Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

"Λόγοι της Εξουσίας: Περί 'κουκουλοφόρων' και 'παρακρατικών' ως αναπαραστάσεων του κρατικού λόγου." από τον Γ.Σ.



















‘Όπου η πολιτική αντιπαλότητα φτάνει στο επίπεδο της εγκληματικότητας, ο αντίπαλος πρέπει να απαξιωθεί ηθικά, αλλά και η καταπολέμηση του πολιτικού αντιπάλου ως τέτοια πρέπει να αποκρυβεί. Προβάλλεται η εντύπωση ότι αυτός έχει παραβιάσει «γενικούς» και άρα μη πολιτικούς νόμους’.
          - Ulrich Preuss, Παρατηρήσεις για την έννοια του πολιτικού εγκληματία
 
Αν η ανάλυση ενός πολιτικού γεγονότος εκκινεί αναγκαστικά από ‘αυτό που συνέβη’ είναι σαφές ότι στην βάση κάθε ανάλυσης της συγκέντρωσης ενάντια στην ψήφιση του ‘Μνημονίου 2’ που πραγματοποιήθηκε την 12η Φεβρουαρίου πρέπει να είναι τα εξής γεγονότα: ότι η διαδήλωση ήταν πολύ μαζική, ότι η αστυνομία είχε επιθετική στάση (ανάλογη του διημέρου 28-29 Ιουνίου το καλοκαίρι), ότι παρόλα αυτά ο κόσμος δεν διαλύθηκε, ότι έλαβαν χώρα εκτεταμένες συγκρούσεις στις οποίες ο αριθμός των συμμετεχόντων παραήταν μεγάλος για να περιοριστεί στις ομάδες που συνήθως ασκούν τέτοιες μορφές δράσης ως ‘εκτροπή’ από τις υφιστάμενες μορφές διαμαρτυρίας, ότι όσο οι ταραχές επεκτείνονταν πήραν μια ‘γεύση από Δεκέμβρη’ (καταστροφές κτιρίων, ειδικά τραπεζών και ενεχυροδανειστήριων, απαλλοτριώσεις καταστημάτων). Γεγονός είναι επίσης ότι κάποιος κόσμος αντέδρασε αρνητικά στις απαλλοτριώσεις, αλλά και ότι η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου επευφημούσε το κάψιμο τραπεζών και ενεχυρο-δανειστήριων. Όπως, τέλος, γεγονός είναι ότι η αστυνομία κατάφερε να ελέγξει την κατάσταση και φυσικά ότι οι ταραχές δεν απέτρεψαν την υπερψήφιση του ‘Μνημονίου 2’.
Αυτά, λίγο ή πολύ, είναι τα βασικά ‘γεγονότα’. Αλλά μέχρι τώρα δεν έχουμε επί της ουσίας πολιτική, πόσο μάλλον θεωρητική, ανάλυση αλλά χρονογράφημα. Διότι από μόνα τους τα γεγονότα δεν λένε και πολλά, ή μάλλον, λένε αρκετά αλλά αυτό που λένε, το νόημα που πραγματώνεται εμπράκτως στις ενσώματες δραστηριότητες που στοιχειοθετούν το ‘πολιτικό γεγονός’, χρειάζεται έναν λόγο που έρχεται σε δεύτερο χρόνο ώστε να τα αποσαφηνίσει, διαυγάσει, ή και να τα μεταφέρει σε ένα υψηλότερο πεδίο εννοιολογικής καταληπτότητας. Αυτός είναι ο σκοπός μιας πολιτικής, και ειδικά μιας θεωρητικής, ανάλυσης. Και είναι αυτονόητο ότι αυτή η ερμηνεία των γεγονότων, η θεωρητική τους (ανα)παραγωγή και/ή η πολιτική τους αξιολόγηση, ως δημιουργική πράξη, δεν μπορεί να είναι μια και μοναδική. Ανάλογα με την οπτική γωνία, και τους πλείστους επικαθορισμούς της, θα υπάρχουν διάφορες αποδώσεις του γεγονότος, οι οποίες τροποποιούν το ίδιο ‘το γεγονός’, δηλαδή το μεταλλάσουν ως προς την σημασία του άρα και ως προς την πραγματικότητα του. Μια ανάλυση που δομείται από τον ορισμό της πολιτικής ως πάλη για την κεντρική εξουσία πιθανώς θα αντιμετωπίσει τις διάχυτες ταραχές ως δείγμα αδυναμίας. Μια ανάλυση από την σκοπιά της νομιμότητας της υπάρχουσας συνταγματικής τάξης δεν θα ερμηνεύσει το γεγονός της λεηλασίας εμπορικών καταστημάτων ως ‘απαλλοτρίωση’ αλλά ως ‘πλιάτσικό’, ως ‘έγκλημα’, δηλαδή, ‘κατά της περιουσίας’. Συμβαίνει να μη πιστεύω ότι όλες οι αναλύσεις έχουν την ίδια αξία˙ αντίθετα υπάρχει ένα επίδικο αλήθειας. Αλλά αυτό δεν πρέπει να οδηγεί στην αυταπάτη ότι όλοι θα συμφωνούσαν ως προς το περιεχόμενο των γεγονότων. Καμία έκπληξη δηλαδή ότι, πχ., ο πρόεδρος της Alpha Bank ή ο Πάσχος Μανδραβέλης δεν θα συγκινούνταν από το κάψιμο μιας τράπεζας ως ‘έμπρακτη κριτική του κεφαλαίου’. Αν όμως είναι δυνατόν κάποιος να δεσμεύεται στον σκοπό της αλήθειας χωρίς αυτό να προϋποθέτει έναν θετικιστικό εμπειρισμό του γεγονότος, υπάρχει και μια μορφή απόδοσης του γεγονότος που δεν προκύπτει από την ύπαρξη διαφορετικών θεωρητικών προοπτικών, ούτε καν από την ύπαρξη διαφορετικών ‘απόψεων’: η απόλυτα εξοργιστική διαστρέβλωση του στοιχειώδους γεγονότος, δηλαδή μια παραποίηση των γεγονότων που αποτελούν την αναγκαία βάση ανάλυσης, ανεξαρτήτως του πως αυτά τα γεγονότα συγκροτούνται και τροποποιούνται ως ‘δεδομένα’ μέσα στο πεδίο του λόγου.
Αυτό είναι ακριβώς που συμβαίνει από το πέρας των γεγονότων της 12ης Φεβρουαρίου από τα καθεστωτικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τους διάφορους πολιτικούς φορείς. Μια συνειδητή και μεθοδική διαστρέβλωση των γεγονότων της οποίας ακριβώς το εύρος και η συστηματικότητα επιτρέπουν να μιλήσουμε για κρατική προπαγάνδα με την κυριολεκτική/ιστορική έννοια του όρου, δηλαδή έναν οργανωμένο ως προς την μεθοδολογία και αυστηρότητα του λόγο που σκοπό έχει να κατασκευάσει τα γεγονότα στην βάση ενός προειλημμένου σκοπού, πχ. του αποπροσανατολισμού ή κινητοποίησης του κόσμου. Φυσικά, αυτός ο λόγος εν τη προκειμένη φτάνει στα όρια του γραφικού, ακόμα και του παραληρηματικού, όπως με τον ‘κουκουλοφόρο συντονιστή με την μωβ ομπρέλα’, αλλά αυτό ουδόλως αναιρεί την συνεκτική μεθοδολογία της προπαγάνδας. Διότι ο σκοπός του προπαγανδιστικού λόγου, ειδικά στο πλαίσιο του θεάματος το οποίο όπως έχει τονίσει ο Ντεμπόρ δεν το νοιάζει τι λέει αρκεί να μιλάει μόνο αυτό, δεν είναι να πείσει μέσω κάποιων επαληθεύσιμων με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επιχειρημάτων. Αντίθετα, στοχεύει στην διαθετική πλευρά του παθητικού δέκτη ο οποίος μέσω ενός κατακλυσμού εντυπώσεων μπορεί να καταλήξει να αποδεχθεί, άρα και να ταυτιστεί ψυχολογικά με, την ‘αλήθεια’ της προπαγάνδας. Προφανώς, υπάρχουν αρκετές αποχρώσεις στην στρεβλή παρουσίαση των γεγονότων από τα ΜΜΕ και τους πολιτικούς φορείς. Όμως η ρητορική περί ‘παρακρατικών’ και ‘προβοκατόρων’, όπως και η εμμονή στην διάκριση μεταξύ ‘ειρηνικού διαδηλωτή’ και ‘βίαιων μειοψηφιών’ - ασχέτως αν αυτοί είναι εγκληματίες, όπως λέει ο αυστηρός πατέρας/εξουσία, ή πλανημένοι, όπως λέει ο συμπονετικός πατέρας/εξουσία - είναι τόσο κοινοί τόποι που μας επιτρέπει να μιλάμε για διάφορους λόγους που λένε το ίδιο πράγμα, δηλαδή για έναν ‘πολυφωνικό μονόλογο’. Είναι ακριβώς αυτή η διάσταση που χρήζει σοβαρής ανάλυσης και που δεν πρέπει να περιοριστεί ούτε σε απολογητικές, ούτε σε αυτονόητες και εν πολλοίς συναισθηματικές διατυπώσεις ή καταγγελίες για το πόσο ‘πουλημένοι’, ‘ρουφιάνοι’, ‘φερέφωνα’, ‘ρεφόρμες’ ή ότι άλλο είναι όλοι αυτοί που εκφέρουν και αναπαράγουν τον κρατικό λόγο. Ο λόγος της προπαγάνδας είναι ένας λόγος εξουσίας που κάνει πολλά περισσότερα από το να παραπληροφορεί. Για να αντιμετωπιστεί συνεπώς πρέπει να κατανοηθεί ως προς την μεθοδικότητα του και ως προς τις λειτουργίες του.
Το σύγχρονο κράτος είναι μια δομή που αποτελεί συστατικό μέρος του κοινωνικού σχηματισμού που καθορίζεται από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Σε αυτό το πλαίσιο το κράτος ως πολιτική μορφή συγκροτείται ως μια ‘δημόσια σφαίρα’ η οποία είναι διαφοροποιημένη, και διακριτή ως προς τους κανόνες που την διέπουν, από την ‘κοινωνική’ και ‘ιδιωτική’ σφαίρα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Όπως η ίδια η αστική σκέψη εξέφρασε ο πρωτεύων σκοπός που καθιστά το κράτος αναγκαίο είναι η προστασία της ιδιοκτησίας, δηλαδή της νομικής βάσης της αστικής κοινωνίας, και της περιουσίας, δηλαδή του πλούτου που ιδιοποιείται. Σε μια άλλη ορολογία, σκοπός του κράτους είναι να διασφαλίσει την απρόσκοπτη συσσώρευση κεφαλαίου. Αυτό φυσικά σημαίνει ότι το κράτος έχει ως σκοπό να προφυλάσσει την αναπαραγωγή του κοινωνικού σχηματισμού στο σύνολο του, καθώς η ‘οικονομική’ συναλλαγή είναι μέρος και προϋποθέτει ένα πλήθος δραστηριοτήτων και θεσμών που καθορίζουν τον κοινωνικό βίο. Επιπροσθέτως, η προστασία της έννομης τάξης δεν είναι ποτέ η μοναδική λειτουργία του καπιταλιστικού κράτους, και ούτε ποτέ υπήρξε το ‘κράτος-νυχτοφύλακας’ που οραματιζόταν θεωρητικά ο κλασικός φιλελευθερισμός. Η ύπαρξη της ‘οικονομίας’ ως θετικότητα προϋποθέτει την νομική πραγμάτωση της, μια πραγμάτωση που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ‘εποικοδόμημα’ στο βαθμό που είναι συστατική της ύπαρξης του κεφαλαίου και των μορφών του. Σε αυτόν τον βαθμό ο Αλτουσέρ δεν έχει και πολύ άδικο όταν λέει πως το κράτος είναι μια μηχανή παραγωγής νόμιμης εξουσίας, ένας δηλαδή μηχανισμός που μετατρέπει την βία που είναι εγγενή στη ταξική εκμετάλλευση και κυριαρχία σε συνταγματική τάξη πραγμάτων.[1] Αυτή όμως η ικανότητα στηρίζεται εν τέλει στην δυνατότητα και την αξίωση του κράτους να ασκεί ‘νόμιμη βία’. Αυτό το ήξερε ο Βέμπερ όσο και ο Μαρξ ή όποιος αναρχικός στοχαστής. Το κράτος είναι ένας καταπιεστικός θεσμός ο οποίος οφείλει και δύναται να ασκήσει οργανωμένη βία, είτε αυτή παίρνει την μορφή του στρατού ενάντια σε έναν ‘εξωτερικό εχθρό’, είτε την μορφή της καταστολής του ‘εσωτερικού εχθρού’ μέσω των εγχώριων σωμάτων ασφαλείας (ή ενίοτε και του στρατού, μια πρακτική που καθίσταται όλο και λιγότερο αναγκαία στον βαθμό που η αστυνομία έχει πλέον στρατιωτικοποιηθεί).
Με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, μια ανάπτυξη που εμπεριέχει και καθορίζεται και από την πραγματικότητα της ταξικής πάλης, το κράτος αναλαμβάνει ένα πλήθος λειτουργιών, που αποσκοπούν στην ρύθμιση και αναπαραγωγή του κοινωνικού βίου, λειτουργίες θετικές και προνοιακές: εκπαίδευση, υγεία, κράτος πρόνοιας κλπ. Όμως αυτή η αύξηση ουδόλως συνοδεύτηκε από μια μείωση του κατασταλτικού ρόλου. Αντίθετα ακόμα και την ‘χρυσή περίοδο’ της συναίνεσης, η οποία είναι και εποχή σταθεροποίησης του ‘δημοκρατικού κράτους’, τουλάχιστον στην ‘Δύση’, ο κατασταλτικός ρόλος του κράτους όχι μόνο αυξάνεται αλλά αποκτάει όλο και πιο ορθολογικά χαρακτηριστικά, μετατρεπόμενος σε ένα συνεκτικό, αν και δαιδαλώδες, πεδίο εξουσίας-γνώσης. Αφενός υπάρχει το ζητούμενο της καταστολής πολιτικών ομάδων που επιδιώκουν τη πολιτική αστάθεια και την ανατροπή της υφιστάμενης τάξης, όπως και μορφών εργατικής/ συνδικαλιστικής πάλης που ξεφεύγουν από τα όρια θεσμικής ρύθμισης που έχουν επιβληθεί. Αφετέρου, υπάρχει η ανάγκη μιας πιο ‘μοριακής’ καταστολής και έλεγχου διάφορων αποκλίνουσων κοινωνικών συμπεριφορών. Αυτή όμως η άσκηση εξουσίας, αν και σίγουρα κατασταλτική, δεν αποτελεί απλά την αρνητική διάσταση του κράτους δίπλα στην προνοιακή, αλλά μια θετική και παραγωγική λειτουργία που συσχετίζεται και διαπλέκεται με τις όποιες προνοιακές λειτουργίες. Πρώτον, είναι θετική ως προς το ότι είναι αναγκαία για την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού˙ πχ. στο βαθμό που η ρίψη χημικών την Κυριακή ήταν απαραίτητη για την ψήφιση του Μνημονίου, δηλαδή για την νομική επικύρωση της αναδιάρθρωσης της καπιταλιστικής σχέσης, αυτή η ρίψη (από την σκοπιά του κράτους) δεν αποτελεί αρνητική υπέρβαση της έννομης τάξης αλλά συστατικό, άρα θετικό, μέρος της. Αλλά είναι θετική και ως προς έναν πιο ουσιώδη τρόπο˙ η εξουσία παράγει μορφές υποκειμενικότητας, καθώς ο έλεγχος και η πειθάρχηση εμπεριέχουν την παραγωγή μιας θετικής γνώσης που συγκροτεί, διαχωρίζει και ταξινομεί την κοινωνική μάζα ως ένα θετικό σύμπλεγμα υποκειμενικών μορφών και δρώντων. Μέσω αυτής της διαδικασίας το κράτος αναπαριστά την κοινωνική παρουσία ώστε αυτή να συγκροτείται ως ένα (συμβολικό και υλικό) σύνολο μέσα στο οποίο ορίζονται το εφικτό και το ανέφικτό, το ‘ορατό’ και το ‘αόρατο’, το ομαλό και το αποκλίνον, το ‘εντός’ και το ‘εκτός’.
