της Ρένας Δούρου και της Λιάνας Κανέλλη, όπου ακούστηκε το αποκρουστικό σύνθημα «Εμπρός Ηλία, βάρα τη λεσβία». Αυτή η πολεμοχαρής εθνική αρρενωπότητα, σε συνδυασμό με έναν ακραίο σεξισμό και μια επιθετική ομοφοβία, έχει κεντρική θέση στο λόγο και τις πρακτικές της νεοναζιστικής οργάνωσης. Όπως άλλωστε κεντρική θέση στο λόγο και τις πρακτικές τους έχει και ο αντιφεμινιστικός λόγος, με την υπογράμμιση του εθνικού ρόλου της μητρότητας και την καταδίκη των εκτρώσεων ως «εγκλήματος κατά της φυλής».

Οριζόντια, αθέατη ακροδεξιά…

 Προσοχή όμως: ο κοινωνικός φασισμός δεν περιορίζεται στη ρατσιστική και μισαλλόδοξη βία της ΧΑ. Ο ρατσισμός διαπερνά τον κοινωνικό ιστό και τη μαζική κουλτούρα, βρίσκει απήχηση σε ένα καθόλου ευκαταφρόνητο κομμάτι της κοινωνίας, διαχέεται στο μικροαστισμό των νοικοκυραίων, γίνεται θεμελιώδης τεχνική της εξουσίας. Και, πάνω απ’ όλα, μετατρέπεται σε μια γκρίζα περιοχή πολιτισμικής ομοθυμίας — σαν αυτήν που μετά την επίθεση Κασιδιάρη παρήγαγε «αυθόρμητες» εκδηλώσεις υπεράσπισης της τιμωρητικής βίας: «επιτέλους, κάποιος έπρεπε να τις βάλει στη θέση τους», άλλωστε «εκείνες ξεκίνησαν πρώτες»….
Ο Αργύρης Ντινόπουλος της ΝΔ φωνασκούσε με επιθετική ειρωνεία στη Θεανώ Φωτίου ότι όλο και κάποιες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ θα πάνε –άκουσον, άκουσον!- μέχρι και στο gay pride. Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Άνθιμος είχε φροντίσει ήδη να προτρέψει σε τραμπούκικες επιθέσεις εναντίον του 1ου Φεστιβάλ Υπερηφάνειας Θεσσαλονίκης και των «διαστροφικών και σατανικών» διοργανωτών και συμμετεχόντων.
Το ζήτημα, όμως, είναι «εμείς» τι λέμε ή τι δεν λέμε. (Προσοχή, παρακαλώ, στα εισαγωγικά της κριτικής επιφύλαξης για την αφαιρετική διατύπωση). Ο «προοδευτικός χώρος», στην πιο διασταλτική του εκδοχή, δεν είναι άτρωτος στη βαθμιαία μετατροπή της κουλτούρας του «απειλητικού άλλου» σε κυρίαρχη ιδεολογία και «αυτονόητη αλήθεια». Είναι θλιβερό (όσο κι αν δεν αποτελεί καινούργιο φαινόμενο ο κοινωνικός συντηρητισμός τμημάτων της αριστεράς) ότι σε άρθρο με τίτλο «Σκουραίνουν τα μωρά στις ΗΠΑ», γνωστός αριστερός δημοσιογράφος αναφέρεται με όρους «διάρρηξης του κοινωνικού συμβολαίου» και «προβλημάτων εθνικής ταυτότητας» των Αμερικανών που δημιουργούνται, λέει, από την «ανατροπή των φυλετικών συσχετισμών» εις βάρος του λευκού αμερικανικού πληθυσμού (Γ. Δελαστίκ, Έθνος, 31.8.2012).
Μήπως η αριστερά οφείλει, ίσως σήμερα περισσότερο από ποτέ, να διαφοροποιείται ρητά και κατηγορηματικά –με λόγο και πράξεις- από τον κυρίαρχο ολοκληρωτικό λόγο;

Και «εύλογοι συμβιβασμοί»…

Χαρακτηριστική στιγμή της θητείας ΔΗΜΑΡ ως εταίρου στην πιο δεξιά κυβέρνηση της μεταπολίτευσης (με την πιο ακροδεξιά ΝΔ και το πιο αδίστακτα νεοφιλελεύθερο ΠΑΣΟΚ) ήταν η επίσημη επίσκεψη του Φώτη Κουβέλη στον Υπουργό Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη Ν. Δένδια. Ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ εξέφρασε την αντίθεσή του στην εμφάνιση «αυτόκλητων υπερασπιστών πολιτών από εξωθεσμικά πρόσωπα» και σε «αυτόκλητους υπερασπιστές αλλοδαπών». Δεν ήταν απλώς ρητορικό ατόπημα, αλλά το οικείο πια αφήγημα για τον λαϊκισμό των άκρων και της ανομίας. Η νομοταγής «υπευθυνότητα» που διατρανώνει ο συγκεκριμένος πολιτικός φορέας υλοποιείται τώρα ως πολιτική ίσων αποστάσεων μεταξύ φασιστικής ένοπλης βίας και κοινωνικής αλληλεγγύης υπέρ των θυμάτων ρατσιστικών επιθέσεων· ως ισοβαρής «ουδετερότητα» που ολισθαίνει σταθερά προς την ποινικοποίηση της ειρηνικής, αντιφασιστικής αλληλεγγύης και τη νομιμοποίηση της ωμής ακροδεξιάς βίας. Μας θλίβει αλλά δεν μας εκπλήσσει (πια): η στάση της ΔΗΜΑΡ εναντίον των «αυτόκλητων υπερασπιστών των ξένων», την ώρα που οι φασιστικές συμμορίες σκοτώνουν και το κράτος διαπομπεύει, απελαύνει και συγκεντρώνει σε στρατόπεδα, συντονίζεται απολύτως με την ευρύτερη πλέον μετα-πολιτική στρατηγική της — μια στρατηγική που ανέχεται, νομιμοποιεί κυνικά και στηρίζει ενεργά ως «μόνη λύση» την πολιτική που εξαθλιώνει βίαια την κοινωνία και υπονομεύει τη δημοκρατία. Πρόκειται για μια νεο-συντηρητική, τεχνοκρατική και καιροσκοπική στάση του «εύλογου συμβιβασμού», όπως ονομάστηκε βολικά η συντηρητική αλλαγή του νόμου 3838 περί ιθαγένειας.

Φρονηματική διακυβέρνηση

Όμως αυτή η διάχυτη, αυταρχική τάξη του «εύλογου» που εξορίζει στο πυρ το εξώτερον του επικίνδυνου ή αφελούς ανορθολογισμού κάθε πολιτική κριτική και εναντίωση βρίσκεται στον πυρήνα της ολοκληρωτικής εξουσιαστικής μηχανικής του νεοφιλελευθερισμού. Γιατί αυτό που επιδιώκει να εμπεδώσει η συναινετική και αυταρχική δημοκρατία δεν είναι απλώς η οικονομία της αγοράς, αλλά και η κοινωνία της αγοράς. Σ’ αυτό το εγχείρημα η φασιστική ιδεολογία παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς κατασκευάζει απειλητικούς «άλλους» (μετανάστες, ομοφυλόφιλους, Ρομά, Εβραίους κ.ο.κ.) με όρους ριζικής και ασυμφιλίωτης «εθνοφυλετικής» διαφοράς που ευθύνεται για την κρίση και πρέπει να αποβληθεί από το εθνικό κοινωνικό σώμα, προκειμένου να διασφαλιστεί η καθαρότητα και η συνοχή του. Έτσι τα «τάγματα ασφαλείας και εφόδου» αναλαμβάνουν δράση. Επιπλέον, η εξόντωση, που περιλαμβάνει πρακτικές όχι μόνο άμεσης θανάτωσης αλλά και έμμεσης έκθεσης σε θάνατο (όπως είναι ο στιγματισμός, η εκμετάλλευση, η συστολή δικαιωμάτων, η στέρηση των μέσων διαβίωσης, ο ανταγωνισμός έως φυσικής εξόντωσης του άλλου), διεξάγεται με όρους «φυσικής επιλογής»: όσοι/ες δεν τα βγάζουν πέρα, όσοι/ες δεν προσαρμόζονται, δεν μεγιστοποιούν ή δεν επιβιώνουν της μεγιστοποίησης, όσοι/ες δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του εθνο-νεοφιλελεύθερου δόγματος, αποβάλλονται ως παρίες και παρείσακτοι/ες.
Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι απλώς μια ιδεολογία της «αδέσμευτης» καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς. Είναι επίσης μια τεχνική αυταρχικής και φρονηματικής διακυβέρνησης της οποίας ύστατο καταφύγιο είναι η επιστροφή στην πειθαρχική πολιτική ανατομία του σώματος: η διακυβέρνηση του σώματος σε κίνδυνο και η διακυβέρνηση του επικίνδυνου σώματος. Η διακυβέρνηση της ζωής και των ορίων της. Γι’ αυτό οι κλασικοί αυτοματισμοί του οικονομισμού δεν επαρκούν.

Κοινοβουλευτικά και κινηματικά, συνθετικά και ριζοσπαστικά…

Η απειλή του διάχυτου εθνορατσισμού και η μνημονιακή νεοφιλελεύθερη πολιτική συνυφαίνονται οργανικά και ανατρέπονται μαζί. Το αντιφασιστικό συλλαλητήριο στη Νίκαια το καλοκαίρι έδωσε το παράδειγμα. Απέναντι στο παρακρατικό καθεστώς έκτακτης ανάγκης, χρειάζεται συστηματικός και πολυεπίπεδος αντιφασιστικός αγώνας. Αγώνας σε βάθος και από τα κάτω, καθημερινός, αποκεντρωμένος και πολυτοπικός –στα σχολεία, στις γειτονιές, στους χώρους δουλειάς και στα πανεπιστήμια– για την πολιτική υπεράσπιση των επισφαλών και ευάλωτων ανθρώπων. Όπως ο νεοφιλελευθερισμός δεν περιορίζεται στο πεδίο της οικονομίας, έτσι και η Αριστερά δεν μπορεί να ενδιαφέρεται μόνο για τους αγώνες εναντίον της υφαρπαγής και της υποτίμησης της εργασίας. Και επομένως πιστεύω ότι χρειάζεται προσοχή και εναλλακτική πρόταση στο επιχείρημα του αντιμνημονιακού εθνεγερμένου πατριωτισμού, που ενίοτε βρίσκει υποδοχές και στη δική μας Αριστερά, με τη μορφή του «να μην τους χαρίσουμε την πατρίδα». Χρειάζεται προσοχή στην ανάγνωση της κρίσης με όρους εθνικής υποτέλειας. Ο αντικατοχικός εθνικισμός κάποιων αντιμνημονιακών δυνάμεων δεν είναι ένα δευτερεύον ζήτημα μπροστά στο δήθεν πρωτεύον ζήτημα της οικονομικής πολιτικής.
Η παραπάνω αναφορά μου στην τρέχουσα απο-δημοκρατικοποίηση δεν υπονοεί καθόλου μια άκριτη εξύμνηση της αστικής δημοκρατίας ως τυπικής νομικοπολιτικής αρχής ή ως φιλελεύθερης ανεκτικότητας. Η σχέση της Αριστεράς και των κινημάτων με τη δημοκρατία έχει κριτική χροιά και επαναστατική δυναμική, κάτι άλλωστε που τη διαφοροποιεί από τον κεντρώο, σοσιαλδημοκρατικό φιλελευθερισμό, που εκλαμβάνει το κράτος ως αποκλειστικό τόπο του πολιτικού. Αν η φιλελεύθερη δημοκρατία κινδυνεύει από τον μετα-δημοκρατικό νεοφιλελευθερισμό, η πρόκληση που αναδύεται για την Αριστερά και τα κινήματα είναι το πώς ο λόγος μας δεν θα εξαντλείται σε μια άκριτη υπεράσπιση του φιλελευθερισμού ή ακόμη σε μια απλή επισήμανση των παραλείψεων, στρεβλώσεων και ανεκπλήρωτων υποσχέσεών του. Απέναντι στη νεοφιλελεύθερη αντιδημοκρατική εξίσωση της ελευθερίας με την «ελεύθερη» οικονομική δραστηριότητα, χρειάζεται να επεξεργαζόμαστε διαρκώς ένα εναλλακτικό σχέδιο πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης, ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα ισότητας και ελευθερίας, που θα κρατά διαρκώς στο επίκεντρο τον αντιφασισμό. Χρειάζεται να διατυπώνουμε ένα αίτημα αποδέσμευσης του πολιτικού από τον αυταρχικό ρεαλισμό της έκτακτης ανάγκης. Αυτό σημαίνει μια διαρκή αγωνιστική αναδιευθέτηση του κοινωνικού και του πολιτικού χώρου, συμπεριλαμβανομένης της αναδιευθέτησης του εαυτού μας ως Αριστεράς και ως αριστερών, αναδιευθέτησης της ίδιας μας της σχέσης με τη διαφορά.


