Ήταν Κυριακή 1 Μαρτίου 2009. Οι
Ενα φάντασμα πλανιέται, τον τελευταίο καιρό, πάνω από τις μαζικές κινητοποιήσεις στη χώρα μας: το φάντασμα των κουκουλοφόρων. Κάτι η εμπειρία του Δεκέμβρη του 2008 (και του δυναμικού φοιτητικού κινήματος του 2006-07), κάτι η οικονομική κρίση και η επιδιωκόμενη αξιοποίησή της προς όφελος της «επιχειρηματικότητας» εις βάρος της μισθωτής εργασίας, και το φόβητρο των ανεξέλεγκτων ορδών που απειλούν υποτίθεται την ηρεμία των πολιτών επισείεται όλο και περισσότερο από διάφορες πλευρές.
Από κοντά κι οι προσπάθειες για τη σκλήρυνση της υφιστάμενης νομοθεσίας, με τη μετατροπή της «κουκουλοφορίας» σε ιδιώνυμο αδίκημα.
Η αρχική ιδέα ανήκε -σε ποιον άλλο;- στον Γιώργο Καρατζαφέρη. «Εμείς έχουμε συγκεκριμένες θέσεις» ανακοίνωσε στη Βουλή κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού (21/12/08). «Πρώτον, ιδιώνυμον αδίκημα η κουκούλα. Οποιον φοράει κουκούλα κατευθείαν από το αυτί στον εισαγγελέα. Ανεξαρτήτως γιατί τη φοράει».
Για τη διασφάλιση της πάση θυσία πάταξης των ασχημονούντων, η ίδια πρόταση προβλέπει ότι «πρέπει να υπάρχουν ειδικής μορφής δικαστήρια που να δικάζουν τους "κουκουλοφόρους"» -επιστροφή, μ' άλλα λόγια, σε μια μορφή έκτακτων στρατοδικείων.
Ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ ήταν, άλλωστε, σαφέστατος όσον αφορά το σκεπτικό που υπαγόρευσε την εισήγησή του: «Είμαστε εδώ οι "πολιτικοί ταγοί" του τόπου και δεν θα οδηγούμεθα από τα γεγονότα του πεζοδρομίου».
Αυτά, στο Κοινοβούλιο. Γιατί τη νομική επεξεργασία της ίδιας εισήγησης την ανέλαβε ένας άνθρωπος πολύ διαφορετικός απ' τον Καρατζαφέρη: η ομότιμη καθηγήτρια του Παντείου Αλίκη Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου!
Το σχέδιο νόμου που εισηγήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου στον πρόεδρο της Βουλής και στην κυβέρνηση προβλέπει τη θέσπιση ενός νέου άρθρου του Ποινικού Κώδικα (189Α), βάσει του οποίου «όποιος μετέχει ή εμφανίζεται σε δημόσια συνάθροιση με καλυμμένο το πρόσωπο ή διαμορφωμένο κατά τρόπο που να μη διακρίνονται τα χαρακτηριστικά του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο μηνών μέχρι ενός έτους», μη εξαγοράσιμη.
Η εισηγητική έκθεση που συνοδεύει την πρόταση δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία για το σκεπτικό του διαβήματος: «Οι κουκουλοφόροι πληθύνονται και οργανώνονται επικίνδυνα», οπότε «το κράτος οφείλει να εξασφαλίσει επειγόντως την ασφάλεια των πολιτών». Η μη εξαγορά των ποινών επιβάλλεται λόγω της «πιθανολογούμενης» (!) ύπαρξης «κοινής χρηματικής πηγής» πίσω από την «οργάνωση ομάδων κουκουλοφόρων», η οποία (υποτίθεται ότι) «καθιστά λιγότερο επώδυνη ή και ανώδυνη τη χρηματική ποινή για το κάθε μέλος της οργάνωσης»...
Δεν λείπει, τέλος, η επίκληση του εξωτερικού εχθρού: «Επιπροσθέτως εθνικοί λόγοι συντρέχουν για την επείγουσα ανάσχεση του φαινομένου, διότι τα από τους "κουκουλοφόρους" δημιουργούμενα έκτροπα χρησιμοποιούνται από τους εχθρούς της χώρας μας ως επιχειρήματα αποδεικτικά της ύπαρξης τρομοκρατίας στην Ελλάδα ή για απόσπαση της προσοχής των πολιτών από σοβαρότατα εθνικά θέματα».