Αυτοί είναι οι βασικοί άξονες που μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε της πολιτικές καταστολής, ελέγχου και πειθάρχησης που αναπτύσσονται σήμερα, και που μια σαφή έκφανση τους βιώνουμε με την πάροδο της 12/2. Αυτό που υποστηρίζεται είναι πως ο λόγος περί ‘παρακρατικών’ και ‘κουκουλοφόρων’ αποτελεί έναν παραγωγικό λόγο εξουσίας που εντάσσεται σε μια γενική πολιτική καταστολής του κοινωνικού και πολιτικού ριζοσπαστισμού. Περί την κατάδειξη αυτού του ισχυρισμού είναι δεικτικό πως κάποιες βασικές συνιστώσες αυτού του λόγου ελάχιστα είναι καινούργιες. Περιορίζοντας το πεδίο θέασης στην Ελλάδα, και δη στην περίοδο της ‘δημοκρατικής ανασυγκρότησης’, οι λόγοι περί προβοκάτσιας ή η στοχοποίηση των συγκρούσεων ως ‘αντιδημοκρατικών’ συμπεριφορών εμφανίζονται ήδη από το ξεκίνημα της Μεταπολίτευσης.[2] Μάλιστα, συναντάμε και τις ανάλογες διαφοροποιήσεις, δηλαδή τον ίδιο ‘πολυφωνικό μονόλογο’. Από την μία πλευρά, η οποία παραδοσιακά είναι αυτή της Δεξιάς, τα υποκείμενα που επιλέγουν συγκρουσιακές ή εξωθεσμικές μορφές δράσεις στιγματίζονται ως ‘εξτρεμιστικά στοιχεία’ που απειλούν τόσο την δημοκρατική νομιμότητα όσο και την κοινωνική ειρήνη και τάξη. Οριακά αυτή η ‘εξτρεμιστική’ δράση ταυτίζεται με την ‘κοινή’ εγκληματικότητα, αφού και αυτή παραβαίνει την έννομη τάξη και συνεπώς τα ‘αγαθά’ που η τελευταία προφυλάσσει. Η (κοινοβουλευτική) Αριστερά τότε όπως και τώρα προφανώς θέλει να καταδικάσει και την κρατική βία. Αλλά χωρίς να φανεί ότι υποστηρίζει την βία των ‘κάτω’. Έτσι, ταυτίζει ή εξομοιώνει την κρατική βία με την κοινωνική αντιβία ως εκτροπές από την δημοκρατική νομιμότητα. Καταυτόν τον τρόπο, ελάχιστα καταφέρνει να αποστασιο-ποιηθεί από την ποινικοποίηση της αντιβίας ως αντιδημοκρατικής ή αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Αντίθετα την επικυρώνει. Παρόμοια λειτουργεί η ρητορική περί προβοκάτσιας. Με το να αποδίδονται οι όποιες πρακτικές στο παρακράτος, το οποίο ιστορικά ταυτίζεται με στιγμές δημοκρατικής εκτροπής (πάνω από όλα την Χούντα), δημιουργείται μια συμβολική σύγκλιση των ‘άκρων’ – η φιγούρα του ‘αριστεροχουντικού’ τότε ή του ‘αναρχοφασίστα΄ τώρα. Κατά αυτόν τον τρόπο παράγεται και ένας ‘μεσαίος χώρος’ ο οποίος είναι ο χώρος της δημοκρατικής νομιμότητας και ο οποίος πρέπει να θωρακιστεί. Φυσικά, καταυτόν τον τρόπο αυτός ο ‘μεσαίος χώρος’ πειθαρχείται και ελέγχεται καθώς το φάντασμα του παρακράτους πίσω από τα ‘άκρα’ δηλώνει, εμμέσως πλην σαφώς, πως η δικιά του παρέκκλιση από τα όρια της νομιμότητας μπορεί να υποβοηθά σκοτεινά σχέδια εκτροπής. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι είναι πλέον η Αριστερά που κυρίως διατηρεί και αναπαράγει τα περί παρακράτους και ‘ύποπτων’ συμπεριφορών. Αλλά όχι ακατανόητο. Διότι αφού μιλά από την σκοπιά του λαού και/ή της ταξικής πάλης, χρειάζεται να καταδείξει ότι ο εξτρεμισμός δεν αποτελεί απλώς μια αποκλίνουσα συμπεριφορά, αλλά μια δραστηριότητα η οποία ελέγχεται και τροφοδοτείται από το ίδιο το κράτος. Είναι δηλαδή μια δραστηριότητα που προσπαθεί να υπονομεύσει τους αγώνες από τις ορθές τους φόρμες, όπως τις καθορίζει η Αριστερά σαν αυτονόητη πρωτοπορία. Όσο περισσότερο μάλιστα ταυτίζονται τα συμφέροντα του λαού με το κόμμα, ή όσο το κόμμα αναλαμβάνει να εκφράσει τον ‘μεσαίο χώρο’ και την δημοκρατική νομιμότητα απέναντι στα άκρα, τόσο η προβοκατορολογία θα εντείνεται. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, δεν πρέπει να ισοπεδώνονται οι διαφορές μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς˙ o Καρατζαφέρης και η Παπαρήγα, η Καθημερινή και η Αυγή δεν είναι το ίδιο πράγμα. Αλλά εν τέλει, όπως λέει ο Μπελαντής, ο διχασμός που πηγάζει από τις διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες και στοχεύσεις είναι φαινομενικός. Διότι, ‘επικαθορίζεται από την ουσιαστική θεσμική συναίνεση στην απόρριψη κάθε λογής κρατικής αντιβίας ... Αυτό δεν σημαίνει σύμπτωση πολιτικών, σημαίνει όμως την κοινή απώθηση της αντιβίας από το πεδίο της πολιτικής σκηνής’.[3]
Έχουμε έτσι την πρώτη λειτουργία που ο προπαγανδιστικός λόγος ως λόγος εξουσίας επιτελεί: την ριζική απονομιμοποίηση της πολιτικής ή κοινωνικής αντιβίας. Για να επιτευχθεί αυτό δεν χρειάζεται απλά το κλομπ του μπάτσου. Ούτε επαρκεί η ανάπτυξη ενός νομικού οπλοστασίου. Χρειάζεται εξίσου και η κατασκευή μιας θετικής φιγούρας στην οποία να μπορεί να αποδοθεί αυτή η μορφή δραστηριότητας. Ο ‘κουκουλοφόρος’ ως αναπαράσταση είναι ακριβώς μια τέτοια φιγούρα από την οποία εκπορεύονται οι συγκεκριμένες πρακτικές – ως συμπτώματα της – και η οποία μπορεί να γίνει μετά αντικείμενο νομικών κυρώσεων (δες ‘κουκουλονόμο). Ως υποκειμενική φιγούρα, ο ‘κουκουλοφόρος’ ανταποκρίνεται σε ένα ιδιάζον χαρακτηριστικό της σύγχρονης ταξικής πάλης, ότι δηλαδή δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο πολιτικό υποκείμενο (αν και ο ‘αναρχικός’ σίγουρα ποινικοποιείται δεν μπορεί να αντικαταστήσει ως φιγούρα τον ‘κομμουνιστή’ της προ-Μεταπολίτευσης περιόδου). Αυτός ο ρευστός και διάχυτος χαρακτήρας της κοινωνικής αντιβίας, είναι που καθιστά επιτακτική μια εξίσου νεφελώδη υποκειμενική αναπαράσταση, η οποία να μπορεί να περιλάβει τον οποιονδήποτε την οποιανδήποτε δεδομένη στιγμή. Το σλόγκαν που χρησιμοποιείται από τον αναρχικό χώρο είναι ορθό και από την σκοπιά του κράτους: δυνητικά ‘είμαστε όλοι κουκουλοφόροι’.
Πέρα από την παραγωγή μιας γνώσης που επιτρέπει την υλική καταστολή, η αναπαράσταση του ‘κουκουλοφόρου’, όπως και του ‘προβοκάτορα παρακρατικού’, επιτελεί και άλλη μια σημαντική λειτουργία, τον διαχωρισμό και την συναίνεση. Κάθε μορφή εξουσίας, και ειδικά το δημοκρατικό κράτος στο πλαίσιο του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού, επιδιώκει την συναίνεση κοινωνικών στρωμάτων πέρα από αυτά των ανώτερων τάξεων, ειδικά από την εργατική τάξη και τα μεσαία στρώματα. Μέσω της αναπαράστασης του ‘κουκουλοφόρου’, του οποίου η επίθεση στο κράτος και το κεφάλαιο αναπαρίσταται και ως επίθεση στην ίδια την κοινωνία – ως δηλαδή μια απόκλιση από την ομαλότητα η οποία επιτρέπει την ασφαλή αναπαραγωγή της ζωής των εν λόγω κοινωνικών στρωμάτων - επιδιώκεται η ψυχολογική ταύτιση των συμφερόντων του κράτους και του κεφαλαίου με τα συμφέροντα των πολιτών. Η συμβολική σύνοψη αυτής της ταύτισης είναι το δίπολο ‘τάξη και ασφάλεια’ και ο ‘νοικοκυραιός’ ή ο ‘τίμιος εργαζόμενος’ είναι οι υποκειμενικές φιγούρες που ανταποκρίνονται σε αυτήν την συμβολική τάξη, οι θετικότητες που αντιδιαστέλλονται στην φιγούρα του ‘κουκουλο-φόρου’. Ο διαχωρισμός μάλιστα και η επιδίωξη ‘κοινωνικής περικύκλωσης’ των ‘εξτρεμιστικών/αντικοινωνικών μειοψηφιών’ δεν περιορίζεται στην περιχαράκωση της ‘σιωπηλής πλειοψηφίας’ αλλά επεκτείνεται και μέσα στο σώμα των αντιστεκόμενων υποκειμένων. Αυτό επιτελεί η διάκριση μεταξύ ‘ειρηνικού’ και ‘βίαιου’ διαδηλωτή και συγκεκριμένα η αναπαράσταση του ‘κουκουλοφόρου’ ή του ‘προβοκάτορα’. Κατά αυτόν τον τρόπο, παράγεται μια θετική διαχωριστική ταυτοποίηση η οποία προσπαθεί να παγιώσει τις όποιες διαφορές στην συμπεριφορά εντός του αγωνιζόμενου σώματος, έτσι ώστε να προκαταλάβει και να οριοθετήσει την στην πραγματικότητα ρευστή και κυμαινόμενη δυναμική που έχουν οι αγώνες. Μάλιστα αυτός ο διαχωρισμός αποζητά την ενεργόποίηση των ειρηνικών διαδηλωτών προς την κατεύθυνση της αστυνόμευσης: όπως είναι καθήκον του κάθε πολίτη να καταδώσει μια εγκληματική πράξη που πέφτει την αντίληψη του, (η θεσμοθετημένη φιγούρα του μάρτυρα κατηγορίας) έτσι οφείλουν και οι φιλειρηνικοί διαδηλωτές να αποβάλουν τις ομάδες που ‘παρεισφρέουν’ μέσα σε διαδηλώσεις. Έτσι δεν δύναται μόνο η καταστολή του βίαιου κομματιού αλλά και η πειθάρχηση και ο έλεγχος του ειρηνικού.
Το ζητούμενο εδώ δεν είναι να υποστηριχθεί ότι η βία αποτελεί αυταξία ανεξαρτήτως συγκυρίας. Η βίαιη αντιπαράθεση, όπως και άλλες μορφές δραστηριότητας, πρέπει να αντιμετωπίζεται τακτικά, αν και δεν πρέπει να λησμονιέται η λυτρωτική διάσταση της αντιβίας, ειδικά της εξεγερτικής και επαναστατικής βίας.  Σε κάθε περίπτωση, είναι εξαιρετικά ανησυχητικό η κριτική στην βία μέσα από το κίνημα να γίνεται με τους όρους του κρατικού λόγου. Διότι αυτό εν τέλει συντελεί σε αυτό που το κράτος επιδιώκει, δηλαδή την διάσπαση και την κοινωνική απομόνωση και περικύκλωση του ‘εξτρεμισμού’. Το θέμα είναι ιδιαίτερα σοβαρό, καθώς η πρόσφατη δήλωση του αξιωματικού της αστυνομίας, ακόμα και αν έγινε την δεδομένη στιγμή για λόγους εντυπώσεων, είναι ένδειξη μιας τακτικής όπου σε άλλες χώρες ήδη χρησιμοποιείται: την επίσημη προσέγγιση και συνεργασία με κομμάτια διαδηλωτών, μια προσέγγιση που μπορεί να φτάσει μέχρι και τις ριζοσπαστικές πολιτικές ομάδες, τουλάχιστον τις πιο μετριοπαθείς. Σε αυτό το πλαίσιο, η καθολική απόρριψη και η αποδόμηση του κρατικού λόγου είναι εκ των ων ου άνευ. Είναι υπό αυτό το πρίσμα που πρέπει και να αντιμετωπίζεται το ενδεχόμενο ύπαρξης προβοκατόρων ή παρακρατικών. Μπορεί να υπάρχουν, ή αν το θέλει κάποιος, ‘σίγουρα’ υπάρχουν. Το να τους δίνεται όμως βαρύνον ρόλος στα γεγονότα της 12ης Φεβρουαρίου, ή σε άλλα όπως του Δεκέμβρη του 08, (τον οποίο ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ φαίνεται να ξορκίζουν όσο και το ‘μαύρο μέτωπο’) είναι σύμπτωμα ελλιπούς κριτικής σκέψης. Η προβοκάτσια του παρακράτους ιστορικά εντάσσεται σε μια στρατηγική έντασης μπροστά σε φαινόμενα υπαρκτής απειλής της πολιτικής τάξης και κοινωνικής αναπαραγωγής. Το κατεξοχήν παράδειγμα είναι η Ιταλία του 70. Μια ‘ειρηνική’ πορεία, ειδικά μια πορεία που δεν εντάσσεται σε μια γενικότερη πολιτική χειραφέτησης αλλά συμμορφώνεται στην συνταγματική τάξη που λέει ότι ο πολίτης διαμαρτύρεται και η Βουλή αποφασίζει, δεν έχει κανέναν λόγο να προβοκαριστεί διότι δεν αποτελεί απειλή. Αυτό από το καλοκαίρι και μετά θα έπρεπε να είναι πασιφανές. Ακόμα και αν σκοπός είναι να φοβηθούν οι ‘απλοί’ διαδηλωτές ώστε να μην ξανακατέβουν, ένας τέτοιος σκοπός εξυπηρετείται από την επίσημη αστυνομική βία και όχι από το παρακράτος, καθώς η ένδειξη προβοκάτσιας μπορεί αντιθέτως να εξαγριώσει τον κόσμο και να οδηγήσει σε περεταίρω απόνομιμοποίηση της ‘δημοκρατικής τάξης’, δηλαδή του καθοριστικού νομιμοποιητικού παράγοντα ενάντια στην χρήση βίας από τα κάτω. Σε κάθε περίπτωση, είναι δεδομένο πως την 12/2 οι συγκρούσεις δεν ήταν έξω από την λογική της διαδήλωσης. Συνεπώς: προβοκάτσιες μπορεί όντως να γινόντουσαν ως μέρος μιας επιχείρησης ελέγχου της συνολικής εκτροπής. Δηλαδή όπως ο εμπρησμός της ΜΑΡΦΙΝ θα μπορούσε να είναι προϊόν προβοκάτσιας, έτσι και ένας δυνητικός εμπρησμός ενός χώρου με ανθρώπους θα μπορούσε να είναι προβοκάτσια. Αλλά η εν γένει στοχοποίηση της μαζικής κοινωνικής αντιβίας ως ‘προβοκατόρικη’ είναι εντελώς ανόητη - όταν εκφέρεται από ‘τα κάτω’ φυσικά, από ‘τα πάνω’, όπως αναλύθηκε, εξυπηρετεί άλλες λειτουργίες. Την προβοκάτσια θα την βρούμε μπροστά μας, αλλά το κίνημα δεν οχυρώνεται από αυτήν με το να αναπαράγει τον λόγο του κράτους.
Το ότι βασικές συνιστώσες του όψιμου λόγου περί ‘εχθρών της δημοκρατίας’ και παρακρατικών εντάσσονται εδώ και δεκαετίες στον λόγο της εξουσίας, δεν πρέπει να αποκρύψει τον στρατηγικό χαρακτήρα της εντατικοποίησης που παρατηρείται. Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τις κοινωνίες. Το φάντασμα της εξέγερσης και όλες οι δυνάμεις του παλιού κόσμου έχουν συμμαχήσει για να το ξορκίσουν. Φυσικά, όσον αφορά την 12η Φλεβάρη, είναι υπερβολικό να μιλάμε για εξέγερση, τουλάχιστον αν θέλουμε οι λέξεις να έχουν κάποια αναλυτική αξία. Καλώς ή καλώς εξέγερση μιας μέρας δεν υπάρχει. Ήταν όμως μια κατάσταση εξεγερσιακή και αυτό δείχνει ότι μια κοινωνική εξέγερση βρίσκεται στην ημερησία διάταξη, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι θα συμβεί από μέρα σε μέρα. Ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου ριζοσπαστικοποιείται, μια διαδικασία που εμπεριέχει και την απόκλιση από τις υποκειμενικές φόρμες του κυρίαρχου λόγου. Αν ο λόγος του αστυνόμου είναι ένας λόγος που υποκειμενικοποιεί αυτόν που υποτάσσεται στο κέλευσμα του, η άρνηση στον λόγο της αστυνομίας – ένας λόγος που εκφράστηκε υλικά μέσα στους τόνους χημικών - που επέδειξε ο κόσμος στις 12/2 είναι ήδη μια εμπράγματη ρήξη με την κρατούσα τάξη, δηλαδή και με την ταυτότητα που τα υποκείμενα κατέχουν εντός αυτής της τάξης. Αυτό το γεγονός το κράτος και το κεφάλαιο το γνωρίζουν και για αυτό θορυβήθηκαν. Όπως έχει πει ο ‘σύντροφος Μάο’ αυτός ο φόβος πρέπει να μας χαροποιεί. Αλλά χωρίς να πέφτουμε σε μια αφελή αισιοδοξία. Όσο οι αγώνες και οι ταραχές θα οξύνονται, όσο το φάντασμα της εξέγερσης θα εισέρχεται στην ιστορία ως ζώσα πραγματικότητα, τόσο οι φορείς εξουσίας θα εντείνουν την καταστολή. Αυτή θα εμπεριέχει προφανώς μια όξυνση της υλικής καταστολής, όπως αυτή αποτυπώνεται στην αύξηση της αστυνομοκρατίας και της στρατικοποίησης της. Αλλά θα εμπεριέχει και μια όξυνση στο επίπεδο του λόγου, μια ενορχηστρωμένη παραγωγή γνώσης στην οποία θα θεμελιωθεί η υλική και ποινική καταστολή. Στο βαθμό που ο ‘τρομοκράτης’ αποτελεί την κατεξοχήν φιγούρα που επιτρέπει την μετάθεση της ανασφάλειας που παράγει ο σύγχρονος καπιταλισμός σε αίτημα για ασφάλεια που επικυρώνεται από το κράτος σε ένα καθεστώς μόνιμης έκτακτης ανάγκης, εικάζω ότι το επόμενο βήμα θα είναι η ρητή αναπαράσταση των ‘αντικοινωνικών κουκουλοφόρων’ σε αυτό που υπόρρητα ήδη παρουσιάζονται πως είναι: τρομοκράτες για τους οποίους ακόμα και η επίφαση Κράτους Δικαίου θα είναι περιττή .[4] Η ‘εποχή των ταραχών’ μπορεί να είναι και εποχή μαζικών ειδικών δικαστηρίων και ειδικών χώρων κράτησης.
 
