Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

"Η Εξέγερση Που Έρχεται" από την Αόρατη Επιτροπή [ολόκληρο το βιβλίο]


























Η εξέγερση που έρχεται – Αόρατη επιτροπή


από όποια πλευρά…

Απ’ όποια πλευρά και να το δει κανείς, δεν υπάρχει διαφυγή από το παρόν. Αυτή δεν είναι η μικρότερη από τις αρετές του. Σ’ αυτούς που θέλουν απόλυτα να ελπίζουν, τους κλέβει κάθε στήριγμα. Εκείνοι που παριστάνουν ότι διαθέτουν λύσεις, διαψεύδονται στη στιγμή. Είναι πράγμα κατανοητό ότι όλα δε μπορούν να πάνε παρά από το κακό στο χειρότερο. “Το μέλλον δεν έχει πια από “αυτό που έρχεται” ” είναι η σοφία μιας εποχής που έχει φθάσει, παρά την εμφάνιση ακραίας ομαλότητας, στο επίπεδο της συνείδησης των πρώτων punks.

Η σφαίρα της πολιτικής αντιπροσώπευσης είναι κλειστή. Από τα αριστερά ως τα δεξιά είναι το ίδιο τίποτα που τη μία παριστάνει τον καμπόσο και την άλλη την παρθένα, τα ίδια σταντ των εφημερίδων που αλλάζουν το λόγο τους σύμφωνα με τα τελευταία ευρήματα της υπηρεσίας πληροφοριών. Όσοι ψηφίζουν ακόμη δίνουν την εντύπωση ότι δεν έχουν άλλη πρόθεση από το να ανατινάξουν τις κάλπες με το να ψηφίζουν για καθαρή διαμαρτυρία. Αρχίσαμε να εικάζουμε ότι το να συνεχίζουν να ψηφίζουν, ως πράξη, είναι ενάντια στην ίδια την ψήφο. Τίποτα από όλα όσα εμφανίζονται δεν είναι, και μακρόθεν στο ύψος της περίστασης. Και στη σιωπή του μέσα, ο πληθυσμός μοιάζει άπειρα πιο ώριμος από όλες τις μαριονέτες που καυγαδίζουν για να τον κυβερνήσουν. Οποιοσδήποτε chibani [1] είναι πιο σοφός στις κουβέντες απ’ όποιον απ’ τους δήθεν κυβερνώντες σε όλες τους τις διακηρύξεις μαζί. Το καπάκι της κοινωνικής χύτρας είναι τριπλοσφραγισμένο ενώ στο εσωτερικό της η πίεση ανεβαίνει ασταμάτητα. Από την Αργεντινή ερχόμενο, το φάντασμα του Que se vayan todos ![2] αρχίζει να στοιχειώνει στα σοβαρά τις κυβερνώσες κεφαλές.

Η πυρκαγιά του νοεμβρίου του 2005 δε σταματάει πλέον να ρίχνει τη σκιά της σε όλες τις συνειδήσεις. Αυτές οι πρώτες φωτιές χαράς είναι το βάπτισμα για μια δεκαετία γεμάτη υποσχέσεις. Η μηντιακή αφήγηση για τα “προάστια-ενάντια-στη-Δημοκρατία [3]”, κι αν δε στερείται αποτελεσματικότητας, στερείται αλήθειας. Εστίες φωτιάς έφτασαν ως τα κέντρα των πόλεων, κάτι που αποσιωπήθηκε μεθοδευμένα. Ολόκληροι δρόμοι της Βαρκελώνης κάηκαν σε αλληλεγγύη και δεν το έμαθε κανείς παρά μόνο οι κάτοικοί τους. Και επίσης δεν είναι αλήθεια ότι η χώρα έκτοτε σταμάτησε να καίγεται. Ανάμεσα στους κατηγορούμενους βρίσκει κανείς φιγούρες κάθε είδους που δε μπορούν να ενοποιηθούν από τίποτε άλλο παρά από το μίσος τους για την υπάρχουσα κοινωνία, και όχι από την τάξη, τη φυλή, ούτε καν τη συνοικία τους. Το νέο δεν έγκειται στην “εξέγερση των προαστίων”, η οποία ήδη το 1980 δεν ήταν κάτι καινούριο, αλλά στη ρήξη των καθιερωμένων μορφών. Οι επιδρομείς δεν άκουγαν πλέον κανέναν, ούτε τα μεγάλα τους αδέρφια ούτε τον τοπικό σύλλογο που όφειλε να διαχειριστεί την επιστροφή στην ομαλότητα. Κανένα “SOS Racisme” [4] δε θα μπορέσει να βυθίσει τις καρκινικές του ρίζες σ’ εκείνο το γεγονός, στο οποίο μόνο η κούραση, η διαστρέβλωση και η μηντιακή omerta [5] μπόρεσαν να προσποιηθούν ότι βάζουν ένα τέρμα. Όλη αυτή η αλληλουχία νυχτερινών χτυπημάτων, ανώνυμων επιθέσεων, καταστροφών χωρίς λόγια είχαν την αξιοσύνη να ανοίξουν στο μέγιστό του το χάσμα μεταξύ της πολιτικής και του πολιτικού. Κανείς δε μπορεί έντιμα να αρνηθεί τη σαφήνεια αυτής της επίθεσης που δε σχηματοποίησε καμιά διεκδίκηση, κανένα μήνυμα άλλο από το μήνυμα της απειλής· που δεν είχε να κάνει με την πολιτική. Πρέπει να είναι κανείς τυφλός για να μη βλέπει όλο αυτό το καθαρά πολιτικό μέσα σ’ αυτή την ακλόνητη άρνηση της πολιτικής· ή να μη γνωρίζει τίποτα για τα αυτόνομα κινήματα της νεολαίας εδώ και τριάντα χρόνια. Κάψαμε σαν στρατιώτες σε δύσκολη αποστολή τα πρώτα στολίδια μιας κοινωνίας που δεν αξίζει περισσότερο σεβασμό από όσο τα παρισινά μνημεία στο τέλος της Αιματοβαμμένης Εβδομάδας [6] – και το γνωρίζει.