Ο «εσωτερικός εχθρός»
Η προληπτική πάταξη των «ταραξιών» συνιστά, λοιπόν, την αναγκαία προϋπόθεση για την υποβολή της νέας γενιάς στην απαραίτητη Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγηση -από ΜΜΕ και εθνικά ευαίσθητους διανοούμενους, υποθέτουμε, κι όχι απευθείας από τον λοχία, όπως τον παλιό καλό καιρό.
Ας σοβαρευτούμε. Η όλη φιλολογία περί «κουκουλοφόρων» στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αφαιρετική -και σε μεγάλο βαθμό αυθαίρετη- ιδεολογική κατασκευή, με την οποία διάφοροι παράγοντες της δημόσιας ζωής (από τα ΜΜΕ ώς τους πολιτικούς) επιχειρούν να οικοδομήσουν την εικόνα (και να ποινικοποιήσουν τις πρακτικές) του αναδυόμενου «εσωτερικού εχθρού».
Στα πρώτα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, αυτός ο εχθρός είχε τη μορφή των «αριστεροχουντικών», των «άκρων» που (υποτίθεται ότι) συντόνιζαν τη δράση τους εις βάρος της νεοσύστατης τότε δημοκρατίας.
Τους διαδέχθηκαν ως φόβητρο οι «εξτρεμιστές», οι «αναρχικοί» (η ιδεολογία των οποίων παραλίγο να ποινικοποιηθεί ως ιδιώνυμο αδίκημα με το νομοσχέδιο Μαγκάκη το 1983), οι «πανκ», οι «γνωστοί-άγνωστοι».
Ηδη σε κρίση νομιμοποίησης τα τελευταία χρόνια, καθώς οι δυναμικές μαζικές αντιστάσεις στη νεοφιλελεύθερη πολιτική όλο και διογκώνονταν, αυτός ο τελευταίος όρος ετέθη σε πλήρη αχρηστία με το νεανικό ξέσπασμα του Δεκέμβρη. Πώς μπορούν να θεωρηθούν «γνωστοί-άγνωστοι» τόσες χιλιάδες άνθρωποι, πολλοί απ' τους οποίους κατέβηκαν πρώτη φορά στους δρόμους; Η ανάγκη μιας νέας ορολογίας κατέστη, ως εκ τούτου, επιτακτική.
Η παρουσία ανθρώπων με καλυμμένα πρόσωπα στις διαδηλώσεις είναι, φυσικά, αναντίρρητο γεγονός. Η συλλογική υπαγωγή τους στη νομική κατασκευή των «κουκουλοφόρων» μπάζει, ωστόσο, σε δύο σημεία: Πρώτον, στο αυθαίρετο πακετάρισμα μιας πλειάδας εντελώς διαφορετικών πρακτικών σε μια ενιαία (ποινική) κατηγορία. Και δεύτερον, στην αυθαίρετη σύνδεση της «κουκουλοφορίας» με όλη την γκάμα των βιαιοτήτων που διαπράττονται εν ώρα οδομαχιών.
Η πραγματικότητα, όμως, για όσους την έχουν ζήσει στο πεζοδρόμιο κι όχι μέσω των τηλεοπτικών «ζωντανών συνδέσεων», είναι πολύ διαφορετική.
Οι διαδηλωτές που σκεπάζουν τα πρόσωπά τους το κάνουν για τρεις λόγους (εναλλακτικά ή και σωρευτικά): για ν' αποφύγουν την καταγραφή της ταυτότητάς τους από τις κάμερες των ΜΜΕ και της ΕΛ.ΑΣ., για να προστατευθούν από τα χημικά και, ίσως, για να τραβήξουν την προσοχή, μετατρέποντας την αμφίεση τους σε πολιτικό μήνυμα αντίστασης.
Τίποτα από τα τρία δεν συνιστά αδίκημα. Πρόκειται, αντίθετα, είτε για απολύτως νόμιμα μέτρα αυτοπροστασίας (από τον χημικό πόλεμο της ΕΛ.ΑΣ. και τα αδιάκριτα βλέμματα -ας μην ξεχνάμε ότι στους δυνητικούς θεατές μιας διαδήλωσης περιλαμβάνονται δυσφορούντες γονείς, αντιφρονούντες εργοδότες ή προϊστάμενοι και, φυσικά, οι υπηρεσίες ασφαλείας) είτε για καθ' όλα θεμιτή επιδίωξη προβολής και μετάδοσης του επιθυμητού επικοινωνιακού μηνύματος.