[1] L. Althusser, ‘Γιατί το Κράτος είναι μια Μηχανή’, Θέσεις, τ.113, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2010, 73-90
[2] Πρβλ. το βιβλίο του Δημήτρη Μπελαντή, Αναζητώντας τον ‘Εσωτερικό Εχθρό’: Διαστάσεις της Αντιτρομοκρατικής Πολιτικής, Αθήνα: Εκδόσεις Προσκήνιο, 2004).
[3] Αναζητώντας τον Εσωτερικό Εχθρό, σ.150
[4] Για μια συνοπτική παρουσίαση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας και πως ήδη από τώρα θολώνει τις όποιες διακρίσεις και εγγράφει τον γενικότερο πολιτικό ριζοσπαστισμό στο πλαίσιο πάταξης της ‘τρομοκρατικής απειλής’, δες το άρθρο του Σπύρου Τζοανόπουλου, ‘Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού: το ελληνικό παράδειγμα της κατασκευής εχθρών και της καταπολέμησης τους’, Βαβυλωνία, τ.3, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2011, 22-25. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε ότι στην Αγγλία ήδη οι ‘αρμόδιες υπηρεσίες’ χαρακτήρισαν το ‘κίνημα των πλατειών’ ως εν δυνάμει τρομοκρατικό κίνδυνο.
 

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

"Ποιοι είναι οι κουκουλοφόροι; Ιστορία της Ποινικοποίησης των Κοινωνικών Αντιστάσεων", από τον Ιό




 


Ήταν Κυριακή 1 Μαρτίου 2009. Οι


Ενα φάντασμα πλανιέται, τον τελευταίο καιρό, πάνω από τις μαζικές κινητοποιήσεις στη χώρα μας: το φάντασμα των κουκουλοφόρων. Κάτι η εμπειρία του Δεκέμβρη του 2008 (και του δυναμικού φοιτητικού κινήματος του 2006-07), κάτι η οικονομική κρίση και η επιδιωκόμενη αξιοποίησή της προς όφελος της «επιχειρηματικότητας» εις βάρος της μισθωτής εργασίας, και το φόβητρο των ανεξέλεγκτων ορδών που απειλούν υποτίθεται την ηρεμία των πολιτών επισείεται όλο και περισσότερο από διάφορες πλευρές.
Από κοντά κι οι προσπάθειες για τη σκλήρυνση της υφιστάμενης νομοθεσίας, με τη μετατροπή της «κουκουλοφορίας» σε ιδιώνυμο αδίκημα.
Η αρχική ιδέα ανήκε -σε ποιον άλλο;- στον Γιώργο Καρατζαφέρη. «Εμείς έχουμε συγκεκριμένες θέσεις» ανακοίνωσε στη Βουλή κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού (21/12/08). «Πρώτον, ιδιώνυμον αδίκημα η κουκούλα. Οποιον φοράει κουκούλα κατευθείαν από το αυτί στον εισαγγελέα. Ανεξαρτήτως γιατί τη φοράει».
Για τη διασφάλιση της πάση θυσία πάταξης των ασχημονούντων, η ίδια πρόταση προβλέπει ότι «πρέπει να υπάρχουν ειδικής μορφής δικαστήρια που να δικάζουν τους "κουκουλοφόρους"» -επιστροφή, μ' άλλα λόγια, σε μια μορφή έκτακτων στρατοδικείων.
Ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ ήταν, άλλωστε, σαφέστατος όσον αφορά το σκεπτικό που υπαγόρευσε την εισήγησή του: «Είμαστε εδώ οι "πολιτικοί ταγοί" του τόπου και δεν θα οδηγούμεθα από τα γεγονότα του πεζοδρομίου».
Αυτά, στο Κοινοβούλιο. Γιατί τη νομική επεξεργασία της ίδιας εισήγησης την ανέλαβε ένας άνθρωπος πολύ διαφορετικός απ' τον Καρατζαφέρη: η ομότιμη καθηγήτρια του Παντείου Αλίκη Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου!
Το σχέδιο νόμου που εισηγήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου στον πρόεδρο της Βουλής και στην κυβέρνηση προβλέπει τη θέσπιση ενός νέου άρθρου του Ποινικού Κώδικα (189Α), βάσει του οποίου «όποιος μετέχει ή εμφανίζεται σε δημόσια συνάθροιση με καλυμμένο το πρόσωπο ή διαμορφωμένο κατά τρόπο που να μη διακρίνονται τα χαρακτηριστικά του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο μηνών μέχρι ενός έτους», μη εξαγοράσιμη.
Η εισηγητική έκθεση που συνοδεύει την πρόταση δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία για το σκεπτικό του διαβήματος: «Οι κουκουλοφόροι πληθύνονται και οργανώνονται επικίνδυνα», οπότε «το κράτος οφείλει να εξασφαλίσει επειγόντως την ασφάλεια των πολιτών». Η μη εξαγορά των ποινών επιβάλλεται λόγω της «πιθανολογούμενης» (!) ύπαρξης «κοινής χρηματικής πηγής» πίσω από την «οργάνωση ομάδων κουκουλοφόρων», η οποία (υποτίθεται ότι) «καθιστά λιγότερο επώδυνη ή και ανώδυνη τη χρηματική ποινή για το κάθε μέλος της οργάνωσης»...
Δεν λείπει, τέλος, η επίκληση του εξωτερικού εχθρού: «Επιπροσθέτως εθνικοί λόγοι συντρέχουν για την επείγουσα ανάσχεση του φαινομένου, διότι τα από τους "κουκουλοφόρους" δημιουργούμενα έκτροπα χρησιμοποιούνται από τους εχθρούς της χώρας μας ως επιχειρήματα αποδεικτικά της ύπαρξης τρομοκρατίας στην Ελλάδα ή για απόσπαση της προσοχής των πολιτών από σοβαρότατα εθνικά θέματα». 