Η Αθηνά Αθανασίου διδάσκει κοινωνική ανθρωπολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

"Συμβιωτική ομάδα και κοινωνική επανάσταση: τώρα, στη κρίση, κανένας μόνος του, καμία μόνη της" από την Ανώτατη Σχολή Κακών Τεχνών



























φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Τα εργοστάσια που παράγουν ρομπότ δουλεύουν μέρα νύχτα. Μέρα νύχτα. Γνωρίζετε πολύ καλά τι σημαίνει αυτό. Πως θα είναι ο κόσμος σε 3 χρόνια, μπορείτε να το φανταστείτε; Θα είναι ένας κόσμος ανεργίας και εξαθλίωσης εν μέσω τεράστιου κοινωνικού πλούτου. Ας το πούμε για άλλη μια φορά: ο παγκόσμιος κοινωνικός πλούτος (θα) παράγεται από ολοένα και λιγότερους παραγωγούς, ολοένα και πιο γρήγορα. Αυτή είναι η συρρίκνωση του καπιταλισμού: ολοένα και λιγότεροι οι παραγωγοί του πλούτου, ολοένα και περισσότεροι οι εκτός παραγωγής άνεργοι και εξαθλιωμένοι. Η συρρίκνωση του καπιταλισμού επιφέρει αναπόφευκτα και τη συρρίκνωση του Κράτους, λόγω της μείωσης των εσόδων (φόρων), κι αυτό σημαίνει περισσότερη ανεργία και το οριστικό και αμετάκλητο τέλος του Κράτους Πρόνοιας. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι ο οργανικός και επιτελικός διανοούμενος της παγκόσμιας καπιταλιστικής Κυριαρχίας. Γνωρίζει πολύ καλά την εξέλιξη του καπιταλισμού για τα επόμενα χρόνια (όχι πενήντα ή τριάντα, αλλά τρία-πέντε!). Βλέπει τη συρρίκνωση του καπιταλισμού, είναι απολύτως βέβαιο ότι δεν πρόκειται να υπάρξει ανάκαμψη και ανάπτυξη, δηλαδή καθολική πλήρης απασχόληση, είναι απολύτως βέβαιο ότι ο αριθμός των ανέργων θα αυξηθεί κατακόρυφα, δεν έχει καμιά απολύτως αμφιβολία ότι θα ξεσπάσουν κοινωνικές αναταραχές και το μόνο που ενδιαφέρεται είναι αυτό: πως θα ενισχύσουμε την καπιταλιστική Κυριαρχία, πως θα καταστείλουμε τιςν εξεγέρσεις, πως θα αποτρέψουμε την κατάλυση της Κυριαρχίας; 

Η απάντηση που δίνει είναι η εξής: συρρίκνωση του Κράτους, αρπαγή μεγαλύτερου μέρους του κοινωνικού πλούτου, επιβολή εξαθλίωσης, εκφοβισμός, καταστολή με όλα τα μέσα και με όλους τους τρόπους. Εάν οι υποτελείς Παραγωγοί είναι φοβισμένοι, απομονωμένοι, αποβλακωμένοι και εξαθλιωμένοι πρέπει να γίνουν ακόμα περισσότερο εάν θέλουμε να αποφύγουμε τον κλονισμό των θεμελίων της καπιταλιστικής Κυριαρχίας. Πως λοιπόν θα τη βγάλουμε καθαρή, πως θα επιβιώσουμε, πως θα ζήσουμε; Η απάντηση μου: η επιβίωσή μας και ο τρόπος ζωής μας (άρα, η ζωή μας) θα εξαρτηθεί από το πως θα οργανωθούμε και από το πως θα πολεμήσουμε. 

Θα μπορούσαμε, φίλες και φίλοι, να ζούμε όλοι και όλες εργαζόμενοι κάνα δυο μήνες το χρόνο. Θα μπορούσαμε. Αλλά ο Κύριος δεν θα μας το επιτρέψει. Θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη, θα κάνει ό,τι μπορεί για να καταστρέψει την κατ” εξοχήν δυνατότητα της εποχής μας. Εάν εργαζόμασταν δυο μήνες το χρόνο, τόσο ο καπιταλισμός όσο και η Κυριαρχία, θα υποσκάπτονταν και τελικά θα καταλύονταν. Το ότι ο Κύριος καπιταλιστής της παραγωγής και του χρήματος έχει προκρίνει την εξόντωση των περιττών υποτελών Παραγωγών (άρα, και Καταναλωτών) είναι κάτι το οποίο δεν ανήκει στη σφαίρα της εικασίας αλλά της πραγματικότητας: ο Κύριος μας εξοντώνει με την ανεργία, με τη φτώχεια, με την πείνα, με τη δίψα, με τις ασθένειες, με την απόγνωση και την απελπισία. Το γεγονός ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει, ότι είναι τόσο αδίστακτα αποφασισμένος, τόσο αποφασιστικά αδίστακτος, σημαίνει ότι έχουμε μπροστά μας την επιστροφή του θανάτου στην πολιτική. Αν το διατυπώσουμε με άλλα λόγια, θα πούμε ότι έχουμε μπροστά μας την επιστροφή της κοινωνικής επανάστασης. Επαναλαμβάνω το ερώτημα: πως θα τη βγάλουμε καθαρή σε αυτό το ζοφερό και αποτρόπαιο παρόν και μέλλον; Πως θα επιβιώσουμε; Πως θα ζήσουμε; Το πως θα επιβιώσουμε θα εξαρτηθεί από το πως θα οργανωθούμς. Το πως θα ζήσουμε από το πως θα πολεμήσουμε – γιατί θα πολεμήσουμε, θέλουμε δε θέλουμε. Με αυτές τις διατυπώσεις θίγω μια πτυχή του μεγάλου ζητήματος του υποκειμένου της επανάστασης, το οποίο, κατ” εμέ, δεν είναι άλλο από τους υποτελείς Παραγωγούς με την ευρεία σημασία του όρου (μισθωτοί της εκτέλεσης, άνεργοι, άεργοι, νοικοκυρές, παιδιά, νέοι, συνταξιούχοι, περιθωριοποιημένοι, φυλακισμένοι, φαντάροι, κλπ., κλπ). Θα επαναστατήσουμε ως ένα συνονθύλευμα (όχι συνασπισμός ή συμμαχία) μεμονωμένων ατόμων ( λαός, όχλος, μάζα, πλήθος) ή ως μια κοινότητα, ένα δίκτυο συμβιωτικών 0μάδων; Στο ερώτημα αυτό ο μαρξισμός και ο αναρχισμός (της οργάνωσης) δίνουν διαφορετική απάντηση. Ο μαρξισμός τάσσεται υπέρ της πρώτης άποψης. Ο μαρξισμός και τα εναπομείναντα ψοφίμια της ιστορικής Αριστεράς λατρεύουν τον λαό, τη μάζα, το πλήθος, τον όχλο. Η άποψη των Νέγκρι και Χαρντ (και Βίρνο) περί του πλήθους είναι μια μεταμοντέρνα εκδοχή αυτής της λατρείας. Ο αναρχισμός θεωρεί ότι κατά την επανάσταση το κοινωνικό τείνει να ταυτιστεί με τον πολιτικό, ενώ ο μαρξισμός προκρίνει την προτεραιότητα του πολιτικού έναντι του κοινωνικού. Η θέση αυτή είναι λογική συνέπεια μιας άλλης που έχει αποβεί ολέθρια αλλά μόλις τώρα ζούμε το αμετάκλητο τέλος της: θα κατάλάβουμε το Κράτος με μια οργάνωση που θα είναι όμοια με αυτήν του Κράτους (του στρατού, της εκκλησίας, του εργοστασίου) και με εργαλείο το Κράτος θα επιβάλλουμε τις κοινωνικές αλλαγές που οραματιζόμαστε.

Η τερατώδης νεκροζώντανη Αριστερά μιλάει για αλληλεγγύη αλλά το βουλώνει όταν καλείται να πει κάτι για την οργάνωση της αλληλεγγύης. Διότι δεν υπάρχει αλληλεγγύη χωρίς οργάνωση. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να μετατρέψει το κόμμα σε φιλανθρωπική οργάνωση. Και οι αριστεροί λένε “κανένας στη κρίση μόνος του” αλλά πως το εννοούνε; Εάν εγώ αύριο δεν έχω λεφτά να πληρώσω το νοίκι μου, τι θα κάνει η τοπική οργάνωση τους ΚΚΕ ή του ΣυΡιζΑ; Θα μου πληρώνει το νοίκι; 

Το ζήτημα της αλληλεγγύης φέρνει στο προσκήνιο τη συμβιωτική ομάδα. Ενώ ζούμε όλοι μας σε ομάδες από το πρωί μέχρι το βράδυ, από τη γέννησή μας μέχρι τον θάνατό μας (οικογένεια, σχολείο, εργασία, παρέα, ποδόσφαιρο, διασκέδαση, κλπ), σε πολιτικό επίπεδο κινούμαστε ως άτομα (όχλος, μάζα, λαός, πλήθος, κόμμα, δημοκρατία, δικαιοσύνη); Γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο; Αυτό που συμβαίνει σε μια σχολική αίθουσα έχει επεκταθεί και κυριαρχεί παντού: η σχολική αίθουσα είναι μια ομάδα που έχει καταστραφεί και τα μέλη της εμφανίζονται ως ξεχωριστά άτομα που κάθονται μόνα τους, εργάζονται μόνα τους, διαμαρτύρονται μόνα τους, που ανταγωνίζονται αντί να συνεργάζονται. Η ανυπαρξία της ομάδας στο πολιτικό πεδίο οφείλεται στην καταστροφή της ομάδας στο κοινωνικό.