Δεν υπάρχει κοινωνική λύση της παρούσας κατάστασης. Πρώτα απ’ όλα διότι το ασαφές σύνολο από κοινωνικές ομαδοποιήσεις, θεσμούς και ιδιωτικές φυσαλίδες που αποκαλούμε με τον ευφημισμό “κοινωνίᔨείναι χωρίς συνοχή, κι έπειτα διότι δεν υπάρχει πλέον γλώσσα για την κοινή εμπειρία. Και δε μοιράζεται κανείς πλούτη αν δε μοιράζεται μια γλώσσα. Χρειάστηκε μισός αιώνας αγώνα στο Διαφωτισμό για να υπάρξει η δυνατότητα της Γαλλικής Επανάστασης, και ένας αιώνας αγώνα στην εργασία για να γεννηθεί το τρομερό “Κράτος Πρόνοιας”. Οι αγώνες δημιουργούσαν τη γλώσσα στην οποία μιλιόταν η καινούρια τάξη. Τίποτα παρόμοιο σήμερα. Η Ευρώπη είναι μια ήπειρος ξεθωριασμένη που κάνει κρυφά τα ψώνια της στο Lidl και ταξιδέυει low cost για να ταξιδεύει ακόμα. Κανένα από τα “προβλήματα” που σχηματοποιούνται στην κοινωνική γλώσσα δεν επιδέχεται λύσης. Το “συνταξιοδοτικό”, το ζήτημα της [εργασιακής] “επισφάλειας”, το ζήτημα των “νέων” και της “βίας” τους δε μπορούν παρά να μένουν μετέωρα, ενώ τα – πάντα πιο συναρπαστικά – περάσματα στη δράση, τα οποία κρύβονται στα ζητήματα, γίνονται αντικείμενο αστυνομικής διαχείρισης. Δεν μπορεί να χρυσωθεί το χάπι του καθαρίσματος για φραγκοδίφραγκα υπερηλίκων που έχουν εγκαταλειφθεί από τους δικούς τους και δεν έχουν ούτε μια κουβέντα να πουν. Κι εκείνοι που έχουν βρει στους δρόμους του εγκλήματος λιγότερο εξευτελισμό και περισσότερα κέρδη από το να σφουγγαρίζουν πατώματα, δε θα αφήσουν τα όπλα τους, ούτε η φυλακή μπορεί να τους εμφυσήσει αγάπη για την κοινωνία. Η μανία για απόλαυση των ορδών των συνταξιούχων δε θα ανεχτεί σιωπηλά τις ζοφερές περικοπές στα μηνιαία εισοδήματά τους και δε μπορεί παρά να ερεθιστεί επιπλέον από την άρνηση για εργασία μιας μεγάλης μερίδας της νεολαίας. Για να τελειώνουμε, κανένα εγγυημένο εισόδημα συμφωνημένο την επαύριο μιας ημι-εξέγερσης δε θα βάλει τις βάσεις για ένα New Deal, για ένα νέο συμβόλαιο, μια νέα ειρήνη. Το κοινωνικό αίσθημα έχει εξατμιστεί πάρα πολύ για κάτι τέτοιο.

Σαν λύση, η πίεση για να μη συμβεί τίποτα, και μαζί μ’ αυτήν η αστυνομική επιτήρηση της επικράτειας δε θα σταματήσουν να εντείνονται. Το μη-επανδρωμένο αεροσκάφος που σύμφωνα με την ομολογία της αστυνομίας πετούσε στις 14 του περασμένου ιουλίου πάνω από το Seine-Saint-Denis σκιαγραφεί το μέλλον με χρώματα πιο ειλικρινή από όλη την ανθρωπιστική ομίχλη. Το ότι έκαναν τον κόπο να διασαφηνίσουν πως δεν ήταν οπλισμένο, δηλώνει αρκετά καθαρά σε ποια πορεία κινούμαστε. Η επικράτεια θα διαχωριστεί σε ζώνες όλο και πιο στεγανές. Αυτοκινητόδρομοι τοποθετημένοι στο όριο μιας “αισθητής γειτονιάς [quartier]” φτιάχνουν ένα αόρατο τοίχος και ταυτόχρονα τη διαχωρίζουν από ζώνες μονοκατοικιών. Ό,τι και να σκέφτονται οι καλές πατριωτικές [7] ψυχές γι’ αυτό, η διοίκηση των quartiers “από την κοινότητα” είναι η πιο λειτουργική λόγω της κακής της φήμης. Οι πιο μητροπολιτικές μερίδες της επικράτειας, τα κυρίως “αστικά κέντρα” θα διάγουν την πολυτελή ζωή τους μέσα σε μια όλο και πιο αριστοτεχνική, όλο και πιο σοφιστικέ, όλο και πιο λαμπρή αποσύνθεση. Θα φωτίζουν όλον τον πλανήτη με το μπουρδελιάρικο φωτισμό τους ενώ οι περιπολίες της BAC [8], των συμμοριών ιδιωτικής ασφάλειας, με μια λέξη: των μιλιτσιών, θα πολλαπλασιαστούν στο άπειρο, διαρκώς ευνοούμενες από μια δικαστική κάλυψη ολοένα πιο ξεδιάντροπη.