Οσοι παρακολούθησαν από κοντά τις συγκρούσεις του Δεκέμβρη παρατήρησαν άλλωστε ότι στις επιθέσεις κατά των αστυνομικών πρωταγωνιστούσαν συχνά όχι «κουκουλοφόροι» αλλά νέοι με ακάλυπτα πρόσωπα. Εξ ιδίας πείρας, μπορούμε να βεβαιώσουμε πως το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και παλιότερα. Συχνά, μάλιστα, η κάλυψη του προσώπου των «ταραξιών» γινόταν με προτροπή των οπερατέρ και των φωτορεπόρτερ, που δεν ήθελαν η εκ μέρους τους καταγραφή των επεισοδίων να ισοδυναμεί με χαφιεδισμό των πρωταγωνιστών τους.
Εξίσου παραπλανητικό είναι και το «τεχνικό» σκέλος της υπόθεσης. Οπως διαπιστώνουμε από το «νομοσχέδιο» της κυρίας Μαραγκοπούλου, στην κατηγορία της «κουκούλας» μπορούν να τσουβαλιαστούν τα πιο ετερόκλητα μέσα ένδυσης ή αυτοπροστασίας που συναντάμε συνήθως στις διαδηλώσεις: νεανικά φουτεράκια της μόδας με κουκούλα, κασκόλ, χάρτινες υγειονομικές μάσκες, επαγγελματικές μάσκες μπογιατζήδων, γυαλιά οξυγονοκολλητή, κράνη μοτοσικλέτας, αναποδογυρισμένες πλαστικές σακούλες, απλές μπλούζες ή φανέλες τυλιγμένες γύρω απ' το πρόσωπο, κουκούλες του σκι ή της Αποκριάς, καθώς και ποικίλοι συνδυασμοί όλων των παραπάνω.
Τα διεθνή παραδείγματα
Τα νομικά αδιέξοδα που συνεπάγεται αυτή η ποικιλομορφία είναι κάτι παραπάνω από προφανή. Ποιο δικαστήριο θα μπορούσε π.χ. να καταδικάσει κάποιον πιτσιρικά επειδή φορούσε κασκόλ ή επειδή το μπουφάν του διαθέτει κουκούλα; Κι από πού κι ως πού η μάσκα αυτοπροστασίας από τα επικίνδυνα χημικά που η ΕΛΑΣ σκορπάει αφειδώς επί δικαίους και αδίκους, μπορεί να συνιστά ποινικό αδίκημα, όταν τη φοράει ένας πολίτης που ασκεί απλώς το νόμιμο δικαίωμά του να διαδηλώνει χωρίς να καταλήξει υποχρεωτικά στον πνευμονολόγο;
Το μόνο σίγουρο είναι πως ενδεχόμενη ποινικοποίηση της «κουκουλοφορίας» θα λύσει απλώς ακόμη περισσότερο τα χέρια των αστυνομικών, πολλαπλασιάζοντας τις αυθαίρετες συλλήψεις και σέρνοντας στο εδώλιο κάθε «ενδυματολογικά ύποπτο».
Αυτά όσον αφορά το νομικό σκέλος του ζητήματος. Γιατί το επικοινωνιακό μπαράζ των τελευταίων μηνών έχει και την «ιστοριογραφική» πτυχή του.
Οι κοινωνικοί αγώνες του παρελθόντος, ακούμε διαρκώς, διεξάγονταν πάντα με ακάλυπτα πρόσωπα. Κουκουλοφόροι έδρασαν μόνο στα χρόνια της Κατοχής, ως καταδότες των πατριωτών στα γερμανικά μπλόκα.
Ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του ΚΚΕ δεν δίστασε, μάλιστα, ν' ανακαλύψει (ή να επινοήσει) και μια «ρήση» του Τσε Γκεβάρα, σύμφωνα με την οποία «οι πραγματικοί επαναστάτες δεν θα έπρεπε να κυκλοφορούν με κουκούλες, γιατί τον καιρό της επανάστασης ο λαός θα πρέπει να γνωρίζει στα πρόσωπα των επαναστατών την πρωτοπορία του». Οσο κι αν ψάξαμε πάντως στα άπαντα του θρυλικού κομαντάντε (που, διέπρεπε ο ίδιος στις μεταμφιέσεις...), στάθηκε αδύνατο να εντοπίσουμε τέτοιο τσιτάτο.
