Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

Ας τελειώνουμε πια με τις ιστορίες για «μπαμπούλες και τσιγγάνους» της Αντιρατσιστικής Πρωτοβουλίας Θεσσαλονίκης
























Η ιστορία της τετράχρονης Μαρίας που βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος όταν διαπιστώθηκε ότι το ζευγάρι των Ρομά με τους οποίους ζούσε δεν είναι οι βιολογικοί της γονείς –χωρίς να έχουν διευκρινιστεί ως τώρα οι συνθήκες κάτω από τις οποίες βρέθηκε υπό την κηδεμονία τους- έδωσε άλλη μια φορά στα τηλεοπτικά κανάλια και τον κίτρινο τύπο, έντυπο και ηλεκτρονικό, τη χρυσή ευκαιρία να κάνουν εμπόριο συναισθημάτων και φτηνής συγκίνησης. 



Η ξαφνική ευαισθησία όμως που τους κατέλαβε, μάλλον δεν έφτανε για να μην αποδυθούν σε ένα ρατσιστικό παραλήρημα που παρουσιάζει λίγο-πολύ την αρπαγή-απαγωγή παιδιών ως μια «συνήθεια» όλων των Ρομά. Είδαμε κρεμασμένο σε όλα τα περίπτερα το πρωτοσέλιδο γνωστής κίτρινης φυλλάδας με οκτάστηλο τίτλο: «ΡΟΜΑ αρπάζουν μωράκια», ενώ ανάλογες διατυπώσεις υπάρχουν και σε άλλες εφημερίδες, καθώς και στο διαδίκτυο. Ακόμη και τα πιο «ουδέτερα» ή «νηφάλια» σχετικά ρεπορτάζ δεν παραλείπουν να αναφέρουν σε κάθε αράδα τους το γεγονός ότι οι γονείς είναι Ρομά.



Το έργο το έχουμε ξαναδεί. Από τους «βρομοέλληνες» μετανάστες στην Αμερική των αρχών του 20ου αιώνα που κατηγορούνταν συλλήβδην για κάθε πιθανό ή απίθανο έγκλημα, μέχρι τα πογκρόμ σε όλη την «πολιτισμένη» Ευρώπη ενάντια στους «βρεφοφάγους» Εβραίους που κορυφώθηκαν με το ναζιστικό Ολοκαύτωμα, και από τους Αλβανούς «δολοφόνους» της δεκαετίας του ’90 ως τους «Γύφτους που κλέβουν μωρά» του αιώνιου θαρρείς αστικού μύθου, ολόκληρες εθνοτικές ή θρησκευτικές ομάδες μπαίνουν στο στόχαστρο, με υποτιθέμενη αφορμή τις υπαρκτές -ή ακόμη χειρότερα τις ανύπαρκτες- παραβατικές συμπεριφορές κάποιων μεμονωμένων ατόμων, αλλά στην πραγματικότητα επειδή είναι διαφορετικοί, φτωχοί κι εκμεταλλεύσιμοι.



Αυτές τις μέρες λοιπόν το προαιώνιο πρόσχημα για τη στοχοποίηση των Ρομά, η καταστολή της εγκληματικότητας, γνωρίζει νέες δόξες. Από τα χρόνια της Εσμεράλδας οι κοινότητες των Τσιγγάνων αποτελούν τον αποδιοπομπαίο τράγο για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, ανάμεσα στις οποίες φυσικά και η ελληνική: θεωρούνται μονίμως μιάσματα, ζούνε γενικά και αόριστα σε «καταυλισμούς», κατηγορούνται για όλων των ειδών τα εγκλήματα, η ύπαρξή τους συνοδεύεται από ρατσιστικούς μύθους και καταδιώκονται ομαδικά με την πρώτη ευκαιρία. Άλλωστε ξεχωρίζουν εύκολα από το χρώμα, την ενδυμασία, τον τρόπο ζωής τους. Η κορύφωση των διωγμών υπήρξε την περίοδο της ναζιστικής κυριαρχίας, όταν χιλιάδες Ρομά και Σίντι εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αλλά οι διακρίσεις και οι διώξεις συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Οι Ρομά αντιμετωπίζονται από το ελληνικό κράτος ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας και βιώνουν τον αποκλεισμό σε κάθε τους βήμα –κι αντί να αναζητηθούν σε αυτά οι λόγοι για τους οποίους κάποιοι από αυτούς εξωθούνται σε παράνομες δραστηριότητες και στο μικροέγκλημα, βλέπουμε με κάθε αφορμή να ξεσπά ιερή αγανάκτηση εναντίον τους στα ΜΜΕ και στην ευυπόληπτη κοινωνία, τροφοδοτώντας και υποστηρίζοντας νέες διώξεις, εναντίον ολόκληρης φυσικά της κοινότητας των Ρομά.



Και το σημερινό κυνήγι μαγισσών λοιπόν δεν πρόκειται για τίποτα άλλο παρά για έναν ακόμη κρίκο στην αλυσίδα του διάχυτου ρατσιστικού λόγου και των φασιστικών πρακτικών του ελληνικού κράτους: μετανάστες, οροθετικές, lgbt κοινότητα, διεμφυλικά άτομα, πρόσφυγες, μουσουλμάνοι, Ρομά, και άλλες κοινωνικές ομάδες, αποτελούν τον τόσο βολικό για την εξουσία -ιδίως σε περιόδους κρίσης- εσωτερικό εχθρό και ως τέτοιοι αντιμετωπίζονται. Με πρόσχημα -πάντα- την “ασφάλεια των πολιτών” άνθρωποι και ολόκληρες ομάδες διαπομπεύονται, μαντρώνονται, διώκονται, στιγματίζονται, αποκλείονται, αφήνονται να πεθάνουν.



Απέναντι σε όλα αυτά δεν μπορούμε παρά να δείχνουμε την αλληλεγγύη μας στους Ρομά και σε κάθε κοινωνική ομάδα που στοχοποιείται λόγω της διαφορετικότητάς της και να πολεμάμε το ρατσισμό και το φασισμό “από όπου κι αν προέρχονται.”



Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

"Το όνειδος που αυτοαποκαλείται σκηνή σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα" του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου


