 Η συμβιωτική ομάδα είναι μια ανθρωπολογική σταθερά. Όταν λέμε άνθρωπος εννοούμε ομάδα, μικρής ή μεγάλης διάρκειας, προσωρινή ή μόνιμη, κλπ. Αλληλεγγύη σε όλα τα επίπεδα δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο μέσα στα πλαίσια της συμβιωτικής ομάδας. Η ομάδα αυτή είναι μια ομάδα όχι πάνω από 25-30 πρόσωπα, όλων των ηλικιών – ο αριθμός καθορίζεται από τη δυνατότητα της συζήτησης κατά τη διαδικασία της λήψης των αποφάσεων. Οι αγανακτισμένοι είχαν ανακηρύξει την άμεση δημοκρατία στο Σύνταγμα: συζητούσαν 5.000 άνθρωποι! Διαβάζω σε αφίσες: μετά την ομιλία του τάδε θα επακολουθήσει συζήτηση! Βρε παιδιά, δεν μπορεί να υπάρξει συζήτηση μεταξύ χιλίων ανθρώπων, γιατί δυσκολεύεστε τόσο πολύ να το κατανοήσετε; Η συμβιωτική ομάδα είναι μια ομάδα που τρώει συχνά μαζί, μεγαλώνει τα παιδια μαζί, αντιμετωπίζει τις ασθένειες μαζί, κυκλοφορεί τη γνώση και τις εμπειρίες, παίρνει τις αποφάσεις μαζί, μαθαίνει να συγκρούεται. Γνωρίζει πολύ καλά πως μόνο με την καθημερινή, ενεργητική αλληλεπίδραση του ενός με τον άλλον μπορεί να εξασφαλιστεί η ανάπτυξη των ικανοτήτων του σώματος, του εγκεφάλου και της ψυχής. Κατά μία έννοια, αυτή είναι η ευτυχία, σύν την ικανότητα να υπομένουμε την τραγικότητα της ύπαρξής μας (πόνος, απώλεια, ασθένεια, θάνατος). 

Η οικογένεια είναι μια συμβιωτική ομάδα αλλά ο τρόπος που οργανώνεται την έχει καταστήσει μια τελείως αντικοινωνική ομάδα που γεννάει σχιζοφρένεια. Είναι κλειστή, αγοραφοβική, παρανοϊκή, φιλύποπτη – μπορεί όμως να μην είναι όλα αυτά. Η οικογένεια μπορεί να ξεπεράσει τους περιορισμούς της μόνο εάν ανοιχτεί, μόνο εάν συνασπιστεί με άλλες οικογένειες, ζευγάρια και άτομα. Η οικογένεια είναι Παράδεισος και Κόλαση μαζί – είμαι βέβαιος ότι μπορεί να είναι μόνο Παράδεισος εάν συνυπάρχει και συνεργάζεται με άλλες (αλλά και με ζευγάρια και άτομα). 

Θεωρώ ότι η επιβίωσή μας θα εξαρτηθεί από την σύναψη των συμβιωτικών ομάδων: μόνο τα δίκτυα των συμβιωτικών ομάδων θα είναι σε θέση σε δύσκολες εποχές να εξασφαλίσουν τροφή, ρούχα, στέγη, φάρμακα και ό,τιδήποτε άλλο χρειαζόμαστε. Εάν όλος ο πληθυσμός οργανωθεί σε συμβιωτικές άτυπες αλλά ουσιαστικής συνύπαρξης και αλληλεγγύης ομάδες, τότε όλος ο πληθυσμός θα έχει πρόσβαση στον παραγόμενο κοινωνικο πλούτο, ο οποίος εμφανίζεται άλλοτε ως εμπορεύματα κι άλλοτε ως αξίες χρήσης (αγαθά που δεν είναι εμπορεύματα αλλά ανταλλάσσονται ή χαρίζονται). Η συμβιωτική ομάδα δεν είναι μόνο μια ανθρωπολογική σταθερά. Είναι και μια εφαρμογή των δύο πρώτων αξιωμάτων της διεξαγωγής του κοινωνικού πολέμου: νικάμε χωρίς να πολεμάμε και πρώτα νικάμε και μετά πολεμάμε. Ο επαναστατικός “στρατός” θα είναι μια κοινότητα, ένα ευρύτατο δίκτυο αυτόνομων και ελεύθερα συνεργαζόμενων συμβιωτικών ομάδων κάθε είδους. Αυτή θα είναι και Αριστερά του μέλλοντος, μια κοινότητα ομάδων. Στο ερώτημα γιατί οι υποτελείς δεν επαναστατούν, απαντώ: δεν επαναστατούν διότι δεν μπορούν και δεν θέλουν να οργανωθούν σε συμβιωτικές ομάδες. Να εξεγερθούν μπορούν μιας και οι εξεγέρσεις γίνονται από μεμονωμένα άτομα (λαός, μάζα, όχλος, πλήθος) κι αυτός είναι ο λόγος που πάντα αποτυχαίνουν και δεν αφήνουν τίποτα – μόνο στάχτες και πίκρα στο στόμα και στη ψυχή. Εάν το μέσο δείχνει το σκοπό, η συμβιωτική ομάδα ως μέσο, δείχνει την επανάσταση και τον κομμουνισμό. Εάν το μέσο και ο σκοπός ταυτίζονται, τότε η κοινότητα των συμβιωτικών ομάδων είναι η ταύτιση του μέσου και του σκοπού, της επανάστασης και του κομμουνισμού. Με την συμβιωτική ομάδα η επανάσταση και o κομμουνισμός είναι εδώ, τώρα. 

 Αθανάσιος Τριανταφυλλιά Δρατζίδης , 2012
http://www.badarts.gr

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

"Τζόρτζιο Αγκάμπεν: Βιοπολιτική και κατάσταση εξαίρεσης" συνέντευξη στο Άκη Γαβριηλίδη






























Το 2011, ο Ιταλός πολιτικός φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν παραχώρησε συνέντευξη στο τρίτο κανάλι της Ελληνικής Τηλεόρασης (και ειδικότερα στην εκπομπή “Τόποι ζωής, τόποι ιδεών” του Γιώργου Κεραμιδιώτη). Στην εκπομπή, η οποία προβλήθηκε από την ΕΤ3 (και μπορεί κανείς να την παρακολουθήσει εδώ) χρησιμοποιήθηκαν ορισμένα μόνο αποσπάσματα από τη συνέντευξη, περίπου το μισό από το συνολικό υλικό. Το κείμενο που ακολουθεί περιλαμβάνει το σύνολο των ερωτήσεων και των απαντήσεων, στα ελληνικά. Επιμέλεια/ μετάφραση: Άκη Γαβριηλίδη.
Καθηγητή Αγκάμπεν, κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ πάνω στη βιοπολιτική και απευθυνόμαστε σε σας ως έναν από τους βασικούς φιλοσόφους που έχουν ενδιαφερθεί γι’ αυτή την έννοια. Η οποία προέρχεται από τον Φουκώ, αλλά εσείς την πραγματευθήκατε διαφορετικά, εισάγοντας τις έννοιες της κατάστασης εξαίρεσης και του στρατοπέδου. Τι είναι αυτό που σας έκανε να ενδιαφερθείτε για τη βιοπολιτική, και τι διαφορετικό εισάγετε σε σχέση με τον Φουκώ, ή με άλλους που αναφέρθηκαν σε αυτήν;
Ο όρος «βιοπολιτική» και ο όρος «κατάσταση εξαίρεσης» για μένα συνδέονται, πράγμα που ίσως δεν συμβαίνει στον Φουκώ. Ασφαλώς ο όρος αυτός προέρχεται από τον Φουκώ, του τον οφείλω, αλλά ταυτόχρονα προσπάθησα να συνδέσω τα προβλήματα της βιοπολιτικής –δηλαδή το γεγονός ότι η ζωή έγινε το διακύβευμα της πολιτικής- με το πρόβλημα της κυριαρχίας. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ήταν απαραίτητο να συνδέσω τη βιοπολιτική με το πρόβλημα της κατάστασης εξαίρεσης που έγινε ίσως το παράδειγμα –στη γλώσσα σας πιθανόν να λέτε «ο νόμος»- της νεωτερικότητας.
Αυτό που προσπάθησα να δείξω στις έρευνές μου είναι ότι η κατάσταση εξαίρεσης, η οποία αρχικά νοούνταν ως ένα προσωρινό μέτρο προορισμένο να αντιμετωπίσει ένα έκτακτο συμβάν, έγινε η κανονική μορφή, η κανονική τεχνική διακυβέρνησης. Και δεν μπορούμε να καταλάβουμε την πολιτική ζωή των δημοκρατικών μας κοινωνιών σήμερα αν δεν λάβουμε υπ’ όψη μας αυτό που είχε δει ο Μπένγιαμιν ήδη το 1940, ότι δηλαδή η κατάσταση εξαίρεσης έγινε κανόνας.
Βέβαια αυτό άρχισε με τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο όπου οι καταστάσεις εξαίρεσης συνδέθηκαν με μια κατάσταση πολέμου· δεν ήταν το ίδιο. Και δεν μπορούμε να καταλάβουμε αυτό που συνέβη στη Γερμανία τη δεκαετία του ’30, δηλαδή το ναζιστικό καθεστώς, εάν δεν θυμηθούμε ότι ο Χίτλερ, τη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία, το 33, κήρυξε αμέσως κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η οποία ποτέ δεν ανακλήθηκε! Κράτησε δηλαδή 12 χρόνια. Και αυτό εξηγεί πώς μπόρεσαν να συμβούν όλα αυτά. Αλλά σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά· νομίζω ότι έχουμε φθάσει σε μια μεταγενέστερη εξέλιξη αυτού του παραδείγματος, υπό την έννοια ότι η κατάσταση εξαίρεσης έχει διαχυθεί στο επίπεδο του πλανήτη, άρα δεν χρειάζεται να κηρυχθεί ως τέτοια. Είναι μια κατάσταση ομαλή που αλλάζει κάθε έννοια της πολιτικής, διότι, αφού η κατάσταση εξαίρεσης είναι ο κανόνας, το διεθνές δίκαιο, τα εσωτερικά δίκαια αλλάζουν εντελώς.
Π.χ. αν πάρουμε την έννοια της ασφάλειας, για την οποία τόσος λόγος γίνεται σήμερα και που είναι σχεδόν το σλόγκαν των δυτικών κυβερνήσεων, είναι ένας όρος που προέρχεται από την έννοιακατάσταση εξαίρεσης: η ασφάλεια είναι η «δημόσια σωτηρία». Αλλά εδώ ο Μισέλ Φουκώ έδειξε πολύ ωραία ποια είναι η καταγωγή αυτής της έννοιας: ο Φουκώ έδειξε στις παραδόσεις του ότι η ασφάλεια ως τεχνική διακυβέρνησης εισήχθη από τους φυσιοκράτες τις παραμονές της γαλλικής επανάστασης. Ποιο ήταν το πρόβλημα της εποχής; Ήταν οι λιμοί· πώς να αποτρέψουμε την εμφάνιση του λιμού. Ως τότε δεν είχαν σκεφτεί ποτέ μ’ αυτό τον τρόπο· συνέλεγαν δημητριακά, κ.ο.κ. Οι φυσιοκράτες είχαν αυτή την ίσως ιδιοφυή ιδέα: δεν θα επιδιώκουμε πλέον να αποφύγουμε τους λιμούς. Θα τους αφήνουμε να συμβούν, αλλά μετά θα είμαστε έτοιμοι να τους διακυβερνήσουμε, να τους προσανατολίσουμε, να τους διασφαλίσουμε προς μια ορθή κατεύθυνση.
Αυτό δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνάμε. Υπάρχουν ακόμη αφελείς που πιστεύουν ότι το παράδειγμα της ασφάλειας έχει σκοπό να προλάβει τρομοκρατικές πράξεις. Αυτό είναι τελείως λάθος. Η βασική ιδέα είναι μάλλον: «θα αφήσουμε να συμβούν καταστροφές, αναταραχές, ή και θα βοηθήσουμε να συμβούν, επειδή αυτό θα μας επιτρέψει να παρέμβουμε και να τις διακυβερνήσουμε προς την ορθή κατεύθυνση». Π.χ. η αμερικανική πολιτική εδώ και είκοσι χρόνια είναι σαφώς αυτή: ποτέ δεν εμποδίζει την εμφάνιση της αταξίας, της καταστροφής, αντίθετα τις βοηθά να παραχθούν σε ορισμένες περιοχές, αλλά μετά επωφελείται προκειμένου να τις κατευθύνει σε μια κατεύθυνση «ασφαλή».
Εξάλλου θυμάμαι το 2001 όταν υπήρχαν μεγάλες ταραχές στη Γένοβα της Ιταλίας κατά τη σύνοδο του G8, και υπήρχαν σοβαρά επεισόδια με την αστυνομία, υπήρξε μια δικαστική έρευνα, στην οποία εξετάστηκε και ο αρχηγός της αστυνομίας. Αυτός ήταν και ο ίδιος οργισμένος, και είπε: «η κυβέρνηση σήμερα δεν θέλει πλέον να διατηρήσει την τάξη, θέλει να διαχειριστεί την αταξία».
Πρέπει να το καταλάβουμε καλά: οι κυβερνήσεις σήμερα δεν αποσκοπούν να διατηρήσουν την τάξη, αλλά να διαχειριστούν την αταξία. Και η αταξία πάντοτε υπάρχει, τη βλέπουμε: η κρίση, οι ταραχές, τα συμβάντα, η κατάσταση ανάγκης … όλα αυτά τα επικαλούνται ανά πάσα στιγμή. Αλλά το ζητούμενο είναι να παρέμβουν εκ των υστέρων. Γι’ αυτό και σήμερα, όταν βλέπουμε πολύ ενδιαφέροντα φαινόμενα, ας πούμε πρώτα όσα γίνανε στην Ελλάδα, αλλά και μετά στην Τυνησία, την Αίγυπτο, όλα αυτά είναι πράγματα προφανώς πολύ ωραία, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι εξουσίες που υπάρχουν απέναντι γνωρίζουν ότι συμβάντα και αναταραχές μπορεί να συμβούν, και αναζητούν τρόπους να τις διαχειριστούν, να τις στρέψουν σε μια κατεύθυνση που θεωρούν χρήσιμη (7:27)


Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

"Σίμος, ο αρχηγoς των Ελλήνων Υπαρξιστών / Η underground ιστορία μιας εποχής" από το MediaSoup


Πέρασαν περίπου 13 χρόνια από τότε που συνάντησα τον θρυλικό Σίμο, και όμως η μορφή του δεν φεύγει από το μυαλό μου. Τον έβλεπα για αρκετές μέρες, σε μια ταράτσα που ζούσε στην οδό Ρήγα Παλαμήδου, στου Ψυρρή. Δεν υπήρχε ασανσέρ και έκανα στάσεις για να πάρω ανάσες ανεβαίνοντας όλα εκείνα τα σκαλοπάτια. Τελικά, έφτανα σε μια σιδερένια πόρτα πάντα κλειστή.  Ο Σίμος είχε γράψει πάνω της με κιμωλία ΧΤΥΠΗΣΤΕ ΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΙ. Κουδούνι ήταν ένα ξύλινο καλαπόδι, κρεμασμένο από την πόρτα που το βάραγα με δύναμη ν ακούσει ο Σίμος και να έρθει να μου ανοίξει. Έτσι, βρισκόμουν στην ταράτσα, στον δικό του χώρο, και εκεί ο Σίμος μου διηγιόταν τη ζωή του. Αυτός ήταν ίσως και ο μεγαλύτερος επηρεασμός στη ζωή μου. Ο αρχηγός των ελλήνων υπαρξιστών,  γέρος και ξεχασμένος από όλους, στο λυκόφως του βίου του, είχε βρει έναν επιτέλους ακροατή, εμένα.  Μου μίλησε για όλα,  για την Ιπτάμενη Παράγκα της νιότης του, τους συντρόφους που χάθηκαν, για τα είκοσι χρόνια της περιπλάνησης μετά, το μεγάλο ταξίδι, με δουλειές του ποδαριού και κλίνη το χώμα ή τα παγκάκια. Κατέγραφα με ένα παράξενο πάθος, τα λόγια του, σε χαρτιά, σε μαγνητόφωνο. Έτσι διέσωσα την εικόνα του, τις αναμνήσεις του, τον ήχο της φωνής του. Αυτά όλα, είναι ίσως άχρηστα για μερικούς αλλά για μένα πολύτιμα μνημεία.

Η ΙΠΤΑΜΕΝΗ ΠΑΡΑΓΚΑ

Ο Σίμος, δημιουργεί την εποχή των υπαρξιστών, την εποχή της «ιπτάμενης παράγκας», το πρώτο γνωστό παράδειγμα ανεξάρτητου νεανικού κινήματος στην μεταπολεμική Ελλάδα. Το κίνημα αρχίζει από μικρή παρέα του 1950, αλλά απογειώνεται ξαφνικά το καλοκαίρι του 1953 που αναμφίβολα είναι και το ελληνικό καλοκαίρι της αγάπης.
Οι έλληνες υπαρξιστές εμφανίζουν ένα τρόπο ζωής που αποτελεί εν πολλοίς πρόδρομο των χίπις. Κέντρο δράσης τους, μια ξύλινη παράγκα, 20 μέτρα μήκος και 5 μέτρα φάρδος με πατάρι 5Χ5, στην οδό Σαρρή 29 στου Ψυρρή.Η παράγκα ήταν η κατοικία και ταυτόχρονα το εργαστήριο του Σίμου Τσαπνίδη, όπου το καλοκαίρι κατασκευάζονταν αντίσκηνα και ομπρέλες θαλάσσης και το χειμώνα επιδιορθώνονταν καθίσματα και καλύμματα αυτοκινήτων.

Ήταν ανώγεια, ανέβαινες δύσκολα από την κακιά σκάλα, μια στενή ξύλινη σκάλα, σχεδόν κατακόρυφη. Από καταπακτή έμπαινες στο εσωτερικό, και βρισκόσουν σ’ ένα εξαίσιο σουρεαλιστικό μπέρδεμα:Ραπτομηχανές, έργα γλυπτικής, καθίσματα αυτοκινήτων, σπασμένες καρέκλες και μοτέρ ανακατεμένα με τα κίτρινα και κόκκινα πουλόβερ του Σίμου.  Στην οροφή κρεμασμένα σκεπάρνια, σαμπρέλες, καθίσματα, καραβάκια και ό,τι άλλο μπορούσε να βάλει ο «υπαρξιστικός νους». Στους τοίχους στερεωμένες με πινέζες φωτογραφίες, ποιήματα, ζωγραφιές και συνθήματα γραμμένα με κιμωλία. Ένα από αυτά έλεγε  «Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ ΕΙΝΑΙ ΚΡΙΣΙΜΟΣ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΑΠΕΛΠΙΣΤΙΚΗ!» ένα άλλο «ΑΝ ΑΠΕΛΠΙΣΤΕΙΣ, ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΖΕΣΑΙ!».
Μέχρι το τέλος του 1952, οι υπαρξιστές του Ψυρρή είναι μια μικρή παρέα, αλλά στις 24 Ιανουαρίου 1953, κάνουν ένα σουρεαλιστικό πάρτι, που τους κάνει διάσημους. Το πάρτι γίνεται πρωτοσέλιδο θέμα  οι εφημερίδες δημοσιεύουν ρεπορτάζ για τους περίεργους τύπους που χορεύουν μπούγκι και τρώνε γιαούρτι και ρέγκες. Ο δημοσιογράφος Κώστας Αβραμόπουλος γράφει στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ και χαρακτηρίζει την παράγκα «ιπτάμενη», οι υπαρξιστές ενθουσιάζονται και υιοθετούν αμέσως τον χαρακτηρισμό.






Η ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΥΠΑΡΞΙΣΤΩΝ
Αδιαμφισβήτητος αρχηγός των υπαρξιστών είναι ο αγράμματος τσαγκάρης, Σίμος Τσαπνίδης. Υπαρχηγοί και θεωρητικοί της κίνησης αναδεικνύονται  δύο. Ο Μιχάλης Χαλκιαδάκης, με το ψευδώνυμο Χάλκης και ο φοιτητής Κυριάκος Χατζηγεωργίου με το ψευδώνυμο Τζότζος ή Τζο. Αυτοί οι τρεις, αποτελούν την ηγετική ομάδα των υπαρξιστών που  γρήγορα επηρεάζουν χιλιάδες σε όλη την Ελλάδα.Δεν υπήρχε κοινή υπαρξιστική αμφίεση. Το ντύσιμο, τα μαλλιά και τα μούσια, ακολουθούσαν τη φαντασία και τον αυτοσχεδιασμό του καθένα ξεχωριστά. Έβλεπες αγόρια με καλοχτενισμένα μαλλιά και άλλα αχτένιστα. Μερικοί είχαν μούσι. Ένας από τους υπαρξιστές, ο Αιμίλιος, κυκλοφορούσε μ’ ένα τεράστιο Ναπολεόντειο καπέλο, που μερικές φορές πάνω του έβαζε ένα κουταβάκι. Έχουμε φωτογραφίες του Πιτ Κουτρουμπούση με ημίψηλο και του Σίμου με κοστούμι φτιαγμένο από δεκάδες διαφορετικά κομμάτια ύφασμα. Άλλες κοπέλες φορούσαν τις συνηθισμένες φούστες της εποχής και άλλες στενά κολλητά παντελόνια και μπερέδες. Η διάθεση όμως ήταν κοινή και συνοψιζόταν στο τρίπτυχο ΚΕΦΙ-ΧΑΡΑ-ΖΩΗ.
Συχνά πήγαιναν εκδρομές –μπροστά το τζιπ του Σίμου με την επιγραφή ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΓΑΪΔΟΥΡΙ, μετέφερε μέχρι και δέκα υπαρξιστές και ακολουθούσαν φορτηγά που μετέφεραν τους υπόλοιπους. Απαράβατος όρος για να συμμετάσχει κάποιος στην εκδρομή ήταν να συνοδεύεται από ντάμα- κατά τους υπαρξιστές ντάμα θεωρούνταν και μία…γιαγιά! Έχουν σωθεί μερικά από τα εκδρομικά προγράμματα που φιλοτεχνούσαν και τύπωναν στον πολύγραφο οι δύο νεαροί φίλοι Πιτ Κουτρουμπούσης και Αντώνης Ευθυμιάδης. Στις εκδρομές διοργάνωναν παλαιστικούς και ποδοσφαιρικούς αγώνες, ξιφομαχία, ομιλίες και διαγωνισμούς χορού. Διαγωνίζονταν στην αντοχή, χόρευαν μέχρι εξαντλήσεως, το ζευγάρι που έμενε τελευταίο κέρδιζε μια ρέγκα! Η ρέγκα ήταν το αγαπημένο τους φαγητό και συχνά η τιμητική απονομή για πράξη εξαίρετη. Συμβόλιζε την λαϊκή καταγωγή του κινήματος ενώ άλλες φορές γινόταν το χιουμοριστικό όπλο αντιμετώπισης του καθωσπρεπισμού και κάθε τι που φάνταζε υπερβολικό και πομπώδες.


Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

"PLANET OF SLUMS Ο εκφυλισμός των πόλεων και το άτυπο προλεταριάτο" του Mike Davis























Κάποια στιγμή την επόμενη χρονιά, μια γυναίκα θα γεννήσει στην Ajegunle, την παραγκούπολη του Λάγος· ένας νέος άντρας θα εγκαταλείψει το χωριό του στην δυτική Ιάβα για τα λαμπρά φώτα της Τζακάρτα· ένας αγρότης θα μετακομίσει με την εξαθλιωμένη οικογένεια του σε κάποια από τις αναρίθμητες pueblos jovenes της Λίμα. Τα ακριβή γεγονότα δεν έχουν καμία σημασία και θα περάσουν εντελώς απαρατήρητα. Παρόλα αυτά συνιστούν σταθμό στην ανθρώπινη ιστορία. Για πρώτη φορά ο αστικός πληθυσμός του πλανήτη θα ξεπεράσει τον αγροτικό. Πράγματι, με δεδομένη κόλας την ανακρίβεια των απογραφών στον τρίτο κόσμο, η μεταστροφή αυτή μπορεί ήδη να έχει ολοκληρωθεί.

Η γη έχει αστικοποιηθεί με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς απ’ ότι είχε προβλέψει η Λέσχη της Ρώμης με την διαβόητη μαλθουσιανή έκθεσή της του 1972, Τα Όρια Της Ανάπτυξης. Το 1950 υπήρχαν 86 πόλεις στον κόσμο με πληθυσμό μεγαλύτερο του εκατομμυρίου· σήμερα υπάρχουν 400 και ως το 2015 θα υπάρχουν τουλάχιστον 550. Πράγματι, οι πόλεις έχουν απορροφήσει σχεδόν τα 2/3 της παγκόσμιας αύξησης του πληθυσμού από το 1950 και τώρα αυξάνουν κατά ένα εκατομμύριο βρέφη και μετανάστες κάθε βδομάδα. Ο σημερινός αστικός πληθυσμός (3,2 δις) είναι μεγαλύτερος από τον συνολικό πληθυσμό του 1960. Εντωμεταξύ, οι αγροτικές περιοχές παγκόσμια έχουν αγγίξει τον μάξιμουμ πληθυσμό τους (3,2 δις) και θα αρχίσει να μειώνεται μετά το 2020. Το αποτέλεσμα θα είναι οι πόλεις να πιστώνονται όλη την μελλοντική πληθυσμιακή αύξηση, που αναμένεται να φτάσει στην ακμή της το 2050.

1. Η ΑΣΤΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΤΗΡΙΟΣ

Που πήγαν οι ήρωες, οι άποικοι, τα θύματα της Μητρόπολης;
Μπρεχτ, ημερολόγια, 1921

Το ενενήντα πέντε τοις εκατό της τελικής αύξησης της ανθρωπότητας θα συντελεστεί στις αστικές περιοχές των αναπτυσσόμενων χωρών, των οποίων ο πληθυσμός θα διπλασιαστεί φτάνοντας σχεδόν τα 4 δισεκατομμύρια μέσα στην επόμενη γενιά. (Πράγματι, ο συνολικός πληθυσμός της Κίνας, της Ινδίας και της Βραζιλίας ήδη αντιστοιχεί σχεδόν στον πληθυσμό της Ευρώπης μαζί με την Βόρεια Αμερική.) Το πιο εντυπωσιακό αποτέλεσμα θα είναι η ραγδαία ανάπτυξη νέων μεγα-πόλεων με πληθυσμό μεγαλύτερο των 8 εκατομμυρίων και ακόμη περισσότερο, υπερ-πόλεων με περισσότερους από 20 εκατομμύρια κατοίκους (ο εκτιμώμενος αστικός πληθυσμός του πλανήτη την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης). Το 1995, μόνο το Τόκιο είχε αγγίξει αδιαμφισβήτητα το κατώφλι αυτό. Μέχρι το 2025, σύμφωνα με το Far Eastern Economic Review, η Ασία μόνο μπορεί να έχει δέκα ή έντεκα αστικά κέντρα τέτοιου μεγέθους, περιλαμβανόμενης της Τζακάρτα (24,9 εκατομμύρια), της Ντάκα (25 εκατομμύρια) και του Καράτσι (26,5 εκατομμύρια). Η Σαγκάη, που η ανάπτυξή της είχε παγώσει για δεκαετίες εξαιτίας της μαοϊκής πολιτικής απο-αστικοποίησης, μπορεί να έχει 27 εκατομμύρια κατοίκους στην τεράστια μητροπολιτική περιοχή της. Η Μουμπάι (Μπομπάι) εντωμεταξύ προβλέπεται να φτάσει τα 33 εκατομμύρια, αν και κανείς δεν ξέρει εάν μια τέτοια γιγαντιαία συγκέντρωση φτώχιας είναι βιολογικά ή οικολογικά βιώσιμη.

Αλλά αν και οι μεγα-πόλεις είναι τα λαμπρότερα αστέρια στο αστικό στερέωμα, τα τρία τέταρτα του βάρους της πληθυσμιακής αύξησης θα το σηκώσουν δευτερεύουσες πόλεις που περνούν απαρατήρητες και μικρότερες αστικές περιοχές. Μέρη όπου, όπως τονίζουν οι ερευνητές του ΟΗΕ, “υπάρχουν λίγα ή καθόλου σχέδια για φροντίδα αυτών των ανθρώπων ή για παροχή υπηρεσιών σε αυτούς”. Στην Κίνα (επίσημα αστικοποιημένη κατά 43% το 1997) ο αριθμός των επίσημων πόλεων έχει εκτοξευθεί από 193 σε 640 από το 1978. Αλλά η επέκταση των μητροπόλεων, παρόλη την εξαιρετική αύξηση, στην πραγματικότητα είναι σε πτώση σε σχετικά μεγέθη ως ποσοστό του αστικού πληθυσμού. Είναι μάλλον οι μικρές πόλεις και οι πρόσφατα αστικοποιημένες κωμοπόλεις που απορροφούν την πλειοψηφία της εργατικής δύναμης της υπαίθρου που πλεονάζει ύστερα από την αναδιάρθρωση της αγοράς μετά το 1979. Στην Αφρική αντίστοιχα, η σαν σούπερ νόβα αύξηση κάποιων λίγων γιγαντιαίων πόλεων όπως το Λάγος (από 300.000 το 1950 σε 10 εκατομμύρια σήμερα) συμβαδίζει με την μεταμόρφωση δεκάδων μικρών πόλεων και οάσεων όπως η Ouagadougou, η Nouakchott, η Douala, η Antananarivo και η Bamako σε πόλεις μεγαλύτερες από το Σαν Φρατζίσκο ή το Μάντσεστερ. Στην Λατινική Αμερική, όπου προηγουμένως οι πόλεις μονοπωλούσαν την ανάπτυξη, οι δευτερεύουσες πόλεις όπως η Tijuana, η Curitiba, η Temuco, η Salvador και η Belém είναι αυτές που μεγαλώνουν, “με την μεγαλύτερη αύξηση να λαμβάνει χώρα σε πόλεις με 100.000 ως 500.000 κατοίκους.”


Τρίτη 17 Ιουλίου 2012

"Μαλάκες!", του a/ man/ called morris Ένα κείμενο για την Τρίτη Ηλικία στην Ελλάδα της Κρίσης