 

Ο «εσωτερικός εχθρός»

Η προληπτική πάταξη των «ταραξιών» συνιστά, λοιπόν, την αναγκαία προϋπόθεση για την υποβολή της νέας γενιάς στην απαραίτητη Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγηση -από ΜΜΕ και εθνικά ευαίσθητους διανοούμενους, υποθέτουμε, κι όχι απευθείας από τον λοχία, όπως τον παλιό καλό καιρό. 

 


Ας σοβαρευτούμε. Η όλη φιλολογία περί «κουκουλοφόρων» στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αφαιρετική -και σε μεγάλο βαθμό αυθαίρετη- ιδεολογική κατασκευή, με την οποία διάφοροι παράγοντες της δημόσιας ζωής (από τα ΜΜΕ ώς τους πολιτικούς) επιχειρούν να οικοδομήσουν την εικόνα (και να ποινικοποιήσουν τις πρακτικές) του αναδυόμενου «εσωτερικού εχθρού».
Στα πρώτα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, αυτός ο εχθρός είχε τη μορφή των «αριστεροχουντικών», των «άκρων» που (υποτίθεται ότι) συντόνιζαν τη δράση τους εις βάρος της νεοσύστατης τότε δημοκρατίας.

 


Τους διαδέχθηκαν ως φόβητρο οι «εξτρεμιστές», οι «αναρχικοί» (η ιδεολογία των οποίων παραλίγο να ποινικοποιηθεί ως ιδιώνυμο αδίκημα με το νομοσχέδιο Μαγκάκη το 1983), οι «πανκ», οι «γνωστοί-άγνωστοι».
Ηδη σε κρίση νομιμοποίησης τα τελευταία χρόνια, καθώς οι δυναμικές μαζικές αντιστάσεις στη νεοφιλελεύθερη πολιτική όλο και διογκώνονταν, αυτός ο τελευταίος όρος ετέθη σε πλήρη αχρηστία με το νεανικό ξέσπασμα του Δεκέμβρη. Πώς μπορούν να θεωρηθούν «γνωστοί-άγνωστοι» τόσες χιλιάδες άνθρωποι, πολλοί απ' τους οποίους κατέβηκαν πρώτη φορά στους δρόμους; Η ανάγκη μιας νέας ορολογίας κατέστη, ως εκ τούτου, επιτακτική.
Η παρουσία ανθρώπων με καλυμμένα πρόσωπα στις διαδηλώσεις είναι, φυσικά, αναντίρρητο γεγονός. Η συλλογική υπαγωγή τους στη νομική κατασκευή των «κουκουλοφόρων» μπάζει, ωστόσο, σε δύο σημεία: Πρώτον, στο αυθαίρετο πακετάρισμα μιας πλειάδας εντελώς διαφορετικών πρακτικών σε μια ενιαία (ποινική) κατηγορία. Και δεύτερον, στην αυθαίρετη σύνδεση της «κουκουλοφορίας» με όλη την γκάμα των βιαιοτήτων που διαπράττονται εν ώρα οδομαχιών.
Η πραγματικότητα, όμως, για όσους την έχουν ζήσει στο πεζοδρόμιο κι όχι μέσω των τηλεοπτικών «ζωντανών συνδέσεων», είναι πολύ διαφορετική. 


 

Οι διαδηλωτές που σκεπάζουν τα πρόσωπά τους το κάνουν για τρεις λόγους (εναλλακτικά ή και σωρευτικά): για ν' αποφύγουν την καταγραφή της ταυτότητάς τους από τις κάμερες των ΜΜΕ και της ΕΛ.ΑΣ., για να προστατευθούν από τα χημικά και, ίσως, για να τραβήξουν την προσοχή, μετατρέποντας την αμφίεση τους σε πολιτικό μήνυμα αντίστασης.
Τίποτα από τα τρία δεν συνιστά αδίκημα. Πρόκειται, αντίθετα, είτε για απολύτως νόμιμα μέτρα αυτοπροστασίας (από τον χημικό πόλεμο της ΕΛ.ΑΣ. και τα αδιάκριτα βλέμματα -ας μην ξεχνάμε ότι στους δυνητικούς θεατές μιας διαδήλωσης περιλαμβάνονται δυσφορούντες γονείς, αντιφρονούντες εργοδότες ή προϊστάμενοι και, φυσικά, οι υπηρεσίες ασφαλείας) είτε για καθ' όλα θεμιτή επιδίωξη προβολής και μετάδοσης του επιθυμητού επικοινωνιακού μηνύματος. 

Μασκοφόρος διαδηλωτής στα «Ιουλιανά» (20.8.1965).  
Μασκοφόρος διαδηλωτής στα «Ιουλιανά» (20.8.1965). 

Οσοι παρακολούθησαν από κοντά τις συγκρούσεις του Δεκέμβρη παρατήρησαν άλλωστε ότι στις επιθέσεις κατά των αστυνομικών πρωταγωνιστούσαν συχνά όχι «κουκουλοφόροι» αλλά νέοι με ακάλυπτα πρόσωπα. Εξ ιδίας πείρας, μπορούμε να βεβαιώσουμε πως το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και παλιότερα. Συχνά, μάλιστα, η κάλυψη του προσώπου των «ταραξιών» γινόταν με προτροπή των οπερατέρ και των φωτορεπόρτερ, που δεν ήθελαν η εκ μέρους τους καταγραφή των επεισοδίων να ισοδυναμεί με χαφιεδισμό των πρωταγωνιστών τους.
Εξίσου παραπλανητικό είναι και το «τεχνικό» σκέλος της υπόθεσης. Οπως διαπιστώνουμε από το «νομοσχέδιο» της κυρίας Μαραγκοπούλου, στην κατηγορία της «κουκούλας» μπορούν να τσουβαλιαστούν τα πιο ετερόκλητα μέσα ένδυσης ή αυτοπροστασίας που συναντάμε συνήθως στις διαδηλώσεις: νεανικά φουτεράκια της μόδας με κουκούλα, κασκόλ, χάρτινες υγειονομικές μάσκες, επαγγελματικές μάσκες μπογιατζήδων, γυαλιά οξυγονοκολλητή, κράνη μοτοσικλέτας, αναποδογυρισμένες πλαστικές σακούλες, απλές μπλούζες ή φανέλες τυλιγμένες γύρω απ' το πρόσωπο, κουκούλες του σκι ή της Αποκριάς, καθώς και ποικίλοι συνδυασμοί όλων των παραπάνω.
Τα διεθνή παραδείγματα
Τα νομικά αδιέξοδα που συνεπάγεται αυτή η ποικιλομορφία είναι κάτι παραπάνω από προφανή. Ποιο δικαστήριο θα μπορούσε π.χ. να καταδικάσει κάποιον πιτσιρικά επειδή φορούσε κασκόλ ή επειδή το μπουφάν του διαθέτει κουκούλα; Κι από πού κι ως πού η μάσκα αυτοπροστασίας από τα επικίνδυνα χημικά που η ΕΛΑΣ σκορπάει αφειδώς επί δικαίους και αδίκους, μπορεί να συνιστά ποινικό αδίκημα, όταν τη φοράει ένας πολίτης που ασκεί απλώς το νόμιμο δικαίωμά του να διαδηλώνει χωρίς να καταλήξει υποχρεωτικά στον πνευμονολόγο;
Το μόνο σίγουρο είναι πως ενδεχόμενη ποινικοποίηση της «κουκουλοφορίας» θα λύσει απλώς ακόμη περισσότερο τα χέρια των αστυνομικών, πολλαπλασιάζοντας τις αυθαίρετες συλλήψεις και σέρνοντας στο εδώλιο κάθε «ενδυματολογικά ύποπτο». 

Κουκουλοφόρες γυναίκες Ζαπατίστας σε συνέντευξη τύπου κατά την Πρώτη Διηπειρωτική Συνάντηση ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό (Λα Ρεαλιδάδ 1.8.1996) μιλούν στα διεθνή ΜΜΕ.  
Κουκουλοφόρες γυναίκες Ζαπατίστας σε συνέντευξη τύπου κατά την Πρώτη Διηπειρωτική Συνάντηση ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό (Λα Ρεαλιδάδ 1.8.1996) μιλούν στα διεθνή ΜΜΕ.  


Αυτά όσον αφορά το νομικό σκέλος του ζητήματος. Γιατί το επικοινωνιακό μπαράζ των τελευταίων μηνών έχει και την «ιστοριογραφική» πτυχή του.
Οι κοινωνικοί αγώνες του παρελθόντος, ακούμε διαρκώς, διεξάγονταν πάντα με ακάλυπτα πρόσωπα. Κουκουλοφόροι έδρασαν μόνο στα χρόνια της Κατοχής, ως καταδότες των πατριωτών στα γερμανικά μπλόκα.
Ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του ΚΚΕ δεν δίστασε, μάλιστα, ν' ανακαλύψει (ή να επινοήσει) και μια «ρήση» του Τσε Γκεβάρα, σύμφωνα με την οποία «οι πραγματικοί επαναστάτες δεν θα έπρεπε να κυκλοφορούν με κουκούλες, γιατί τον καιρό της επανάστασης ο λαός θα πρέπει να γνωρίζει στα πρόσωπα των επαναστατών την πρωτοπορία του». Οσο κι αν ψάξαμε πάντως στα άπαντα του θρυλικού κομαντάντε (που, διέπρεπε ο ίδιος στις μεταμφιέσεις...), στάθηκε αδύνατο να εντοπίσουμε τέτοιο τσιτάτο.
Για να διαπιστώσουν τη σχέση της κουκούλας με την επανάσταση, οι σημερινοί κομμουνιστές δεν χρειάζεται, άλλωστε, να πάνε τόσες δεκαετίες πίσω. Ούτε να επηρεαστούν από τους (προφανώς «οπορτουνιστές») μεξικανούς Ζαπατίστας που έχουν αναγάγει την κουκούλα σε σύμβολο της πολιτικής τους ταυτότητας και παρέμβασης, τονίζοντας ότι «έκρυψαν τα πρόσωπά τους, για να μπορέσουν να γίνουν ορατοί» απ' όσους αγνοούσαν την ύπαρξη και τα προβλήματά τους.
Αρκεί μια ματιά στην ενημερωτική ιστοσελίδα «Δίκτυο Αντίσταση» (Red Resistencia) του Κ.Κ. Κολομβίας, καθοδηγητή του υπερπεντηκονταετούς πλέον αντάρτικου των FARC. Μια ολόκληρη δέσμη αναλύσεων για το φοιτητικό κίνημα της χώρας τιτλοφορείται εκεί «Η κουκούλα των φοιτητών».
Πρόσφατο μάλιστα άρθρο του Ειδησεογραφικού Πρακτορείου Νέα Κολομβία (11/9/2008) δεν διστάζει να διακηρύξει, ήδη από τον τίτλο του: «Ζήτω οι φοιτητές/φοιτήτριες! Ζήτω η κουκούλα!» (Que vivan los/las estudiantes! Que viva la capucha!)

Η κουκούλα εν Ελλάδι

Ας επιστρέψουμε, όμως, στα καθ' ημάς. Αντίθετα από την τρέχουσα παραφιλολογία περί «ακάλυπτων προσώπων» ως της διαχρονικά δέουσας μορφής αγώνα, στην πραγματικότητα η εμφάνιση των διαδηλωτών που καλύπτουν τα πρόσωπά τους συμβαδίζει χρονικά με τις αντίστοιχες προσπάθειες των μηχανισμών καταστολής για φωτογραφική καταγραφή τους.
Η πρώτη λακωνική αναφορά που συναντάμε σε υπηρεσιακό εγχειρίδιο για «λήψιν φωτογραφιών, ιδία των τμημάτων της συγκεντρώσεως εις τα οποία λαμβάνουν χώραν πράξεις ιδιαζούσης σημασίας», χρονολογείται μόλις το 1955 (Αθ. Τασιόπουλος, «Αστυνομία Τάξεως», σ. 395). Το 1962 δίνονται οδηγίες «όπως την αστυνομικήν δύναμιν ακολουθή είς αστυνομικός φωτογράφος, προς λήψιν φωτογραφιών επιτιθεμένων κατά των αστυνομικών μελών του όχλου» (Θ. Συρογιάννης, «Θέματα Ασφαλείας», σ. 100). Το 1966 προβλέπεται η προληπτική τοποθέτηση φωτογράφων της αστυνομίας «εις δεσπόζοντα σημεία της συναθροίσεως (εξώστας, παράθυρα)» κι η κινηματογράφηση επεισοδίων (Ηλ. Ψυχογιός, «Συναθροίσεις και οχλοκρατικαί εκδηλώσεις», σ. 24-26). Ενώ το 1969 προστίθενται και οδηγίες για τη χρήση τηλεφακών, ώστε οι «λίαν δραστήριοι» διαδηλωτές να φακελώνονται «άνευ ουδενός κινδύνου» (Ηλ. Ψυχογιός, «Οχλοκρατικαί εκδηλώσεις», σ. 26-27).
Για την αξιοποίηση των φωτογραφιών -ακόμη κι αυτών που δημοσιεύονταν στις εφημερίδες- κατά τις ανακρίσεις στην ασφάλεια, μια πρώτη ιδέα μας δίνουν τα απομνημονεύματα του εκλιπόντος Τάσου Δαρβέρη («Μια ιστορία της νύχτας», Θεσ/νίκη 1983, σ. 35-36). Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που, ήδη από τα Ιουλιανά, διαδηλωτές αρχίζουν να καλύπτουν τα πρόσωπά τους για να προστατευθούν από τα δακρυγόνα αλλά και από την ανεπιθύμητη ταυτοποίησή τους.
«Ο θάνατος του Σωτήρη [Πέτρουλα] έδειξε ότι η επαναστατική πρωτοπορία κινδύνευε πλέον σοβαρά από την αστυνομία, αλλά και από την κομματική ηγεσία της ΕΔΑ», διαβάζουμε χαρακτηριστικά στα απομνημονεύματα ενός παλαίμαχου αγωνιστή. «Οι σκέψεις αυτές ήταν που οδήγησαν τους επαναστάτες να σκεπάζουν το πρόσωπό τους με μαντήλια. Ο μηχανισμός της ΕΔΑ σκύλιαζε στη θέα αυτών των νέων με τα μαντήλια στα πρόσωπα. Τους αποκαλούσε κουκουλοφόρους, θέλοντας να τους παρομοιάσει με τους κουκουλοφόρους προδότες της κατοχής. Ωστόσο, παρά τις συκοφαντίες αυτές, τα πρόσωπα με τα μαντήλια γίνονταν διαρκώς περισσότερα» (Στέργιος Κατσαρός, «Εγώ ο προβοκάτορας, ο τρομοκράτης», σ. 47).
Αλλά και στο Πολυτεχνείο του 1973, εκτός από τα μαντίλια στα πρόσωπα διαδηλωτών τη ματωμένη νύχτα της 16ης Νοεμβρίου, συναντάμε επίσης απαγόρευση φωτογράφισης των μελών της Συντονιστικής κατά τη συνέντευξη τύπου που δόθηκε το απόγευμα της ίδιας μέρας, καθώς και προσπάθεια εξουδετέρωσης των κινηματογραφικών μηχανών σε γειτονικά κτίρια:
«Οι φοιτητές του Πολυτεχνείου εγκαθιστούν μεγάλα κάτοπτρα με τα οποία δημιουργούν αντανακλάσεις στις κάμερες και τους φακούς ορισμένων συνεργείων των μυστικών υπηρεσιών της χούντας που έχουν στηθεί στα απέναντι από το Πολυτεχνείο κτίρια και προσπαθούν να φωτογραφήσουν πρόσωπα και πράγματα» (Μηνάς Παπάζογλου, «Φοιτητικό κίνημα και δικτατορία», Αθήνα 1975, σ. 133).
Δυο από τα «ύποπτα» συνεργεία που δέχθηκαν τις αντανακλάσεις ανήκαν, πάντως, σε συνοδοιπόρους των εξεγερμένων: την ομάδα ΚΙΝΟ (Κώστας Ζυρίνης, Λάμπρος Παπαδημητράκης) και τον δημιουργό των «Μαρτυριών», Νίκο Καβουκίδη.
Μεταπολιτευτικά, η κυβέρνηση Καραμανλή θα χρησιμοποιήσει επανειλημμένα τις φωτογραφίες «ταραχοποιών» στον τύπο για να στηρίξει συλλήψεις και δικαστικές διώξεις.
Το πιο χτυπητό παράδειγμα αφορά έναν 30χρονο ναυτικό, φωτογραφίες από τη συμμετοχή του οποίου στις συγκρούσεις των οικοδόμων με τα ΜΑΤ (23 Ιουλίου 1975) δημοσιεύθηκαν σαν «ντοκουμέντο» στην πρώτη σελίδα των «Νέων» της επομένης. Τρεις μέρες μετά, ο δακτυλοδεικτούμενος «άνθρωπος με το καρό πουκάμισο» συνελήφθη κι οδηγήθηκε στην Ασφάλεια για τα περαιτέρω, ενώ η εφημερίδα πανηγύρισε πρωτοσέλιδα για την «επιτυχία».
Αυτού του είδους οι «αναγνωρίσεις» δεν υπήρξαν βέβαια πάντοτε πετυχημένες. Βάσει μιας παρόμοιας φωτογραφίας, ένας άσχετος ηχολήπτης διώχθηκε π.χ. για συμμετοχή στις συγκρούσεις διαδηλωτών με τα ΜΑΤ κατά το ματωμένο «Πολυτεχνείο» του 1980. Στην πραγματικότητα, ο συγκεκριμένος εικονιζόμενος διαδηλωτής ήταν ένας γνωστός ακτιβιστής της ριζοσπαστικής αριστεράς («Ε» 26/1/85). 

Το ιδιώνυμο Καραμανλή

Για να διευκολύνει αυτή την πρακτική, το «ιδιώνυμο» του Καραμανλή του πρεσβύτερου θα ποινικοποιήσει, το 1976, ως ιδιαίτερα επιβαρυντική περίπτωση, την «αντίσταση κατά της αρχής» από άτομα με «κεκαλυμμένα ή ηλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά αυτών» (Ν. 410/76).
Εναν χρόνο αργότερα, η πρώτη οργανωμένη εμφάνιση κουκουλοφόρων, σε πρωτομαγιάτικη διαδήλωση 100 περίπου αναρχικών, θα προκαλέσει κραυγές αποτροπιασμού του αθηναϊκού τύπου και συσχετισμούς των διαδηλωτών με την... Κου Κλουξ Κλαν.
«Κανείς δεν θέλησε να σκεφτεί», σημείωνε τότε χαρακτηριστικά ο Γιώργος Βότσης, «ότι οι "κουκουλοφόροι" βεβαίως ήταν αναρχικοί που -όπως γίνεται στις δυναμικές διαδηλώσεις σε όλη την Ευρώπη- κάλυψαν με μαντήλια και κουκούλες τα πρόσωπά τους για να μην αναγνωρίζονται και για να μη φτάσουν στο εδώλιο και καταδικαστούν μόνο από τις φωτογραφίες -όπως πρόσφατα έγινε με τους αντιαμερικανούς διαδηλωτές της Ρόδου» («Κ.Ε.» 7/5/77).
Ακόμη μικρότερη ανοχή θα επιδειχθεί απέναντι στο κίνημα των φαντάρων, μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981: Αντιγράφοντας τους δυτικοευρωπαίους συναδέλφους τους, τα μέλη των (παράνομων) «Επιτροπών Στρατιωτών, Ναυτών και Σμηνιτών» θα εμφανιστούν σε συνεντεύξεις τύπου και στις πορείες του Πολυτεχνείου (1982-1984) φορώντας κουκούλες.
Μια μερίδα του τύπου θα πρακτορολογήσει ασύστολα, αρνούμενη ότι πρόκειται όντως για έλληνες φαντάρους που διεκδικούν, απλώς, τον σεβασμό των στοιχειωδών δικαιωμάτων τους. Η ταυτότητα των «κουκουλοφόρων» (ανάμεσά τους σημερινοί δημοσιογράφοι, δικηγόροι κ.λπ.) ήταν, φυσικά, γνωστή στους συναγωνιστές τους, εντός και εκτός στρατώνα, δεν υπήρχε όμως κανένας λόγος να γνωστοποιηθεί και στους αξιωματικούς τους!
Δικαιολογημένες απέναντι σε επαγγελματίες φωτορεπόρτερ κι αστυνομικούς σκαρφαλωμένους σε ταράτσες, αυτές οι προφυλάξεις καθίστανται ακόμη πιο εύλογες στη σημερινή πραγματικότητα της γενικευμένης ηλεκτρονικής παρακολούθησης. Δεν είναι μόνο οι κάμερες «ρύθμισης της κυκλοφορίας», που μπορούν να καταγράφουν επίσημα τους διαδηλωτές «εφόσον επίκειται [sic] σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια» (άρθρο 8 του Ν. 3.625/2007). Υπάρχουν και τα χιλιάδες ιδιωτικά βίντεο και -προ παντός- κινητά, που τίποτα δεν εμποδίζει να σε βγάλουν κάποια στιγμή φάτσα κάρτα στο Youtube (ή όπου αλλού).
Δεν είναι, όμως, μόνο λόγοι αυτοπροστασίας αυτοί που ωθούν πολλούς διαδηλωτές να καλύψουν τα πρόσωπά τους. Η ίδια η αμείλικτη λογική των ηλεκτρονικών ΜΜΕ επιβάλλει συχνά το επαναστατικό μασκάρεμα, προκειμένου το μήνυμα της πολιτικής ανυπακοής να μπορέσει να φτάσει στους δυνητικούς του παραλήπτες.
Οπως ακριβώς οι μακρινοί Ζαπατίστας, έτσι και οι εγχώριοι «κουκουλοφόροι» χρειάζεται συχνά να καλύψουν τα πρόσωπά τους για να μπορέσουν οι άλλοι να τους δουν.

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

"Προς όλους όσους αισθάνονται προδομένοι από την Οικονομία! Εναλλακτικές λύσεις για τα πολιτικά συστήματα, το καταναλωτισμό, τα οικονομικα προβληματα, το πληθυσμό, τη Κοινωνία, το Χωριό και την Ανάπτυξη", της Kyle Chamberlain





























































Μας λένε πως το πρόβλημά μας είναι ότι δεν υπάρχουν αρκετές δουλειές. Το μήνυμα αυτό είναι παντού. Τα μέσα ενημέρωσης μετράνε την κατάσταση της κοινωνίας μας με στατιστικές ανεργίας. Οι πολιτικοί αντιπαρατίθενται με θεατρικό τρόπο για το ποιος μπορεί να δημιουργήσει τις πιο πολλές δουλειές. Άνθρωποι παντού παλεύουν για τις λιγοστές θέσεις εργασίας σε εργοστάσια και εταιρείες.
Θα ήθελα να επισημάνω τη μεγάλη ειρωνεία της κατάστασης αυτής – οι περισσότεροι άνθρωποι μισούν τη δουλειά τους. Πόσους ανθρώπους γνωρίζετε που αγαπάνε τη δουλειά τους; Η αλήθεια είναι, πως οι περισσότεροι από εμάς με συνηθισμένες δουλειές, ίσα που τις αντέχουμε. Αν δεν τις χρειαζόμασταν θα προτιμούσαμε να μην τις κάνουμε.
Το εργασιακό ήθος και κυρίως η «σκληρή δουλειά» είναι κάτι για το οποίο είναι περήφανη η κοινωνία μας. Αλλά, αν θα θέλαμε να είμαστε ειλικρινείς, θα έπρεπε να ομολογήσουμε πως αποκαλούμε τους εαυτούς μας «σκληρά εργαζόμενους» κυρίως για να δικαιολογήσουμε τις καθημερινές κακομεταχειρήσεις, στερήσεις και ταπεινώσεις στο χώρο εργασίας. Νομίζω επίσης πως μπορούμε να συμφωνήσουμε στο ότι οι περισσότερες δουλειές μας δεν βελτιώνουν τον κόσμο.Και όμως βρισκόμαστε στην οξύμωρη θέση να ικετεύουμε να μπούμε σε εργασιακούς ρόλους που μισούμε.
Καλό είναι να συνειδητοποιούμε ότι το «εργασιακά απασχολημένος» θα μπορούσε υπό συνθήκες να έχει την έννοια του «χρησιμοποιημένος». Ακριβώς δηλαδή όπως θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ένα σφυρί και καρφιά, ο εργοδότης σάς απασχολεί ή σας χρησιμοποιεί. Ο όρος «χρησιμοποιημένος», πολύ εύστοχα περιγράφει τη σχέση με τους εργοδότες μας. Όπως οι πόρνες, έτσι και εμείς παραιτούμαστε από τον εαυτό μας και δινόμαστε σε ψεύτικες σχέσεις για μια ανούσια οικονομική απολαβή. Σε μια υγιή σχέση η αφοσίωσή μας ανταποδίδεται σε είδος. Αλλά σε μια σχέση χρήσης και κατάχρησης, το καλύτερο που μπορούμε να προσδοκούμε είναι ένας χρηματικός διακανονισμός.
Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, λοιπόν, ότι οι πολιτικοί και άλλοι ισχυροί άνθρωποι  επαινούν τον ενθουσιασμό μας για την εργασιακή απασχόληση και υπερασπίζονται αυτόν το σκοπό. Για την ελίτ, η ανεργία είναι μία κρίση, διότι αυτό σημαίνει ότι ο πληθυσμός δεν «χρησιμοποιείται» επαρκώς. Ένας «αχρησιμοποίητος» πληθυσμός είναι ασύμφορος και, ενδεχομένως, απείθαρχος. Έτσι, όταν οι πλούσιοι έρθουν να μας σώσουν, το κάνουν με την προσφορά θέσεων εργασίας, όπως λέει το σλόγκαν του Bill και Melinda Gates Foundation: «Πιστεύουμε ότι όλοι οι άνθρωποι αξίζουν την ευκαιρία να ζήσουν υγιείς και παραγωγικές ζωές.» (δική μου έμφαση)
Η εργασιακή απασχόληση έχει γίνει σχεδόν αδιαχώριστη από άλλες αξίες, όπως την ευθύνη και την ανθρώπινη ευημερία. Στην κουλτούρα μας, η προώθηση της εργασιακής απασχόλησης έχει γίνει συνώνυμη με την υποστήριξη των οικογενειών, των κοινοτήτων και των χωρών. Σε μια εποχή που είμαστε τόσο απόλυτα εξαρτημένοι από την εργασιακή απασχόληση και την οικονομία για την επιβίωσή μας, το να είσαι ενάντια στην δουλειά είναι σαν να είσαι ενάντια στη ζωή. Ποιος λοιπόν, εκτός από τον πιο τεμπέλη και ουτοπικό χίπυ, θα ήταν ενάντια στην εργασία;
Αλλά ας μην ξεχνάμε πως οι άνθρωποι δεν ήταν πάντα τόσο εξαρτημένοι για την επιβίωση από «θέσεις εργασίας» όπως τις αντιλαμβανόμαστε σήμερα ή από την οικονομία. Στην πραγματικότητα ήμασταν κυνηγοί και συλλέκτες για το μεγαλύτερο διάστημα της ύπαρξής μας. Τα χρήματα, η οικονομία, ακόμη και η καλλιέργεια της γης είναι σχετικά πρόσφατες επινοήσεις. Τα βγάλαμε από το μυαλό μας. Και, μέχρι πολύ πρόσφατα στην ιστορία, οι θέσεις εργασίας ήταν απλώς μέρος μιας μικτής στρατηγικής για επιβίωση που χρησιμοποιούσαν οι μεγάλες οικογένειες για να αντεπεξέλθουν στις καθημερινές ανάγκες τους. Το κυνήγι, η συλλογή, η κηπουρική, η χειροτεχνία, οι δωρεές, η συνεργασία, το εμπόριο και η αυτοαπασχόληση, είναι όλα απολύτως βιώσιμοι τρόποι για να καλύψουμε τις ανάγκες επιβίωσής μας. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας αναγνώριζαν ότι τα χρήματα δεν ήταν πάντα ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να ικανοποιηθεί μια ανάγκη τους. Ζώντας αποκλειστικά από έναν μισθό ήταν ένα μοντέλο ζωής για τους πλούσιους της πόλης.
Σε ορισμένες ιστορικές περιόδους, ήταν δυνατόν για κάποιους ανθρώπους να χρησιμοποιούν το νόμισμα για να διατηρούν μια ευημερία δυσανάλογη σε σχέση με την πραγματική αξία της εργασίας τους. Μπορεί να πλησιάζει το τέλος της εν λόγω περιόδου. Δυστυχώς, οι εναλλακτικές λύσεις στην εργασιακή απασχόληση σπανίζουν.
Δεν είναι κάτι που διδάσκεται στο μάθημα της ιστορίας, αλλά η εξάρτησή μας από τις θέσεις εργασίας προέρχεται τελικά από την καταστροφή και την μονοπώληση του περιβάλλοντός μας. Οι άνθρωποι κάποτε στηρίχθηκαν αποκλειστικά στους ελεύθερους φυσικούς πόρους. Η τάση προς μια γενικευμένη εργασιακή απασχόληση ακολούθησε την καταστροφή των πόρων αυτών. Όταν τα πράγματα που χρειαζόμαστε δεν διατίθενται ελεύθερα στη φύση, είμαστε αναγκασμένοι να εργαζόμαστε σε όλο και πιο περίπλοκες και αμφίβολες μεθόδους εξόρυξης φυσικών πόρων. Η ιστορία της σχέσης του πολιτισμού μας με τους Ινδιάνους της Αμερικής και άλλων αυτόχθονων πολιτισμών, παρουσιάζει το συνηθισμένο αυτό μοτίβο.
«Οι νέοι μου άνδρες δεν πρέπει ποτέ να εργαστούν. Οι άνδρες που εργάζονται δεν μπορούν να ονειρεύονται – και η σοφία έρχεται σε μας μέσω των ονείρων. Μου ζητάτε να οργώσω το έδαφος. Να πάρω ένα μαχαίρι και να σκίσω το στήθος της μητέρας μου; Όταν πεθάνω, εκείνη δεν θα με πάρει στο στήθος της για να ξεκουραστώ. Μου ζητάτε να σκάψω για πέτρα. Να σκάψω κάτω από το δέρμα της για τα οστά της; Όταν θα πεθάνω, δεν θα μπορώ να μπω στο σώμα της για να ξαναγεννηθώ. Θα μου ζητήσετε να κόψω τα χόρτα, να φτιάξω σανό και να το πουλήσω και να είμαι πλούσιος όπως οι λευκοί άνδρες. Αλλά πώς να  τολμήσω να κόψω τα μαλλιά της μητέρας μου; » - Smohala, Wanapum πνευματικός ηγέτης, 1851
Ξανά και ξανά, η αντίσταση των ιθαγενών στην εργασία, όπως την ξέρουμε, σταμάτησε μόνο όταν η πρόσβαση στους παραδοσιακούς τους πόρους για επιβίωση διακόπηκε.
«Ο λαός μου δεν καλλιεργούσε και δεν είχε καμία χρήση για τις καλλιέργειες μέχρι που ο σολομός άρχισε να εξαφανίζεται από τα ρέματα και τα ποτάμια. Οι ρυπαντικές δραστηριότητες των λευκών και τα εμπορικά έργα αλιείας ήταν η αιτία για αυτό. Κάθε χρόνο, οι Κόλβιλ έβρισκαν όλο και λιγότερο σολομό που δεν ήταν αρκετός για να ζήσουν, και έτσι άρχισαν να καλλιεργούν για να επιζήσουν. Τελικά, φράγματα κατασκευάστηκαν στην Κολομβία και ο σολομός σταμάτησε εντελώς να έρχεται πάνω από το Grand Coulee. Ο σολομός είχε φύγει και τα υψηλής απόδοσης τουφέκια κάνουν περίπου το ίδιο για τα θηράματά μας. Μέχρι να δούμε την ανάγκη να καλλιεργήσουμε, οι νεότερες γενιές συνειδητοποίησαν πως οι πρόγονοί τους είχαν αφήσει τους λευκούς να έχουν την πλουσιότερη και πιο εύφορη γη. Και ήταν πολύ αργά για να την πάρουν πίσω.»— Mourning Dove, Colville author, 1888-1936
Οι ιθαγενείς δεν ήταν οι μόνοι άνθρωποι που αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν την καταστροφή των πόρων και την μονοπώληση. Εταιρείες και κυβερνήσεις περιθωριοποιούν ενεργά την πρόσβασή μας σε καθαρό νερό, υγιεινή διατροφή, ασφαλές καταφύγιο, καθώς και κοινωνική υποστήριξη. Όλα αυτά τα πράγματα, ενώ παρέχονταν ελεύθερα από το περιβάλλον μας, είναι πλέον ολοένα και πιο ακριβά.
Δεν είναι μόνο το φυσικό μας περιβάλλον που καταστρέφεται. Το κοινωνικό και ψυχολογικό μας περιβάλλον δέχεται επίσης επίθεση. Οικονομικές πιέσεις, διαφημίσεις και προπαγάνδα έχουν υπονομεύσει την αυτάρκεια των οικογενειών και των κοινοτήτων. Ίσως η τελική νίκη του καταναλωτισμού είναι ότι πολλοί άνθρωποι έχουν χάσει την ικανότητά τους να βρίσκουν νόημα έξω από τη δουλειά. Πολλοί άνθρωποι θα σας πουν ότι απλά δεν ξέρουν πώς να περνούν το χρόνο τους χωρίς δουλειά. Μπορούν πραγματικά να μη βλέπουν μεγαλύτερη αξία στη ζωή τους; Χωρίς σεβασμό για τον εαυτό μας και την υποστήριξη των άλλων δεν υπάρχει περίπτωση να βγούμε από αυτό το καταχρηστικό σύστημα.
Η επιρροή της ισχυρής μειονότητας του κόσμου δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Αλλά εκείνοι από μας σε προνομιακές χώρες πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτή η οικονομική «κρίση» οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον κόσμο και ίσως στην ίδια τη μητέρα φύση, η οποία επιτέλους μας αναγκάζει να αποκαλύψουμε τα χαρτιά μας. Το γεγονός ότι η οικονομική μας ευημερία μπορεί να παραπέσει τόσο γρήγορα είναι η απόδειξη ότι ο πλούτος μας δεν βασίζεται στην πραγματική αξία της εργασίας μας, αλλά στην επιτυχία μας σε ένα παραπλανητικό παιχνίδι εκμετάλλευσης.
Ο τρόπος ζωής μας έχει επίσης εξαρτηθεί από τους περιορισμένους ορυκτούς ενεργειακούς πόρους, χωρίς να αναφέρουμε τα απειλούμενα εδάφη, νερά και δάση. Και ο κόσμος συνωστίζεται όλο και περισσότερο. Ίσως είναι καιρός να καταλάβουμε το πώς είναι πραγματικά να ζούμε μέσα στα όρια αυτών που διαθέτουμε.
Αλλά ας είμαστε σαφείς. Δεν χρειαζόμαστε περισσότερες θέσεις εργασίας. Χρειαζόμαστε πρόσβαση στα βασικά της επιβίωσης. Δεν χρειαζόμαστε περισσότερα χρήματα. Χρειαζόμαστε να θεραπεύσουμε το περιβάλλον μας. Δεν χρειαζόμαστε εργοδότες να μας κρατήσουν απασχολημένους. Χρειαζόμαστε χρόνο να μετατρέψουμε τις κοινότητές μας σε υγιή οικοσυστήματα για ανθρώπους και πάλι.
Όσο λιγότερο συμμετέχουμε σε αυτή την καταχρηστική οικονομία, τόσο το καλύτερο. 10% ανεργία είναι αξιοθρήνητη. Χρειαζόμαστε 90% ανεργία! Αν πραγματικά δυσανασχετούμε με αυτό το σύστημα, ας κερδίσουμε λιγότερα χρήματα, ας αγοράσουμε λιγότερα και ας μας ανήκουν λιγότερα. Ας επενδύσουμε το χρόνο, την ενέργεια και τους πόρους μας σε πράγματα που δεν μπορούν να φορολογηθούν ή να παρασιτιθούν από τις εταιρίες. Ας ασχοληθούμε όχι με χρήματα, αλλά με ενέργεια, θρεπτικές ουσίες, υλικά, τοπικά νομίσματα και σχέσεις. Ας μην επεκταθούμε, ας σταθεροποιηθούμε. Ας απολαύσουμε την τέχνη, τον πολιτισμό και την αναψυχή. Ίσως μπορούμε να ανατρέψουμε την πυραμίδα συρρικνώνοντας τον πάτο της.
Η δουλειά μας είναι η ακόλουθη: Χρειάζεται να αποταμιεύουμε το νερό όποτε βρέχει και να το κάνουμε διαθέσιμο. Χρειάζεται να κάνουμε τα βρώσιμα φυτά να μεγαλώνουν έτσι, ώστε να είναι τόσα πολλά που δεν θα μπορούμε ούτε να τα χαρίσουμε. Χρειάζεται να θυμηθούμε πως να χτίζουμε σπίτια με φυσικούς τρόπους και κυρίως χωρίς να χρεωνόμαστε με δάνεια για αυτά. Χρειάζεται να ξεκινήσουμε να δημιουργούμε ευκαιρίες εκεί που ζούμε, ώστε να χρειαζόμαστε λιγότερες μετακινήσεις. Χρειάζεται να πάρουμε τον έλεγχο της γης και των πόρων από τις ισχυρές μειονότητες. Χρειαζόμαστε ενοποιητικές και βιώσιμες μεθόδους για τη διαχείριση της γης. Χρειάζεται να δημιουργούμε κτηνοτροφικές φάρμες με έναν τρόπο που θα κάνει τα θηράματα αφθονότερα. Χρειάζεται να καλλιεργούμε με τέτοιο τρόπο που θα κάνει τα δάση να αυξάνονται. Χρειάζεται να χρησιμοποιούμε την ενέργεια με τρόπο που θα δημιουργεί ειρήνη και σταθερότητα. Χρειάζεται να ενισχύσουμε τους κοινωνικούς μας δεσμούς.
Αν εξακολουθείτε να έχετε μια δουλειά, να βάλετε τα πάντα σε τάξη και να την παρατήσετε! Κάντε το όσο πιο σύντομα μπορείτε, γιατί ποτέ στην ιστορία δεν είχαμε μια πιο σημαντική δουλειά να κάνουμε.


πηγη & μεταφραση του αρθρου:

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΟΥ ΣΟΚ: η καταστροφή ως καπιταλιστικό μέσο / Ντοκυμαντερ





















Η καναδέζα συγγραφέας και κοινωνική ακτιβίστρια Ναόμι Κλάϊν, μετά το μπεστ-σέλερ NO LOGO, επέστρεψε με το The Shock Doctrine. Στο βιβλίο εξετάζει πώς οι πολιτικές της ελεύθερης αγοράς (όπως αυτές εκφράζονται μέσα από τις θεωρίες του βραβευμένου με Νόμπελ οικονομίας Milton Friedman), δρομολογήθηκαν σε διάφορα μέρη του πλανήτη ενώ ο πληθυσμός προσπαθούσε να αντεπεξέλθει σε καταστροφές ή πολιτικές ανακατατάξεις. Κατασκευασμένες κρίσεις και πόλεμοι, από τα Φόκλαντ μέχρι το Ιράκ, επινοήθηκαν με σκοπό να δώσουν την ευκαιρία στα καθεστώτα να προχωρήσουν σε δυσμενείς για τον λαό οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Το ντοκιμαντέρ των Mat Whitecross και Michael Winterbottom παρακολουθεί με εικόνες τον συλλογισμό της Κλάϊν και μας κάνει να αναρωτηθούμε για τις κρίσεις που βιώνουμε στις ευρωπαϊκές οικονομίες και όσα προοιωνίζονται. Η ίδια λέει: «Οπλιστείτε με πληροφόρηση. Αυτή είναι η μόνη αντίσταση στο σοκ».