Για τους αμύητους, η καλλιτεχνική σεζόν στην Ελλάδα εγκαινιάζεται κάθε χρονιά γύρω στον Σεπτέμβριο, εν μέσω της σκανδαλώδους ατμόσφαιρας του άτυπου φεστιβάλ σύγχρονης τέχνης Remap. Σε διάφορους ιδιωτικούς και δημόσιους χώρους του Μεταξουργείου και του Κεραμεικού εκτίθενται έργα από διεθνείς καλλιτέχνες, ενώ στα παρασκήνια παίζεται ένα περίπλοκο παιχνίδι εκκαθάρισης και ανάπλασης της περιοχής για λογαριασμό εργολάβου-επενδυτή και άλλων.
Πυκνοκατοικημένη από μετανάστες η γειτονιά, βρίθει από ζωή, η οποία όμως δεν είναι της αρεσκείας σε διάφορους ρατσιστές και αυτόκλητες ταγούς της ηθικής, που έχουν ανοίξει τα τελευταία χρόνια εκεί τις γκαλερί τους.
Με στόχο να ανέβουν σε αξία τα ακίνητα, κάτι που θα ωφελήσει και εκείνες, ομολογούν ανερυθρίαστα πως συνεργάζονται με την αστυνομία ώστε να «ξεβρομίσει ο τόπος από τα πρεζόνια, τους μετανάστες και τις πόρνες».
Μεταφέροντας στην περιοχή του Κεραμεικού την λογική εθνοκάθαρσης και μίσους που διέσπειρε η Χρυσαυγίτικη επιτροπή κατοίκων του Αγίου Παντελεήμονα, που είχε σαν αρχηγό την αχαρακτήριστη Σκορδέλη, οι ηγετικές μορφές του Remap εξευτελίζουν κάθε ευγένεια και πνευματικότητα πρέπει να έχει η έννοια της τέχνης, κάτι που φυσικά δεν τιμάει καθόλου ούτε τους καλλιτέχνες που απερίσκεπτα εκθέτουν σε αυτές τις αίθουσες και συμμετέχουν σε τέτοιες εκδηλώσεις.
Το αμφιλεγόμενο Remap όμως δεν είναι παρά τα προεόρτια μιας ακόμα πιο προκλητικής εκδήλωσης, της πολύ μεγαλύτερης σε έκταση και επιρροή Αθηναϊκής Μπιενάλε, που φέτος βρίσκεται στην 4η συνεχή χρονιά της, όπως κάθε φθινόπωρο.
Στην περίπτωση της Μπιενάλε η Γκεμπελική διαχείριση της σύγχρονης τέχνης και η ξεδιάντροπη συναλλαγή με το κράτος είναι εξόφθαλμη.
Χρηματοδοτημένη από τα ΕΣΠΑ, και με την υποστήριξη των υπουργείων της φασιστικής κυβέρνησης Σαμαρά, η δίμηνης διάρκειας αυτή εκδήλωση περιλαμβάνει ό,τι είδους δραστηριότητες μπορείτε να φανταστείτε.
Με μια δόση μαύρου χιούμορ και πολύ θράσος, φέτος διοργανώθηκε στο παλιό Χρηματιστήριο της Σοφοκλέους, και το πρόγραμμα φέτος είχε μέχρι και συνέδριο οικονομικής θεωρίας και φιλοσοφίας, με ομιλίες από διεθνείς αστέρες της καπιταλιστικής ψευδο-επιστήμης.
Ακόμα πιο ενδεικτικά της χοντροκοπιάς, ο τίτλος της Μπιενάλε είναι «Αγορά», επιχειρώντας ένα σύνηθες για την ακροδεξιά λογικό άλμα: αρχαιοελληνικές έννοιες επικαλούνται για να εξαγνίσουν σύγχρονα αίσχη.
Δεν φαίνεται να ενοχλεί κανέναν η ηθική σύγκρουση που προκύπτει από την τέχνη που παράγεται υπό την αιγίδα ενός επικίνδυνου δολοφονικού καθεστώτος.
Ούτε υπαινίσσεται κανείς ότι η κυβέρνηση Σαμαρά αυτοσυντηρείται με μαζικές ανθρωποθυσίες που γίνονται υπέρ της εντελώς διαφορετικής, και απάνθρωπης, έννοιας που έχει σήμερα η κατ' ευφημισμό «ελεύθερη» αγορά.
Σύμφωνα με τους προκλητικά ιδεαλιστές, αν όχι εσκεμμένα σολιψιστές διοργανωτές της Μπιενάλε, η «Αγορά», είναι ένας χώρος όπου γεννιούνται και αλληλεπιδρούν ιδέες και εικόνες, αδιαφορώντας ποιοι είναι εκείνοι που τις υποστηρίζουν, λες και η οποιοσδήποτε δημόσια δραστηριότητα μπορεί να αποτελεί νησίδα αποκομμένη από τα περιρρέοντα συμφραζόμενα της.
Ποια Αμυγδαλέζα, ποια Κόρινθος, ποια Λέσβος, ποιες αυτοκτονίες, ποιοι άνεργοι, ποιο πραξικόπημα, ποιος Ναζισμός, εδώ διασκεδάζουμε δημιουργικά και κυρίως χωρίς να δαγκώνουμε το χέρι που μας ταΐζει, μας λένε.
Υπεράνω κριτικής λοιπόν, εφ' όσον ο ευρύτερος κοινωνικός περίγυρος δεν είναι ιδιαίτερα οξυδερκής και επιστρατεύοντας ως εθελοντές-πεζικάριους ένα αχαρακτήριστο κοπάδι χρήσιμων ηλίθιων που ελπίζει στ' αποφάγια τους, η σκηνή της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα έχει καταντήσει να είναι μια ακόμα δεξαμενή ακροδεξιάς σκέψης, δράσης και νεο-Ναζιστικής προπαγάνδας.
Η μέχρι πρότινος σχετικά σιωπηλή και αμέτοχη αυτή κάστα σχετικά λόγιων μεσοαστών δεν θα μπορούσε να παραμείνει ανεπηρέαστη από τον μεθοδικό εκφασισμό κάθε πτυχής της κοινωνικής πραγματικότητας στην χώρα μας.
Εσχάτως και αναπόφευκτα λοιπόν, βρίσκεται και αυτή στο στόχαστρο των ολοένα και πιο πολυάσχολων επιτήδειων που στελεχώνουν την επιχείρηση διάδοσης και επιβολής του περίφημου «δόγματος του σοκ» και της προπαγάνδας που ναρκώνει τα θύματα του.
Οι καλοθελητές αυτοί εμφανίζονται προφασιζόμενοι διάφορες νεφελώδεις και μη-ελέγξιμες επαγγελματικές ιδιότητες, κοινός παρονομαστής των οποίων είναι ο παρασιτισμός ως αυτοσκοπός και η υποκειμενικότητα ως αυταξία.
Σε περίπτωση που φιλοδοξείτε να μετέχετε αυτών των πολιτικοκοινωνικών ραδιουργιών που προελαύνουν ενδυόμενες ψευδοκαλλιτεχνικό προσωπείο, πρέπει να δείξετε το πιο πρόθυμο, εξυπηρετικό και πειθήνιο πρόσωπο σας, αφού οι θέσεις στον εκσυγχρονισμένο ήλιο της τέχνης ως μηχανισμού διαχείρισης συνείδησης και φορέας εξουσιαστικής προπαγάνδας είναι αυστηρά περιορισμένες.
Τα οφίτσια και τα μπόνους προορίζονται μόνο για όσους είναι, πάνω απ' όλα, χρήσιμοι στον αγώνα που μαίνεται για όσο το δυνατόν πιο ελεγχόμενη κατασκευή εικονικής κανονικότητας για λογαριασμό της ακραία παρακμιακής, αυταρχικής και ιδιοτελούς Ελληνικής άρχουσας τάξης.
Η επιβίωση της τελευταίας εξαρτάται άμεσα από το κατά πόσον είναι ικανή να πείσει τους υποτελείς της ότι παραμένει αρκετά ισχυρή ώστε να παράγει και να επιβάλλει ηγεμονικό λόγο που μονοπωλεί την δημόσια συζήτηση και καλλιεργεί εντυπώσεις θεσμικής ευρωστίας.
Θα προτιμηθούν λοιπόν εκείνοι που γνωρίζουν καλά πως να κολακεύουν πειστικά τις εγωπαθείς ιδιοτέλειες και να τρέφουν τις ναρκισσευόμενες μωροφιλοδοξίες όσων επιχειρούν να πλουτίσουν από την αναδιαμόρφωση του ρόλου της τέχνης από πράξη άρνησης της κοινά αποδεκτής πραγματικότητας σε θεαματική διασκέδαση και πολιτικό αντιπερισπασμό.
Αυτοί, μεταξύ άλλων είναι:
Αριβίστες που υποδύονται τους επιμελητές εκθέσεων. Οι παράμετροι των όποιων επιλογών τους ορίζονται αποκλειστικά από το κατά πόσον αυτές υποστηρίζουν την συβαριτική ηδονοθηρία του κοσμοπολίτικου τρόπου ζωής τους, που είναι και το μοναδικό αληθινό κίνητρο κάθε δραστηριότητας τους.
Υπεύθυνοι πάσης φύσης εκδηλώσεων που επικαλούνται ευλαβικά την τέχνη ως άλλοθι ενώ ο μοναδικός στόχος των διοργανώσεων τους είναι οι απολαβές που θα έχει η οικονομική, επαγγελματική και κοινωνική τους εμβέλεια από τις διασυνδέσεις που προκύπτουν μέσω της κάθε επιλογής τους.
Τεχνοκριτικοί των οποίων οι χρησμοί και γνώμες υπηρετούν την επισημοποίηση και τον καθαγιασμό των αξιών του χρηματιστηρίου της τέχνης που λειτουργεί για λογαριασμό των ιδρυμάτων και των επενδυτών που αισχροκερδούν από αυτό. Περιττό να προσθέσει κανείς ότι αυτοί οι δήθεν ειδήμονες συντηρούνται, αν όχι ζουν μεγαλοπρεπώς, από την υστερόβουλη γενναιοδωρία των συλλεκτών που ευλογούν με τα έμμεσα πληρωμένα κείμενα τους.
Αμέτρητα μέλη διοικητικών συμβουλίων, αναρίθμητοι διευθύνοντες σύμβουλοι, άπειροι διοικητικοί υπάλληλοι. Αυτοί, φλύαροι διπλωμάτες με ιδιοτελείς σκοπιμότητες, σταδιοδρομούν ως γητευτές κρατικών επιχορηγήσεων και κυνηγοί ιδιωτικών κονδυλίων. Αυτό το οξύμωρο είδος καλλιτεχνίζοντα γραφειοκράτη ανεξέλεγκτα να αγορεύει, συνεδριάζει, τελεσιδικεί και κατακυρώνει. Ετσιθελικά επιβάλλει πρόσωπα, θέσεις, ισχύ και κύρος, των οποίων η μοναδική εγγύηση σοβαρότητας είναι το κέρδος που αποφέρουν για τα συμφέροντα που υπηρετεί, είτε αυτά είναι προσωπικά, είτε πρόκειται για εκείνα που εκπροσωπεί ως διαπλεκόμενος διάφορων φορέων.