73χρονη αυτοπυρπολήθηκε στο Αγρίνιο τον Απρίλη του 2012
















Χήρα, ετών ογδόντα εφτά. Ολογράφως. Φύρα για το κράτος. Ντρέπεται, γιατί ξεπέρασε το προσδόκιμο. Και είναι βάρος, για όλους. Λέει. Σύνταξη 894 ευρώ. Οκτακόσια ενενήντα τέσσερα. Ολογράφως κι αυτό. Άλλοι -λέει- δεν παίρνουν ούτε τετρακόσια. Μερικοί ούτε καν σύνταξη. Μερικοί δεν έχουν καν δουλειά. Κάποιες μέρες ούτε γάλα για το παιδί παίρνουν. Την κάναν να ντρέπεται και γι αυτό. «Επειδή το βάλατε γινάτι να ζείτε εσείς και να ζείτε με οκτακόσια ευρώ, εσείς που ανάγκες δεν έχετε, δεν περισσεύει τίποτε για τους νέους, ένα βαρίδιο είστε». Στα νοίκια, επί αιώνες. Όλα πέφτουν, τα νοίκια είναι σκληρά καρύδια, αντέχουν ακόμη. Έφυγε, μετά απο εικοσιπέντε χρόνια, από το προηγούμενο σπίτι γιατί ούτε ένα εικοσάρικο σκόντο δέχτηκαν να της κάνουν, να πληρώνει τουλάχιστον τη συμμετοχή της για τα χάπια της πίεσης. Μετακόμιση στα 86. Νέα ζωή αρχίζει ξανά. Για δυο μήνες ήταν σαν χαμένη στο νέο κουτί. Αλλού πατούσε, αλλού βρισκόταν, ήθελε το βράδι να πάει στο μπάνιο και πήγαινε στην ντουλάπα. Ήθελε να πατήσει το διακόπτη και έπιανε πόμολο. Πήγαινε να ανοίξει τη βρύση στην κουζίνα και άνοιγε το ψυγείο. Τρεις φορές λάθεψε και στο κρεβάτι, ευτυχώς είχε τοίχο δίπλα και την κράτησε όρθια. Το 2011 πλήρωσε τρεισήμισι χιλιάρικα σε νοίκια. Μπορούσε -βέβαια- να πάει να ζήσει σε τριάντα τετραγωνικά στον πρώτο ή σε κανένα δώμα αντί να ζητάει Βερσαλλίες στον τρίτο με εξηνταπέντε τετραγωνικά. Και σε γηροκομείο μπορούσε, βασίλισσα θα ήταν, αν δεν ντρεπόμασταν εμείς. Το σύνδρομο της Βίκης τις στοίχειωσε όλες όμως, νέες και γριές. Στα λούσα και στη χλίδα. Και γι αυτό ντρέπεται. Πληρώνει ρεύμα, νερά, τηλέφωνο. Και κοινόχρηστα. Επιμένει να έχει ηλεκτρικό, τρεχούμενο νερό και να μιλάει μια στις τόσες με τις κόρες της και την αδερφή της. Να μιλάει, για να νιώθει ότι δεν είναι φάντασμα. Δεν θα το πιστέψεις αλλά τρώει κιόλας. Έχει δοσοληψίες με τον χασάπη. Τον φούρναρη. Και με το μανάβη. Μια μέρα είδα να της κάνει ντελίβερι και ο μπακάλης της γειτονιάς. Τυρί, γάλα, ρύζι, αλεύρι, έναν πελτέ ντομάτας, μακαρόνια νούμερο 10, πιπέρι, ζάχαρη, δυο κουτάκια μπίρες. «Για τα εγγόνια» που θα ‘ρχόταν να τη δουν. Εκείνη πίνει ελληνικό, μέτριο. Αν ξεχάσει να πει στο μπακαλόπαιδο να φέρει καφέ, πίνει νερό σκέτο. Από τη βρύση και το ψυγείο, μισό μισό. Έχει και ψυγείο. Ένα Κελβινέιτορ σαράντα χρόνων, δεν το αλλάζει. Κανείς δεν της είπε ότι εδώ δεν είναι αρχαία Αίγυπτος, να θάβουν τους ανθρώπους με τα ηλεκτρικά τους μαζί. «Αφού δουλεύει παιδάκι μου, τι με πειράζει η απόψυξη;» Τα πόδια τσακισμένα, η μέση τσακισμένη, δεν βγαίνει πια έξω, μόνο στο μπαλκόνι για να ρίξει λίγο νερό στις πέντε γλάστρες. Στις μεγάλες ζέστες πλένει και το μπαλκόνι, ξυπόλητη. Τότε μόνο τη βλέπω να ανατριχιάζει από ευχαρίστηση. Τότε που θυμάται τις παλιές μέρες, που έπλενε τη σκάλα στη μονοκατοικία όταν ο ήλιος έκαιγε και μετά έστρωνε τις κουρελούδες για να καθήσει με τις φίλες της, καρπούζι γλυκό, κρύο νερό, γέλια. Της είπα χίλιες φορές «απαγορεύεται να θυμάσαι, δεν σου κάνει καλό». Το είπα και στην κόρη της, «μίλα της, εσένα σ’ ακούει». Δεν μ’ ακούει καμιά τους. Επιμένει να μη ξεχνάει. Αδιόρθωτη. Δεν ντρέπεται να θυμάται, λέει. Στις είκοσι του μήνα της έχουν περισσέψει σαράντα, άντε πενήντα ευρώ μέχρι να ξαναπληρωθεί. Από τις είκοσι και μετά δεν χρειάζεται τίποτε από ψώνια, «όχι παιδάκι μου, απ’ όλα έχω». Γιατί ξέρει πως λεφτά δεν θα της πάρουμε για ένα ψωρορύζι, λίγα μακαρόνια, μισό κιλό κιμά και τρία φρούτα. Και ντρέπεται. Κι άμα της γεμίσουμε κρυφά -τώρα που μπορούμε κι εμείς- ντουλάπι ή ψυγείο κλαίει. Και κοιτάει στο πάτωμα, εμάς όχι. Ούτε το ταβάνι μπορεί να κοιτάξει, το γαμημένο το αυχενικό την γονατίζει κάθε δεύτερη μέρα. Δεν έχει πια κόκαλα, μια στήλη από άλατα είναι. Η γυναίκα του Λωτ θα έσκαγε απ’ τη ζήλια της. Χτες της είπαμε ότι πρέπει να πληρώσει τετραψήφιο στην εφορία. Χίλια ευρώ και λίγα κέρματα. Πώς είναι όταν ο γιατρός σου λέει «δεν έχω καλά νέα», έτσι και τώρα. Πρώτα της είπαμε να καθήσει. Δεν κατάλαβε. «Γιατί;» ρώτησε, «δεν έχω ζάλη σήμερα, αφού έπλυνα και τα στόρια, καλά είμαι». Τώρα θα ντραπεί για τα καλά. Αυτή. Που δεν χρώσταγε ποτέ ούτε ώρα σε άλλους, ούτε φλιτζάνι ζάχαρη, ούτε σπυρί από ρύζι, όχι λεφτά. Θα ντραπεί, όσο και ο άλλος  o Α. Γεωργιάδης που ανατριχιάζει και μόνο στην ιδέα όπως δηλώνει, ότι θα ξεφτιλιστεί αν μετακινείται με τραμ, με ΚΤΕΛ και τρένα, μαζί με όσους παίρνουν τρακόσια, πεντακόσια, εφτακόσια ή εκατό ευρώ. Γι αυτό φροντίζουν να ξεφτιλίσουν πρώτα όλους τους άλλους, έναν έναν, μέρα με τη μέρα. Nα τους βάλουν να τρώγονται μεταξύ τους, να ξεφτιλίζονται σαν τις πουτάνες που τρώγονται για τον πελάτη, θαρρείς και δεν ξέρουν πως είτε τον πάρουν είτε όχι πάλι πουτάνες θα είναι. Εννιακόσια ευρώ σύνταξη και ένα στόμα και μιλάς, εμείς που είμαστε δυο με πεντακόσια τι να πούμε δηλαδή; Γι αυτό μας ξεφτιλίζουν έναν έναν, όλους, μέχρι τον τελευταίο. Για να είναι η δική τους ξεφτίλα μικρότερη. Η πρώτη και μοναδική φορά που ζητάνε κάτι λιγότερο, κάτι μικρότερο, κάτι ευτελέστερο. «Ξεφτιλισμένοι ναι, αλλά εσείς περισσότερο. Είτε το θέλετε μαλάκες, είτε όχι, εμείς πάντα θα είμαστε από πάνω. Πάντα. Επειδή εσείς μας βάλατε από πάνω. Ξεφτιλισμένοι μια εμείς, χίλιες εσείς. Μαλάκες, ε μαλάκες».

πηγή: http://amancalledkkmoiris.wordpress.com/

Κυριακή 8 Ιουλίου 2012

"Θέλουν «πολυτελή κωμόπολη» στο Ελληνικό", του Πάνου Τότσικα























«…To Eλληνικό είναι μια μοναδική έκταση σε ολόκληρη την ευρωζώνη. Είναι τεράστιο, σε κεντρικό σημείο, έχει 3 χιλιόμετρα παραλία και άριστη προσβασιμότητα. Γι’ αυτό, λοιπόν, πιστεύω ότι στο Ελληνικό πρέπει να γίνει κάτι μοναδικό…. Πιστεύω ότι η πολυτελής κατοικία πρέπει να είναι το βασικότερο στοιχείο της ανάπτυξης. Στο Ελληνικό μπορεί να γίνει μια πολυτελής κωμόπολη δίπλα στην παραλία. Να συμπληρωθεί από εμπορικά καταστήματα, κινηματογράφους, υποδομές, να γίνει μια ολοκληρωμένη γειτονιά για ανθρώπους με μεγάλες οικονομικές δυνατότητες. Σήμερα υπάρχουν 100 εκατομμύρια Κινέζοι εκατομμυριούχοι, πολλοί από τους οποίους θέλουν να αγοράσουν μια κατοικία στην Ελλάδα και όχι στην Ισπανία, γιατί νιώθουν βαθύ σεβασμό στον πολιτισμό μας…».

Ποιος τα λέει όλα αυτά; Ο γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (Ι.Ο.Β.Ε) και σημερινός υπουργός Οικονομικών της Κυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ Γιάννης Στουρνάρας, σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή», πριν ένα χρόνο. Και βεβαίως, με την σημερινή θεσμική του θέση, έχει την δυνατότητα να προωθήσει τις απόψεις του, δεδομένου ότι αυτές συγκλίνουν ή ταυτίζονται με τις απόψεις της κυβερνητικής τρόικας . Ακόμη και η ΔΗΜΑΡ που έδειχνε να έχει αρχικά κάποιες επιφυλάξεις φαίνεται να τις ξεπερνά, βάζοντας πάνω απ΄ όλα «την σωτηρία της χώρας», όπως ισχυρίζεται.

Απέναντι στα σχέδια περί «αξιοποίησης του Ελληνικού» τα οποία νομοθετήθηκαν λίγες μέρες πριν τις εκλογές του περασμένου Μαϊου (Ν.4062/2012), ο Δήμος Ελληνικού, η «Επιτροπή Αγώνα για το Μητροπολιτικό Πάρκο Ελληνικού» και δεκάδες κοινωνικοί φορείς, υποστηρίζουν ότι δεν είναι δυνατόν να επιδιώκουμε την ανάπτυξη της χώρας ξεπουλώντας την δημόσια περιουσία και την δημόσια γη, υποβαθμίζοντας το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, αδιαφορώντας για την ιστορία αυτής της χώρας και αυτού του λαού. Αντιπροτείνουν και προτάσσουν ένα άλλο μοντέλο αξιοποίησης και ανάπτυξης του πρώην αεροδρομίου και της παραλίας του Αγίου Κοσμά, με γνώμονα την κάλυψη πραγματικών κοινωνικών αναγκών και όχι των συμφερόντων κάποιων επενδυτών-κερδοσκόπων. Οι κοινωνικοί φορείς, εκτιμούν ότι, δεδομένου το μεγαλύτερο μέρος της έκτασης του πρώην αεροδρομίου είναι ήδη δομημένο με Ολυμπιακές και άλλες εγκαταστάσεις, δεν πρέπει να δομηθούν νέα κτίρια αλλά να κατεδαφιστούν αυτά που δεν μπορούν να αξιοποιηθούν και να γίνει επανανάχρηση των υπόλοιπων για πολιτιστικές, αθλητικές και άλλες κοινωφελείς δραστηριότητες, στα πλαίσια ενός δημόσιου αυτοχρηματοδοτούμενου Μητροπολιτικού Πάρκου υψηλού πράσινου.

Ήδη, πολίτες που συμμετέχουν σε διάφορους κοινωνικούς φορείς, προσέφυγαν στις 25 Ιουνίου στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά της παραχώρησης της συνολικής έκτασης του πρώην αεροδρομίου Ελληνικού και της παραλίας του Αγίου Κοσμά στο λεγόμενο «Ταμείο αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου», επισημαίνοντας μεταξύ άλλων ότι «…τμήματα των επίδικων εκτάσεων (αιγιαλός, παραλία, δημόσια δάση, Ολυμπιακό ιστιοπλοϊκό Κέντρο/Μαρίνα και χερσαία ζώνη), υπάγονται στην δημόσια περιουσία του κράτους- δημόσια κτήση, η οποία είναι αναπαλλοτρίωτη…».

Επισημαίνουμε ότι οι εκπρόσωποι της τρόικα που βρίσκονται αυτές τις μέρες στη χώρα μας, εξέφρασαν την δυσαρέσκειά τους για την προσφυγή που κατατέθηκε στο ΣτΕ για το Ελληνικό καθώς και για άλλες 12 προσφυγές που κατατέθηκαν την ίδια μέρα από εργαζόμενους σε υπό εκποίηση φορείς του δημοσίου.