Το "Δόγμα του Σοκ" είναι ένα ντοκιμαντέρ που μας βοηθά να καταλάβουμε το παρόν, καθώς αποτελεί μια από τις πιο ολοκληρωμένες αναλύσεις της συγκαλυμμένης ιστορίας της εποχής μας. Μια συναρπαστική περιγραφή
της νέας παγκόσμιας τάξης, που βρίσκεται σε κατάσταση αμόκ...
Η ανάλυση του καπιταλισμού της καταστροφής επιχειρείται από την Καναδή συγγραφέα Ναόμι Κλάιν με τέλεια διυλισμένη οργή, που διοχετεύεται μέσα από αδιάσειστα δεδομένα. Σε αυτή την πρωτοποριακή εξιστόρηση των πεπραγμένων της πλέον κυρίαρχης ιδεολογίας της εποχής μας, της οικονομικής επανάστασης των «ελεύθερων αγορών» του Αμερικανού οικονομολόγου Μίλτον Φρίντμαν, η Ναόμι Κλάιν αμφισβητεί το διαδεδομένο μύθο ότι η παγκόσμια νίκη του νεοφιλελεύθερου κινήματος υπήρξε ειρηνική.
Καταδεικνύει ότι, από τη Χιλή του 1973 μέχρι το σημερινό Ιράκ, ο Φρίντμαν και οι υποστηρικτές του εκμεταλλεύτηκαν επανειλημμένα τη βία και μια σειρά από τρομακτικά σοκ για να επιβάλουν τις ακραίες πολιτικές τους. Αποκαλύπτει την εντυπωσιακή ομοιότητα ανάμεσα στις ανακριτικές τεχνικές της CIA και στις
εκβιαστικές τεχνικές της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ, στην προσπάθειά τους να επιβάλουν τον καπιταλισμό της καταστροφής σε ολόκληρο τον κόσμο.

Δειτε εδω την ταινια:



Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

Διαβάστε Σήμερα το Μνημόνιο! Μάθετε τί ετοιμάζουν για τις Ζωές μας και τί ψήφισαν! (με κατανοητά σχόλια και ακριβείς διευκρυνήσεις) από την Πολιτική Επιστήμων Νέλλη Ψαρρού



















Το Κενό Δίκτυο παρουσιάζει εδώ ένα πλήρη και ολοκληρωμένο
σχολιασμό του νόμου που υπογράφθηκε στην Βουλή των Ελλήνων
στις 12 Φεβρουαρίου 2012 από την Πολιτική Επιστήμων Νέλλη Ψαρρού. 
Το κείμενο αναλύεται με τρόπο που γίνεται κατανοητό για όλους!

Δεν μπορούμε να είμαστε σαν τους πολιτικούς που δεν χρειάζεται 
να διαβάσουν και να μελετήσουν τί ψηφίζουν αφού είναι απλά μαριονέτες
στα χέρια των οικονομικών συμφερόντων... 

Πρέπει να διαβάσουμε το Μνημόνιο, πρέπει να καταλάβουμε 
ακριβώς τί είναι αυτό που μας ετοιμάζουν,
τί είναι αυτό που σχεδιάζουν οι Οικονομικές και Πολιτικές Ελιτ 
για την κοινωνία μας...

Έτσι, όταν ο πλούτος στην πόλη θα καίγεται, όταν τα οδοφράγματα θα στήνονται στις γειτονιές, όταν οι συνελεύσεις μας στις πλατείες θα κρατάνε για μέρες και οι απεργίες για μήνες...ΘΑ ΞΕΡΟΥΜΕ
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΠΟΛΕΜΑΜΕ... 
ΚΑΙ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΣΤΕ
ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ!

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:

Efarmostikos_nomos_sxolia1.doc



περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την Νέλλη Ψαρρού μπορείτε να βρείτε στην προσωπική της ιστοσελίδα:
 

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

"Η πρώτη μεγάλη νίκη των αναρχικών και ο παραμορφωτικός φακός των ΜΜΕ"


ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ: Δουλεία, Απληστία, Θάνατος, Απανθρωπισμός
   





"Αν δεν είσαι προσεχτικός τα Μ.Μ.Ε θα σε κάνουν να μισείς τους καταπιεσμένους και να αγαπάς τους καταπιεστές σου!" /  Μαλκομ Χ                                                                                                















































