Τελευταίοι και καταϊδρωμένοι πλέον είναι οι συχνά αστείοι μικρομεσαίοι μαγαζάτορες που επιμένουν να αυτό -φαντασιώνονται ως γκαλερίστες, δηλαδή να απαιτούν σέβας και αίγλη που αξίζει κάποιος αφοσιωμένος υποστηρικτής καλλιτεχνών και ρευμάτων έκφρασης, ενώ δεν είναι τίποτε άλλο από μεταπράτες έργων τέχνης. Δεν έχουν καμία άλλη σχέση με την τέχνη πέραν του χυδαιότερου εμπορίου αυτής και των γλίσχρων δημοσίων σχέσεων που απαιτεί ο ρόλος του διαμεσολαβητή.
Όλοι οι προαναφερθέντες μακράν απέχουν από το ιερό λειτούργημα που καλούνται να υπηρετήσουν, δηλαδή να είναι αρωγοί της μέθεξης του κοινού με την επαναστατική ουσία της αληθινής τέχνης. Η άρρηκτη σχέση τους με την κεφαλαιοκρατία που τους χρηματοδοτεί αποκλείει την πίστη και την αφοσίωση στην ριζοσπαστική προοπτική που αξιωματικά διεκδικεί κάθε υπερβατική δημιουργία.
Η στοχοπροσήλωση τους περιορίζεται στο να απεργάζονται άοκνα την πρόσδεση κάθε σημαίνουσας δημόσιας δραστηριότητας και πνευματικής έκφρασης στο ισοπεδωτικό άρμα του εταιρικού, τραπεζικού και κρατικού νεοφιλελεύθερου ολοκληρωτισμού.
Είναι εξοπλισμένοι με πομπώδεις τίτλους μεταπτυχιακών περγαμηνών, που δεν σηματοδοτούν τίποτε άλλο από τα οικονομικά προνόμια που επέτρεψαν την απόκτηση τους, ενώ υπνωτίζουν πανεύκολα εκείνους που διακατέχονται από συμπλέγματα κατωτερότητας απέναντι στις ακαδημαϊκές διακρίσεις.
Είναι καλοδεχούμενοι ως ερμηνευτές και υποτακτικοί των επιθυμιών της καθεστηκυίας τάξης λόγω της έγκριτης προϋπηρεσίας τους ως αναρριχητικά φυτά της εκάστοτε ιδρυματικής, πανεπιστημιακής, εταιρικής ή κρατικής ιεραρχίας, που τους εξέθρεψε.
Είναι υπερδραστήριοι όπως κάθε καλά εκπαιδευμένος μισθοφόρος.
Σκοπός τους, είτε το αποδέχονται, είτε όχι, είναι η επιστράτευση της τέχνης υπέρ του νεο-φασιστικού οράματος της παγκοσμιοποιημένης πλουτοκρατικής τυραννίας.
Καθήκοντα τους είναι οι παραδοσιακές υπηρεσίες που προσφέρουν οι αργυρώνητοι προπαγανδιστές κάθε τυραννικού καθεστώτος – παραπληροφόρηση, αντιπερισπασμό, κατασκευή εικονικής κανονικότητας.
Ο πυρήνας αυτών στελεχώνεται από μια ομάδα αδίστακτων απατεώνων που είναι άριστα εκπαιδευμένοι στις επικερδείς μηχανορραφίες, έχοντας εξασκηθεί στην διαχείριση εταιρικών κονδυλίων και κρατικών επιχορηγήσεων.
Ιδιαίτερα δημοφιλής μέθοδος απορρόφησης κεφαλαίων είναι εκείνη που διεξάγεται μέσω μη-κυβερνητικών οργανώσεων, ενώ εξίσου αγαπητά είναι τα κοινωφελή ιδιωτικά ιδρύματα, τα οποία διοικούνται με αδιαφανείς διαδικασίες από πρόσωπα που παραμένουν ανεξέλεγκτα από το κοινό, και φυσικά διακηρύσσουν ως λόγο ύπαρξης τα κοινά οφέλη που προκύπτουν από την ενασχόληση με την τέχνη και το πνευματικό της απαύγασμα.
Οι οργανισμοί αυτοί συνήθως είναι αμοιβαία κοινωφελείς συμπράξεις μεταξύ πλουτοκρατών και κράτους, δηλαδή συστηματοποιημένοι μηχανισμοί που εκπροσωπούν ξεκάθαρα τα συμφέροντα της καθεστηκυίας τάξης. Υποστηρίζοντας τους με κάθε τρόπο η μεσαία τάξη όχι μόνο συντηρεί το εξουσιαστικό προσωπείο της ως εντολοδόχος και εκτελεστής αλλά επίσης κερδοφορεί από τον έλεγχο των αφηγήσεων εκείνων που της χαρίζουν πολιτισμικό κύρος και διανοητική υπεροχή, απαραίτητες και οι δύο ώστε να συντηρείται η φαινομενική αίγλη, ο λόγος ύπαρξης των μεσοαστών.
Ο σφετερισμός της τέχνης από το μεγάλο κεφάλαιο και το προσωπικό του είναι μόνο ένα από τα μέτωπο μιας πολυεπίπεδης εκστρατείας ταξικής πολεμικής. Αυτή συμπεριλαμβάνει διάφορους μηχανισμούς παραγωγής θεάματος, ο καθένας εκ των οποίων είναι κατάλληλα σχεδιασμένος για το μορφωτικό επίπεδο της κοινωνικής τάξης στην οποία απευθύνεται. Έτσι, για το προλεταριάτο υπάρχει το ποδόσφαιρο και οι ζωές των επωνύμων, για την εργατική τάξη η πολιτική τηλεοπτική προπαγάνδα και τα ελαφρά θεάματα, ενώ για την μεσαία τάξη μένει η τέχνη. Η άρχουσα τάξη έχει ως θέαμα την ίδια την εξουσία της.
Η μεσαία τάξη, απειλούμενη σήμερα με αφανισμό ή αποκλεισμό από τα αφεντικά της, αποπειράται να υποτάξει κάθε παραγωγή πολιτισμικής σημασίας στην τεχνητή αφήγηση της «έκτακτης ανάγκης».
Η «κρίση ως καθεστώς» παραμένει η κυρίαρχη ερμηνευτική προσέγγιση της σύγχρονης πολιτικοκοινωνικής πραγματικότητας, και δη της Ελληνικής. Η επιμονή στον αέναο συναγερμό προ ενός ολέθρου που επαπειλείται δεν εξυπηρετεί τίποτε άλλο από την συντήρηση της τρομολαγνείας που εγγυάται την μακροημέρευση του ολιγαρχικού καπιταλισμού. Οποιαδήποτε άλλη ανάγνωση της κατάστασης θεωρείται επικίνδυνη, συνομωσιολογική ή χίμαιρα.
Η σύγχρονη τέχνη είναι ο ιδανικός παραμορφωτικός καθρέφτης κάθε εναλλακτικότητας , μιας και η φύση της είναι σιβυλλική, ασύδοτη, και όχι απαραίτητα εξηγήσιμη ή κατανοητή.
Ακόμα πιο ενδιαφέρον για την άρχουσα τάξη είναι το γεγονός ότι στην τέχνη όλα επιτρέπονται, εκτός απ' την αλήθεια, η οποία προϋπάρχει του καλλιτέχνη και εφ' όσον αναπαρασταθεί από εκείνον, παύει να είναι αλήθεια, αλλά θέαμα. Φακός πολυεδρικών αντανακλάσεων, η τέχνη είναι το ιδανικό οικοσύστημα παραγωγής υποκειμενικότητας για την κοινωνία του θεάματος, μιας και η αναστολή της δυσπιστίας, και άρα η απώλεια συνείδησης είναι ουσιαστική για την μέθεξη με ένα έργο τέχνης. Στον χώρο της τέχνης βρίσκουν καταφύγιο οι αρνητές της κοινά αποδεκτής πραγματικότητας και οι κατασκευαστές μιας άλλης αντίληψης. Είναι κρίσιμο οι καλλιτεχνικές προτάσεις να μην απειλούν το status quo, και ως έργα, δηλαδή όχι πολιτική, οι ιδέες είναι απόλυτα ακίνδυνες.
Με Δούρειο Ίππο λοιπόν την τέχνη επιτυγχάνονται από τους διαχειριστές της μια σειρά από ύπουλες εκλογικεύσεις, εκτυλίσσονται ασκήσεις διαμόρφωσης κοινής γνώμης και ποδηγετείται η όποια αντίδραση στην εξουσία .
Ταυτόχρονα, επιβάλλεται ως αυτονόητη ανάγκη η ιδεολογική βασιλεία των τραπεζοπιστωτικών ιδρυμάτων και του κράτους, μέσω των ζωτικής σημασίας χορηγιών.
Εξασφαλίζεται η αθώωση της πλουτοκρατικής κουλτούρας και η στέψη της ως κυρίαρχη, αφού η διακίνηση κεφαλαίων και οι επενδύσεις αναπόδραστα υπαγορεύουν την φόρμα, το περιεχόμενο και το μήνυμα της πολιτισμικής έκφρασης.
Τέλος, παρέχεται πολλαπλών μορφών κοινωνική καταξίωση, κάτι που απαιτεί η μεσαία τάξη ώστε να ξεχωρίζει υπεροπτικά από την εργατική και το προλεταριάτο, αν όχι πια οικονομικά, μιας και η εξαθλίωση των μεσαίων στρωμάτων είναι πια δεδομένη, τουλάχιστον υφολογικά και επαγγελματικά, για λόγους δηλαδή πνευματικού κύρους και ιδεολογικής πρωθιεραρχίας.
Μια νέα, θρασύδειλη τάξη πραγμάτων λοιπόν φιλοδοξεί να επιβάλλει ως μέθοδο παραγωγής κυρίαρχου πολιτισμού την συστημική πειθαρχεία στην κοσμοθεωρία της οποίας η αξιακή δομή είναι ταυτόχρονα ανταποδοτική προς την κρατική εύνοια αλλά και δελεαστική προς τον ιδιώτη επενδυτή.
Οι ιδιώτες από τη μια, αν και συχνά παίζουν καταλυτικό και θετικό ρόλο στην εξέλιξη της τέχνης, ακόμα συχνότερα επηρεάζουν αυθαίρετα και με ιδιοτέλεια τα πράγματα της τέχνης, προκαλώντας ανισορροπίες και επιβάλλοντας την προσωπική τους αισθητική ως δημόσια.
Το κράτος από την άλλη, σίγουρα την συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία στην Ελλάδα, αν όχι ανέκαθεν, είναι ένα διεστραμμένο μόρφωμα του οποίου η συνταγματική νομιμότητα αμφισβητείται από κάθε είδους αντιφρονούντες, όλων των κοινωνικό-μορφωτικών επιπέδων, ακόμα και από έγκριτους συνταγματολόγους. Άρα, η οποιαδήποτε μορφή συνεργασίας με αυτό το κράτος, αυτή τη κυβέρνηση είναι συνενοχή με ένα πραξικοπηματικό καθεστώς, ενώ η οποιαδήποτε συναλλαγή της τέχνης με ιδιώτες είναι υπόλογη στον χαρακτήρα και ήθος αυτών, αλλά σίγουρα όχι στην κοινωνία που διαμορφώνουν.