Είναι προφανές ότι κάποιοι βιάζονται να προχωρήσει άμεσα το ξεπούλημα του Ελληνικού και η δημιουργία «πολυτελούς κωμόπολης». Θα τους το επιτρέψουμε;

Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

"Τα σώματα των οροθετικών είναι τα δικά μας σώματα!" Video / ομιλίες από την εκδήλωση για τις οροθετικές εκδιδόμενες γυναίκες






Ανακοίνωση της "Συνέλευσης ενάντια στο καθεστώς εξαίρεσης"

Η ακραία επίθεση σε εργασιακά δικαιώματα και κοινωνικές κατακτήσεις τα τελευταία χρόνια, ταυτοχρόνως της ανάπτυξης της άσκησης πολιτικής εν ονόματι του φόβου, εξώθησε την ίδια την λογική στην πυρά. Το να ακολουθήσουν και σώματα ήταν το λογικό απότοκο για μία κοινωνία που φαίνεται να παρασύρεται στη δίνη του ανορθολογισμού και του μεσαιωνισμού.  Η πρώτη δημοσίευση της φωτογραφίας και των προσωπικών δεδομένων μιας εκ των οροθετικών εκδιδόμενων γυναικών –η οποία καθόλου τυχαία ήταν και μετανάστρια- αντί να προκαλέσει την σύσσωμη αντίδραση εις βάρος της προφανούς παραβίασης των δικαιωμάτων της, πάτησε στα πιο συντηρητικά αντανακλαστικά της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που σταδιακά  απανθρωποποιείται, έτοιμη να δεχτεί ότι η ύπαρξη συγκεκριμένων κατηγοριών ανθρώπων είναι λιγότερο άξια προστασίας, λιγότερο ανθρώπινη. Ακολούθησε ο δημόσιος εξευτελισμός και άλλων γυναικών, την ενορχήστρωση του οποίου ανέλαβε η ελληνική αστυνομία σε συνεργασία με το ΚΕΛΠΝΟ.    

Το σύγχρονο κυνήγι μαγισσών, από την υπονόμευση του εξαθλιωμένου σώματος του μετανάστη στην ποινικοποίηση των σωμάτων 25 οροθετικών εκδιδόμενων γυναικών, αποδεικνύει περίτρανα το προφανές: Σε κατάσταση εξαίρεσης βρίσκεται εν δυνάμει ολόκληρη η κοινωνία. Η ίδια η ουσία της ζωής μεταβιβάζεται στο όριο. Τοποθετούμενη στο μεταίχμιο της ύπαρξης, ανά πάσα στιγμή αναιρούμενη, γυμνή από δικαιώματα.

Το πραγματικό ερώτημα που θα πρέπει να θέσουμε όλοι στους εαυτούς μας είναι κατά πόσο είμαστε διατεθειμένοι να αφήνουμε τα εκάστοτε κυβερνητικά σχήματα να εξευτελίζουν το ανθρώπινο σώμα σε τέτοιο βαθμό που να καταλήγουν στο τέλος να αμφισβητούν την ίδια του την αυταξία. Η ποινικοποίηση ενός σώματος με το χαρακτηρισμό ‘υγειονομική βόμβα’ δεν είναι απλά το σύμπτωμα μίας εποχής, είναι ως λειτουργία η ίδια η αρχή του ολοκληρωτισμού και του σκοταδισμού. Αξιοσημείωτη είναι και η μερική εφαρμογή του εν λόγω επιχειρήματος, η οποία σπεύδει να προστατεύσει μόνο τον ανδρικό πληθυσμό, συνδεόμενο προφανώς με τις αξίες της οικογένειας, αφήνοντας ανέπαφα και εκτός δημοσιότητας τα πρόσωπα των οροθετικών πελατών και των μαστροπών. Η επιλεκτική προστασία επιτελεί μια διπλή λειτουργία. Αφενός οδηγούμαστε στη συστηματική υποβάθμιση του γυναικείου σώματος, αφετέρου μέσα απ’ αυτή, γίνεται προσπάθεια σύστασης ενός εθνικού συντηρητικού μετώπου, στη βάση ενός κινδύνου, ο οποίος απειλεί τον άνδρα, άρα την οικογένεια, άρα ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. 

Η τακτική της δημιουργίας ενός απειλητικού άλλου, ενός αποδιοπομπαίου τράγου, δεν είναι καινούργια.  Είναι η ίδια που χρησιμοποιήθηκε για την καταστολή τριών διακριτών κοινωνικών ομάδων. Από τους αγωνιζόμενους μετανάστες της υπατίας, στους σκηνίτες της πλατείας συντάγματος και από εκεί στους μετανάστες του κέντρου της Αθήνας η καταστολή των σωμάτων τους, δηλαδή η φυσική απομάκρυνση τους από την δημόσια σφαίρα έγινε με την αφορμή της υγειονομικής βόμβας. Ο χαρακτηρισμός υγειονομικό πρόβλημα έγινε το όχημα για να εξαιρεθούν του δημόσιου διαλόγου, να υπονομευθεί η υπόστασή τους, και στο τέλος να νομιμοποιηθεί η καταστολή και περιστολή δικαιωμάτων τους. Δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά. Είναι η άλλη όψη της επίθεσης, του προελαύνοντος ολοκληρωτισμού. Η αφαίρεση του δικαιώματος να διαχειριζόμαστε τα σώματά μας κατά τρόπο που εμείς οι  ίδιοι καθορίζουμε δεν είναι παρά η άλλη όψη του φασισμού της στολής.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως βασικά ιστορικά διδάγματα. Απέναντι στους ναζισμούς κάθε απόχρωσης μία μόνο τακτική μπορεί να ακολουθηθεί. Η δημιουργία σχέσεων αλληλεγγύης και δομών που θα μας επιτρέψει να υφαρπάξουμε το σώμα από τη μέγγενη του φασισμού. Ο ολοκληρωτισμός αναπτύσσεται πίσω από πόρτες- λουκέτα,  στην απομόνωση και την αποξένωση, που μας καθιστά υποκείμενα συγκροτούμενα με βάση τον φόβο. Ας σπάσουμε λοιπόν το φόβο, επανακαταλαμβάνοντας τον δημόσιο χώρο, τοποθετώντας εκ νέου τα σώματά μας μέσα σε συλλογικές διαδικασίες που λαμβάνουν χώρο μέσα στη δημόσια σφαίρα, ας εμφανίσουμε αυτό που σταδιακά προσπαθούν να εξαλείψουν, την άσκηση της πολιτικής από τα κάτω σταθερά προσανατολισμένη προς τη δημιουργία δομών και σχέσεων που θα επιτρέπει την αλληλεγγύη μεταξύ σωμάτων που απειλούνται να διαβούν το κατώφλι της εξαίρεσης. Μην ξεχνάμε εν δυνάμει είναι τα σώματα όλων μας.

Η αλληλεγγύη στις οροθετικές εκδιδόμενες είναι αγώνας ενάντια στον σύγχρονο ολοκληρωτισμό.
Άμεση απελευθέρωση όλων των οροθετικών.
Απόσυρση όλων των κατηγοριών και κοινωνική προστασία και περίθαλψη.
Αντίσταση Αλληλεγγύη Αξιοπρέπεια