Η χθεσινή μέρα ήταν μια ήττα της αστικής δημοκρατίας από πολλές πλευρές. Δεν θα σταθώ στο γεγονός πως μία κυβέρνηση έχει διορίσει έναν τραπεζίτη πρωθυπουργό χωρίς να τον έχει εκλέξει ο λαός. Ούτε πως το κόμμα που έχει διορίσει αυτόν τον πρωθυπουργό έχει χάσει ήδη την κοινοβουλευτική πλειοψηφία (αρχή της δεδηλωμένης) και παρόλα αυτά κυβερνά.
Όμως δεν μπορώ να κλείσω τα μάτια στο γεγονός πως από την αρχή της πάνδημης διαμαρτυρίας τον περασμένο Μάιο, χθες, οι πολίτες επέλεξαν ως προστάτες τους όχι αυτούς που πληρώνουν για να το κάνουν και είναι θεσμικά κατοχυρωμένος ο ρόλος τους, αλλά τους αναρχικούς. Ούτε να μην ανοιγοκλείνω έκπληκτος τα μάτια όταν βλέπω και διαβάζω πως αυτό που έμεινε από τη χθεσινή μεγαλειώδη συγκέντρωση του πλήθους είναι οι στάχτες κτηρίων και τραπεζών.
Ας γίνω πιο συγκεκριμένος. Χθες το μεσημέρι, σε αντίθεση με όλες τις δεκάδες συγκεντρώσεις που έγιναν τους τελευταίους 10 μήνες, ο κόσμος δεν μαζεύτηκε στο Σύνταγμα δυο ώρες μετά το κάλεσμα. Ενώ άλλες φορές το κάλεσμα ήταν στις 5 κι οι περισσότεροι έρχονταν από τις 6μισι και μετά, είχε συμβεί το μοναδικό να είναι γεμάτο κόσμο ήδη από τις 5 παρά. Στις 5μισι δεν έπεφτε καρφίτσα ούτε στο Σύνταγμα, ούτε στους γύρω δρόμους ενώ ήδη υπήρχαν και κάποιες χιλιάδες κόσμου του ΠΑΜΕ στην Ομόνοια και στην Ακρόπολη και συνεχώς κατέφθανε κόσμος τόσο από την Ομόνοια, όσο και από τους σταθμούς του Μετρό Μοναστηράκι και Ακρόπολη (ένα ακόμα πεντακάθαρο σημάδι πως η κυβέρνηση φοβόταν την λαϊκή αντίδραση και ήθελε απεγνωσμένα να δυσκολέψει την πρόσβαση του κόσμου ήταν πως ενώ είχε ήδη κλείσει τους σταθμούς Μετρό Σύνταγμα, Πανεπιστήμιο και Ευαγγελισμός, μετά από εντολές έκλεισε αδικαιολόγητα και το Μετρό Ακρόπολη ώστε η πρόσβαση να γίνει ακόμα δυσκολότερη!).
Μέχρι τις 5μισι λοιπόν τα πράγματα ήταν όμορφα, ειρηνικά και θα μπορούσε να πει κάποιος πως η δημοκρατία γιόρταζε σε όλο της το μεγαλείο. Όμως, εντελώς απρόκλητα και απροκάλυπτα, οι δυνάμεις καταστολής άρχισαν να ρίχνουν χημικά στο πλήθος, αδιακρίτως, για να προκαλέσουν την διάλυσή του προτού ακόμα φτάσει η συγκέντρωση στο ζενίθ της. Δεν είναι τυχαίο πως τα παπαγαλάκια του Σκάι ανέφεραν πως ο κόσμος φεύγει από το Σύνταγμα κι η ώρα δεν ήταν ούτε 6 ακόμα. Η προσπάθεια τρομοκράτησης τόσο από τα ηλεκτρονικά μέσα όσο και από τις εφημερίδες είχε ξεκινήσει δυο μέρες πριν και αρκούσε να παρακολουθήσει κάποιος τηλεόραση ή να δει τα πρωτοσέλιδα στα περίπτερα. Οι Γλέζος και Θεοδωράκης ήταν μόνο τα επώνυμα παραδείγματα αυτών που δέχθηκαν τα χημικά, αλλά οι χιλιάδες του κόσμου ξέρουν να μιλήσουν για το αίσθημα ασφυξίας καλύτερα από όλους.
Και τότε, συνέβη το αναπάντεχο. Μια ομάδα μαυροντυμένων από την Πανεπιστημίου ξεκίνησε να φωνάζει συνθήματα και να κατευθύνεται προς τα εκεί όπου τα ΜΑΤ έδιωχναν με το έτσι θέλω τον κόσμο. Ο κόσμος παραμέρισε, άρχισε να τους χειροκροτεί και να τους φωνάζει «μπράβο», «γαμήστε τους», «επάνω τους» και άλλα τέτοια ενώ με τη σειρά τους οι αναρχικοί τους έλεγαν «ελάτε μαζί μας». Πραγματικά, όταν όλος ο κόσμος σε χειροκροτεί, και σου συμπαραστέκεται δεν μπορείς παρά να ακολουθήσεις με μεγαλύτερη ορμή αυτό που ήθελες εξαρχής να κάνεις. Το ίδιο συνέβηκε κι όταν μετά από νέα χημική επίθεση των ΜΑΤ ο κόσμος κατέβαινε έντρομος την Πανεπιστημίου και άνθρωποι έπεφταν κάτω (μάρτυρες και ο κόσμος και τα ασθενοφόρα ή τα μηχανάκια του ΕΚΑΒ που μάζευαν όσους δεν άντεξαν την επίθεση). Και το απόγειο αυτής της κατάστασης συνέβηκε όταν άρχισε η πυρπόληση των Starbucks στην Κοραή. Ένα χειροκρότημα και ζητωκραυγές από την Κλαυθμώνος, την Σταδίου και την Πανεπιστημίου γέμισε τον χώρο. Στις καταστροφές στις τράπεζες ο κόσμος, που δεν συμμετείχε ενεργά στις μάχες, χτυπούσε ρυθμικά τα κάγκελα της Σταδίου κάνοντας θόρυβο και αρκετοί 40άρηδες και 50άρηδες οικογενειάρχες μάζευαν μάρμαρα και τα έδιναν στους αναρχικούς που είχαν αναλάβει την κατά μέτωπο επίθεση.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Από τη στιγμή που άρχισε η επίθεση των δυνάμεων καταστολής στις 5μισι ώρα, μέχρι και αργότερα το σύνθημα που μονοπωλούσε τα χείλη των χιλιάδων διαδηλωτών ήταν το γνωστό «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» και όχι συνθήματα για το μνημόνιο ή την οικονομική πολιτική. Η οργή του κόσμου για την αντιμετώπιση που είχε από όσους, υποτίθεται, τον προστατεύουν είχε ξεχειλίσει. Στο Μοναστηράκι χτυπούσαν τις καμπάνες, όλοι οι δρόμοι που ορίζονται από την Ακρόπολη, την Αθηνάς, την Ομόνοια, την Ακαδημίας και το Σύνταγμα ήταν γεμάτοι κόσμο που αρνούνταν να φύγει. Από όπου και να προσπαθούσες να ανέβεις από το Μοναστηράκι προς το Σύνταγμα, έβρισκες μπροστά σου ομάδες ΜΑΤ να σε εμποδίζουν και με την πρώτη κίνηση να ψεκάζουν αδιακρίτως και να ρίχνουν δακρυγόνα και κρότου λάμψης. Κατά τακτά χρονικά διαστήματα, οι αστυνομικοί έκαναν επιθέσεις προς τους πολίτες και τότε άρχιζε ξανά ο πετροπόλεμος.
Μέχρι τις 11μισι το βράδυ πολλές χιλιάδες κόσμου ήταν ακόμα στον δρόμο. Στην Αμαλίας τουλάχιστον 10 χιλιάδες κόσμου αποχώρησαν με πορεία προς τη Συγγρού όταν αναγκάστηκε πάλι με εκτεταμένη ρίψη χημικών να αποχωρήσει για να αντέξει. Στην πλατεία υπήρχε ακόμα κόσμος. Στο Μοναστηράκι οι Δίας-Δέλτα έσπαζαν τζαμαρίες και χτυπούσαν κόσμο. Υπάρχουν βίντεο που το βεβαιώνουν και δείχνουν πώς προσπάθησαν (για άλλη μια φορά) να χτυπήσουν με τις μηχανές τους τον κόσμο.
Η απίστευτη εκτροπή όμως της δημοκρατίας, δεν είναι πως ο λαός πλέον στρέφεται στους αναρχικούς για να τον προστατεύσουν. Είναι γεγονός πως η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου δεν θέλει και δεν συμμετέχει σε πράξεις βίας, αλλά το ότι αποδέχονται αυτή τη βία εφόσον τους προστατεύει δείχνει την πρώτη μεγάλη νίκη των αναρχικών και της στάσης τους. Βασικό τους επιχείρημα ήταν πως με ειρηνικά μέσα δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι και πως πρέπει να επιδιώξουμε μετωπική σύγκρουση. Και το σύνθημα «να καεί το μπουρδέλο η βουλή» δεν ανήκει στους αναρχικούς. Μετά από δεκάδες ειρηνικές διαδηλώσεις, μετά από τη στάση μη βίας και παρόλο που ήξερε ο κόσμος ότι θα δεχθεί χημικά και ξύλο, συνεχίζει να βγαίνει στους δρόμους, αλλά δεν νιώθει ότι μπορεί να κερδίσει στα πλαίσια της δημοκρατίας. Η γνώμη του είναι αδιάφορη στις μεθοδεύσεις των οικονομικών και πολιτικών ελίτ της χώρας η οποία τον γράφει στα παλιά της τα παπούτσια. Κανένας πολιτικός δεν τιμωρείται, κανένα περιστατικό αστυνομικής βίας δεν τιμωρείται και ακόμη και ο συνεργός του δολοφόνου του Γρηγορόπουλου είναι εκτός φυλακής ήδη. Η μήνυση που κατέθεσαν πάνω από 100 πολίτες για το χημικό τριήμερο του Ιουνίου δεν έχει βρει ακόμα το δρόμο προς την αίθουσα του δικαστηρίου και κανείς δεν δίνει ποτέ λογαριασμό για τους τραυματισμούς αθώων και ειρηνικά διαμαρτυρόμενων πολιτών. Ο κόσμος πλέον δεν έχει πίστη στους δημοκρατικούς θεσμούς γιατί αισθάνεται ότι τον εμπαίζουν. Ζητά εκλογές και κάνουν συγκυβέρνηση, ζητά να μην ψηφιστεί το Μνημόνιο και το ψηφίζουν με αυξημένη πλειοψηφία ενός σώματος της Βουλής που δεν υπάρχει περίπτωση να επανεκλεγεί και δεν εκφράζει κανέναν (εκτός ίσως από τους βουλευτές του ΛΑΟΣ και της Αριστεράς).
Κι εδώ ερχόμαστε στην ευθύνη και τον βρώμικο ρόλο που παίζουν τα ΜΜΕ από την αρχή αυτής της ιστορίας των Μνημονίων εδώ και δυομισι χρόνια. (κάτι που σύμφωνα με τους αναρχικούς, που κι εδώ επιβεβαιώνονται, συμβαίνει συνεχώς). Όλη την νύχτα χθες εστίαζαν στους βανδαλισμούς και στις φωτιές. Αποπροσανατόλιζαν τον κόσμο από το κύριο θέμα που είναι η ψήφιση ενός αντισυνταγματικού εκτρώματος (δεν το λέω εγώ, 5 καθηγητές πανεπιστημίου το λένε). Έχουν αναλάβει τον ρόλο της τρομοκράτησης για την «τελευταία» ευκαιρία διάσωσης για άλλη μια φορά. Συγχέουν επίτηδες την στάση πληρωμών, που μπορεί να κάνει η Ελλάδα, με τη χρεοκοπία. Συνδέουν τη στάση πληρωμών με την έξοδο από την Ευρωζώνη, πράγματα που ακόμα κι ο Βαρουφάκης (κι όχι κάποιος αριστερός οικονομολόγος) καταγγέλλει ως ανεδαφικά και ψευδή. Και στην χθεσινή μεγαλειώδη διαμαρτυρία έστησαν τις κάμερες όχι ανάμεσα στον κόσμο που κατά χιλιάδες είχε απλωθεί στην πόλη, αλλά απέναντι στα καμένα κτήρια.
Έγινε τόση συζήτηση για τα κτήρια του Τσίλερ που κάθε κυράτσα φωνάζει για τον Τσίλερ λες και τον ήξερε κι από χθες. Τα ίδια κανάλια που κατηγορούν τους πολίτες ως λαμόγια και ως μέλη της κοινωνίας του μαζί τα φάγαμε, και ξέρουν πολύ καλά πως από τον πρώτο ως τον τελευταίο δεν δίνουν δεκάρα για την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία της πόλης τους (μάρτυρας η εκτρωματική δόμηση της Αθήνας, τα αυθαίρετα και το κλείσιμο των ημιυπαιθρίων), καλούν τον κόσμο να πει όχι στους βανδαλισμούς ιστορικών κτηρίων. Τα ίδια κανάλια με τους αμόρφωτους δημοσιογράφους της πλάκας ή με τους ημιμαθείς κατευθυνόμενους δημοσιογραφίσκους ανακαλύπτουν την εγκατάλειψη ιστορικών κτηρίων μόνο όταν αυτά κατοικούνται από μετανάστες και «αποτελούν εστία μόλυνσης», ενώ όλον τον υπόλοιπο καιρό κάνουν μόκο για να κάνουν τις δουλειές τους τα λαμόγια του real estate. Στην Αθήνα και σε όλη την Ελλάδα, χιλιάδες κτήρια που ανήκουν στο Δημόσιο, σε Τράπεζες και στην Εκκλησία ρημάζουν και πολλά από αυτά είναι ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής αξίας. Είναι δεκάδες οι φορές που οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες τους τα καταστρέφουν σιγά σιγά ώστε να μην καταστούν διατηρητέα και να μπορέσουν να χτίσουν πολυκατοικία. Τα απαξιώνουν με υπόγειους τρόπους και μόλις φτάσουν στο σημείο να είναι μισογκρεμισμένα (σιγά σιγά και νύχτα), τα χαρακτηρίζουν επικίνδυνα και κατεδαφιστέα και μετά σηκώνουν πολυκατοικίες.
Ολόκληρες πόλεις όπως η Πάτρα και άλλες, γκρέμισαν εν μία νυκτί επί χούντας και Καραμανλή, διάφορα νεοκλασικά κι έχτισαν πολυόροφα εκτρώματα. Δημόσια κτήρια κατασκευάζονται με ελλιπείς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και άλλα βουλιάζουν με την πρώτη βροχή στο βούρκο που χτίστηκαν (όπως πρόσφατα το Νοσοκομείο Πύργου) γιατί κάποιος κονόμησε χοντρά από την πώληση του οικοπέδου ή γιατί δεν έγιναν οι κατάλληλες ενέργειες στήριξης. Δρόμοι καινούργιοι γίνονται θρύψαλα και δεν κουνιέται φύλλο. Ολυμπιακά έργα που στοίχισαν μια περιουσία συνεχίζουν να απαξιώνονται για να πωληθούν για ένα κομμάτι ψωμί στους δικούς τους. Μια κοινωνία που αδιαφορεί ολοκληρωτικά για το δομημένο χώρο σήμερα ανακάλυψε ότι οι αναρχικοί καταστρέφουν «ιστορικά κτήρια». Και όλο αυτό βύθισε στην αφάνεια το γεγονός ότι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βροντοφώναξαν το ΟΧΙ στην εξαθλίωση που επιφυλάσσουν οι καλοαναθρεμμένοι κυβερνήτες του.
Αγαπητοί μου, ακόμα και οι μισοί αναρχικοί να είναι προβοκάτορες το θέμα δεν είναι αυτό. Οι μεγαλύτεροι προβοκάτορες είναι τα ΜΜΕ και ο παραμορφωτικός φακός τους. Αν ήθελαν να εστιάσουν στην ουσία θα το έκαναν, θα ανέβαζαν πλάνα αμέσως από τις επιθέσεις των δυνάμεων καταστολής. Ο Σκάι θα είχε σηκώσει το ελικοπτεράκι του και θα έδειχνε τις ορδές των ανθρώπων που αγωνίζονταν για να μην φτωχοποιηθούν για να ικανοποιηθούν τα θέλω των μεγαλοεπιχειρηματιών οι οποίοι θα είναι και οι μόνοι κερδισμένοι από την βύθιση των μισθών.
Η διαστρέβλωση της πραγματικότητας, ο φωτισμός μόνο στα καμένα κτήρια, τα παραπολιτικά σχόλια της πλάκας και η διαπόμπευση της κοινής λογικής στα τηλεπαράθυρα είναι ο κανόνας. Υπάρχει αυτή τη στιγμή κατάληψη των ΜΜΕ από αδίστακτους επιχειρηματίες και πολιτικούς, ή αντίστροφα, οι οποίοι κάνουν τη δουλίτσα τους. Η επίθεση στους μισθούς των φτωχών αποτελεί γι’ αυτούς την ευκαιρία για τρελά κέρδη. Και θα παίξουν όλα τους τα χαρτιά για να μην τα χάσουν. Και οι ευαίσθητοι πολίτες για τα ιστορικά κτήρια, θα κάθονται στον καναπέ τους και στον υπολογιστή τους και θα βρίζουν τους αναρχικούς και όσους ακόμα έχουν ψυχή και αντιστέκονται.
Η διαφορά είναι πως όποιος βλέπει τα γεγονότα από την τηλεόραση, πλέον δεν ξέρει τα γεγονότα. Ζει σε μια εικονική πραγματικότητα. Όποιος δεν κυνηγήθηκε από μπάτσο και δεν τον έσωσε ένας αναρχικός που του έριξε μια πέτρα, δεν ξέρει τι είναι ο μπάτσος. Όποιος δεν έπεσε κάτω ημιλιπόθυμος από τα χημικά και δεν του έδωσε μαλόξ ο μαυροφορεμένος επαναστάτης (ακόμα και πλανεμένος ή και ανόητος αν θέλετε) δεν ξέρει τι σημαίνει αλληλεγγύη. Οι αναρχικοί στήνουν δίκτυα αλληλεγγύης και υποστήριξης και ετοιμάζονται για τις ημέρες της πτώχευσης που θα γίνει όταν οι έχοντες αποφασίσουν ότι τους συμφέρει. Φτιάχνουν κολεκτίβες αυτοοργάνωσης και δίκτυα υποστήριξης. Εσείς, απλά θα κοιτάζετε την οθόνη και θα κουνάτε το δάχτυλο και μόλις πεινάσετε θα πιστεύετε την Όλγα που τρέμει όταν θα λέει ότι φταίνε οι αναρχικοί, οι αριστεροί, ο σύριζα, οι «αγανακτισμένοι», ο γάιδαρος που πετάει κι όχι όλοι αυτοί που σας κλέβουν εδώ και τέσσερις δεκαετίες τις ζωές.
Αγαπητοί μου, βγείτε στον δρόμο να δείτε την πραγματικότητα, κλείστε τις τηλεοράσεις και σκίστε τις κωλοφυλλάδες. Αναζητήστε εναλλακτική ενημέρωση σε ανεξάρτητα έντυπα και ιντερνετικά μέσα και σκεφτείτε λίγο πέρα από τα τόσο «προφανή». Τότε ίσως καταφέρετε να πιέσετε τους κυβερνώντες να φτιάξουν ένα υπουργείο προστασίας του πολίτη κι όχι το κακέκτυπο μιας παραπαίουσας δημοκρατίας και να είναι πραγματικοί εκπρόσωποί σας.
Τότε ίσως και να έχετε δίκιο να τα βάλετε με τους αναρχικούς, αλλά τώρα όχι


ΥΓ1: Δεν είμαι ούτε αναρχικός, ούτε «αναρχικός», δεν έχω πετάξει ποτέ πέτρα, ούτε θα έβαζα φωτιά. Όμως οι άνθρωποι που τα βάζουν στα ίσια με τους εχθρούς μου -αυτούς που προστατεύουν όσους θέλουν να δουλεύω σαν σκλάβος και να πληρώνομαι σαν σκλάβος και παραπληροφορούν τους ανθρώπους που αγαπώ μετατρέποντάς τους σε τηλεοπτικά κουτορνίθια- και δεν είναι ρατσιστές, σε αυτόν τον αγώνα, έστω και προσωρινά, είναι πιο κοντινοί μου από κάθε βολεμένο κι από κάθε ελληναρά. Και ναι, λυπάμαι κι εγώ για τα κτήρια που χάθηκαν, έτρεχα στα συνέδρια αρχιτεκτονικής πολύ πριν ανακαλύψει το όνομα του Τσίλερ η Τρέμη, αλλά δεν θυσιάζω τη ζωή κανενός ανθρώπου και την αξιοπρέπεια του ούτε για την Ακρόπολη. Τα κτήρια με λεφτά σε έξι μήνες το πολύ ξαναφτιάχνονται. Οι ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων θα χρειαστούν χρόνια και χρόνια.

ΥΓ2: Το ΠΑΜΕ, και το ΚΚΕ επακολούθως, έχασε χθες μια μεγάλη ευκαιρία να αποδείξει ότι μπορεί να ηγηθεί της μάχης ενάντια στην καπιταλιστική εξουσία της πλουτοκρατίας που συνεχώς καταγγέλλει. Ενώ δήλωσε ότι θα φτάσει στη Βουλή με κάθε τρόπο, μόλις είδε τα δύσκολα και τα δακρυγόνα έκανε όπισθεν (παρόλο που ο κόσμος είχε πάει στο πλάι της Πανεπιστημίου για να περάσει) και μάλιστα στο παράγγελμα «γυρίζουμε πίσω ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΑ» έκαναν μια πιρουέτα που ο ελληνικός στρατός θα ζήλευε. Τα γιουχαΐσματα από όσους ήταν στην πρώτη γραμμή έδιναν κι έπαιρναν ενώ τους καλούσαν να έρθουν μαζί μπροστά στον αγώνα.

ΥΓ3: Όσοι ξαφνικά θυμήθηκαν ότι χάνονται θέσεις εργασίας από κάποια καμένα καταστήματα, μήπως ξέχασαν ότι κάθε μήνα χάνονται δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας και η ανεργία έχει ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο εδώ και μήνες; Τι έκαναν γι’ αυτό τόσο καιρό; Σε πόσες πορείες κατέβηκαν; Άναψαν κεράκια για τους απολυμένους της Χαλυβουργίας και τους απλήρωτους στην Ελευθεροτυπία και το ALTER ή μόνο στο Αττικόν ξέρουν να ανάβουν γιατί δεν είναι μπανάλ;


το κείμενο είναι από το μπλογκ "Μόλις Ξύπνησα":