Για να διαπιστώσουν τη σχέση της κουκούλας με την επανάσταση, οι σημερινοί κομμουνιστές δεν χρειάζεται, άλλωστε, να πάνε τόσες δεκαετίες πίσω. Ούτε να επηρεαστούν από τους (προφανώς «οπορτουνιστές») μεξικανούς Ζαπατίστας που έχουν αναγάγει την κουκούλα σε σύμβολο της πολιτικής τους ταυτότητας και παρέμβασης, τονίζοντας ότι «έκρυψαν τα πρόσωπά τους, για να μπορέσουν να γίνουν ορατοί» απ' όσους αγνοούσαν την ύπαρξη και τα προβλήματά τους.
Αρκεί μια ματιά στην ενημερωτική ιστοσελίδα «Δίκτυο Αντίσταση» (Red Resistencia) του Κ.Κ. Κολομβίας, καθοδηγητή του υπερπεντηκονταετούς πλέον αντάρτικου των FARC. Μια ολόκληρη δέσμη αναλύσεων για το φοιτητικό κίνημα της χώρας τιτλοφορείται εκεί «Η κουκούλα των φοιτητών».
Πρόσφατο μάλιστα άρθρο του Ειδησεογραφικού Πρακτορείου Νέα Κολομβία (11/9/2008) δεν διστάζει να διακηρύξει, ήδη από τον τίτλο του: «Ζήτω οι φοιτητές/φοιτήτριες! Ζήτω η κουκούλα!» (Que vivan los/las estudiantes! Que viva la capucha!)
Η κουκούλα εν Ελλάδι
Ας επιστρέψουμε, όμως, στα καθ' ημάς. Αντίθετα από την τρέχουσα παραφιλολογία περί «ακάλυπτων προσώπων» ως της διαχρονικά δέουσας μορφής αγώνα, στην πραγματικότητα η εμφάνιση των διαδηλωτών που καλύπτουν τα πρόσωπά τους συμβαδίζει χρονικά με τις αντίστοιχες προσπάθειες των μηχανισμών καταστολής για φωτογραφική καταγραφή τους.
Η πρώτη λακωνική αναφορά που συναντάμε σε υπηρεσιακό εγχειρίδιο για «λήψιν φωτογραφιών, ιδία των τμημάτων της συγκεντρώσεως εις τα οποία λαμβάνουν χώραν πράξεις ιδιαζούσης σημασίας», χρονολογείται μόλις το 1955 (Αθ. Τασιόπουλος, «Αστυνομία Τάξεως», σ. 395). Το 1962 δίνονται οδηγίες «όπως την αστυνομικήν δύναμιν ακολουθή είς αστυνομικός φωτογράφος, προς λήψιν φωτογραφιών επιτιθεμένων κατά των αστυνομικών μελών του όχλου» (Θ. Συρογιάννης, «Θέματα Ασφαλείας», σ. 100). Το 1966 προβλέπεται η προληπτική τοποθέτηση φωτογράφων της αστυνομίας «εις δεσπόζοντα σημεία της συναθροίσεως (εξώστας, παράθυρα)» κι η κινηματογράφηση επεισοδίων (Ηλ. Ψυχογιός, «Συναθροίσεις και οχλοκρατικαί εκδηλώσεις», σ. 24-26). Ενώ το 1969 προστίθενται και οδηγίες για τη χρήση τηλεφακών, ώστε οι «λίαν δραστήριοι» διαδηλωτές να φακελώνονται «άνευ ουδενός κινδύνου» (Ηλ. Ψυχογιός, «Οχλοκρατικαί εκδηλώσεις», σ. 26-27).
Για την αξιοποίηση των φωτογραφιών -ακόμη κι αυτών που δημοσιεύονταν στις εφημερίδες- κατά τις ανακρίσεις στην ασφάλεια, μια πρώτη ιδέα μας δίνουν τα απομνημονεύματα του εκλιπόντος Τάσου Δαρβέρη («Μια ιστορία της νύχτας», Θεσ/νίκη 1983, σ. 35-36). Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που, ήδη από τα Ιουλιανά, διαδηλωτές αρχίζουν να καλύπτουν τα πρόσωπά τους για να προστατευθούν από τα δακρυγόνα αλλά και από την ανεπιθύμητη ταυτοποίησή τους.