Το αδιέξοδο του παρόντος, παρότι όλοι μπορούν να το αντιληφθούν παντού, το αρνούνται παντού. Ποτέ άλλοτε τόσοι ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι και φιλόλογοι δεν είχαν ασχοληθεί μ’ αυτό, ο καθένας τους στην ειδική ακαταλαβίστικη διάλεκτό του, με το συμπέρασμα τους να είναι ειδικά ελλιπές. Αρκεί κανείς να ακούσει τα τραγούδια της εποχής, τα χαζοτράγουδα του “νέου γαλλικού τραγουδιού”, όπου οι μικροαστοί αναλύουν τις ψυχικές τους καταστάσεις, και τις πολεμικές διακηρύξεις του μαφιόζικου K1 Fry [9] για να ξέρει ότι η συνύπαρξη θα λήξει σύντομα, ότι μια απόφαση είναι κοντά.

Αυτό το βιβλίο φέρει την υπογραφή μιας φανταστικής συλλογικότητας. Οι συντάκτες του δεν είναι οι συγγραφείς. Αρέσκονται να βάζουν κάποια σειρά στους κοινούς τόπους της εποχής, σ’ αυτά που μουρμουρίζονται στα τραπέζια των μπαρς, πίσω από την κλειστή πόρτα των υπνοδωματίων. Το μόνο που έκαναν είναι να στεριώσουν τις απαραίτητες αλήθειες, αυτές με τις οποίες η παγκόσμια καταπίεση αναπληρώνει τα ψυχιατρεία και τα θλιμμένα βλέμματα. Έγιναν οι γραφιάδες της κατάστασης. Είναι το προνόμιο των ριζοσπαστικών συνθηκών η δικαιοσύνη να τις οδηγεί με βάση τη λογική στην επανάσταση. Αρκεί να πει κανείς αυτό που έχει μπροστά από τα μάτια του και να μην αποφύγει να δει τη συνεπαγωγή.

Πρώτος κύκλος – “ΕΙΜΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ”

“ΕΙΜΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ”. Αυτή είναι η τελευταία προσφορά του μάρκετινγκ στον κόσμο, το τελικό στάδιο της εξέλιξης της διαφήμισης, εμπρός λοιπόν, εμπρός τόσο σε όλες τις παροτρύνσεις να είμαστε διαφορετικοί, όσο και να είμαστε οι εαυτοί μας και να πίνουμε Pepsi. Ολόκληρες δεκαετίες ιδεών για να καταλήξουν εκεί, στην καθαρή ταυτολογία. ΕΓΩ=ΕΓΩ. Αυτός τρέχει πάνω σε έναν κυλιόμενο διάδρομο μπροστά από τον καθρέφτη του γυμναστηρίου. Αυτή επιστρέφει από τη δουλειά στο τιμόνι ενός Smart. Θα συναντηθούν;

“ΕΙΜΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ”. Το σώμα μου μου ανήκει. Εγώ είμαι εγώ, εσύ είσαι εσύ και δεν πάει και πολύ καλά το πράγμα. Προσωποποίηση της μάζας. Εξατομίκευση όλων των συνθηκών – της ζωής, της εργασίας, της δυστυχίας. Διάχυτη κατάθλιψη. Ατομική διάσπαση σε φίνα παρανοϊκά σωματίδια. Υστερικοποίηση της επαφής. Όσο πιο πολύ επιθυμώ να είμαι Εγώ, τόσο έχω το αίσθημα του κενού. Όσο περισσότερο εκφράζομαι, τόσο στεγνώνω. Όσο περισσότερο με κυνηγώ, τόσο κουράζομαι. Παραμένω, παραμένεις, παραμένουμε στο Εγώ μας όπως σε ένα πληκτικό γκισέ. Έχουμε γίνει αντιπρόσωποι των εαυτών μας – πόσο παράξενο εμπόριο, οι εγγυητές μιας προσωποποίησης που ολόκληρη αναδίδει την αύρα, στο τέλος, ενός ακρωτηριασμού. Διαβεβαιώνουμε τους εαυτούς μας ως την καταστροφή, με μια αδεξιότητα λιγότερο ή περισσότερο συγκεκαλυμμένη.

Στο μεταξύ εγώ διαχειρίζομαι. Η αναζήτηση του εαυτού, το μπλογκ μου, το διαμέρισμά μου, οι τελευταίες παπαριές της μόδας, οι ιστορίες για ζευγαράκια, για κώλους… ό,τι προσθήκες [10] χρειάζονται προκειμένου να διατηρήσουμε ένα Εγώ! Αν “η κοινωνία” δεν είχε γίνει αυτή η αφαίρεση η οριστική, θα καταδείκνυε το σύνολο από υπαρξιακά δεκανίκια που μου προσφέρονται για να μου επιτρέψουν να αργοσυρθώ ακόμα, το σύνολο των εξαρτήσεων που έχω αποκτήσει ως αντίτιμο για την ταυτότητά μου. Οι ανάπηροι είναι το αυριανό μοντέλο του πολίτη. Δεν είναι χωρίς προαίσθηση που οι οργανώσεις που τους εκμεταλλεύονται διεκδικούν από τώρα γι’ αυτούς “εισόδημα διαβίωσης” [11].

Η εντολή, παντού, να “είσαι κάποιος” διατηρεί εκείνη την παθολογική κατάσταση που καθιστά αυτή την κοινωνία απαραίτητη. Η εντολή να είσαι δυνατός παράγει την αδυναμία, από την οποία διατηρείται ή ίδια η εντολή εν ζωή, σε τέτοιο σημείο που όλα μοιάζουν να παίρνουν μια θεραπευτική χροιά, όπως το να εργάζεσαι, όπως το να αγαπάς. Όλα αυτά τα “πώς πάει;” που ανταλλάσσονται σε μια ημέρα, φέρνουν στη σκέψη ισάριθμες μετρήσεις θερμοκρασίας που σε μια κοινωνία αρρώστων κάνουν οι μεν στους δε. Η κοινωνικότητα αποτελείται σήμερα από χιλιάδες μικρές κόγχες, χιλιάδες μικρά καταφύγια, όπου κάποιος κρατιέται ζεστός. Όπου είναι πάντα καλύτερα από το τσουχτερό κρύο έξω. Όπου όλα είναι ψεύτικα, διότι όλα δεν είναι παρά πρόφαση για να ζεσταθείς λίγο. Όπου δεν μπορεί τίποτα να συμβεί, γιατί, χωρίς να ακούν, όλοι είναι απορροφημένοι στο να τουρτουρίζουν μαζί. Αυτή η κοινωνία δε θα κρατιέται πλέον παρά μόνο από την τάση όλων των κοινωνικών ατόμων προς αναζήτηση μιας απατηλής ανάρρωσης. Είναι ένας ηλεκτρικός σταθμός που εξαντλεί τους στροβίλους του σε μια κολοσσιαία συγκράτηση δακρύων πάντα στο όριο να ξεχειλίσουν.

“I AM WHAT I AM. [12]” Ποτέ η κυριαρχία δεν είχε βρει σλόγκαν τόσο πολύ υπεράνω υποψιών. Η διατήρηση του Εγώ σε μια κατάσταση μόνιμης ημι-κατάρρευσης, σε μια χρόνια ημι-αποτυχία είναι το μυστικό το πιο καλοφυλαγμένο της σύγχρονης τάξης πραγμάτων. Το Εγώ ανίσχυρο, καταπιεσμένο, αυτοκριτικό, εικονικό είναι ουσιαστικά εκείνο το υποκείμενο, το άπειρα προσαρμόσιμο, που αξιώνει μια παραγωγή εγκαθιδρυμένη πάνω στην καινοτομία, την επιταχυμένη απαρχαίωση των τεχνολογιών, τη διαρκή αναστάτωση των κοινωνικών νορμών, τη γενικευμένη ευελιξία. Είναι ταυτόχρονα ο αδηφάγος καταναλωτής και, παράδοξα, το Εγώ το πιο παραγωγικό, εκείνο το οποίο θα ρίξει τον εαυτό του με τη μεγαλύτερη ενεργητικότητα και απληστία στο πιο υποτυπώδες πρότζεκτ, για να κλειστεί πιο μετά ξανά στο κουκούλι του σαν κάμπια.

“ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ”, λοιπόν; Διασχισμένος από τα παιδικάτα με ροές γάλακτος, οσμών, ιστοριών, ήχων, σχέσεων, νανουρισμάτων, ουσιών, χειρονομιών, ιδεών, εντυπώσεων, βλεμμάτων, τραγουδιών και τροφών. Αυτό που είμαι; Συνδεδεμένος από όλες τις μεριές με τόπους, με πόνους, με προγόνους, με φίλους, με αγάπες, με γεγονότα, με γλώσσες, και αναμνήσεις, με όλα τα είδη των πραγμάτων, τα οποία, σύμφωνα με όλες τις αποδείξεις, δεν είναι εγώ. Όλα αυτά που με συνδέουν στον κόσμο, όλοι οι δεσμοί που με συνθέτουν, όλες οι δυνάμεις που με εποικίζουν, δεν υφαίνουν μια ταυτότητα, όπως με προκαλούν να τη βάλω παντιέρα, αλλά μια ύπαρξη, μοναδική, κοινή, ζώσα και από την οποία αναδύονται από μεριές, από στιγμές, αυτό το ον που λέει “εγώ”. Το αίσθημά μας έλλειψης συνοχής δεν είναι παρά το αποτέλεσμα αυτή της ηλίθιας πίστης στη διάρκεια του Εγώ, και στην ελάχιστη φροντίδα που δίνουμε σ’ αυτό που μας φτιάχνει.

Νιώθεις ίλιγγο βλέποντας απλωμένο πάνω σε έναν ουρανοξύστη το “I AM WHAT I AM” της Reebok. Η Δύση προωθεί παντού, σαν τον αγαπημένο της Δούρειο Ίππο, αυτή την αποτελειωτική αντινομία ανάμεσα στο Εγώ και τον κόσμο, το άτομο και την ομάδα, ανάμεσα στο δεσμό και την ελευθερία. Η ελευθερία δεν είναι η χειρονομία που λύνει τους δεσμούς μας, αλλά η πρακτική δυνατότητα να λειτουργείς πάνω σ’ αυτούς, να κινείσαι α’ αυτούς, να τους ιδρύεις ή να τους αποκόβεις. Η οικογένεια δεν υπάρχει σαν οικογένεια,δηλαδή σαν κόλαση, παρά μόνο για εκείνον που έχει απαρνηθεί τη δυνατότητα να αλλάξεις τους μηχανισμούς εξαχρείωσης, ή που δεν ξέρει πώς να το κάνει. Η ελευθερία να αποσχιστείς ήταν πάντα το φάντασμα της ελευθερίας. Δεν απογαλακτιζόμαστε από αυτό που μας εμποδίζει, χωρίς ταυτόχρονα να στερούμαστε αυτό πάνω στο οποίο εξασκούμε τις δυνάμεις μας.

“I AM WHAT I AM”, λοιπόν, όχι ένα απλό ψεματάκι, μια απλή διαφημιστική καμπάνια, μα μια καμπάνια στρατιωτική, μια πολεμική ιαχή προσανατολισμένη ενάντια σε όλα όσα υπάρχουν ανάμεσα στους ανθρώπους, ενάντια σ’ όλο αυτό που κυκλοφορεί συγκεχυμένα, σε όλο αυτό που τα συνδέει αόρατα, ενάντια σ’ όλο αυτό που στήνει εμπόδια στην τέλεια ερήμωση, ενάντια σ’ όλο αυτό που κάνει να υπάρχουμε και ο κόσμος να μην έχει παντού την όψη ενός αυτοκινητόδρομου, ενός πάρκου αναψυχής, ή μιας καινούριας πόλης: καθαρή πλήξη, χωρίς πάθος και καλότακτοποιημένος, άδειος χώρος, παγωμένος, όπου δεν κινείται τίποτα παρά σώματα καταγεγραμμένα, αυτοκίνητα μόρια και ιδανικά εμπορεύματα.

Η Γαλλία δεν είναι η πατρίδα των αγχολυτικών, ο παράδεισος των αντικαταθλιπτικών, η Μέκκα των νευρώσεων, χωρίς να είναι συγχρόνως και ο ευρωπαϊκός πρωταθλητής στην ανά ώρα εργασίας παραγωγικότητα. Η ασθένεια, η κούραση, η κατάθλιψη μπορούν να γίνουν αντιληπτές σαν τα ατομικά συμπτώματα αυτού το οποίο οφείλει να θεραπευθεί. Εργάζονται λοιπόν για τη διατήρηση της υπάρχουσας τάξης, στην πειθήνια προσαρμογή μου στις βλακώδεις νόρμες, στον εκμοντερνισμό των δεκανικιών μου. Επικαλύπτουν την επιλογή μέσα μου των κατάλληλων, συμμορφούμενων, παραγωγικών τάσεων και εκείνων για τις οποίες θα πρέπει γλυκά να πενθήσω. “Πρέπει να γνωρίζεις πως να αλλάζεις, ξέρεις”. Όμως, ληφθείσες υπόψιν ως γεγονότα, οι αποτυχίες μου μπορούν να οδηγήσουν εξίσου στην απέκδυση από την υπόθεση του Εγώ. Γίνονται λοιπόν πράξεις αντίστασης στον διεξαγόμενο πόλεμο. Γίνονται εξέγερση και κέντρο ενέργειας ενάντια σε όλα όσα συνωμοτούν για να μας κανονικοποιήσουν, για να μας ακρωτηριάσουν. Το Εγώ δεν είναι αυτό μέσα μας που βρίσκεται σε κρίση, αλλά είναι η μορφή που γυρεύουν να μας επιβάλλουν. Θέλουν να φτιάξουν από εμάς Εγω καλοπροσδιορισμένα, καλοδιαχωρισμένα, ταξινομήσιμα και απογράψιμα στις ποιότητές τους, με λίγα λόγια: ελέγξιμα, ενώ είμαστε πλάσματα ανάμεσα στα πλάσματα, μοναδικότητες ανάμεσα σε παρόμοιες με μας μοναδικότητες, σάρκα ζώσα που υφαίνει τη σάρκα του κόσμου. Αντίθετα από αυτό που μας επαναλαμβάνουν από τα μικράτα μας, εξυπνάδα δεν είναι το να ξέρεις να προσαρμόζεσαι – ή αν είναι εξυπνάδα, θα είναι των σκλάβων. Η μη-πρσαρμοστικότητά μας, η κούρασή μας δεν είναι προβλήματα παρά γι’ αυτόν που θέλει να μας καθυποτάξει. Καταδεικνύουν πολύ περισσότερο ένα σημείο φυγής, ένα σημείο συμβολής για πρωτάκουστες συνενοχές. Μας επιτρέπουν να δούμε ένα τοπίο υπό άλλη άποψη πιο ερειπωμένο αλλά άπειρα πιο προσιτό στο να το μοιραστούμε απ’ όλες τις φαντασμαγορίες που αυτή η κοινωνία κρατά για λογαριασμό της.

Δεν είμαστε καταπιεσμένοι, είμαστε σε απεργία. Για όποιον αρνείται να διαχειριστεί τον εαυτό του, η “κατάθλιψη” δεν είναι μια κατάσταση, αλλά ένα πέρασμα, ένα “στο επανιδείν”, ένας βηματισμός πλαγίως προς μια πολιτική αποσύνδεση. Με αφετήρία αυτό το σημείο δεν υπάρχει άλλη συμφιλίωση παρά μόνο φαρμακευτική, ή αστυνομική. Είναι πράγματι γι’ αυτό που τούτη η κοινωνία δε διστάζει να επιβάλλει το Ritaline στα “πολύ ζωντανά” της παιδιά, που μπλέκει όποιον μπορεί σε μακροχρόνιες φαρμακευτικές εξαρτήσεις και παριστάνει ότι διαγιγνώσκει από τα τρία χρόνια ζωής “προβλήματα συμπεριφοράς”. Επειδή είναι η υπόθεση του Εγώ που χάσκει παντού.



Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

"Η συνέχιση του εμφυλίου με άλλα μέσα" του Άκη Γαβριηλίδη























MEΡΟΣ Α'
Στη μνήμη του Γιάννη Κοντοθανάση

Πριν από 50 χρόνια, τελείωσε ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος.                                 Ή μήπως όχι;
Η πρόσφατη επέτειος και, δευτερευόντως, η διοργάνωση σχετικού επιστημονικού συνεδρίου προκάλεσαν μερικές κάπως απρόσμενες αντιδράσεις, οι οποίες υπήρξαν αρκετά αποκαλυπτικές για το πώς αντιλαμβάνεται και πώς διεξάγει η ελληνική αστική τάξη τον ασίγαστο πόλεμο που διαπερνά και συγκροτεί τον ελληνικό (όπως και κάθε άλλο) κοινωνικό σχηματισμό ακόμα και όταν δεν είναι άμεσα ορατός -- ιδίως μάλιστα τότε. Οι αντιδράσεις αυτές θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα διδακτικές για την αριστερά, της οποίας ο ρόλος υποθέτω ότι συνεχίζει να είναι ρόλος αντιπάλου αυτής της τάξης. εξάλλου, ακόμη και αν δεν το θέλει, δεν μπορεί να διαλέξει να μην είναι, εφόσον η επιλογή έχει ήδη γίνει -- και γίνεται καθημερινά -- από τον αντίπαλο: παρά την μάλλον απογοητευτική εικόνα που εμφανίζει σήμερα από άποψη συγκρότησης, στρατηγικής και τακτικής, η αριστερά, ως ενεργεία ή δυνάμει εκφραστής και οργανωτής των συμφερόντων των υποτελών τάξεων, δεν παύει να αποτελεί τον διακηρυγμένο ή ανομολόγητο στόχο στις επιθέσεις των αστών ιδεολόγων.
Οι επιθέσεις αυτές είναι άκρως ενδιαφέρουσες διότι επιπλέον αποτελούν ειδικότερες εκδηλώσεις δύο πολύ ιδιόμορφων γενικών χαρακτηριστικών του ταξικού πολέμου στον καπιταλισμό:
α) ακριβώς επειδή ο πόλεμος (δηλαδή η ιστορία) δεν τελειώνει ποτέ, η νίκη μιας τάξης δεν μπορεί να είναι ποτέ οριστική, άρα και η πιο συντριπτική επικράτηση δεν μπορεί να παγιωθεί παρά μόνο με την επιδίωξη ακόμα πιο συντριπτικής επικράτησης. Όπως είχε δείξει ο πρώτος μεγάλος φιλόσοφος του κτητικού ατομικισμού, ο Τόμας Χομπς, για να διατηρήσει κανείς αυτά που κατακτά πρέπει να τα αυξήσει.
β) Εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων όξυνσης της σύγκρουσης, υπό "ομαλές" συνθήκες η κυρίαρχη τάξη προτιμά να μην δείχνει καν ότι κυριαρχεί. προτιμά δηλαδή να αποκρύπτει το γεγονός ότι λαμβάνει χώρα σύγκρουση και να εμφανίζει την κοινωνική της ηγεμονία ως κάτι φυσικό. Και αυτό διότι φυσικά η μονιμότερη εξουσία είναι εκείνη που κυβερνά τους ανθρώπους "έτσι ώστε αυτοί να πιστεύουν ότι δεν κυβερνώνται, αλλά ζουν σύμφωνα με τη δική τους ελεύθερη απόφαση" (Σπινόζα). Με άλλα λόγια, η πιο πλήρης νίκη είναι εκείνη στην οποία πείθεις το στρατόπεδο του ηττημένου ότι δεν ηττήθηκε, και ο πιο πλήρης τρόπος για να το επιτύχεις αυτό είναι να πείσεις ότι δεν υπάρχουν καν στρατόπεδα (διότι έτσι προφανώς απομακρύνεται η πιθανότητα να ανασυγκροτηθεί κάποτε το στρατόπεδο αυτό και να αντεπιτεθεί).
Όταν λοιπόν διαγράφεται στον ορίζοντα κάποια αμφισβήτηση της κυριαρχίας της, η άρχουσα τάξη επιδιώκει προφανώς να έχει αυτή το πάνω χέρι και, κυρίως, να το δείχνει κατά πειστικό τρόπο σε όποιον αμφιβάλλει. Όταν όμως η αμφισβήτηση αυτή δεν είναι τόσο άμεση, μια τέτοια επίδειξη πυγμής εμφανίζεται ως περιττή ή "αντιπαραγωγική" και ως βασικότερη αποστολή τής κυρίαρχης ιδεολογίας αναδεικνύεται τότε η αποσιώπηση και η διάψευση της ίδιας της εντύπωσης ότι διεξάγεται κοινωνική σύγκρουση.
Κατά μία έννοια, η ηγεμονία ήταν πάντα ζήτημα δοσολογίας. γι' αυτό, η κυρίαρχη ιδεολογία, προκειμένου να εκπληρώνει αποτελεσματικά το ρόλο της, οφείλει πάντοτε να βρίσκει την κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα σε δύο καθήκοντα. Ο πρώτος της στόχος είναι μια απώθηση: οφείλει να εμπεδώνει την εντύπωση ότι ταξικοί αγώνες δεν διεξάγονται και ότι δεν είναι δυνατό ή σκόπιμο να διεξάγονται. ταυτόχρονα όμως πρέπει πάντα να υπενθυμίζει σε όλους ότι, αν δεν είναι διατεθειμένοι να πειστούν περί αυτού, πρόκειται να συντριβούν, και η συντριβή αυτή θα είναι δίκαιη -- ή υπήρξε δίκαιη, εάν έλαβε χώρα κατά το παρελθόν.
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι, στην τρέχουσα συγκυρία, η πεποίθηση αυτή έχει εμπεδωθεί. Μπορούμε όμως να δούμε και το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο: η εμπέδωσή της δεν είναι μοιραία, αλλά απαιτεί συνεχή προσπάθεια και εγρήγορση εκμέρους των κυρίαρχων τάξεων -- δείγματα της οποίας αποτελούν ακριβώς οι πρόσφατοι ψυχροπολεμικοί λόγοι των εκπροσώπων τους. Πράγμα που συνδέεται με τη θεμελιώδη αντινομία του βασικού αυτού στόχου της αστικής πολιτικής, η οποία (αντινομία) συνιστά εδώ πλεονέκτημα αλλά, υπό άλλες συνθήκες, ίσως αναδειχθεί και το αδύνατο σημείο της: προκειμένου η πολιτική αυτή να πείσει ότι δεν διεξάγεται αγώνας, οφείλει να διεξαγάγει αγώνα (και, άρα, να διαψεύσει έμπρακτα τον ισχυρισμό της με την ίδια την πράξη τής διατύπωσής του).
Σε αυτό το πρώτο μέρος, θα προσπαθήσω να δείξω τι συμπεράσματα μπορούμε να συναγάγουμε από την (ιδεολογική) δράση των αντιπάλων μας -- ή, πάντως, αυτών που μας αναγορεύουν οι ίδιοι ως αντιπάλους τους στον ασίγαστο αυτό πόλεμο. Στο δεύτερο μέρος, θα προσπαθήσω θα συνδυάσω τα συμπεράσματα αυτά με ορισμένα φαινόμενα τα οποία ανάγονται στην πάλη των κυριαρχούμενων τάξεων, για την οποία εξίσου συχνά, αν όχι συχνότερα, λέγεται -- ενίοτε και με απογοήτευση -- ότι δεν διεξάγεται (πλέον).
Ο εμφύλιος «δεν άρχισε» 
"Αποκάλυψε στους ανθρώπους την πολεμική άνευ πολέμου, που καταργεί τον πόλεμο χωρίς να τον αναπαράγει. Είναι όμως πολεμική".
(Από παρωδία αυτοβιογραφικού σημειώματος στο εξώφυλλο του δίσκου Ο ξαναπές του Νικόλα Άσιμου)
Ειδικότερη συνέπεια των προηγούμενων παρατηρήσεων είναι ότι η αστική σκέψη, σε όλες της τις εκφάνσεις, από την πιο χυδαία ως την πιο ακαδημαϊκή, πολέμησε λυσσαλέα τη σύλληψη της ιστορίας ως πάλης των τάξεων. (Και κάνοντας αυτό  σε ένα δεύτερο επίπεδο την επιβεβαίωσε, όπως μόλις προηγουμένως είδαμε). Για λόγους απλούστευσης, θα επιλέξουμε εδώ δύο ενδεικτικά παραδείγματα από την πρόσφατη εμφυλιοπολεμική φιλολογία, ένα αντιστοίχως από κάθε κατηγορία των ανωτέρω εκφάνσεων.
Ο πρώην πρωθυπουργός κ. Γεώργιος Ράλλης, σε άρθρο του στην Καθημερινή [1] , ισχυρίστηκε ότι ο όρος "εμφύλιος πόλεμος" είναι ακατάλληλος και κακώς χρησιμοποιείται για να περιγράψει όσα συνέβησαν στο διάστημα 1945-49, διότι στην Ελλάδα δεν έλαβε χώρα εμφύλιος πόλεμος αλλά απλώς κομμουνιστική ανταρσία εκ μέρους ολιγάριθμων ομάδων, οι οποίες κινήθηκαν για να ανατρέψουν την έννομη τάξη. η τελευταία λοιπόν αμύνθηκε με κάθε μέσο, ως είχε δικαίωμα, και ορθώς τους τιμώρησε για την απόπειρά τους αυτή. Συμπληρωματικά, και στο ίδιο πνεύμα, ένας άλλος παλαίμαχος δεξιός πολιτικός, ο κ. Γεράσιμος Αποστολάτος, με επιστολή του στην ίδια εφημερίδα σύντομα μετά, εμπλούτισε τη σχετική επιχειρηματολογία ισχυριζόμενος μεταξύ άλλων ότι το όλο πρόβλημα προκάλεσε μία δραξ εγκληματιών η οποία μάλιστα ήταν ξενοκίνητη, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι τα όπλα της προέρχονταν από το εξωτερικό.
Θα πρέπει να καταβάλει κανείς αρκετή προσπάθεια για να ξεπεράσει την αποστροφή που προκαλεί αυτό το απερίγραπτο μείγμα εμπάθειαςκαι ανοησίαςπου κυριαρχεί σε λόγους όπως οι παραπάνω. Στο πρώτο αυτό παράδειγμα που συγκροτούν οι αντιδράσεις των "πρακτικών" αστών πολιτικών, αυτό που αιφνιδιάζει είναι η κραυγαλέα αδιαφορία τους για την έλλειψη στοιχειώδους λογικής συνοχής. Ιδίως το κείμενο του κ. Αποστολάτου αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του σφάλματος που στην τυπική λογική αποκαλείται non sequitur: ακόμη δηλαδή και αν δεχθούμε ως αληθή όλα ανεξαιρέτως όσα ισχυρίζεται, αυτό δεν αποδεικνύει απαραίτητα την ορθότητα του (προβαλλομένου ως) συμπεράσματος. Ο χαρακτηρισμός ενός πολέμου ως εμφυλίου προφανώς δεν εξαρτάται από την προέλευση του οπλισμού των μαχητών, αλλά των ίδιων των μαχητών. Το επιχείρημα περί "κατάλυσης της έννομης τάξης" όχι μόνο δεν αποκλείει έναν τέτοιο χαρακτηρισμό αλλά, αντιθέτως, τον ενισχύει: πραγματικά, θα ήταν δύσκολο να φανταστούμε διεξαγωγή εμφυλίου πολέμου σύμφωνα με τους κανόνες της νομιμότητας.
Το επιχείρημα περί "περιορισμένου αριθμού" των ανταρτών είναι παραδεκτό από τυπική-λογική άποψη, από ουσιαστική όμως έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση όχι μόνο με την ιστορική πραγματικότητα, αλλά και με άλλους ισχυρισμούς των ίδιων των αρθρογράφων [2] . Αν επρόκειτο για ολιγάριθμες συμμορίες εγκληματιών, τότε πώς εξηγείται το γεγονός ότι, και μετά τη στρατιωτική συντριβή των συμμοριών αυτών, -- για την οποία πάντως χρειάστηκαν πέντε χρόνια--, απαιτήθηκε επιπλέον η δημιουργία ενός κολοσσιαίου μηχανισμού καταστολής και διώξεων ("νόμιμης άμυνας της πολιτείας", κατά το ανωτέρω σκεπτικό) που λειτούργησε ακατάπαυστα για τουλάχιστον τρεις δεκαετίες;
Πέρα όμως από το λογικό κενό κατά τη μετάβαση από τις προκείμενες στο συμπέρασμα, αυτό που φαίνεται προβληματικό στους κάπως νεότερους αναγνώστες είναι το ίδιο το συμπέρασμα. Πραγματικά, για όποιον είναι έστω και λίγο απομακρυσμένος χρονικά από αυτό τον κύκλο αντιπαράθεσης, αυτή η επιμονή στην πάση θυσία άρνηση του συγκεκριμένου όρου εμφανίζεται ακατανόητη. Παρά να προβαίνουμε σε παρόμοιες λογικές ακροβασίες, για τον σημερινό "κοινό νου" θα φαινόταν πολύ απλούστερο να παραδεχθούμε ότι, όταν σε μία χώρα σχηματίζονται δύο συγκροτημένοι στρατοί, αποτελούμενοι από δεκάδες χιλιάδες άνδρες (και γυναίκες) που κατάγονται όλοι ανεξαιρέτως από τη συγκεκριμένη χώρα, και οι στρατοί αυτοί διεξάγουν μακρόχρονες και πολύνεκρες πολεμικές επιχειρήσεις με επίδικο αντικείμενο την κατάκτηση της εξουσίας, τότε αυτό δεν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε αλλιώς παρά εμφύλιο πόλεμο. Στην παγκόσμια ιστορία υπήρξαν περιπτώσεις συγκρούσεων με μικρότερη κλίμακα, συντομότερη διάρκεια ή εμφανέστερη συμμετοχή μη ιθαγενών (π.χ. Ισπανία), οι οποίες προσδιορίζονται παγίως ως εμφύλιες χωρίς αυτό να προκαλεί ανάλογες διαμαρτυρίες.
Βέβαια, η λογική ανασκευή αυτών των στρουθοκαμηλισμών είναι μάλλον άσκοπη. Προκειμένου να βγάλουμε κάτι χρήσιμο από την ενασχόληση με αυτούς, θα πρέπει να αναρωτηθούμε ποιος υλικός λόγος ωθεί τους αξιότιμους αυτούς κυρίους (οι οποίοι οφείλουμε να υποθέσουμε ότι δεν είναι κατ' αρχήν περισσότερο ή λιγότερο ανόητοι απ' ό,τι εσείς κι εγώ) να μην εγκαταλείπουν αυτή την προφανώς αστήρικτη και αντιφατική θέση.
Ένα στοιχείο που θα έπρεπε τότε να πάρουμε υπόψη μας είναι η μεγάλη ηλικία των αρθρογράφων που προβάλλουν τέτοιες απόψεις. Όχι όμως για να τις προσπεράσουμε συγκαταβατικά ως γεροντική άνοια, αλλά ακριβώς αντίστροφα, για να τις πάρουμε απολύτως σοβαρά, παρά τις αδεξιότητές τους -- ή ακριβώς εξαιτίας αυτών--, ως εκφράσεις ενός παλαιότερου "στρώματος" της συλλογικής μνήμης. Διότι η σκέψη αυτή μάς υπενθυμίζει ότι η λίγο-πολύ καθολική σήμερα αποδοχή του όρου "εμφύλιος πόλεμος" αποτελεί ένα σχετικά πρόσφατο γεγονός, ένα συμβιβασμό ο οποίος χρειάστηκε αρκετές προσπάθειες για να επιτευχθεί. Πρέπει να έχουμε δε υπόψη μας ότι, μετά από κάθε συμβιβασμό, τα "μέρη" αρχίζουν να κάνουν σκέψεις για την ανάκληση ή την αναδιαπραγμάτευσή του, μόλις κρίνουν ότι η θέση τους έχει ενισχυθεί αρκετά προς τούτο. Οι παλαίμαχοι εκπρόσωποι του πολιτικού προσωπικού τού (μετ)εμφυλιακού κράτους το επιχειρούν με τα νοητικά εργαλεία που τους είναι πρόχειρα. Τα εργαλεία όμως αυτά δεν είναι τα μόνα, όπως θα διαπιστώσουμε αμέσως με το δεύτερο παράδειγμα.