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

"H Πολιτική Ουσία του Λαϊκισμού" του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου.



















Από το Βιβλίο του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου Η ‘Ρωμιοσύνη’ στον παράδεισο. Σημειώσεις για μια κριτική του νεοελληνικού αντιδιανοουμενισμού (εκδόσεις Έρασμος 1983)
Αναδημοσίευση από: Αντιστροφή προοπτικής

Α΄
Διανοούμενος «είναι κάποιος που χρησιμοποιεί περισσότερες λέξεις απ’ όσες χρειάζονται, για να πει περισσότερα απ’ όσα ξέρει». Ο αφορισμός ανήκει στον στρατηγό Αϊζενχάουερ και αποδίδει με ακρίβεια όχι μόνο τα δικά του αισθήματα για τους «αυγοκέφαλους» της χώρας του, αλλά και την ενστικτώδη εχθρότητα της πολιτικής εξουσίας γενικά για μια κοινωνική ομάδα ηθικών αντιρρησιών. Τι είναι αυτό που κάνει τους ρεαλιστές πολιτικούς ν’ απεχθάνονται τους διανοούμενους ή πιο σωστά ένα ορισμένο είδος διανοουμένων; Πάνω σ’ αυτό το πρόβλημα η κοινότοπη θετικιστική καταγγελία του «απροσγείωτου ιδεαλισμού» και της «ανευθυνότητας» των διανοουμένων μας αποκαλύπτει πολύ περισσότερα για τους κατηγόρους παρά για τους κατηγορουμένους. Οι διανοούμενοι κατηγορούνται πως «βαδίζουν στα σύννεφα», όταν, και επειδή, αρνούνται να ασκήσουν ένα κοινωνικό λειτούργημα που τους αποδίδεται δεοντολογικά –όταν δεν είναι συνεργάσιμοι με την πολιτική πραγματικότητα.
Εκείνο που χαρακτηρίζει κάθε «λαϊκιστικό» αντιδιανοουμενισμό είναι μια διπλή αντίφαση: α) Ο «λαϊκισμός» είναι α ν τ ι λ α ϊ κ ό ς. β) Ο αντιδιανοουμενισμός, ακόμα και στις πιο «αριστερές» του εκδοχές ευνοεί (και ευνοείται από) διανοούμενους που έχουν ήδη μπει ή επιδιώκουν να μπουν στο παιχνίδι της εξουσίας, Αναλυτικότερα: Ο πολιτικός λαϊκισμός τείνει και ολοκληρώνεται στο φασισμό που είναι η αποθέωση της χυδαιότητας περιτυλιγμένης στο χρυσόχαρτο του Μύθου. Τα λεγόμενα «ποπουλίστικα» κινήματα έχουν έντονα τα εξής φασιστικά χαρακτηριστικά: 1) έναν εθνικισμό που στην «αριστερίζουσα» αστικοδημοκρατικής καταγωγής γλώσσα ονομάζεται «πατριωτισμός», 2) ένα πρακτικό αντικομμουνισμό και μια «σοσιαλιστική» ή και «μπολσεβίκικη» φρασεολογία, 3) μια ειδική σχέση μάζας και αρχηγού μέσα στην οποία απαλείφεται κάθε κριτικότητα, δηλ. κάθε παράγων διαταραχής του μαγνητικού ρευστού μεταξύ αρχηγού και μάζας. Έτσι η «κορυφή» έρχεται «άμεσα», χαρισματικά σ’ επαφή με τις μάζες. Το κωμικοτραγικό και σύντομο ειδύλλιο του ΠΑΣΟΚ με τον «σοσιαλισμό» και η γνωστή μοίρα των πιο προβληματισμένων (και προβληματικών για την κομματική ηγεσία) διανοούμενων του παρέχουν ένα τυπικό παράδειγμα για τις πραγματικές τάσεις και συνέπειες του αντιδιανοουμενισμού μέσα στον πολιτικό χώρο.
Στην πράξη ο αντιδιανοουμενισμός οδηγεί σε κάποια μορφή φασισμού: Περονικής, Νασερικής, Κανταφικής ή κάποιας άλλης μελλοντικής –για να μη μιλάμε αιωνίως για τους παρωχημένους φασισμούς αγνοώντας αυτόν που αναδύεται μπροστά στα μάτια μας. Εννοούμε βέβαια τον σύγχρονο αριστεροειδή φασισμό των ελληνοσοσιαλιστών και των εθνοκομμουνιστών που έχουν κοινό παρονομαστή την δογματική και δημαγωγική «λαϊκοεπαναστατική» γλώσσα. Πρόκειται γενικά για ένα πνεύμα στρατώνα, για τον ίδιο αντιδιανοουμενισμό που εκφράζεται σε μια μεγάλη γκάμα από το ενστικτώδες μίσος του μόνιμου καραβανά (του «παιδιού του λαού») για τον «διοπτροφόρο» νεοσύλλεκτο, μέχρι τον σταλινικό πρακτικισμό, που αντιπαραθέτει την «πειθαρχία» ενός κομματικά ευνουχισμένου εργάτη στην «μικροαστική» εξέγερση του διανοούμενου (ασχέτως αν ο ίδιος ο σταλινισμός αποτελεί την χυδαιότερη έκφραση ενός μικροαστισμού που φόρεσε εργατική φόρμα).
Αυτός ο αντιδιανοουμενισμός που διέπει κάθε «ποπουλίστικο» κίνημα στηρίζεται πάντα στη «σιωπηρή πλειοψηφία», στην πολιτική αδράνεια του λαού ή, ακόμα χειρότερα, στην επί ποδοσφαιρικού επιπέδου πολιτικοποίησή του. Η πολιτική ουσία αυτού του αντιδιανοουμενισμού δεν συνεπάγεται μόνο τον κραυγαλέο διασυρμό και τη δημόσια καταγγελία του «διανοούμενου» ανθρώπου αλλά όπως και κάθε παρόμοια τελετουργία, αναπαράγει, καλλιεργεί και κολακεύει τις ταπεινές και υποδουλωτικές ανάγκες των μαζών· πίσω απ’ αυτό τον δημαγωγικό λαϊκισμό κρύβεται μια βαθύτατη περιφρόνηση προς τις ίδιες τις μάζες, αφού ο ρόλος που τους επιφυλάσσει ο εξουσιαστικός λαϊκισμός (γιατί κάθε λαϊκισμός είναι ε ξ ο υ σ ι α σ τ ι κ ό ς), ο ρόλος που τους επιφυλάσσει το κράτος, η εκκλησία και το κόμμα δεν είναι ούτε να σ κ έ π τ ο ν τ α ι, ούτε ν’ α π ο φ α σ ί ζ ο υ ν ούτε να δ ρ ο υ ν αλλά να υπακούνε –να λένε τραγουδάκια, να χειροκρατάνε ρυθμικά και κάπου κάπου να ψηφίζουν.
Σ΄αυτό το χώρο του λαϊκού πανηγυριού συναντιούνται οι πολιτικές βεντέτες δεξιάς, κέντρου και αριστεράς και παίζουν το παιχνίδι τους χτυπώντας και ισοπεδώνοντας με το ρόπαλο της λαϊκιστικής συνθηματολογίας κάθε «ανωμαλία», (δηλ. κάθε ερωτηματικό) και κάθε πραγματικό πρόβλημα. Αυτή η επίκληση κι αυτή η χρησιμοποίηση του «λαϊκού» είναι ακριβώς ο φασισμός. Κι είναι καιρός πια να κόψουμε τα πονηρά δεσμά με τα οποία κακομοιριασμένοι φιλόσοφοι και κομπλεξικοί στρατοκράτες συνδέουν το Νίτσε με το Χίτλερ. Γιατί ο φασισμός δεν είναι ούτε «νιτσεϊκός» ούτε «αριστοκρατικός» ούτε «αντικαπιταλιστικός»· ο φασισμός είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός στριμωγμένος στο τελευταίο του καταφύγιο –στην στραπατσαρισμένη, κακοποιημένη και διαστρεβλωμένη ψυχή των ίδιων των θυμάτων του.
Μομφές και χαρακτηρισμοί κατά των διανοουμένων («ατομιστές», «απροσγείωτοι», «εγωιστές» κ.α.τ.) θ’ ακούγονται πάντα· και θ’ ακούγονται εν ονόματι του λαού από εκείνους που κυριαρχούν επάνω του και δεν βλέπουν ποτέ με καλό μάτι τα κατεξοχήν «διανοουμενίστικα» αμαρτήματα όπως είναι η πνευματική ανησυχία, η κριτικότητα, ο ιδεαλισμός –δηλ. όλ’ αυτά που στην κομματική γλώσσα μεταφράζονται σε «μικροαστικό υπερεπαναστατισμό» ή «τυχοδιωκτική ανευθυνότητα»· γιατί αυτοί που αυτοχρίονται με το δικαίωμα να κάνουν τέτοιους χαρακτηρισμούς νιώθουν απόλυτα «υπεύθυνοι» -όχι βέβαια απέναντι στον συγκεκριμένο και παρόντα λαό αλλά απέναντι στην αφηρημένη ιδέα του «λαού» και απέναντι στην «ιστορία»· και νιώθουν «υπεύθυνοι», γιατί αυτοί δεν α ρ ν ο ύ ν τ α ι αλλά ασκούν ή διεκδικούν («για τον λαό» και πάνω στη ράχη του λαού) την εξουσία.
Το περίεργο τώρα είναι πως οι διανοούμενοι γίνονται στόχος αυτών των «φίλων του λαού» στο βαθμό ακριβώς που δεν διεκδικούν καμιά εξουσία για τον εαυτό τους (κι αυτό άλλωστε στοιχειοθετεί και την «ανευθυνότητά» τους) και αρνούνται όχι μόνο την εκμετάλλευση αλλά και τη χειραγώγηση ανθρώπου από άνθρωπο –δηλαδή, αρνούνται όχι μόνο τον παραδοσιακό χωροφύλακα και τον παπά αλλά και την σύγχρονη σύνθεσή τους που είναι ο κομματικός «καθοδηγητής». Βέβαια, δεν αρνούνται όλοι οι διανοούμενοι την εξουσία· αλλά αυτό που έχει σημασία είναι πως ο στόχος των εξουσιών, όπως και ο στόχος τω μεσσιών, είναι, καθώς είπαμε, εκείνοι ακριβώς οι διανοούμενοι που δεν διεκδικούν την εξουσία –οι «ανεύθυνοι». Όλοι οι φασισμοί ήταν και είναι εναντίον του υποκειμενισμού, του αυθορμητισμού, της ατομικότητας και υπέρ του «λαού»· αλλά ενός λαού που χρειάζεται «μπροστάρηδες», «οδηγητές», «ταγούς», «φύρερ», «εθνοπατέρες» και κομματικούς παπάδες –δηλ. όλους αυτούς που αιώνες τώρα επιμένουν να «σώζουν» τον κόσμο, το σώμα του ή την ψυχή του, με την πυρά και με τον τρόμο, με το σταυρό και με το ξίφος, με το τσεκούρι και με την αυθεντία, με το Λόγο και με το Θαύμα. Κι από κοντά σ’ αυτούς τους σταυροφόρους που ρημάζουν τη ζωή όλος ο παρδαλός θίασος βάρδων και μεσσιών, πνευματικών τραμπούκων, μυσταγωγών και μουσικάντηδων κι όλο το εθνικορεμπέτικο ποιητικό φολκλόρ.
Β΄
Υποσημάναμε στα παραπάνω την διανοουμενίστικη πηγή του «αντιδιανοουμενισμού». Αυτό δεν είναι αντίφαση· είναι μόνο η αντιφατική έκφραση μιας πραγματικότητας ανάλογης με τον αριστοκρατικό «λαϊκισμό». Είναι προβολή της ίδιας της εξουσίας πάνω στο αντικείμενό της. Όλη η έμφαση πέφτει στην προσπάθεια να στεγανοποιηθεί το «αγνό» λαϊκό στοιχείο, η Sancta Simplicitas, από τη σατανική διάβρωση του πνεύματος, από το μίασμα της κριτικής σκέψης. Δεν είναι ο λαός που επιβάλλει τον λαϊκισμό· ο λαός υ φ ί σ τ α τ α ι το λαϊκισμό όπως υφίσταται και τους παιδαγωγούς του –αυτούς που παρουσιάζουν πάντα το πνεύμα σαν την αρρώστια, σαν την «πανούκλα» που απειλεί το σώμα της υγιούς κοινωνίας. Αυτός ο αντιδιανοουμενισμός είναι έργο διανοουμένων –διανοουμένων στην υπηρεσία του κρατούντος, διανοουμένων εθνικιστών, διανοουμένων σταλινικών, διανοουμένων παπάδων, διανοουμένων λαϊκιστών, διανοουμένων φιλισταίων.
Στον χώρο της νεότερης ελληνικής ποίησης το φαινόμενο του διανοουμενίστικου αντιδιανοουμενισμού παρατηρείται εκεί όπου η «χαμένη παράδοση» φαίνεται να εισβάλλει μέσα στο «μοντέρνο» ή πιο σωστά το «μοντέρνο» προβάρει απανωτές «πρωτόγονες» μάσκες, οι οποίες δεν φτιάχνονται βέβαια από «πρωτόγονους» τεχνίτες αλλά παράγονται μαζικά στις βιομηχανίες τουριστικών ειδών. Το αποτέλεσμα αυτής της νοθείας στην ποίηση είναι μια «ιδιωματική» γραφή συνδεδεμένη από τη μια μεριά με το σχολαστικό φολκλόρ της «ντοπιολαλιάς» και με το υπεριστορικά αδιατάρακτο «φως του Αιγαίου», κι από την άλλη με τον «ένδοξό μας βυζαντινισμό» που ρέει από το εκκλησιαστικό μέλος και τη γλώσσα των μεσαιωνικών χρονικών. Η «Γυναίκα της Ζάκυθος» και τ’ Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, ο μυθοποιημένος Παπαδιαμάντης και η εκλαϊκευμένη Βίβλος δεν είναι μόνο οι πιο κοντινοί μας σταθμοί για το διαρκώς αναγγελλόμενο τουριστικό ταξίδι προς τις «ρίζες», αλλά και οι πιο προσιτές «πηγές» απ’ όπου αντλείται όλη εκείνη η ψευδομεταφυσική σαβούρα, για να παραγεμιστούν όπως όπως τα κενά ενός εφευρεμένου «νεοελληνικού μύθου», που ωστόσο παραμένει πάντα μια έκθετη, διάτρητη ιδεολογία, πότε απολογητική και πότε επιθετική και μνησίκακη σαν θρησκόληπτο γραΐδιο:
Κατά πρόσωπό μου εχλεύασαν οι νέοι Αλεξανδρείς:
ιδέστε, είπαν, ο αφελής περιηγητής του αιώνος!
Ο αναίσθητος
που όταν όλοι εμείς θρηνούμε
αυτός αγαλλιά
[…….]
Που όταν όλοι εμείς πενθούμε
αυτός ηλιοφορεί.
Και όταν όλοι σαρκάζουμε
ιδεοφορεί[1].
Καμιά φορά η «αφέλεια» είναι ιδεολογία· στον Ελύτη ήταν επιθετικότητα –η συσσωρευμένη επιθετικότητα της «αισιόδοξης» και «προοδευτικής» γενιάς του ’30 προς τον Καρυωτάκη. Όταν ο Ελύτης με τον «Άξιον εστί» αποφάσισε καθυστερημένα αλλά προκλητικά να «ιδεοφορήσει», δεν βρήκε τίποτ’ άλλο από τα «εθνικοαπελευθερωτικά» αποφόρια, που η πιο σκεπτικιστική μερίδα της αριστεράς, όπως εκφράστηκε μέσα από τα ουσιαστικότερα ποιητικά κείμενα της μεταπολεμικής γενιάς, φρόντιζε να ξεφορτωθεί μαζί με πολλές από τις ακριβοπληρωμένες αυταπάτες της. Ο ελληνικός μύθος του Ελύτη (αυτός ο δήθεν αντι-ιδεολογικός κόσμος των «Προσανατολισμών») γίνεται στο «Άξιον εστί» μύθος ελληνοχριστιανικός, επιπόλαιο άνθος πάνω στο χάσμα που δεν γεμίζει ούτε με την επίκληση στο Σολωμό και τους άλλους «πατέρες», ούτε με ξώπετσες αναφορές στη νεοελληνική περιπέτεια της οποίας δεν αποδίδεται όχι βέβαια ο βιωματικός κραδασμός αλλά ούτε καν η ιστορική της αλήθεια. Η βαθύτερη εμπειρία που ΄κανε τους σημαντικότερους ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς να χαράξουν τα λιγοστά τους ποιήματα και να σωπάσουν, προσηλωμένοι σε ένα συνταρακτικό βίωμα που ήταν συγχρόνως συλλογικό και προσωπικό, στο «Άξιον εστί» ταξινομείται, τακτοποιείται, και ενταφιάζεται μέσα στην ετοιμοπαράδοτη ιδεολογική εικόνα του «κακού ξένου». Ο διάβολος είναι πάντα ο «αλλοεθνής»· το σπέρμα του κακού εισάγεται από εξωελληνικούς χώρους, ενώ το ίδιο το ελληνικό τοπίο επιστρατεύοντας την εθνική αυτάρκεια και ιδιαιτερότητά του («ελληνικό φως» κ.α.τ.) αντιστέκεται στον κακό ξένο, γιατί (σύμφωνα και με την ιδεολογία του επίσημου κράτους που διακηρύσσει ότι «οι Έλληνες ηνωμένοι εμεγαλούργησαν») το «κακό» είναι πάντα ο «ξένος»:
Ήρθαν
ντυμένοι «φίλοι»
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους[2].
Έτσι ο «αφελής περιηγητής του αιώνος», όπως αυτοχαρακτηρίζεται ο Ελύτης, επαναλαμβάνει τον αριστοκρατικό λαϊκισμό του Σικελιανού. Ένα σημαντικό μέρος από τον «σοσιαλισμό» των καλλιεργημένων επτανησίων αρχόντων, που ανακάλυψαν κάποτε το λαό «τους», για να τον αντιτάξουν με μάταιη εκδικητικότητα στον κυρίαρχο πια αστισμό, κατέληξε στον «Αλαφροΐσκιωτο», όπου ο Σικελιανός, στερνοπαίδι αλλά και υπέρβαση της ξεπεσμένης επτανησιακής αρχοντιάς, χύνει καινούριο αστικό αίμα στις στεγνές φλέβες της έννοιας της αριστοκρατικότητας, καθώς μιλάει για το χώμα «του» και τους χωριάτες «του» όχι πια με την ιδεολογία ενός ξεπεσμένου άρχοντα αλλά με τη συνείδηση ενός νεαρού θεού που βρίσκεται ανάμεσα σε δυνατούς και ωραίους υπηκόους:
Παντού ο λαός· και λάτρεψα
και στη λαχτάρα μου είπα:
«Βάλε το αυτί στα χώματα»
και φάνει μου πως η καρδιά
της γης βαριά αντιχτύπα[3].
Αλλά το φυσικό συμβόλαιο ανάμεσα στον ποιητή-θεό και στον λαό, αυτή η χαρισματική «προς τα κάτω» διάχυση δεν αντιστοιχεί σε μια πραγματική επικοινωνία αλλά σε μια ιδεολογικοποίηση της χειραγώγησης και της εξουσίας. Η νεαρή αστική ιδεολογία, που είναι ομόλογη προς εκείνη του δημοτικιστικού κινήματος, θα μετατρέψει τον ανιδιοτελή Διόνυσο σε «εκπολιτιστή» Απόλλωνα και θα βάλει σε Τάξη, Αρμονία και Εργασία τον κόσμο. Πίσω από το μύθο και την ιδεολογία της ευεργετικής Αυθεντίας προετοιμάζεται ο Λόγος της αστικής δημοκρατίας:
Μα εσάς, ω ψεύτες, τη ζωή που αρνιέστε να δουλέψτε, σας έδεσα στ’ αλέτρια μου· για ν’ ανεβείτε ένα σκαλί και λίγη γης να οργώστε σας κέντησα τη ράχη σας βαθιά με τη βουκέντρα [4]!
Η σημασία του «Αλαφροΐσκιωτου» δεν ξεπεράστηκε ποτέ από τις μεταγενέστερες βυθοσκοπήσεις του Σικελιανού στις διάφορες «Συνειδήσεις» του. Υπήρξε η τελευταία πλήρης ελληνική έκφραση της ενότητας Ηγέτη-Λαού-Γης. Ο Αλαφροΐσκιωτος είναι ακόμα ένας θεός, ενώ ο Διόνυσος του Ελύτη («Προσανατολισμοί») είν’ ένας μεταμφιεσμένος αστός. Στην αίσθηση του Ελύτη υπάρχει περισσότερος τουρισμός και λιγότερες ψευδαισθήσεις· δεν υπάρχει καμιά τρέλα και καμιά παραφορά (η τρέλα της γνωστής «ροδιάς» του είναι καθαρά σουρεαλιστική, δηλ. ρηματική), δεν υπάρχει κανένα μεγαλείο και καμιά γελοιότητα, κανένας «σικελιανισμός» -ο Ελύτης δεν ήταν λιγότερο «πονηρεμένος» από τον Σεφέρη. Γι’ αυτό όμως και η προσχώρησή του στην «εθνικοαπελευθερωτική» ιδεολογία είναι περισσότερο διαβλητή από εκείνη του Σικελιανού. Ο Ελύτης πέρασε με αρκετή καθυστέρηση και με ένα άτσαλο πήδημα σ’ ένα χώρο όπου ο Σικελιανός είχε μπει με μια κίνηση το ίδιο θεατρική, αλλά άνετη και μεγαλειώδη όπως στάθηκε ολόκληρη η ζωή του –η ζωή ενός ποιητή-εθνάρχη και μυσταγωγού. Εδώ ακριβώς, στην περιοχή της «εθνικοαπελευθερωτικής» ιδεολογίας που ευνόησε στον Ελύτη την ανάπτυξη μιας οραματικής ευφορίας (Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών[5]) η ίδια η ποιητική μέθοδος παρεκτρέπεται σε «ιδεολογία», καθώς οι λέξεις «παίζουν» όχι μόνο την ποίηση αλλά και την επανάσταση φενακίζοντάς τες και τις δύο –όπως άλλωστε έκανε και ο σουρεαλισμός γενικότερα.
Γ΄
Πολύ κοντά στην πολιτική φιλολογία του λαϊκισμού ανθεί και η θεολογία του. Αυτή η θεολογία, όσο κι αν απωθεί την «πολιτική» και τις «ιδεολογίες», αποτελεί την έσχατη ιδεολογική μεταμόρφωση των πανανθρώπινων και διαρκών αιτημάτων, όταν πέφτουν στα χέρια των θεολόγων. Γιατί η θεολογία κάθε μορφής, όπως και η πολιτική, έρχεται να «τακτοποιήσει» το όραμα και την εξέγερση, τεμαχίζοντας τη βαθύτερη αλήθεια τους σε δόγματα. Δεν είναι καθόλου περίεργο το ότι αυτοί που ρητορεύουν πιο κραυγαλέα απ’ όλους για τις «χαμένες μας ρίζες» χρησιμοποιούν την ίδια γλώσσα και τα ίδια επιχειρήματα με τους υποτιθέμενους αντίποδές τους, τους πολιτικάντηδες όλων των αποχρώσεων, εναντίον των «φθοροποιών ιδεών της Δύσης», εναντίον των «κακών ξένων» που απειλούν ν’ αφανίσουν την «εθνική μας ταυτότητα».
Αφήνουμε κατά μέρος τον κύριο κορμό της «ορθόδοξης παράδοσης» κι αναφερόμαστε κατευθείαν στις πιο επιπόλαιες σημερινές της εκβλαστήσεις, που φέρουν όλη την ευθύνη για τη χυδαιοποίηση κάθε αυθεντικής παραδοσιακής αξίας μέσα στον κρυπτοπολιτικό ψευδομυστικισμό της νεοελληνικής ιδεολογίας. Οι σύγχρονες sophisticated εκδοχές της χριστιανικής ελληνορθοδοξίας γελοιοποιούνται, τουριστικοποιούνται και αναιρούνται από τους ίδιους τους ανομολόγητα πολιτικοποιημένους φορείς τους.
Ένας νέος χριστιανός θεολόγος[6] νομίζει πως ανακαλύπτει το ιδανικό του σ’ εκείνον το γερο-ψαρά που είναι κομμουνιστής όχι από λογική πεποίθηση αλλά από υπαρξιακή ανάγκη (από «δίψα δικαιοσύνης»). Αλλά ενώ διαπιστώνει το βαθύ χάσμα ανάμεσα στην πολιτική των ηγεσιών και στην ηθική ποιότητα του γερο-ψαρά, ταυτόχρονα επιχειρεί να στριμώξει αυτή την ποιότητα (που την θεωρεί «έξω» από την πολιτική) μέσα σε μιαν άλλη στρούγκα. Μέμφεται μάλιστα την εκκλησιαστική ηγεσία που αφήνει, υποτίθεται, ανεκμετάλλευτο αυτό το πλούσιο λαϊκό κοίτασμα· και την μέμφεται με τη ρεφορμιστική γλώσσα που χρησιμοποιεί ο πεφωτισμένος σταλινικός Γκαρωντύ αντιπολιτευόμενος τον παραδοσιακό σταλινισμό. Γιατί κάθε «αντιπολίτευση» προϋποθέτει μια κατ’ αρχήν αποδοχή· κι ο «φωτισμένος» θεολόγος αποδέχεται κατ’ αρχήν τον δικό του «σταλινισμό», τον δικό του «φασισμό», το δικό του «κόμμα» –δηλ. την εκκλησία που την θεωρεί μάλιστα «μόνη που θα μπορούσε να μιλήσει τίμια και αφτιασίδωτα τη γλώσσα του ψαρά».
Έτσι ο «απλός ψαράς» χρειάζεται και στους μεν και στους δε και χρειάζεται έτσι όπως είναι, ή έτσι όπως τον θέλουν να είναι: «αγνός» και «ταπεινός». Τον χρειάζονται και οι μεν και οι δε σαν άγιο, δηλ. σαν θύμα, για να μεταφράζουνε τα πάθη του σε ψήφους ή να φτιάχνουν με το αίμα του μπογιά για κάθε λογής εικονίσματα. Σ’ αυτό συμπίπτουν πολιτικοί και θεολόγοι όσο κι αν ρητορεύουν ο ένας εναντίον του άλλου και οι δυο μαζί υπέρ ενός «λαού» που είναι η βάση κάθε εξουσιαστικού αντιδιανοουμενισμού. Η Sancta Simplicitas που έκανε κάποτε δυνατά τα οράματα ήταν ακόμα και τότε στην υπηρεσία μιας εξουσίας που έστελνε στην πυρά τους αιρετικούς. Αυτή η λαϊκή «απλοϊκότητα» πραγματοποιείται σήμερα στο χυδαίο επίπεδο μιας «πονηρεμένης» βαρβαρότητας, ευνοημένης από τις πολιτικές θεολογίες. Οι σύγχρονοι καθεδρικοί ναοί της Πίστεως είναι χτισμένοι στα Νταχάου και τις Σιβηρίες. Η «απλότητα» και η «αθωότητα» όπως τα εννοεί ο Έλιοτ στο «Δάντη» του οδηγούν, οδήγησαν ήδη, στον δεξιό και στον «αριστερό» αντιδιανοουμενισμό, δηλ. απ’ τον ένα ή τον άλλο δρόμο, στον φασιστικό λαϊκισμό.
Ο λαϊκισμός ήταν πάντα υπόθεση της εξουσίας, όχι των λαών. Το πολιτικό πρόβλημα της ανθρωπότητας είναι καταχωνιασμένο βαθιά μέσα στην ψυχή της και συνοψίζεται στο πώς να σωθεί απ’ τους «σωτήρες» της, πώς ν’ απελευθερωθεί από τους «απελευθερωτές» της. Η ελευθερία μέσα στην ιστορία δεν ήταν ποτέ τίποτ’ άλλο απ’ την ελευθερία κάποιων να κυριαρχούν πάνω σε κάποιους. Η συσπείρωση κατά των ισχυρότερων μετέφερε απλώς το πρόβλημα απ’ το βιολογικό στο κοινωνικό επίπεδο. Αλλά η «πρόοδος» δηλ. η μεταβίβαση της κυριαρχίας από την «αριστοκρατία» στη «δημοκρατία» δεν έλυσε το πρόβλημα, όπως δεν το ’λυσε κι η αντικατάσταση των καθαρόαιμων ευγενικών κτηνών από το άβουλο και περιοδικά μνησίκακο κοπάδι· γιατί απ’ αυτό το κοπάδι που μαντρώθηκε πια στην ιστορία παράγεται τόσο ο «ήρωας» ή ο «υπεράνθρωπος» όσο και το πολιτικό κατοικίδιο των δημοκρατιών –διχάζοντας έτσι το ανθρώπινο πρόσωπο σε δυο αποτρόπαιες μάσκες. Η «κριτική» στο παρελθόν δεν μπορεί να γίνει απ’ τη σκοπιά του μέλλοντος. Το παρόν είναι που κρίνει την εκλογή μας. Δεν θέλουμε ούτε αυτό που η ανθρωπότητα ονειρεύεται με φρίκη και σκοτεινή αγαλλίαση σαν «παρελθόν» της, ούτε αυτό που ευαγγελίζονται οι ψυχροί προφήτες της τεχνοκρατίας –γιατί δεν είμαστε ούτε με το παρελθόν ούτε με το μέλλον. Θέλουμε δεν θέλουμε, αποτελεσματικά ή ατελέσφορα, υπερασπιζόμαστε το τ ώ ρ α, το σκαλοπάτι που φτάσαμε μπουσουλώντας, σκαρφαλώνοντας, σκοτώνοντας, τραγουδώντας ή κλαίγοντας –υπερασπιζόμαστε πάντα αυτό που είμαστε.
[1] Οδ. Ελύτη, Το Άξιον εστί, Ι
[2] Οδ. Ελύτη, ό.π., Ζ.
[3] Αλαφροΐσκιωτος, Ι, 266-70
[4] Αλαφροΐσκιωτος, Ι, 950-56
[5] Οδ. Ελύτη, Το Άξιον εστί, Προφητικόν
[6] Πολιτιστική παράδοση και πολιτιστική αλήθεια σήμερα. Μια συνέντευξη του Χρ. Γιανναρά στο περιοδ. ΑΝΤΙ 15/11/1975

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

"Η ακτινογραφία της Χρυσής Αυγής. Ανάδυση και σταθεροποίηση του ακροδεξιού φαινομένου", ανάλυση του Γιάννη Μαυρή

 


















Η εκλογική ανάδυση και εδραίωση της Χρυσής Αυγής στο κομματικό σύστημα της εποχής του μνημονίου συντελέσθηκε σε 2 φάσεις: α) στην περίοδο Φεβρουαρίου-Μαίου 2012 και β) μετά τις εκλογές. Μέχρι τον Ιανουάριο του 2012, η εκλογική επιρροή της παρέμενε ανύπαρκτη (γράφημα 1). Μετά την ψήφιση του ΙΙ Μνημονίου πυροδοτήθηκαν ραγδαίες αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό. Το πολιτικό σύστημα της χώρας εισήλθε σε περίοδο ριζικής αναδόμησης.

 Πολιτικές προϋποθέσεις της ανόδου

Εκτός από τους δομικούς παράγοντες που τροφοδοτούν το ακροδεξιό φαινόμενο, οι πολιτικές προϋποθέσεις που ευνόησαν την άνοδο της ΧΑ, κατά η διάρκεια του 2012, και της επέτρεψαν να καταγραφεί με 7% στις εκλογές του Μαΐου είναι τουλάχιστον τέσσερις: 1) Η νομιμοποίηση της ακροδεξιάς, που το εγχώριο πολιτικό σύστημα επιδίωξε ή αποδέχθηκε, προωθώντας τη συμμετοχή του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου, παρότι κοινοβουλευτικά δεν ήταν αναγκαία. 2) Η κατάρρευση της εκλογικής επιρροής του ΛΑΟΣ και της εικόνας του αρχηγού του, που επήλθε, ακριβώς εξαιτίας αυτής της συμμετοχής. Από 9% τον Οκτώβριο του 2011, η πρόθεση ψήφου στο ΛΑΟΣ θα κατρακυλήσει δημοσκοπικά μέχρι τον Απρίλιο του 2012 στο 2%. Θα απολέσει, δηλαδή, μέσα σε 6 μήνες, σχεδόν 7 μονάδες. Στις εκλογές του Μαΐου, με ποσοστό 2,9% θα μείνει τελικά εκτός Βουλής. Η απόπειρα του Γ.Καρατζαφέρη να μετατρέψει ένα κόμμα διαμαρτυρίας σε κυβερνητικό εταίρο δεν πέτυχε. Αντιθέτως, το εκλογικό του ακροατήριο δεν ακολούθησε και έστρεψε το ενδιαφέρον του στην νέα αναδυόμενη δύναμη της ακροδεξιάς, τη Χρυσή Αυγή. 3) Η καθυστερημένη εμφάνιση των ΑΝΕΛ, που συνιστά και τον βασικό ανταγωνιστή στο χώρο της λαϊκής δεξιάς. Οι ΑΝΕΛ ιδρύθηκαν στις 24/2/2012, όταν είχε ήδη καταρρεύσει ο ΛΑΟΣ και είχε αρχίσει ήδη η άνοδος της ΧΑ. Ο Νίκος Μιχαλολιάκος πρόλαβε τον Πάνο Καμμένο. 4) Τέλος, ο μετασχηματισμός της ελληνικής ακροδεξιάς και η ανάδειξη της ΧΑ ευνοήθηκε καθοριστικά από την επιχείρηση κατά της λαθρομετανάστευσης, που κήρυξε ο τότε υπουργός Προστασίας του Πολίτη. Η ανάδειξη της ανασφάλειας και του μεταναστευτικού, του Νόμου και της Τάξης, σε βασικό άξονα της προεκλογικής εκστρατείας γύρισε μπούμερανγκ στα κόμματα της διακυβέρνησης.

 Η τομή των εκλογών

Στις εκλογές του Μαΐου 2012, η ΧΑ έλαβε 441.000 ψήφους (7%). Με την επαναληπτική εκλογή του Ιουνίου εδραίωσε την παρουσία της στην πολιτική σκηνή, διατηρώντας στο ακέραιο την επιρροή της (6,9%, 426.000), παρά την αύξηση της αποχής και κυρίως παρά τη στοχοποίησή της, πλέον, από τα Μέσα Ενημέρωσης. Στις πρώτες εκλογές, 4 στους 10 ψηφοφόρους του νεοπαγούς κόμματος (41%) προήλθαν από τη ΝΔ, 2 στους 10 (20%) από το ΠΑΣΟΚ  και  1 στους 10  (9%) από τον ΛΑΟΣ. Στις εκλογές του Ιουνίου, το 71% των ψηφοφόρων του Μαΐου ξαναψήφισε την ΧΑ. Τα δηλωμένα κριτήρια των ψηφοφόρων της είναι αποκαλυπτικά για τον χαρακτήρα της ψήφου της: Το 29% δήλωσε ότι την ψήφισε για «Διαμαρτυρία» και 27% για το θέμα της «Μετανάστευσης» και των «Συνόρων». Μόνον 1 στους 7 (14%) αιτιολόγησε την ψήφο του με βάση το «Πρόγραμμά» της και 1 στους 8 (13%), λόγω των «Εθνικών θεμάτων» ή από «πατριωτικά αισθήματα»  (γράφημα 5). Η επίδραση της ξενοφοβίας γίνεται εύκολα κατανοητή με μια απλή ανάγνωση του εκλογικού χάρτη του Δήμου Αθηναίων.  Στο μεγαλύτερο δήμο της χώρας (7,8%), συγκέντρωσε τα υψηλότερα ποσοστά της στις περιοχές  με την πυκνότερη παρουσία μεταναστών. Πρόκειται για τις δυτικές και κεντρικές συνοικίες, όπως π.χ. η Πλ.Βάθης (12,1%), η Πλ.Αττικής (11,6%), η Πλ.Αμερικής (11%), το Μεταξουργείο (10,9%), ο Κολωνός (10,2%) και το ιστορικό Κέντρο (10%) (γράφημα 3).

 Εκλογική γεωγραφία

Η εκλογική γεωγραφία της ΧΑ αποκαλύπτει ορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία ιστορικής «συνέχειας» με την εκλογική γεωγραφία της Δεξιάς παράταξης, μεταπολιτευτικής, αλλά και προδικτατορικής. Η Πελοπόννησος (8,95%), η Στερεά Ελλάδα (8,07%), η Αττική (7,6%) και η Κεντρική Μακεδονία (7,2%) αποδείχθηκαν  οι καλύτερες εκλογικές περιφέρειές της. Στις υπόλοιπες, βρέθηκε κάτω από τον εθνικό μέσο όρο της και κάτω από 5%, στην Ήπειρο (4,8%) και στην Κρήτη (3,9%), κυρίως στην ανατολική. Με όρους του παρελθόντος, στην εκλογική της γεωγραφία φαίνεται να αναβιώνει η διαίρεση «Παλαιάς Ελλάδας / Νέων Χωρών». Η Χρυσή Αυγή, εκτός από την Κρήτη, υστερεί στις «Νέες Χώρες» (Θράκη, Αν.Μακεδονία, Δυτ.Μακεδονία, Ήπειρος), και πλεονεκτεί στην «Παλαιά Ελλάδα» (Πελοπόννησος, Στερεά και Αττική). Στους καλύτερους νομούς της, τον Ιούνιο, (ξεπέρασε το 9%), συγκαταλέγονται η Λακωνία (10,9%), η Κορινθία (10%), η Αργολίδα (9,4%), το υπόλοιπο Αττικής (10%), η Β’ Πειραιώς (9,3%), η Βοιωτία (8,8%) και η Εύβοια (8,6%- γράφημα 2). Σε χαμηλότερο γεωγραφικό επίπεδο ανάλυσης κατά νομό, αποδεικνύεται ότι η ΧΑ συγκέντρωσε υψηλότερα  ποσοστά επιρροής, σε περιοχές με πληθυσμούς αρβανίτικης καταγωγής. Πχ. στη Μάνδρα 13,6%, τη Μαγούλα 12,4%, τη Φυλή 12,9%, τα Σπάτα και το Κορωπί 13% (Αττική), στα Δερβενοχώρια 16,4% και στην Τανάγρα 12% (Βοιωτία), στο Μαρμάρι 12% (Ν.Εύβοια), στην Άνδρο (Γαύριο, Μπατσί) 13,4% (Κυκλάδες), στο Κρανίδι 11,5% και στην Ερμιόνη 10,8% (Αργολίδα), στο Σοφικό 18,5% (Κορινθία), στην Τροιζήνα 11,4% και το Αγκίστρι 11,3% (Α’ Πειραιώς) και στη Σαλαμίνα 13% (Β’ Πειραιώς).

 Διάσπαση της κοινωνικής συμμαχίας της Δεξιάς

Στο επίπεδο της εκλογικής βάσης, η Χρυσή Αυγή (όπως και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες) αποτελεί κοινωνική διάσπαση της συντηρητικής παράταξης, η οποία εκδηλώνεται με διττό τρόπο: α) Η αυξημένη επιρροή της στις περιοχές της «Παλαιάς Ελλάδας» υποδηλώνει σαφώς την πολιτική-ιδεολογική παραταξιακή συνέχεια, αλλά και τη στενή σχέση που διατηρεί με τον κρατικό μηχανισμό. β) Από την άλλη πλευρά, η ενισχυμένη παρουσίαση της στα αστικά κέντρα, συσχετίζεται με την παρουσία των ξένων μεταναστών, την αποβιομηχάνιση και την ύπαρξη υψηλής ανεργίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρώτης τάσης αποτελεί η Λακωνία, περιοχή με ανεξίτηλη την επίδραση του εμφυλίου και ισχυρή αντικομμουνιστική παράδοση. Η Λακωνία, εκτός από καλύτερος νομός της ΧΑ (στην Ανατ. Μάνη πήρε 18,6%, στο Οίτυλο 16%) και δεύτερος της ΝΔ, υπήρξε στο δημοψήφισμα του 1974 καλύτερος νομός της Μοναρχίας (59,5%), αλλά και δεύτερος καλύτερος της διάσπασης της Εθνικής Παράταξης, το 1977 (16,2%). Γενικότερα, από τους 15 καλύτερους νομούς της Μοναρχίας, οι 5 (4 στην Πελοπόννησο) συγκαταλέγονται και στους καλύτερους της Χρυσής Αυγής (Λακωνία, Αργολίδα, Κιλκίς, Μεσσηνία και Ηλεία). Αυτό συμβαίνει και με 6, από τους 15 χειρότερους: Όπως και η Μοναρχία, έτσι και η ΧΑ συγκέντρωσε τα χαμηλότερα ποσοστά της, στους 4 νομούς της Κρήτης (Λασίθι , Ηράκλειο, Ρέθυμνο, Χανιά), στη Χίο και τη Λέσβο. Ενώ η Λακωνία υποδηλώνει ομοιότητες και «συνέχεια» με την προδικτατορική και μεταπολιτευτική δεξιά, το κέντρο βάρους της κοινωνικής της επιρροής εστιάζεται αλλού. α) Η ΧΑ δεν διαθέτει ιδιαίτερη επιρροή στις αγροτικές περιοχές (κλιμακώνεται από 6% στις αστικές, σε 7% στις αγροτικές), ενώ αντίθετα στη ΝΔ (και παλιότερα στην ψήφο της Μοναρχίας), η ψαλίδα παραμένει ιδιαίτερα έντονη. Επομένως, τα συντηρητικά αγροτικά στρώματα εξακολουθούν να υποστηρίζουν τη ΝΔ. β) Ο κύριος όγκος της επιρροής της συγκεντρώνεται στα αστικά κέντρα. Όχι όμως ομοιόμορφα. Η ΧΑ υστερεί σημαντικά στις κατεξοχήν αστικές περιοχές. Στα Βόρεια και βορειοανατολικά και Νοτιοανατολικά προάστια της Πρωτεύουσας περιορίσθηκε τον Μάιο, σε ποσοστά κάτω από 5% και τον Ιούνιο κάτω από 4% (Εκάλη 2,3%, Φιλοθέη 2,9%, Ψυχικό 3,7%, Βούλα 4,4%, αλλά 4% και στο Πανόραμα της Θεσσαλονίκης). Αντιθέτως, στις (ιστορικά) κατ’ εξοχήν εργατικές-λαϊκές περιοχές της Πρωτεύουσας, στη συμπαγή δυτική ζώνη της Β’ Αθηνών και κυρίως της Β’ Πειραιώς (9,3%), η επιρροή της υπήρξε διπλάσια (Σαλαμίνα 13%, Ταύρος 11,1%, Πέραμα 10,9%,  Ρέντη 10,3%, Καματερό 9,9%). Εδώ, η εκλογική βάση της Δεξιάς τον Μάιο κυριολεκτικά τριχοτομήθηκε. Ενδεικτικά, στο Περιστέρι, η ΧΑ έλαβε 8,4%, η ΝΔ μόλις 9,9% και οι ΑΝΕΛ προηγήθηκαν και των δύο με 10,8%. Το ίδιο συνέβη στο Αιγάλεω (ΧΑ:7,9%, ΝΔ: 10,3%, ΑΝΕΛ: 11,6%), στο Κερατσίνι (ΧΑ:9,4%, ΝΔ: 8,7%, ΑΝΕΛ: 12,6%) και στη Νίκαια (ΧΑ:8,7%, ΝΔ: 8,9%, ΑΝΕΛ: 11,4%).
Η ανατροπή του κοινωνικού συμβολαίου της Μεταπολίτευσης, που επιχειρεί η νεοφιλελεύθερη πολιτική του Μνημονίου, έχει ως αποτέλεσμα να διαρραγεί η κοινωνική συμμαχία που συγκρότησαν μετεμφυλιακά οι κυρίαρχες τάξεις στην Ελλάδα. Σε ανοικτό κομματικό ανταγωνισμό, με το άλλο τμήμα της αντιμνημονιακής Δεξιάς, τους Ανεξάρτητους Έλληνες, η ΧΑ φιλοδοξεί να αναλάβει την εκπροσώπηση των συντηρητικών λαϊκών, εργατικών, αλλά και «υπο-προλεταριακών» ερεισμάτων της καραμανλικής μεταπολιτευτικής ΝΔ, που δεν ακολουθούν πλέον τον Α.Σαμαρά.
Θα πρέπει τέλος να επισημανθεί, ότι η ΧΑ διατηρεί ισχυρούς δεσμούς πολιτικής εκπροσώπησης και με τον στενό πυρήνα του κρατικού μηχανισμού. Αυτό το γεγονός, με προφανή πολιτική σημασία, αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στην εκλογική συμπεριφορά των Σωμάτων Ασφαλείας. Σύμφωνα με μια εμπειρική εκτίμηση, προκύπτει, ενδεικτικά, ότι στους Αμπελόκηπους (27ο και 28ο εκλογικό διαμέρισμα του ΔΑ), όπου ψήφισε το προσωπικό της Δ/νσης Άμεσης Δράσης Αττικής (Ζ, ΔΙΑΣ, ΔΕΛΤΑ), η ΧΑ έλαβε τον Μάιο ποσοστό 50,7%, ενώ στην Καισαριανή (1ο εκλογικό διαμέρισμα), όπου ψήφισε το προσωπικό των Αστυνομικών Επιχειρήσεων Αττικής (ΥΜΕΤ-ΥΑΤ-ΜΑΤ), ποσοστό 46,7%, μεταβάλλοντας ταυτόχρονα και την παραδοσιακή πολιτική φυσιογνωμία του ιστορικού Δήμου (γράφημα 4).

 Το μετεκλογικό άλμα

Η διπλή εκλογική επιτυχία της ΧΑ δημιούργησε δυναμική στο εκλογικό σώμα και ώθησε σε νέα ύψη της κοινωνική της απήχηση. Μετεκλογικά, η ΧΑ ενισχύθηκε στους νέους 18-24 ετών (19,5% +6,5%) και αναδείχθηκε σε 3ο κόμμα. Ταυτόχρονα, διεύρυνε την παρουσία της και στις μεσαίες ηλικιακές ομάδες. Ενισχύθηκε επίσης στους ανέργους (18%, +6%), όπου είναι 2η δύναμη μετά τον ΣΥΡΙΖΑ, στις νοικοκυρές (13%, +10% – η μεγαλύτερη αύξηση) και στους συνταξιούχους (9%, +6%), όπου εξακολουθεί να υστερεί σημαντικά.
Η ανοδική της τάση τερματίσθηκε το φθινόπωρο, έχοντας προσεγγίσει τον Οκτώβριο, στην εκτίμηση εκλογικής επιρροής της PI, το 12%. Στο Α’ εξάμηνο του 2013, με μικρές διακυμάνσεις, η επιρροή της έχει σταθεροποιηθεί, σε επίπεδα της τάξης του 10-12%. Τους τελευταίους 2 μήνες, που προηγήθηκαν της κρίσης της ΕΡΤ, παρέμενε σε 11,5% (γράφημα 1). Με μια παράλληλη εκτίμηση, η οποία στηρίζεται στο δείκτη κομματικής ταύτισης, ο σκληρός πυρήνας της ΧΑ υπολογίζεται σε  3,7% και ο άμεσο περίγυρος σε 6,9%, αθροιστικά σε 10,7%.
Η ΝΔ με τη στροφή δεξιά (η οποία προφανώς θα συνεχισθεί) και την κλιμάκωση του νέου αυταρχικού κρατισμού μπορεί ενδεχομένως να έχει συγκρατήσει την περαιτέρω άνοδο της ΧΑ, δεν έχει εντούτοις καταφέρει να τη συμπιέσει στο ελάχιστο. Στο Α’ εξάμηνο του 2013, τα ¾ (75%) των ψηφοφόρων της ΧΑ, το 2012, παραμένουν σταθεροί στην κομματική τους επιλογή, ενώ το εκλογικό ακροατήριο του κόμματος έχει διευρυνθεί περαιτέρω, εις βάρος τόσο της ΝΔ όσο και των ΑΝΕΛ. Λόγω της επιπρόσθετης μετεκλογικής μαζικοποίησης της επιρροής της, οι «παλαιοί» ψηφοφόροι της αντιπροσωπεύουν πλέον μόνον 1 στους 2 (47%) των σημερινών. Εκείνοι που έχουν προστεθεί, προερχόμενοι από τη ΝΔ, αποτελούν το 15%, οι προερχόμενοι από τους ΑΝΕΛ το 10% και από τον ΣΥΡΙΖΑ το 7%. Η μάχη για τη Δεξιά συνεχίζεται.







Δημοσιεύθηκε στην ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ (1/7/2013)

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

Γράμμα προς τους δασκάλους και τις δασκάλες μας


















Η μάθηση δεν μπορεί να εγκλωβιστεί στους κίτρινους τοίχους μίας φυλακής ή ενός σχολείου ή μίας φυλακής σχολείου. Δάσκαλε/α κουράστηκες όπως κουραστήκαμε κι εμείς τόσα χρόνια να χωράμε στις γραμμές και τις στήλες μίας απρόσωπης τάξης, να υπακούμε σε ανόητες εντολές υπουργών και προϊσταμένων, να κυνηγάμε τους βαθμούς και την εξέλιξη σε ένα σύστημα, που το μόνο που καλλιεργεί είναι ο ανταγωνισμός, το δίκιο του ισχυρότερου, η ηλίθια αποστήθιση χιλιάδων γραμμών , χωρίς συναίσθημα, χωρίς κριτική, χωρίς λογική. Δεν χωράμε δάσκαλε στα σχολικά κελιά, δεν αντέχουμε τους απέραντους μονόλογους, τους δικούς σου, κι αυτούς των εκπροσώπων της διοίκησης, διευθυντάδων, συμβούλων-εκπροσώπων 15μελών. Δάσκαλε/α μας κουράζεις κι εσύ όταν μπαίνεις στην αίθουσα και θέλεις το καλό μας, επιβάλλοντας την τάξη με απειλές για αποβολές, με τη βαθμολογία, και την όποια τιμωρία θα σκαρφιστείς, στα πλαίσια πάντα του νόμου.

Μας καλείς να συμπαρασταθούμε στο πλάι σου, να δώσουμε μαζί τη μάχη για μία δημόσια και δωρεάν παιδεία. Αρνείσαι να συμβιβαστείς με το ασφυκτικό πλαίσιο που θα σου επιβάλλουν μέσα από τις αξιολογήσεις, τη μείωση του μισθού σου, τα εξαντλητικά ωράρια, τις ταξικές διακρίσεις ανάμεσα στους μαθητές και τις μαθήτριες σου. Αλήθεια το προηγούμενο σύστημα, αυτό το κρατικό σχολείο, που τυχόν υπερασπίζεσαι ήταν καλύτερο; Δεν είχε διακρίσεις; Δεν απαιτούσε να λιώνουμε στα φροντιστήρια, δεν έκανες κι εσύ ίσως ιδιαίτερα; Αν ο αγώνας που θέλεις να δώσουμε δεν έρχεται σε καθολική ρήξη με το παλιό, αν δεν απελευθερώνει τα σχολεία από τις ασθένειες τους πώς θέλεις εμείς να είμαστε εκεί δίπλα σου;
Αναρωτιόμαστε συχνά αν μπορούμε να συνυπάρξουμε μαζί, εσύ δάσκαλε/α, εμείς οι μαθητές και οι μαθήτριες σου, οι γονείς μας σε ελεύθερες κοινότητες για τη μάθηση. Σκεφτόμαστε αν θα μπορούσαμε να φτιάξουμε μαζί σχολεία ελεύθερα από τον ανταγωνισμό, από τις αυθεντίες κι από τα ιεραρχικά πλοκάμια του κράτους. Ρωτάμε τους εαυτούς μας κι ερευνούμε αν υπάρχουν άλλα σχολεία, σε άλλες κοινωνίες όπου οι άνθρωποι ανεξάρτητα από ρόλους συλλογικά αποφασίζουν, ελέγχουν τις αποφάσεις τους και χτίζουν τη γνώση, την τέχνη και τη ζωή, πάντα με σεβασμό στην ελευθερία και τη διαφορετικότητα του ατόμου για το καλό του συνόλου. Ψάχνουμε στις βιβλιοθήκες, ρωτάμε συντρόφους και συντρόφισσες μας στην Ελλάδα και σε ολόκληρο τον κόσμο, πειραματιζόμαστε στις παρέες μας, στις γειτονιές μας και στα στέκια μας, με αυτό που αποκαλούμε ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΗ ΜΑΘΗΣΗ.
Ναι, δάσκαλε/α πέρα από τα κιτρινισμένα ντουβάρια των σχολικών κελιών υπάρχει η θάλασσα. Πίσω από τα κτίρια των σχολικών στρατοπέδων ανατέλλει ο ήλιος της ελευθερίας. Από την Τσιάπας του Μεξικού μέχρι τις ισπανικές γειτονιές. Από τις πολιτείες του αμερικάνικου βορρά μέχρι τα πιο απομακρυσμένα χωριά της Ινδίας, υπάρχουν δάσκαλοι και δασκάλες σαν κι εσένα, μαθητές και μαθήτριες σαν κι εμάς, που πάνω στα ερείπια του παγκόσμιου συστήματος της εκμετάλλευσης χτίζουν σχολεία ελεύθερα, άμεσα και δημοκρατικά, αυτόνομα. Σε αυτά τα σχολεία δεν υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι, δάσκαλοι/ες και μαθητές/τριες, ιεραρχία και διεύθυνση. Σε αυτά τα σχολεία είναι όλοι μαθητές/τριες. Όλοι είναι ελεύθεροι και συμμετέχουν στη διαμόρφωση των σπουδών τους, χωρίς διακρίσεις κι ανταγωνισμούς, με δικαιοσύνη και συνεργασία. Τα σχολεία αυτά συνδέονται με την καθημερινή ζωή, και η μάθηση είναι ένας διαρκής πειραματισμός, που απελευθερώνει τις δεξιότητες και τις ικανότητες των μαθητών/τριών , που βουτάει τη λογική στη φαντασία για να δώσει σάρκα κι οστά σε εκείνο το παλιό και όμορφο ρητό της “τάξης” μας:

"Ο καθένας ανάλογα με τις ικανότητες του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες του"
 
 Έλα δάσκαλε/α να φτιάξουμε κι εδώ τέτοια σχολεία, που θα συνδέονται με τις ελεύθερες κοινότητες μας, όπου εμείς ελεύθεροι άνθρωποι θα βιώνουμε και δεν θα αποστηθίζουμε απλά: τη δικαιοσύνη, την ελευθερία, την αξιοπρέπεια, την ειρήνη, την αυτονομία. Ας είναι αυτός ο κοινός μας αγώνας, κι ας τον πάμε μέχρι το τέλος.
Οι ισόβιοι “κακοί μαθητές/τριες” σου
για την Αναρχική Ομάδα Μπαρούτι
Φθινόπωρο 2013