«Ο θάνατος του Σωτήρη [Πέτρουλα] έδειξε ότι η επαναστατική πρωτοπορία κινδύνευε πλέον σοβαρά από την αστυνομία, αλλά και από την κομματική ηγεσία της ΕΔΑ», διαβάζουμε χαρακτηριστικά στα απομνημονεύματα ενός παλαίμαχου αγωνιστή. «Οι σκέψεις αυτές ήταν που οδήγησαν τους επαναστάτες να σκεπάζουν το πρόσωπό τους με μαντήλια. Ο μηχανισμός της ΕΔΑ σκύλιαζε στη θέα αυτών των νέων με τα μαντήλια στα πρόσωπα. Τους αποκαλούσε κουκουλοφόρους, θέλοντας να τους παρομοιάσει με τους κουκουλοφόρους προδότες της κατοχής. Ωστόσο, παρά τις συκοφαντίες αυτές, τα πρόσωπα με τα μαντήλια γίνονταν διαρκώς περισσότερα» (Στέργιος Κατσαρός, «Εγώ ο προβοκάτορας, ο τρομοκράτης», σ. 47).
Αλλά και στο Πολυτεχνείο του 1973, εκτός από τα μαντίλια στα πρόσωπα διαδηλωτών τη ματωμένη νύχτα της 16ης Νοεμβρίου, συναντάμε επίσης απαγόρευση φωτογράφισης των μελών της Συντονιστικής κατά τη συνέντευξη τύπου που δόθηκε το απόγευμα της ίδιας μέρας, καθώς και προσπάθεια εξουδετέρωσης των κινηματογραφικών μηχανών σε γειτονικά κτίρια:
«Οι φοιτητές του Πολυτεχνείου εγκαθιστούν μεγάλα κάτοπτρα με τα οποία δημιουργούν αντανακλάσεις στις κάμερες και τους φακούς ορισμένων συνεργείων των μυστικών υπηρεσιών της χούντας που έχουν στηθεί στα απέναντι από το Πολυτεχνείο κτίρια και προσπαθούν να φωτογραφήσουν πρόσωπα και πράγματα» (Μηνάς Παπάζογλου, «Φοιτητικό κίνημα και δικτατορία», Αθήνα 1975, σ. 133).
Δυο από τα «ύποπτα» συνεργεία που δέχθηκαν τις αντανακλάσεις ανήκαν, πάντως, σε συνοδοιπόρους των εξεγερμένων: την ομάδα ΚΙΝΟ (Κώστας Ζυρίνης, Λάμπρος Παπαδημητράκης) και τον δημιουργό των «Μαρτυριών», Νίκο Καβουκίδη.
Μεταπολιτευτικά, η κυβέρνηση Καραμανλή θα χρησιμοποιήσει επανειλημμένα τις φωτογραφίες «ταραχοποιών» στον τύπο για να στηρίξει συλλήψεις και δικαστικές διώξεις.
Το πιο χτυπητό παράδειγμα αφορά έναν 30χρονο ναυτικό, φωτογραφίες από τη συμμετοχή του οποίου στις συγκρούσεις των οικοδόμων με τα ΜΑΤ (23 Ιουλίου 1975) δημοσιεύθηκαν σαν «ντοκουμέντο» στην πρώτη σελίδα των «Νέων» της επομένης. Τρεις μέρες μετά, ο δακτυλοδεικτούμενος «άνθρωπος με το καρό πουκάμισο» συνελήφθη κι οδηγήθηκε στην Ασφάλεια για τα περαιτέρω, ενώ η εφημερίδα πανηγύρισε πρωτοσέλιδα για την «επιτυχία».
Αυτού του είδους οι «αναγνωρίσεις» δεν υπήρξαν βέβαια πάντοτε πετυχημένες. Βάσει μιας παρόμοιας φωτογραφίας, ένας άσχετος ηχολήπτης διώχθηκε π.χ. για συμμετοχή στις συγκρούσεις διαδηλωτών με τα ΜΑΤ κατά το ματωμένο «Πολυτεχνείο» του 1980. Στην πραγματικότητα, ο συγκεκριμένος εικονιζόμενος διαδηλωτής ήταν ένας γνωστός ακτιβιστής της ριζοσπαστικής αριστεράς («Ε» 26/1/85).