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2012

"Ο ριζικός μετασχηματισμός της κοινωνίας", του Πάνου Πετρίδη

















Η συνεχής τρομοκρατία των πολιτικών και οικονομικών ελίτ και των κυρίαρχων μέσων μαζικής ενημέρωσης έχει βάλει για τα καλά την ελληνική κοινωνία σε μια περίοδο διαρκούς έκτακτης ανάγκης, με αποτέλεσμα την άκρα πόλωση και τον ακρωτηριασμό κάθε επιχειρήματος και κριτικής σκέψης.
Το επίπεδο του δημόσιου διαλόγου συνοψίζεται σε αφορισμούς του τύπου «μνημόνιο ή καταστροφή» που αρχικά ασπάζονταν «εκσυγχρονιστές» πολιτικοί και δημοσιογράφοι και πλέον αναπαράγεται από καλλιτέχνες, διανοούμενους και πολλούς άλλους που μην μπορώντας να εκφέρουν αντεπιχειρήματα υιοθετούν τη κυρίαρχη διαλεκτική ως τη μόνη εναλλακτική.
Η γραμμή που ακολουθούν τόσο τα κόμματα όσο και οι πολίτες ατομικά ορίζεται από την υποστήριξη ή απόρριψη του μνημονίου, γεγονός που τείνει να επισκιάσει σχεδόν κάθε προγενέστερη ιδεολογική αναφορά.
Από τη μία πλευρά έχουμε το ιδεολογικά συμπαγέστερο φιλομνημονιακό «μεταρρυθμιστικό» στρατόπεδο, που «καταδικάζοντας τη βία από όπου κι αν προέρχεται», αποκηρύσσει κάθε αντίδραση ως λαϊκισμό, και στο όνομα μιας ψευδούς κοινής λογικής προβάλλει τα νεοφιλελεύθερα μέτρα και πολιτικές ως ένα επώδυνο μεν αλλά αντικειμενικά αναγκαίο κακό.
Μια εμπεριστατωμένη κριτική πάνω στη χρόνια διαφθορά και την γραφειοκρατία ακολουθείται πάντοτε από έναν αστήρικτο συλλογισμό ότι η μόνη φυσική λύση των προαναφερθέντων προβλημάτων είναι ο «εκσυγχρονισμός» μέσω νεοφιλελεύθερων πολιτικών, ενώ κάθε αντίσταση στις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις ισοδυναμεί με την προάσπιση συμφερόντων.
Μολονότι η ανάγκη για αλλαγή νοοτροπίας σε πολλούς τομείς της δημόσιας ζωής είναι δεδομένη, η μονοδιάστατη υπεράσπιση των δήθεν αντικειμενικών και ιδεολογικά ουδέτερων δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων, έξω από το κοινωνικό και περιβαλλοντικό τους περίβλημα, είναι άκρως προβληματική.
Η συνεχής και μονομερής αναφορά από τα κεντρικά μέσα ενημέρωσης σε αδιανόητα χρηματικά ποσά, δυσνόητους χρηματοπιστωτικούς όρους και ανόητους οικονομικούς δείκτες περιορίζει και υποβαθμίζει την συζήτηση στην ανάλυση αριθμών, αφήνοντας να εννοηθεί ότι το πρόβλημα είναι μαθηματικό και ότι αν αυτό λυθεί, θα λυθούν αυτόματα και όλα τα υπόλοιπα ζητήματα της κοινωνίας.
Πέραν της κραυγαλέας διάψευσης της δήθεν αντικειμενικότητας και ανωτερότητας τέτοιου είδους συλλογισμών από την ίδια τη σύγχρονη ιστορία, η αποκλειστική χρήση οικονομικών επιχειρημάτων από τους υποστηρικτές του μνημονίου και την πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου αναιρεί εξ ορισμού τη δυνατότητα διαλόγου πάνω σε πληθώρα ζητημάτων της καθημερινότητας και πτυχών της ζωής που δεν χωράνε σε οικονομικά μοντέλα.
Ο περιορισμός του δημόσιου διαλόγου σε μια οικονομικού τύπου διαλεκτική αφαιρεί το δικαίωμα από τους πολίτες να εκφέρουν άποψη πάνω σε ευρύτερες και ουσιαστικότερες έννοιες, όπως ο τρόπος της ζωής που θέλουν να ακολουθήσουν.
Ως αποτέλεσμα πολλά από τα πλέον ουσιώδη θέματα δεν τίθενται καν προς συζήτηση, γεγονός που δικαιολογημένα δημιουργεί υποβόσκουσες εντάσεις που καταλήγουν σε ξεσπάσματα έναντι του κράτους και των θεσμών του.
Απέναντι στους υποστηρικτές του μνημονίου βρίσκεται μια πολυπληθής αλλά ανομοιόμορφη ομάδα χωρίς κοινά κίνητρα και ιδεολογία. Μπορεί ορισμένες μειοψηφίες να βλέπουν την κατάσταση ως μια ευκαιρία αυτοθέσμισης της κοινωνίας με ευρύτερη συμμετοχή στα κοινά, μα ένα μεγάλο κομμάτι των μικροαστών αγανακτισμένων της μούντζας ουσιαστικά επιθυμεί την επιστροφή στην προ-κρίσης ευημερία, προβάλλοντας την εθνική ταυτότητα, λόγω έλλειψης άλλης ιδεολογίας.
Έτσι, οι συνεχείς και γενικευμένες αντιδράσεις που παρατηρούμε δεν προσφέρουν μια ουσιαστική αντί-πρόταση, μα έχουν βασικό σκοπό την εκδίκηση και τιμωρία των υπεύθυνων. Από τα βασικά αιτήματα, που συνοψίζονται στο «να φύγουν οι προδότες», απουσιάζει κάθε κοινωνιολογική κριτική και κάθε αναφορά στις δομικές ανισότητες του συστήματος, πόσο μάλλον μια εναλλακτική πρόταση για το χτίσιμο μιας πιο δίκαιης και βιώσιμης μελλοντικής κοινωνίας.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως αλλιώς θα μπορούσε να αντιδράσει η ελληνική κοινωνία. Η οργή και η αντίδραση ενάντια στην αδικία είναι ως ένα βαθμό δικαιολογημένη. Από εκεί και πέρα όμως χρειάζεται το χτίσιμο εναλλακτικών συλλογικών αξιών στην κοινωνία, η υγιής παιδεία, η κριτική σκέψη, η ορθή κρίση και η συνειδητή απόρριψη της παραπληροφόρησης.
Κάθε δήλωση για το «να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας» οφείλει να ακολουθείται και από το «τι θα την κάνουμε αυτήν τη ζωή;». Το πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί εξορίζοντας τους προδότες, μειώνοντας το χρέος ή αλλάζοντας πολιτική ηγεσία στο υπάρχον σύστημα, μα αναθεωρώντας τις βασικές θεμελιακές αξίες και θεσμούς της κοινωνίας.
Όσο αυτές παραμένουν, τότε όσο και να αντιδράει ο κόσμος σε συγκεκριμένα πρόσωπα, αυτό που θα γεννηθεί ξανά θα εμπεριέχει πάλι την ίδια εκμετάλλευση, την ίδια αδικία.
Μια κοινωνία μπορεί να επαναπροσδιοριστεί μόνο αν οι πολίτες που την αποτελούν αποφασίσουν να ασχοληθούν ενεργά με τα κοινά και αρχίσουν να ορίζουν το μέλλον τους, συζητώντας, παίρνοντας ρίσκα, αλλάζοντας συνήθειες, ακυρώνοντας στην πράξη πρακτικές άδικες και απούσες νοήματος.
Η σημασία του προτάγματος της αυτονομίας και της άμεσης δημοκρατίας, η καστοριαδική έννοια της αυτονομίας που έχει επανέλθει στο προσκήνιο και μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ, προτάσσει την ελευθερία να έχουμε διαύγεια απέναντι σε αυτό που σκεφτόμαστε και κάνουμε.
Σύμφωνα με το πρόταγμα αυτό, μια δίκαιη και ελεύθερη κοινωνία μπορεί να υπάρξει μόνο αν κάθε άτομο που την αποτελεί δρα και λειτουργεί αυτόνομα, άρα ελεύθερα, αλλιώς οι θεσμοί εκφυλίζονται και αυτό-αναιρούνται.
Η αυτονομία είναι έννοια συνυφασμένη με την άμεση δημοκρατία γιατί μόνο άτομα αυτόνομα είναι σε θέση να απεξαρτηθούν από τους «ειδικούς» της πολιτικής και να υποστηρίξουν τη θέση τους με βάση ένα όραμα για τη ζωή και την κοινωνία που επιθυμούν, συμμετέχοντας στα κοινά πέραν της μιας μέρας ψηφοφορίας στα τέσσερα χρόνια.
Σύμφωνα με αυτόν τον συλλογισμό, η δημοκρατία δεν περιορίζεται σε ένα σύνολο θεσμών αλλά αποτελεί μια μορφή κοινωνίας: ένα πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό καθεστώς σε μια ατέρμονη διαδικασία αμφισβήτησης και λήψης αποφάσεων. Μια αυτόνομη δημοκρατική κοινωνία λοιπόν οφείλει να κατασκευάσει μια δημοκρατική κουλτούρα και μια δημοκρατική ταυτότητα. Σε μια τέτοια κοινωνία δε λείπει φυσικά η αβεβαιότητα.
Ωστόσο, αυτή η μορφή της αβεβαιότητας είναι περισσότερο αποδεκτή από την κυριαρχία των ολιγαρχιών, διότι είναι βασισμένη σε συλλογικούς όρους και αποφάσεις και, ως εκ τούτου, οι συνέπειες της είναι ευκολότερο να αντιμετωπιστούν.
Η σημασία της συμμετοχικής και άμεσης δημοκρατίας σήμερα είναι τεράστια καθώς, σε απόλυτη αντίθεση με την «από πάνω» επιβολή διαρθρωτικών αλλαγών από την τρόικα, μια εκτενής και ουσιαστική δημόσια διαβούλευση θα μπορούσε να συμβάλει καθοριστικά στη νομιμοποίηση επιλεγμένων μεταρρυθμίσεων.
Ποιό το όραμα για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας; Ένα από τα βασικά προβλήματα γενικόλογων αφορισμών όπως «αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» που ακούγονται πλέον όλο και συχνότερα είναι ότι μέσω της τρομοκρατίας με την οποία προβάλλονται, αναγκάζουν την πλειοψηφία των πολιτών να κρατάει μια καθαρά αμυντική στάση απέναντι στο μέλλον τους.
Μια ριζικά αντίθετη θέση αποτελεί η κονστρουκτιβιστική οπτική του μέλλοντος, σύμφωνα με την οποία οι πολίτες καλούνται να δημιουργήσουν ένα συλλογικό όραμα για τη μελλοντική κοινωνία που επιθυμούν και μετά, μέσω της αντίστροφης επαγωγής, να συζητήσουν συγκεκριμένα βήματα που θα τους φέρουν κοντύτερα σε αυτό.
Μια τέτοια οπτική συνήθως απορρίπτεται χωρίς να εξεταστεί, με επιχείρημα ότι η κατάσταση είναι επείγουσα και άρα δεν υπάρχει ο χρόνος και η πολυτέλεια για μια τέτοια κριτική διαδικασία.
Ως αποτέλεσμα οι διοικούσες ολιγαρχίες καταφέρνουν να διατηρήσουν το status quo των σχέσεων της εξουσίας και των συμφερόντων, ενώ αφαιρείται από τους πολίτες το δικαίωμα να εκφέρουν άποψη και να συν-διαμορφώσουν την κοινωνία έτσι όπως την οραματίζονται, εξαναγκάζοντας τους να αφήσουν την τύχη τους για μια ακόμα φορά στα χέρια των κάθε είδους ειδικών.
Η γενικευμένη αδυναμία του κόσμου να απορρίψει τέτοιου είδους πρακτικές και να αναλάβει έναν πιο ρυθμιστικό ρόλο μοιάζει ακόμα τραγικότερη αν αναλογιστεί κανείς ότι η παρούσα συγκυρία έχει υποδείξει μια πληθώρα δυσλειτουργιών του συστήματος και είναι εξαιρετικά γόνιμη για τέτοιου είδους ανθρωπολογικές και κοινωνιολογικές κριτικές.
«Επανάσταση» δεν είναι μόνο η αντίδραση και ο ξεσηκωμός, αλλά το χτίσιμο εναλλακτικών αξιών στην κοινωνία που θα οδηγήσει σε θεσμούς λιγότερο ολοκληρωτικούς, πιο δημοκρατικούς, πιο συμμετοχικούς. Είναι – χρησιμοποιώντας τα λόγια του Καστοριάδη – μια διαρκής διαδικασία αυτό-θέσμισης που θα οδηγήσει στο ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Αν οραματιζόμαστε μια πραγματικά δημοκρατική κοινωνία, οφείλουμε να αμφισβητήσουμε τους συλλογικούς θεσμούς και τις αξίες της κοινωνίας (το λεγόμενο κοινωνικό φαντασιακό) επαναπροσδιορίζοντας έννοιες όπως η εξουσία, η πρόοδος και η ανάπτυξη που από μέσον έχει εξελιχθεί σε αυτοσκοπός.
Η βασική δυσκολία του εγχειρήματος έγκειται στο ότι οι εκάστοτε ριζωμένοι θεσμοί παρουσιάζονται ως αντικειμενικοί και γενούν άτομα και συνειδήσεις που τείνουν να τους αναπαράγουν.
Ως αποτέλεσμα, μια κοινωνία με ατομιστικούς νέο-φιλελεύθερους θεσμούς δεν μπορεί παρά να δημιουργήσει ατομιστές νέο-φιλελεύθερους χαρακτήρες ανθρώπων. Η ακύρωση τέτοιων πρακτικών και η χειραφέτηση της κοινωνίας μπορεί και πρέπει να γίνει από μέσα.
Με το να επικεντρωνόμαστε στην οικονομική κρίση αγνοώντας τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές της συνιστώσες, περιορίζουμε τον διάλογο στο κατά πόσο τα μέτρα λιτότητας αποτελούν ή όχι μονόδρομο για να πετύχουμε κάποιον δημοσιονομικό στόχο. Έτσι ξεχνιέται το αυτονόητο: «είναι αυτός ο μοναδικός μας στόχος;»
Οι συζητήσεις πρέπει να στραφούν και πάλι γύρω από το ουσιώδες, δηλαδή το νόημα που δίνει ο καθένας στην εργασία και τη ζωή του, δημιουργώντας ένα συλλογικό όραμα και οδεύοντας παράλληλα προς αυτό.
Μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί να περιμένει τις αποφάσεις των Ευρωπαϊκών κοινοβουλίων για το εκάστοτε πακέτο στήριξης που θα «σώσει» την οικονομία για να ξεκινήσει.
Αντιθέτως είναι οι συλλογικές αξίες της κοινωνίας που θα ορίσουν και θα νομιμοποιήσουν στην πράξη την όποια οικονομική πολιτική.
 
Πάνος Πετρίδης
Ινστιτούτο Κοινωνικής Οικολογίας της Βιέννης