Το ιδιώνυμο Καραμανλή
Για να διευκολύνει αυτή την πρακτική, το «ιδιώνυμο» του Καραμανλή του πρεσβύτερου θα ποινικοποιήσει, το 1976, ως ιδιαίτερα επιβαρυντική περίπτωση, την «αντίσταση κατά της αρχής» από άτομα με «κεκαλυμμένα ή ηλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά αυτών» (Ν. 410/76).
Εναν χρόνο αργότερα, η πρώτη οργανωμένη εμφάνιση κουκουλοφόρων, σε πρωτομαγιάτικη διαδήλωση 100 περίπου αναρχικών, θα προκαλέσει κραυγές αποτροπιασμού του αθηναϊκού τύπου και συσχετισμούς των διαδηλωτών με την... Κου Κλουξ Κλαν.
«Κανείς δεν θέλησε να σκεφτεί», σημείωνε τότε χαρακτηριστικά ο Γιώργος Βότσης, «ότι οι "κουκουλοφόροι" βεβαίως ήταν αναρχικοί που -όπως γίνεται στις δυναμικές διαδηλώσεις σε όλη την Ευρώπη- κάλυψαν με μαντήλια και κουκούλες τα πρόσωπά τους για να μην αναγνωρίζονται και για να μη φτάσουν στο εδώλιο και καταδικαστούν μόνο από τις φωτογραφίες -όπως πρόσφατα έγινε με τους αντιαμερικανούς διαδηλωτές της Ρόδου» («Κ.Ε.» 7/5/77).
Ακόμη μικρότερη ανοχή θα επιδειχθεί απέναντι στο κίνημα των φαντάρων, μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981: Αντιγράφοντας τους δυτικοευρωπαίους συναδέλφους τους, τα μέλη των (παράνομων) «Επιτροπών Στρατιωτών, Ναυτών και Σμηνιτών» θα εμφανιστούν σε συνεντεύξεις τύπου και στις πορείες του Πολυτεχνείου (1982-1984) φορώντας κουκούλες.
Μια μερίδα του τύπου θα πρακτορολογήσει ασύστολα, αρνούμενη ότι πρόκειται όντως για έλληνες φαντάρους που διεκδικούν, απλώς, τον σεβασμό των στοιχειωδών δικαιωμάτων τους. Η ταυτότητα των «κουκουλοφόρων» (ανάμεσά τους σημερινοί δημοσιογράφοι, δικηγόροι κ.λπ.) ήταν, φυσικά, γνωστή στους συναγωνιστές τους, εντός και εκτός στρατώνα, δεν υπήρχε όμως κανένας λόγος να γνωστοποιηθεί και στους αξιωματικούς τους!
Δικαιολογημένες απέναντι σε επαγγελματίες φωτορεπόρτερ κι αστυνομικούς σκαρφαλωμένους σε ταράτσες, αυτές οι προφυλάξεις καθίστανται ακόμη πιο εύλογες στη σημερινή πραγματικότητα της γενικευμένης ηλεκτρονικής παρακολούθησης. Δεν είναι μόνο οι κάμερες «ρύθμισης της κυκλοφορίας», που μπορούν να καταγράφουν επίσημα τους διαδηλωτές «εφόσον επίκειται [sic] σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια» (άρθρο 8 του Ν. 3.625/2007). Υπάρχουν και τα χιλιάδες ιδιωτικά βίντεο και -προ παντός- κινητά, που τίποτα δεν εμποδίζει να σε βγάλουν κάποια στιγμή φάτσα κάρτα στο Youtube (ή όπου αλλού).
Δεν είναι, όμως, μόνο λόγοι αυτοπροστασίας αυτοί που ωθούν πολλούς διαδηλωτές να καλύψουν τα πρόσωπά τους. Η ίδια η αμείλικτη λογική των ηλεκτρονικών ΜΜΕ επιβάλλει συχνά το επαναστατικό μασκάρεμα, προκειμένου το μήνυμα της πολιτικής ανυπακοής να μπορέσει να φτάσει στους δυνητικούς του παραλήπτες.
Οπως ακριβώς οι μακρινοί Ζαπατίστας, έτσι και οι εγχώριοι «κουκουλοφόροι» χρειάζεται συχνά να καλύψουν τα πρόσωπά τους για να μπορέσουν οι άλλοι να τους δουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου