Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

ΕΡΡΙΚΟ ΜΑΛΑΤΕΣΤΑ «Ένα αναρχικό πρόγραμμα»


























































1. ΤΙ ΘΕΛΟΥΜΕ


Πιστεύουμε ότι τα περισσότερα από τα δεινά που μαστίζουν την ανθρωπότητα πηγάζουν απ’ την κακή οργάνωση και ότι οι άνθρωποι χάρη στη θέληση και τη γνώση τους, μπορούν να τα εξαλείψουν. Η σύγχρονη κοινωνία είναι αποτέλεσμα μακραίωνων αγώνων ανάμεσα στους ανθρώπους. Δίχως να κατανοούν τα πλεονεκτήματα που θα μπορούσαν να προκύψουν για όλους χάρη στη συνεργασία κα την αλληλεγγύη και θεωρώντας κάθε άλλον άνθρωπο (εκτός ίσως από τα μέλη της οικογένειάς τους) ως ανταγωνιστή και εχθρό, επιδίωξαν να εξασφαλίσουν, ο καθένας για τον εαυτό του, όσο γίνεται περισσότερα πλεονεκτήματα χωρίς να νοιάζονται για τα συμφέροντα των άλλων. Σ’ αυτόν τον αγώνα, φυσικά, οι ισχυρότεροι ή οι πιο τυχεροί αναδεικνύονται νικητές και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εκμεταλλεύονται και καταπιέζουν τους ηττημένους.


Όταν ο άνθρωπος δεν μπορούσε να παράγει περισσότερα από όσα του ήταν απολύτως αναγκαία για την επιβίωσή του, οι νικητές δεν μπορούσαν παρά να τρέπουν σε φυγή ή να σφαγιάζουν τα θύματά τους και ν’ αρπάζουν τα τρόφιμα που είχαν συγκεντρώσει.


Αργότερα –όταν με την ανακάλυψη της βοσκής και της γεωργίας, ο άνθρωπος μπορούσε να παράγει περισσότερα απ’ όσα χρειαζόταν για να ζήσει- οι νικητές θεώρησαν επωφελέστερο να μετατρέψουν τους ηττημένους σε δούλους και να τους αναγκάσουν να εργάζονται προς όφελος των δουλοκτητών.




Αργότερα ακόμα, οι νικητές αντιλήφθηκαν ότι είναι βολικότερο, επικερδέστερο και πιο σίγουρο να εκμεταλλεύονται την εργασία των άλλων με άλλα μέσα: να διασφαλίσουν για τον εαυτό τους την ιδιοκτησία της γης και των εργαλείων και να παραχωρήσουν φαινομενική ελευθερία στους απόκληρους οι οποίοι, μη διαθέτοντας μέσα επιβίωσης, αναγκάστηκαν να καταφύγουν στους γαιοκτήμονες και να εργαστούν για αυτούς, με τους δικούς τους όρους.


Κι έτσι, βήμα-βήμα, μέσα σε μια περίπλοκη σειρά κάθε είδους αγώνων, εισβολών, πολέμων, εξεγέρσεων, καταστολών, παραχωρήσεων που δόθηκαν ύστερα από πολύμοχθους αγώνες, ενώσεων των καταπιεσμένων για να αμυνθούν και των καταπιεστών για να επιτεθούν, φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση της κοινωνίας όπου ορισμένοι, κληρονομικώ δικαίω, κατέχουν τη γη και όλον τον κοινωνικό πλούτο, ενώ η πλειονότητα των ανθρώπων, στερημένη από όλα, υφίσταται την εκμετάλλευση και καταπιέζεται από μια ολιγάριθμη τάξη.


Απ’ όλα αυτά απορρέει η αθλιότητα στην οποία ζουν σήμερα οι περισσότεροι εργαζόμενοι και όλα τα δεινά που τη συνοδεύουν: η αμάθεια, το έγκλημα, η πορνεία, οι ασθένειες που οφείλονται στην κακή διατροφή, η ψυχοδιανοητική κατάρρευση και ο πρόωρος θάνατος. Και μέσα από όλα αυτά αναδύεται μια ειδική τάξη (η κυβέρνηση) που διαθέτοντας τα αναγκαία μέσα καταστολής, αναλαμβάνει να νομιμοποιεί και να προστατεύει την κατέχουσα τάξη ενάντια στις διεκδικήσεις των εργαζομένων, και στη συνέχει χρησιμοποιεί τις δυνάμεις που διαθέτει για να εξασφαλίσει προνόμια για τον εαυτό της και να υποδουλώσει, αν μπορεί, κι αυτήν την κατέχουσα τάξη.


Εμφανίζεται κα μια άλλη ειδική τάξη (ο κλήρος) που χάρη σε μια σειρά μύθους για τη θέληση του θεού, για τη μελλοντική ζωή κλπ… επιδιώκει να πείσει τους καταπιεσμένους να αποδεχθούν πειθήνια καταπίεση και (όπως και η κυβέρνηση) υπηρετώντας τα συμφέροντα της κατέχουσας τάξης, υπηρετεί ταυτόχρονα και τα δικά της συμφέροντα. Σ’ όλα αυτά οφείλεται και η δημιουργία μιας επίσημης επιστήμης που –σ’ ότι αφορά την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης- είναι η άρνηση της αληθινής επιστήμης. Απ’ όλα αυτά πηγάζει το πατριωτικό πνεύμα, το φυλετικό μίσος, οι πόλεμοι και η ένοπλη ειρήνη, που αποδεικνύεται πολλές φορές πιο καταστροφική από τον ίδιο τον πόλεμο. Σ’ όλα αυτά οφείλεται η μετατροπή του έρωτα σε βασανιστήριο και χυδαία συνδιαλλαγή. Σ’ όλα αυτά οφείλεται το περισσότερο ή λιγότερο κεκαλυμμένο μίσος, η αντιζηλία, η καχυποψία, η ανασφάλεια και ο φόβος που χαρακτηρίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις.


Θέλουμε ν’ αλλάξουμε ριζικά αυτήν την κατάσταση πραγμάτων. Κι εφόσον όλα αυτά τα δεινά απορρέουν απ’ τον ασυμφιλίωτο αγώνα ανάμεσα στους ανθρώπους, από την επιδίωξη της ευημερίας του καθένα για τον εαυτό του και ενάντια στους άλλους, θέλουμε να αντικαταστήσουμε το μίσος με την αγάπη, τον ανταγωνισμό με την αλληλεγγύη, την ατομική επιδίωξη της προσωπικής ευημερίας με την αδελφική συνεργασία για την ευημερία όλων, την καταπίεση με την ελευθερία, το θρησκευτικό και επιστημονικό ψέμα με την αλήθεια.


Συνεπώς:


1. Κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στη γη, τις πρώτες ύλες και τα μέσα εργασίας: κανένας δεν θα εξασφαλίζει τα μέσα επιβίωσης εκμεταλλευόμενος την εργασία των άλλων και όλοι, έχοντας εξασφαλίσει τα μέσα να παράγουν και να ζουν. Θα είναι αληθινά ανεξάρτητοι και σε θέση να συνενώνονται ελεύθερα για το κοινό συμφέρον τους και σύμφωνα με τις απόλυτα προσωπικές συμπάθειές τους.


2. Κατάργηση της κυβέρνησης και κάθε εξουσίας, που φτιάχνει τους νόμους και τους επιβάλλει στους άλλους: επομένως κατάργηση των μοναρχιών, των δημοκρατιών, των κοινοβουλίων, των στρατών, των αστυνομιών, των δικαστικών εξουσιών και κάθε θεσμού που κατέχει τα μέσα καταναγκασμού.


3. Οργάνωση της κοινωνικής ζωής με βάση τις ελεύθερες ενώσεις και ομοσπονδίες των παραγωγών και των καταναλωτών, οι οποίες δημιουργούνται και τροποποιούνται σύμφωνα με τις επιθυμίες των μελών τους, βασίζονται στη γνώση και στην εμπειρία και είναι απαλλαγμένες από κάθε καταναγκασμό που δεν απορρέει απ’ τις φυσικές ανάγκες στις οποίες όλοι εκούσια υποτάσσονται εφόσον αποδέχονται τον αναπόφευκτο χαρακτήρα τους.


4. Εξασφάλιση των μέσων επιβίωσης, ανάπτυξης και ευημερίας για τα παιδιά και όλους όσους αδυνατούν να τα εξασφαλίσουν από μόνοι τους.


5. Πόλεμος ενάντια στις θρησκείες και σ’ όλα τα ψέματα, ακόμη κι αν καλύπτονται με τον μανδύα της επιστήμης. Επιστημονική διαπαιδαγώγηση για όλους ως το ανώτερο επίπεδο.


6. Πόλεμος ενάντια στον πατριωτισμό. Κατάργηση των συνόρων, συναδέλφωση όλων των λαών.


7. Αναδόμηση τα οικογένειας με τέτοιο τρόπο ώστε να απορρέει από την πρακτική του έρωτα, ελεύθερου από κάθε νομικό δεσμό, από κάθε οικονομική και φυσική καταπίεση, από κάθε θρησκευτική προκατάληψη. Αυτό είναι το ιδανικό μας.




2. ΤΡΟΠΟΙ ΚΑΙ ΜΕΣΑ


Εκθέσαμε μέχρι τώρα το σκοπό που θέλουμε να πραγματώσουμε, το ιδανικό για το οποίο αγωνιζόμαστε. Δεν αρκεί όμως να επιθυμεί κανείς κάτι να το θέλει πραγματικά, πρέπει να χρησιμοποιεί τα κατάλληλα μέσα για την πραγμάτωσή του. Και τα μέσα αυτά δεν είναι αυθαίρετα: απορρέουν υποχρεωτικά απ’ τους σκοπούς στους οποίους αποβλέπουμε κι απ’ τις συνθήκες στις οποίες αγωνιζόμαστε. Γιατί αν αγνοήσουμε την επιλογή των κατάλληλων μέσων θα πραγματώσουμε άλλους σκοπούς, ίσως μάλιστα εντελώς αντίθετους απ’ αυτούς στους οποίους αποβλέπουμε, και κάτι τέτοιο θα έχει ολοφάνερη και αναπόφευκτη συνέπεια των μέσων που επιλέξαμε. Όποιος ακολουθήσει λάθος δρόμο δεν θα πάει εκεί που θέλει αλλά εκεί που θα τον οδηγήσει ο δρόμος.


Είναι λοιπόν, αναγκαίο να δηλώσουμε ποια είναι τα μέσα που, κατά τη γνώμη μας, οδηγούν στην πραγμάτωση των επιθυμούμενων σκοπών και τα οποία προτείνουμε να χρησιμοποιηθούν.Το ιδανικό μας δεν ανήκει στην κατηγορία των ιδανικών που η πλήρης πραγμάτωσή τους εξαρτάται από το απομονωμένο άτομο. Το ζήτημα είναι ν’ αλλάξουμε τον τρόπο ζωής όλης της κοινωνίας: να διαμορφώσουμε μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις που θα βασίζονται στην αγάπη και την αλληλεγγύη να επιτύχουμε την πλήρη υλική ηθική και πνευματική ανάπτυξη όχι μόνο των απομονωμένων ατόμων, όχι των μελών μιας συγκεκριμένης τάξης ή ενός πολιτικού κόμματος, αλλά όλης της ανθρωπότητας.


Αυτός ο κοινωνικός μετασχηματισμός δεν είναι κάτι που μπορεί να επιβληθεί με τη βία πρέπει να ξεπηδήσει απ’ τη φωτισμένη συνείδηση καθενός από μας και να επιτευχθεί με την ελεύθερη συναίνεση όλων. Το πρώτο μας καθήκον, επομένως, πρέπει να είναι το να πείσουμε τους ανθρώπους. Πρέπει να στρέψουμε την προσοχή των ανθρώπων στα δεινά που υφίστανται και στη δυνατότητά τους να τα εξαλείψουν. Πρέπει να ξυπνήσουμε στον καθένα το αίσθημα της συμπόνιας για τα δεινά και τις δυστυχίες των άλλων και μια ζωηρή επιθυμία για το καλό όλων των ανθρώπων.


Σ’ όσους κρυώνουν και πεινούν θα δείξουμε ότι είναι εφικτό και εύκολο να εξασφαλιστεί για όλους η ικανοποίηση των υλικών αναγκών. Στους καταφρονεμένους και καταπιεσμένους θα δείξουμε ότι είναι εφικτό να ζούμε ευτυχισμένα σε μια κοινωνία με ίσους και ελεύθερους ανθρώπους. Σ’ όσους βασανίζονται από το μίσος και τη μνησικακία θα δείξουμε το δρόμο που οδηγεί στην αγάπη των συνανθρώπων, στην ειρήνη και την ανθρώπινη ζεστασιά.


Κι όταν θα έχουμε επιτύχει να ξυπνήσουμε στις καρδιές των ανθρώπων το αίσθημα της εξέγερσης ενάντια στα άδικα και απευκταία δεινά απ’ τα οποία υποφέρουμε σήμερα στην κοινωνία όταν θα έχουν κατανοήσει οι άνθρωποι ποιες είναι οι αιτίες αυτών των δεινών κι ότι εξαρτάται από την ανθρώπινη θέληση να τα εξαλείψουμε κι όταν θα έχουμε εμπνεύσει τους ανθρώπους τη ζωηρή και παθιασμένη επιθυμία του μετασχηματισμού της κοινωνίας για το καλό όλων, τότε όσοι θα έχουν πειστεί, με τις δικές τους δυνάμεις και ακολουθώντας το παράδειγμα όσων πείστηκαν προηγουμένως, θα συνενωθούν, θα θέλουν και θα μπορούν να δράσουν για την πραγμάτωση του κοινού τους ιδανικού.


Όπως ήδη τονίσαμε, είναι εντελώς γελοίο και διαμετρικά αντίθετο με το σκοπό μας να επιδιώξουμε να επιβάλλουμε με τη βία την ελευθερία, την αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους και την πλήρη ανάπτυξη των ανθρώπινων ικανοτήτων. Πρέπει, λοιπόν, να βασιζόμαστε στην ελεύθερη θέληση των άλλων και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να προκαλέσουμε την ανάπτυξη και την έκφραση αυτής της θέλησης. Είναι, όμως, εξίσου γελοίο και αντίθετο με το σκοπό μας ότι όσοι δεν συμμερίζονται τις απόψεις μας έχουν το δικαίωμα να μας εμποδίζουν όσον αφορά την έκφραση της θέλησής μας –εφόσον βέβαια, δεν τους αρνούμαστε το δικαίωμα στην ίδια την ελευθερία που απολαμβάνουμε εμείς.


Ελευθερία, επομένως, για όλους. Ελευθερία να προπαγανδίζουν στην πράξη τις ιδέες τους, χωρίς κανέναν περιορισμό πέρα απ’ το πολύ φυσικό γεγονός ότι θα πρέπει να εξασφαλίζεται η ελευθερία για όλους. Σ’ όλα αυτά, όμως, αντιτίθενται –και μάλιστα με κτηνώδη βία- εκείνοι που επωφελούνται από τα υφιστάμενα προνόμια, εκείνοι που σήμερα κυριαρχούν κι επιβάλλουν το έλεγχό τους σ’ όλη την κοινωνία.


Έχουν στα χέρια τους όλα τα μέσα παραγωγής: επομένως, καταπνίγουν όχι μόνο τη δυνατότητα ελεύθερου πειραματισμού στους νέους τρόπους κοινωνικής ζωής, όχι μόνο το δικαίωμα των εργαζομένων να ζουν ελεύθερα βασιζόμενοι στις ίδιες τους τις δυνάμεις, αλλά και το δικαίωμα σ’ αυτή καθαυτή τη ζωή. Υποχρεώνουν όσους δεν ανήκουν στην τάξη των αφεντικών ν’ αποδέχονται την ίδια την καταπίεση και την εκμετάλλευσή τους αν δεν θέλουν να πεθάνουν από την πείνα.


Οι προνομιούχοι διαθέτουν τις αστυνομίες, τα δικαστήρια και τους στρατούς, που έχουν δημιουργηθεί ακριβώς για την υπεράσπιση των προνομίων τους και καταδιώκουν, φυλακίζουν και σφαγιάζουν ανελέητα όλους όσους θέλουν να καταργήσουν αυτά τα προνόμια διεκδικώντας για τον καθένα τα μέσα για τη ζωή και την ελευθερία. Διαφυλάττοντας ζηλόφθονα τα σημερινά και άμεσα συμφέροντά τους, διεφθαρμένοι από το πνεύμα της κυριαρχίας, φοβισμένοι για το μέλλον, οι προνομιούχοι είναι γενικά ανίκανοι για γενναιόδωρες χειρονομίες, είναι εξίσου ανίκανοι για μια ευρύτερη αντίληψη των συμφερόντων τους. Επιπλέον, είναι βλακώδες να ελπίζουμε ότι μπορούν ελεύθερα να παραιτηθούν απ’ την ιδιοκτησία και την εξουσία που κατέχουν και να αποδεχθούν ότι θα ζήσουν σαν ίσοι μ’ όσους σήμερα έχουν υποδουλώσει.


Εκτός απ’ όσα μας διδάσκει η ιστορία (που μας αποδεικνύει ότι καμιά προνομιούχα τάξη δεν παραιτήθηκε ποτέ απ’ όλα ή και μερικά προνόμιά της, ότι καμιά κυβέρνηση δεν εγκατέλειψε ποτέ την εξουσία της εκτός και αν υποχρεώθηκε με τη βία ή από το φόβο της βίας), αρκεί η σύγχρονη πραγματικότητα για να πείσει τον καθένα ότι οι αστοί και οι κυβερνήσεις σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν ένοπλη βία για να υπερασπίσουν τον εαυτό τους –όχι μόνο ενάντια στην πλήρη κατάργηση των προνομίων τους, αλλά και ενάντια στα πιο ασήμαντα λαϊκά αιτήματα- και ότι είναι πάντα έτοιμοι να εξαπολύσουν τις πιο ανελέητες διώξεις και τις πιο αιματηρές σφαγές ενάντια στους αντιπάλους τους. Όσοι θέλουν να χειραφετηθούν ένα μόνο δρόμο μπορούν να ακολουθήσουν: ν’ αντιτάξουν βία στη βία.


Επομένως, πρέπει να συγκεντρώσουμε όλες μας τις προσπάθειες στο να εμπνεύσουμε στους καταπιεσμένους τη συνειδητή επιθυμία για ένα ριζοσπαστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας και να τους πείσουμε ότι, αν συνενωθούν, έχουν τη δύναμη να νικήσουν. Πρέπει να προπαγανδίσουμε το ιδανικό μας και να προετοιμάσουμε τις απαιτούμενες υλικές και ηθικές δυνάμεις για να κατατροπώσουμε τις εχθρικές δυνάμεις και να οργανώσουμε την νέα κοινωνία. Κι όταν θα διαθέτουμε τις αναγκαίες δυνάμεις, πρέπει, εκμεταλλευόμενοι τις ευνοϊκές περιστάσεις που ενδέχεται να υπάρχουν ή δημιουργώντας τες από μόνοι μας, να κάνουμε την κοινωνική επανάσταση: να καταστρέψουμε με τη βία την κυβέρνηση και να απαλλοτριώσουμε με τη βία τους κατόχους του πλούτου, να θέσουμε στη διάθεση όλων τα μέσα επιβίωσης και παραγωγής και να αποτρέψουμε τη δημιουργία νέων κυβερνήσεων που θα επιβάλλουν τη θέλησή τους και θα αντιταχθούν στην αναδιοργάνωση της κοινωνίας απ’ τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους.


Όλα αυτά, όμως, δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται. Έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους: έτσι όπως είναι σήμερα στην κοινωνία, στις πιο άθλιες υλικές και ηθικές συνθήκες θα είχαμε αυταπάτες αν πιστεύαμε ότι η προπαγάνδα αρκεί για ν’ ανυψώσει τους ανθρώπους στο επίπεδο της πνευματικής ανάπτυξης που είναι αναγκαίο για την πραγμάτωση του ιδανικού μας. Ανάμεσα στον άνθρωπο και το κοινωνικό του περιβάλλον παρεμβαίνει μια αμοιβαία δράση. Οι άνθρωποι δίνουν στην κοινωνία τη μορφή που έχει και η κοινωνία διαμορφώνει τους ανθρώπους:το αποτέλεσμα είναι, λοιπόν, ένα είδος φαύλου κύκλου. Για να μετασχηματιστεί η κοινωνία πρέπει να αλλάξουν οι άνθρωποι και για να μετασχηματιστούν οι άνθρωποι πρέπει να αλλάξει η κοινωνία.


Η αθλιότητα αποκτηνώνει τον άνθρωπο και για να εξαλειφθεί η αθλιότητα οι άνθρωποι πρέπει να έχουν κοινωνική συνείδηση και αποφασιστική θέληση. Η δουλεία διδάσκει τους ανθρώπους να είναι δούλοι και για να επιτευχθεί η απελευθέρωση απ’ τη δουλεία χρειάζεται οι άνθρωποι να αποβλέπουν στην ελευθερία. Η αμάθεια έχει σαν αποτέλεσμα να μην γνωρίζουν οι άνθρωποι τις αιτίες της δυστυχίας τους καθώς και τα μέσα για το ξεπέρασμά της: και για να εξαλειφθεί η αμάθεια οι άνθρωποι πρέπει να έχουν το χρόνο και τα μέσα για να διαπαιδαγωγηθούν.


Οι κυβερνήσεις εθίζουν τους ανθρώπους και τους αναγκάζουν να υπακούν στους νόμους και να πιστεύουν ότι οι νόμοι είναι αναγκαίοι για την κοινωνία και από την άλλη για να καταργηθούν οι κυβερνήσεις οι άνθρωποι πρέπει να πειστούν ότι οι κυβερνήσεις είναι άχρηστες και επιβλαβείς.


Πώς μπορεί να ξεφύγει κανείς απ’ αυτόν τον φαύλο κύκλο;


Ευτυχώς, η υπάρχουσα κοινωνία δε δημιουργήθηκε χάρη στην εμπνευσμένη θέληση μιας κυρίαρχης τάξης που κατόρθωσε να μετατρέψει όλους τους υπηκόους της σε παθητικά και ασυνείδητα όργανα στην υπηρεσία των συμφερόντων της. Είναι αποτέλεσμα χιλιάδων αιματηρών αγώνων, χιλιάδων ανθρώπινων και φυσικών παραγόντων που λειτούργησαν τυχαία, χωρίς συνειδητή κατεύθυνση κι επομένως δεν υπάρχουν ξεκάθαροι, απόλυτοι διαχωρισμοί μεταξύ των ανθρώπων, ούτε και μεταξύ των τάξεων.


Είναι απειράριθμες οι παραλλαγές όσον αφορά τις υλικές συνθήκες απειράριθμα και τα επίπεδα ηθικής και πνευματικής ανάπτυξης. Πολύ σπάνια, μπορούμε να πούμε ότι η θέση ενός ανθρώπου στην κοινωνία ανταποκρίνεται στις ικανότητες και τις βλέψεις του. Πολύ συχνά, βλέπουμε ανθρώπους να ξεπέφτουν και να ζουν σε συνθήκες κατώτερες απ’ αυτές που συνήθισαν και άλλους πάλι που, χάρη σε ορισμένες εξαιρετικά ευνοϊκές περιστάσεις, κατορθώνουν να υπερβούν τις συνθήκες στις οποίες γεννήθηκαν. Μεγάλο ποσοστό της εργατικής τάξης έχει ήδη κατορθώσει ή να ξεφύγει από την κατάσταση της απόλυτης αθλιότητας ή δεν ήταν ποτέ σε τέτοια κατάσταση. Κανένας εργάτης, ας πούμε, δεν βρίσκεται σε κατάσταση πλήρους άγνοιας, απόλυτης έλλειψης κοινωνικής συνείδησης, ολοκληρωτικής συναίνεσης προς τις συνθήκες που του επιβάλλονται απ’ τα αφεντικά. Και αυτοί καθαυτοί οι θεσμοί, που είναι προϊόντα της ιστορίας, περιέχουν οργανικές αντιφάσεις που είναι κάτι σαν σπέρματα του θανάτου τα οποία, καθώς αναπτύσσονται, επιφέρουν την αποσύνθεση της κοινωνικής δομής και την αναγκαιότητα του μετασχηματισμού της.


Απ’ ατό ακριβώς απορρέει και η δυνατότητα της προόδου. Όχι όμως και η δυνατότητα να φέρουμε όλους τους ανθρώπους, απλά και μόνο με την προπαγάνδα, στο αναγκαίο επίπεδο και να θέλουν να πραγματώσουν την αναρχία –χωρίς ένα προηγούμενο βαθμιαίο μετασχηματισμό του κοινωνικού περιβάλλοντος.


Η πρόοδος πρέπει να συντελείται ταυτόχρονα και παράλληλα στα άτομα και στο κοινωνικό περιβάλλον. Πρέπει να επωφεληθούμε απ’ όλα τα μέσα, να εκμεταλλευτούμε όλες τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που μας προσφέρει το υφιστάμενο κοινωνικό περιβάλλον για να επενεργήσουμε στους συνανθρώπους μας και ν’ αναπτύξουμε τη συνείδηση και τις βλέψεις τους. Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε την κάθε πρόοδο ως προς τη συνείδηση των ανθρώπων για να τους παρακινήσουμε να διεκδικήσουν και να επιβάλλουν τους μεγάλους κοινωνικούς μετασχηματισμούς που είναι εφικτοί σήμερα και οι οποίοι θ’ ανοίξουν το δρόμο για παραπέρα πρόοδο.


Δεν πρέπει να περιμένουμε πότε θα μπορέσουμε να πραγματώσουμε την αναρχία ενώ, στο μεταξύ θα περιοριζόμαστε απλά και μόνο στην προπαγάνδα. Αν κάνουμε κάτι τέτοιο, πολύ γρήγορα θα έχουμε εξαντλήσει όλες μας τις δυνατότητες δράσης, δηλαδή, θα έχουμε πείσει όλους όσους στο υφιστάμενο κοινωνικό περιβάλλον, μπορούν να κατανοήσουν και να αποδεχθούν τις ιδέες μας, αλλά η παραπέρα προπαγάνδα μας θα είναι εντελώς στείρα ταυτόχρονα αν οι μετασχηματισμοί του κοινωνικού περιβάλλοντος να ευνοήσουν τη δημιουργία νέων λαϊκών στρωμάτων ικανών να αποδεχθούν τις νέες ιδέες, αυτό θα έχει συμβεί χωρίς τη δική μας συμμετοχή και επομένως σε βάρος των ιδεών μας.


Πρέπει να προσπαθήσουμε να πείσουμε το λαό, ή τα νέα λαϊκά στρώματα, ότι χρειάζεται να διεκδικήσουν, να επιβάλλουν και να πραγματοποιήσουν από μόνοι τους όλες τις βελτιώσεις και τις ελευθερίες που επιθυμούν, εφόσον βέβαια κατανοούν τις ανάγκες τους κι έχουν τη δύναμη να τις επιβάλλουν. Επιπλέον, προπαγανδίζοντας πάντα το πρόγραμμά μας στην ολότητά του και αγωνιζόμενοι αδιάκοπα για την πλήρη εφαρμογή του, πρέπει να παρακινούμε το λαό να διεκδικεί ολοένα και περισσότερα πράγματα, μέχρι να επιτύχει την πλήρη χειραφέτησή του.




3. Ο ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ


Η πιο άμεση καταπίεση, η πιο βασανιστική σήμερα για τους εργάτες, αυτή που είναι η βασική αιτία της ατμόσφαιρας ηθικής και υλικής υποταγής στην οποία εργάζονται, είναι η οικονομική καταπίεση. Δηλαδή, η εκμετάλλευση της εργασίας από τα αφεντικά και τους επιχειρηματίες, χάρη στο από μέρους τους μονοπώλιο όλων των σημαντικών μέσων παραγωγής και ανταλλαγής.


Για να καταστραφεί ολοκληρωτικά και χωρίς δυνατότητα παλινόρθωσής της αυτή η εκμετάλλευση, πρέπει να πειστεί όλος ο λαός για το δικαίωμά του στα μέσα παραγωγής και να προετοιμαστεί ώστε να ασκήσει αυτό το βασικό δικαίωμα απαλλοτριώνοντας τους γαιοκτήμονες τους βιομηχάνους και τους κεφαλαιούχους, και θέτοντας τον κοινωνικό πλούτο στη διάθεση όλων των ανθρώπων.


Μπορεί, όμως να πραγματοποιηθεί σήμερα αυτή η απαλλοτρίωση; Μπορούμε να περάσουμε άμεσα, χωρίς ενδιάμεσα στάδια, από την κόλαση στην οποία ζει το προλεταριάτο στον παράδεισο της κοινοκτημοσύνης; Η πραγματικότητα αποδεικνύει τι μπορούν και τι δεν μπορούν να κάνουν σήμερα οι εργαζόμενοι. Το δικό μας καθήκον είναι η ηθική και υλική προετοιμασία του λαού γι’ αυτήν την αναγκαία απαλλοτρίωση και πρέπει να προσπαθούμε να την πραγματοποιήσουμε συνεχώς, κάθε φορά που μας δίνεται η ευκαιρία από τα επαναστατικά γεγονότα και τις εξεγέρσεις, μέχρι τον τελικό θρίαμβο. Με ποιο τρόπο, όμως, μπορούμε να προετοιμάσουμε το λαό; Με ποιο τρόπο μπορούμε να προετοιμάσουμε τις συνθήκες που θα κάνουν εφικτό όχι μόνο το υλικό γεγονός της απαλλοτρίωσης αλλά και τη χρησιμοποίηση του κοινωνικού πλούτου προς όφελος όλων;


Όπως είπαμε και προηγούμενα, η γραπτή και προφορική προπαγάνδα από μόνη της δεν μπορεί να προσελκύσει στις ιδέες μας τις μεγάλες μάζες. Χρειάζεται και μια πρακτική διαπαιδαγώγηση που θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα η αιτία και το αποτέλεσμα του βαθμιαίου μετασχηματισμού του κοινωνικού περιβάλλοντος. Πρέπει να φροντίσουμε ν’ αναπτυχθεί στους εργαζόμενους η αίσθηση της εξέγερσης ενάντια στις αδικίες και στ’ άχρηστα δεινά των οποίων γίνονται θύματα, η επιθυμία να βελτιώσουν την κατάστασή τους. Ενωμένοι και αλληλέγγυοι μεταξύ τους, θα πρέπει να αγωνιστούν οι ίδιοι για να πραγματώσουν τις επιθυμίες τους.


Κι εμείς σαν αναρχικοί και σαν εργαζόμενοι, πρέπει να τους παρακινούμε και να τους ενθαρρύνουμε στον αγώνα πρέπει να αγωνιζόμαστε μαζί τους. Είναι, όμως, εφικτές αυτές οι βελτιώσεις στα πλαίσια του καπιταλιστικού καθεστώτος; Είναι χρήσιμες απ’ την άποψη της μελλοντικής πλήρους χειραφέτησης των εργαζομένων;


Όποια κι αν είναι τα πρακτικά αποτελέσματα του αγώνα για άμεσες βελτιώσεις, εκείνο που έχει πολύ μεγάλη σημασία είναι αυτός καθαυτός ο αγώνας. Γιατί, μ’ αυτόν τον τρόπο, οι εργαζόμενοι μαθαίνουν να υπερασπίζονται τα ταξικά τους συμφέροντα, συνειδητοποιούν ότι τα αφεντικά και οι κυβερνώντες έχουν διαμετρικά αντίθετα συμφέροντα απ’ τα δικά τους και ότι δεν μπορούν να βελτιώσουν τις συνθήκες της ζωής τους, πόσο μάλλον να χειραφετηθούν, παρά μόνο αν συνενωθούν και γίνουν ισχυρότεροι από τα αφεντικά τους. Αν επιτύχουν την ικανοποίηση των αιτημάτων τους, θα ζουν καλύτερα: θα κερδίζουν περισσότερα, θα εργάζονται λιγότερες ώρες, θα έχουν περισσότερο χρόνο και ενεργητικότητα στη διάθεσή τους για να σκεφτούν για τα πράγματα που τους απασχολούν και θα αποκτούν συνεχώς περισσότερες επιθυμίες και μεγαλύτερες ανάγκες. Αν δεν επιτύχουν την ικανοποίηση των αιτημάτων τους, θα παρακινηθούν να μελετήσουν τις αιτίες της αποτυχίας τους και ν’ αναγνωρίσουν την ανάγκη για μεγαλύτερη ενότητα, για περισσότερη δραστηριοποίηση και στο τέλος, θα καταλάβουν ότι, για να εξασφαλίσουν την οριστική τους νίκη, πρέπει να καταστρέψουν τον καπιταλισμό. Η υπόθεση της επανάστασης, η υπόθεση της ηθικής εξύψωσης και της χειραφέτησης των εργαζομένων δεν μπορεί παρά να βγει κερδισμένη απ’ το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι συνενώνονται και αγωνίζονται για τα συμφέροντά τους.


Γι’ άλλη μια φορά: μπορούν, όμως οι εργαζόμενοι να επιτύχουν, στην τωρινή κατάσταση της κοινωνίας, την πραγματική βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους; Αυτό εξαρτάται από πάρα πολλούς παράγοντες. Παρ’ όλα όσα λένε μερικοί, δεν υπάρχει κανένας φυσικός νόμος (νόμος των μισθών) που να καθορίζει ποιο τμήμα της εργασίας του πρέπει να παίρνει ο εργάτης. Ή αν θέλει κανείς να διατυπώσει ένα νόμο, αυτός είναι ο εξής: οι μισθοί, κατά κανόνα, δεν μπορούν να είναι τόσο μικροί ώστε να μη διατηρείται η ζωή, ούτε τόσο μεγάλοι ώστε να μην απομένει περιθώριο κέρδους για το αφεντικό. Είναι φανερό ότι στην πρώτη περίπτωση πεθαίνουν οι εργαζόμενοι και έτσι παύουν να μισθώνουν εργασία και, συνεπώς, να πληρώνουν οποιοδήποτε μισθό. Ωστόσο, ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο απίθανα άκρα, υπάρχουν απειράριθμες διαβαθμίσεις και καταστάσεις: από τις πραγματικά άθλιες συνθήκες στις οποίες ζουν πολλοί εργάτες γης μέχρι τις σχεδόν αξιοπρεπείς συνθήκες των εξειδικευμένων εργατών πόλεων.


Οι μισθοί, οι εργάσιμες ώρες και όλες οι άλλες συνθήκες εργασίας είναι αποτέλεσμα της πάλης ανάμεσα στ’ αφεντικά και τους εργαζόμενους. Οι πρώτοι προσπαθούν να δώσουν στους εργαζόμενους όσο γίνεται λιγότερα και να τους αναγκάσουν να εργάζονται μέχρι την τελική τους εξόντωση οι δεύτεροι προσπαθούν, ή θα έπρεπε να προσπαθούν, να εργάζονται όσο γίνεται λιγότερο και να κερδίζουν όσο γίνεται περισσότερα. Όταν οι εργάτες αποδέχονται τους όρους των αφεντικών, ή όταν ενώ δυσαρεστούνται, δεν γνωρίζουν πώς να αντισταθούν αποτελεσματικά ενάντια στις απαιτήσεις των αφεντικών, καταλήγουν να υφίστανται πραγματικά κτηνώδεις συνθήκες ζωής. Όταν, αντίθετα, έχουν κάποιες ιδέες για το πώς πρέπει να ζουν τα ανθρώπινα όντα όταν ξέρουν να συνενώνονται και, με την από μέρους τους άρνηση της εργασίας ή την κρυφή και φανερή απειλή της εξέγερσης, κερδίζουν το σεβασμό των αφεντικών, τότε αντιμετωπίζονται με σχετικά αξιοπρεπή τρόπο. Μπορεί, λοιπόν, να πει κανείς ότι, ως ένα βαθμό, ο μισθός είναι αυτό που απαιτεί ο εργάτης (όχι σαν άτομο αλλά σαν τάξη).


Επομένως, με τον αγώνα, με την αντίσταση ενάντια στ’ αφεντικά, οι εργάτες μπορούν, ως ένα βαθμό, να εμποδίσουν την επιδείνωση των συνθηκών της ζωής τους καθώς και να επιτύχουν πραγματικές βελτιώσεις. Και η ιστορία του εργατικού κινήματος έχει ήδη αποδείξει αυτήν την αλήθεια. Δεν πρέπει όμως να υπερβάλλουμε όσον αφορά αυτήν την πάλη ανάμεσα στους εργαζόμενους και τ’ αφεντικά η οποία διεξάγεται αποκλειστικά στο οικονομικό πεδίο. Τα αφεντικά μπορούν να υποχωρήσουν και πολύ συχνά υποχωρούν όταν αντιμετωπίζουν τα με επιμονή διεκδικούμενα αιτήματα των εργαζομένων, αρκεί βέβαια αυτά τα αιτήματα να μην θεωρηθούν «υπερβολικά». Αν, όμως, οι εργαζόμενοι προβάλλουν αιτήματα (και είναι επιτακτικό κάτι τέτοιο) που απορροφούν όλο το κέρδος των αφεντικών και αποτελούν, στην ουσία, μια έμμεση μορφή απαλλοτρίωσης, είναι σίγουρο ότι τα αφεντικά θα ζητήσουν τη βοήθεια της κυβέρνησης και θα χρησιμοποιήσουν βία για να υποχρεώσουν τους εργαζόμενους να παραμείνουν στην κατάσταση των μισθωτών σκλάβων.


Και πριν ακόμα, πολύ πριν οι εργάτες μπορούν να ελπίζουν ότι θα λαμβάνουν όλο το προϊόν της εργασίας τους, ο οικονομικός αγώνας καθίσταται ανίκανος να εξασφαλίσει τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου.


Οι εργάτες παράγουν τα πάντα και χωρίς την εργασία τους, η ζωή θα ήταν ανέφικτη. Φαίνεται, λοιπόν, ότι αρνούμενοι να εργαστούν οι εργαζόμενοι μπορούν να επιβάλλουν όλα τους τα αιτήματα. Αλλά η συνένωση όλων των εργαζομένων, ακόμη και σ’ ένα μόνο επάγγελμα, ακόμη και σε μια μόνο χώρα, πολύ δύσκολα πραγματοποιείται –στη συνένωση των εργαζομένων αντιπαρατίθεται η συνένωση των αφεντικών. Οι εργαζόμενοι ζουν εγκλωβισμένοι στην καθημερινότητα κι όταν δεν εργάζονται στερούνται ακόμα και το ψωμί. Ενώ τ’ αφεντικά μέσω του χρήματος, έχουν στη διάθεσή τους όλων των ειδών τα αγαθά και μπορούν να περιμένουν πότε θα πέσουν στα πόδια τους οι εργάτες.


Η ανακάλυψη ή η χρησιμοποίηση νέων μηχανών καθιστά άχρηστη την εργασία πάρα πολλών εργαζομένων, αυξάνοντας έτσι τις στρατιές των ανέργων, οι οποίοι εξαναγκάζονται από την πείνα να πουλάνε την εργασία τους σ’ οποιαδήποτε τιμή. Η μετανάστευση δημιουργεί αμέσως μεγάλα προβλήματα στις χώρες όπου επικρατούν καλύτερες συνθήκες εργασίας, γιατί οι ορδές των πεινασμένων εργατών, θέλοντας και μη, προσφέρουν στ’ αφεντικά την ευκαιρία να μειώνουν δραστικά τους μισθούς. Κι όλα αυτά, που απορρέουν αναγκαστικά από το καπιταλιστικό σύστημα, κατορθώνουν να εξουδετερώσουν και συχνά να καταστρέψουν κάθε ανάπτυξη της εργατικής συνείδησης και αλληλεγγύης. Έτσι κι αλλιώς, όμως, το ουσιαστικό είναι ότι, στο καπιταλιστικό σύστημα, η παραγωγή οργανώνεται από τον κάθε καπιταλιστή για δικό του λογαριασμό και όχι, φυσικά, για την ικανοποίηση των αναγκών των εργαζομένων.


Κατά συνέπεια, το χάος, η κατασπατάληση των ανθρώπινων δυνάμεων, η οργανωμένη σπανιότητα των αγαθών, οι άχρηστες κι επικίνδυνες εργασίες, η ανεργία, η εγκατάλειψη της γης, η ελλιπής χρήση των μηχανών, κτλ., είναι πράγματα που δεν μπορούν να αποφευχθούν παρά μόνο αν αφαιρεθούν τα μέσα παραγωγής από τους καπιταλιστές και επομένως, αν φύγει απ΄ τα χέρια τους η οργάνωση της παραγωγής. Πολύ γρήγορα, λοιπόν, οι εργαζόμενοι που θέλουν να απελευθερωθούν, ή απλά να βελτιώσουν ριζικά τις συνθήκες ζωής τους, συνειδητοποιούν την ανάγκη να υπερασπιστούν τον εαυτό τους ενάντια στις επιθέσεις της κυβέρνησης, την ανάγκη να επιτεθούν ενάντια στην κυβέρνηση η οποία, με το να νομιμοποιεί το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και να το προστατεύει με την κτηνώδη βία, αποτελεί τεράστιο εμπόδιο που πρέπει να συντριβεί με τη βία αν δεν θέλουμε να παραμείνουμε για πάντα εγκλωβισμένοι στις τωρινές ή και σ’ ακόμη χειρότερες συνθήκες ζωής.


Απ’ τον οικονομικό αγώνα πρέπει να περάσουμε στον πολιτικό αγώνα, δηλαδή, στον αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση. Κι αντί ν’ αντιπαλεύουμε τα εκατομμύρια των καπιταλιστών με τις δεκάρες που δύσκολα συγκεντρώνονται απ’ τους εργάτες, θα πρέπει να αντιπαρατάξουμε στα ντουφέκια και τα κανόνια, που υπερασπίζονται την ιδιοκτησία, τα πιο αποτελεσματικά μέσα που θα μπορέσει να βρει ο λαός για ν’ αντιτάξει βία στη βία.




4. Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ


Όταν λέμε «πολιτικός αγώνας» εννοούμε τον αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση. Η κυβέρνηση είναι το σύνολο που αποτελείται από όλους εκείνους οι οποίοι κατέχουν την εξουσία, όπως κι αν την έχουν αποκτήσει, να φτιάχνουν τους νόμους και να τους επιβάλλουν στους κυβερνώμενους, δηλαδή, στο λαό. Η κυβέρνηση είναι συνέπεια του πνεύματος κυριαρχίας και βίας με το οποίο ορισμένοι άνθρωποι επιβλήθηκαν πάνω στους άλλους και ταυτόχρονα δημιούργημα και δημιουργός των προνομίων καθώς και φυσικός υπερασπιστής τους.


Είναι εντελώς λαθεμένο αυτό που λέγεται σήμερα ότι η κυβέρνηση παίζει το ρόλο του προστάτη του καπιταλισμού, ενώ όταν θα έχει καταργηθεί ο καπιταλισμός θα γίνει ο εκπρόσωπος και διαχειριστής των συμφερόντων όλων των ανθρώπων. Πρώτ’ απ’ όλα, ο καπιταλισμός δεν θα καταστραφεί παρά μόνο όταν οι εργάτες, αφού απαλλαγούν απ’ την κυβέρνηση, πάρουν στα χέρια τους όλον τον κοινωνικό πλούτο και οργανώσουν από μόνοι τους την παραγωγή και την κατανάλωση για το συμφέρον όλων, χωρίς να περιμένουν ν’ αναληφθεί ή σχετική πρωτοβουλία από καμιά κυβέρνηση που, και να το θέλέι, είναι ανίκανη να το κάνει.


Υπάρχει, όμως, κι ένα άλλο πρόβλημα: αν καταργηθεί ο καπιταλισμός χωρίς να καταργηθεί και η κυβέρνηση, η κυβέρνηση παραχωρώντας όλων των ειδών τα προνόμια δεν θα παραλείψει να δημιουργήσει εκ νέου τον καπιταλισμό. Μην μπορώντας να ικανοποιήσει όλον τον κόσμο, η κυβέρνηση θα έχει ανάγκη μιας οικονομικά ισχυρής τάξης που θα την υποστηρίζει σ’ αντάλλαγμα για τη νομική και υλική προστασία που θ’ απολαμβάνει.


Κατά συνέπεια, δεν μπορούν να καταργηθούν τα προνόμια και να θεμελιωθεί οριστικά η ελευθερία και η κοινωνική ισότητα χωρίς να καταργηθεί ταυτόχρονα και η κυβέρνηση –όχι αυτή ή εκείνη η κυβέρνηση αλλά αυτός καθαυτός ο θεσμός της κυβέρνησης. Για αυτό το θέμα, όπως και για όλα τα ζητήματα που αναφέρονται στο γενικό συμφέρον, είναι αναγκαία η συγκατάθεση όλων των ανθρώπων. Επομένως, πρέπει να συγκεντρώσουμε όλες μας τις προσπάθειες στο να πείσουμε τους ανθρώπους ότι η κυβέρνηση είναι άχρηστη και επιβλαβής και ότι μπορούμε να ζήσουμε καλύτερα τη ζωή μας χωρίς κυβερνήσεις.


Αλλά, όπως είπαμε τόσες φορές μέχρι τώρα, απλά και μόνο η προπαγάνδα δεν μπορεί να επιτύχει όλα αυτά και αν αρκεστούμε μόνο στο να προπαγανδίζουμε ενάντια στην κυβέρνηση περιμένοντας με σταυρωμένα χέρια την ημέρα που οι άνθρωποι θα έχουν πειστεί για τη δυνατότητα και τη χρησιμότητα της ολοκληρωτικής καταστροφής όλων των ειδών των κυβερνήσεων, αυτή η μέρα δεν θα έλθει ποτέ.


Ενώ πρέπει να καταγγέλλουμε πάντα όλων των ειδών τις κυβερνήσεις, ενώ θα απαιτούμε πάντα την απόλυτη ελευθερία, ταυτόχρονα θα πρέπει να υποστηρίζουμε όλους τους αγώνες για επί μέρους ελευθερίες, μια και είμαστε πεπεισμένοι ότι με τον αγώνα μαθαίνει κανείς να αγωνίζεται. Αρχίζοντας να απολαμβάνει κανείς λίγη ελευθερία, καταλήγει να τη θέλει ολόκληρη, την απόλυτη ελευθερία. Πρέπει να τασσόμαστε πάντα μαζί με το λαό κι όταν δεν καταφέρνουμε να κάνουμε το λαό να θέλει πολλά, πρέπει να επιμένουμε για να τον πείσουμε να θέλει, τουλάχιστον κάτι. Και πρέπει να καταβάλλουμε όλες μας τις προσπάθειες για να τον κάνουμε να καταλάβει πως μπορεί ν’ αποκτήσει ότι θέλει από μόνος του –πολλά ή λίγα- και ότι θα πρέπει να μισεί και να περιφρονεί όποιον συμμετέχει, ή αποβλέπει να συμμετάσχει, σ’ οποιαδήποτε κυβέρνηση.


Αφού σήμερα η κυβέρνηση έχει τη δύναμη να ρυθμίζει, μέσω των νόμων την κοινωνική ζωή και να διευρύνει ή να περιορίζει την ελευθερία των πολιτών και επειδή δεν είμαστε ακόμα ικανοί να της αφαιρέσουμε αυτήν την δύναμη, πρέπει να προσπαθούμε να περιορίζουμε τη δύναμη και την εξουσία της και να υποχρεώνουμε τις κυβερνήσεις να τη χρησιμοποιούν μ’ όσο γίνεται λιγότερο επιβλαβείς τρόπους.


Αλλά αυτό θα πρέπει πάντα να το κάνουμε παραμένοντας εκτός κι εναντίον της κυβέρνησης, πιέζοντας την με την κινητοποίησή μας μέσα στους δρόμους, απειλώντας να πάρουμε με τη βία αυτά που ζητάμε. Δεν πρέπει ποτέ να αποδεχθούμε καμιά νομοθετική λειτουργία, ούτε σ’ εθνική ούτε σε τοπική κλίμακα: γιατί αν κάνουμε κάτι τέτοιο, θα εξουδετερώσουμε κάθε αποτελεσματικότητα της δράσης μας και θα προδώσουμε το μέλλον της υπόθεσής μας. Ο αγώνας ενάντια στην κυβέρνηση είναι σε τελευταία ανάλυση, αγώνας άμεσα υλικός.


Οι κυβερνήσεις φτιάχνουν τους νόμους. Επομένως, πρέπει να διαθέτουν τις υλικές δυνάμεις (αστυνομία και στρατός) για να επιβάλλουν αυτούς τους νόμους. Γιατί διαφορετικά μόνο όσοι το θέλουν θα υπακούν και έτσι δεν θα πρόκειται πια για νόμους αλλά για απλές προτάσεις που θα έχουν όλοι το δικαίωμα να τις αποδέχονται ή να τις απορρίπτουν. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις διαθέτουν αυτές τις δυνάμεις και τις χρησιμοποιούν για να ενισχύουν την κυριαρχία τους και για να υπηρετούν τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων, ασκώντας την καταπίεση και την εκμετάλλευση σε βάρος των εργαζομένων.


Το μόνο που μπορεί να περιορίσει την καταπίεση, που ασκεί η κυβέρνηση, είναι η δύναμη που μπορεί να αντιπαρατάξει ο ίδιος ο λαός. Η σύγκρουση μπορεί να είναι φανερή ή κεκαλυμμένη ωστόσο, πρόκειται πάντα για σύγκρουση αφού ο κυβερνήσεις δε δίνουν καμιά σημασία στη δυσαρέσκεια και την αντίσταση του λαού παρά μόνο όταν αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της επανάστασης.


Όταν ο λαός υπακούει πειθήνια στους νόμους ή οι διαμαρτυρίες του είναι ασθενικές και περιορίζονται στα λόγια, η κυβέρνηση φροντίζει για τα δικά της συμφέροντα και αγνοεί εντελώς τις ανάγκες του λαού όταν οι διαμαρτυρίες είναι έντονες, επίμονες, απειλητικές, η κυβέρνηση, ανάλογα με το πόση κατανόηση μπορεί να δείξει, υποχωρεί ή καταφεύγει στην καταστολή. Κι έτσι πάντα επανερχόμαστε στο θέμα της εξέγερσης, γιατί αν η κυβέρνηση υποχωρήσει, τότε ο λαός αποκτά αυτοπεποίθηση και απαιτεί ολοένα και περισσότερα, μέχρι που η ασυμφιλίωτη αντίθεση ανάμεσα στην ελευθερία και την εξουσία να γίνει τόσο φανερή ώστε ν’ αρχίσει η ένοπλη πάλη.


Για αυτόν ακριβώς το λόγο, είναι απαραίτητο να είμαστε έτοιμοι, τόσο ηθικά όσο και υλικά, ώστε όταν συμβεί κάτι τέτοιο, όταν ξεσπάσει η ένοπλη πάλη, ο λαός να βγει νικητής. Η νικηφόρα επανάσταση είναι ο σημαντικότερος παράγοντας για τη λαϊκή χειραφέτηση, γιατί απ’ τη στιγμή που οι άνθρωποι θα απαλλαγούν απ’ το ζυγό της καταπίεσης θα μπορέσουν να δημιουργήσουν από μόνοι τους, τους θεσμούς που θα θεωρούν καλύτερους. Η απόσταση ανάμεσα στο νόμο (που μένει πάντα πίσω) και το επίπεδο πολιτισμού που έχει κατακτήσει η μάζα του πληθυσμού διανύεται με ένα άλμα. Η εξέγερση καθορίζει την επανάσταση, δηλαδή, το αιφνίδιο ξέσπασμα των λανθανουσών δυνάμεων που συσσωρεύτηκαν στη διάρκεια της προηγούμενης «εξελικτικής» περιόδου.


Όλα εξαρτώνται απ’ το τι θέλουν οι άνθρωποι. Κατά τις εξεγέρσεις του παρελθόντος, αγνοώντας τις πραγματικές αιτίες της δυστυχίας τους, ήθελαν πάντα πολύ λίγα και κέρδισαν ελάχιστα.




Τι θα θέλουν στις επόμενες εξεγέρσεις;


Η απάντηση εξαρτάται, εν μέρει, απ’ την αξία της προπαγάνδας μας και τις δικές μας προσπάθειες. Πρέπει να παρακινούμε το λαό ν’ απαλλοτριώσει τα αφεντικά και να αποδώσει όλα τα αγαθά στην κοινή κατοχή, να οργανώσει την κοινωνική ζωή από μόνος τους, με τις ελεύθερα δημιουργημένες ενώσεις του, δίχως να περιμένει διαταγές από κανένα, ν’ αρνηθεί να διορίσει ή ν’ αναγνωρίσει οποιαδήποτε κυβέρνηση, ν’ αρνηθεί κάθε θεσμοποιημένο σώμα, όποια μορφή κι αν έχει (συντακτική συνέλευση, δικτατορία, κλπ.) έστω και προσωρινή, που παρέχει στον εαυτό του το δικαίωμα να φτιάχνει νόμους και να επιβάλλει τη θέλησή του στους άλλους.


Κι αν η μάζα του πληθυσμού δεν ανταποκριθεί στις εκκλήσεις μας, εμείς – εν ονόματι του δικαιώματός μας να είμαστε ελεύθεροι ακόμα κι όταν οι άλλοι θέλουν να είναι σκλάβοι, και για να δώσουμε το παράδειγμα – πρέπει να βάλουμε σε εφαρμογή όσο περισσότερες από τις ιδέες μας μπορούμε : να μην αναγνωρίσουμε την νέα κυβέρνηση, να κρατήσουμε ζωντανή την αντίσταση, να επιδιώξουμε ώστε οι κοινότητες που αποδέχονται ως ένα βαθμό τις ιδέες μας να γίνουν αναρχικές κοινότητες, απορρίπτοντας κάθε κυβερνητική παρέμβαση και θεμελιώνοντας ελεύθερες συμφωνίες με τις άλλες κοινότητες που θέλουν να ζήσουν εντελώς αυτόνομα.


Πρέπει, πάνω απ΄ όλα, ν΄ αντιταχθούμε στην ανασύσταση της αστυνομίας και του στρατού, και να χρησιμοποιούμε κάθε ευκαιρία για να παρακινήσουμε τους εργαζόμενους να εκμεταλλευτούν την απουσία κατασταλτικών δυνάμεων για να επιβάλλουν όσο γίνεται περισσότερες απ΄ τις ακραίες διεκδικήσεις τους.


Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα του αγώνα, πρέπει να συνεχίσουμε τον αγώνα ενάντια στην κατέχουσα τάξη και τους κυβερνώντες χωρίς την παραμικρή διακοπή, έχοντας πάντα στο μυαλό μας την πλήρη οικονομική, πολιτική και ηθική χειραφέτηση όλης της ανθρωπότητας.




5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ


Επομένως, θέλουμε, να καταργήσουμε εντελώς την κυριαρχία και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Θέλουμε τους ανθρώπους ενωμένους και συναδελφωμένους με μια απόλυτα συνειδητή αλληλεγγύη, να συνεργάζονται εκούσια για την ευημερία όλων. Θέλουμε να έχει η κοινωνία ως βασικό σκοπό την παροχή σε όλους των μέσων για την πραγμάτωση όσων γίνεται μεγαλύτερης ευημερίας, όσο γίνεται μεγαλύτερης ηθικής και πνευματικής ανάπτυξης. Θέλουμε ψωμί, ελευθερία, έρωτα και γνώση για όλους.


Και για να πραγματοποιήσουμε αυτούς τους σημαντικούς σκοπούς, είναι αναγκαίο κατά τη γνώμη μας να τεθούν τα μέσα παραγωγής στη διάθεση όλων ‘ κανένας άνθρωπος (και καμιά ομάδα ανθρώπων) να μην είναι σε θέση να εξαναγκάζει τους άλλους να υπακούουν στη θέληση του και να μην ασκεί καμιά επιρροή πέρα από εκείνη που βασίζεται στη λογική και στη δύναμη του παραδείγματος. Επομένως, απαλλοτρίωση των κατόχων της γης και του κεφαλαίου προς όφελος όλων και κατάργηση των κυβερνήσεων. Και όσο θα περιμένουμε την ημέρα που θα καταστεί εφικτή η πραγμάτωση αυτού του σκοπού : προπαγάνδιση των ιδεών μας. Οργάνωση των λαϊκών δυνάμεων. Αδιάκοπος αγώνας, βίαιος ή μη βίαιος ανάλογα με τις συνθήκες, ενάντια στην κυβέρνηση και ενάντια στην τάξη των αφεντικών για να κατακτήσουμε όσο γίνεται περισσότερη ελευθερία και ευημερία για όλους.




* Πρώτη δημοσίευση: αντιεξουσιστικό περιοδικό ‘’ Μαύρος Ήλιος ‘’, 1/10 /1981 


πηγή : Ελευθεριακός Κόσμος : http://eleftheriakos.gr/node/325 

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

"H Άνοιξη αντιμετωπίζει το χειμώνα", του Mike Davis



























Eισαγωγή

Στις μεγάλες αναταραχές, οι αναλογίες “πετούν σαν οβίδες”. Οι ηλεκτρισμένες διαδηλώσεις του 2011- η εν εξελίξει αραβική άνοιξη, το «καυτό» ιβηρικό και ελληνικό καλοκαίρι, το κύμα «καταλήψεων»  στις Ηνωμένες Πολιτείες-αναπόφευκτα έρχονται σε σύγκριση με τις μεγαλειώδεις χρονιές του 1848, του 1905, του 1968 και του 1989. Σίγουρα μερικά θεμελιώδη πράγματα εξακολουθούν να ισχύουν, αλλά και κλασικά μοτίβα επαναλαμβάνονται. Τύραννοι τρέμουν, αλυσίδες σπάνε και τα παλάτια δέχονται έφοδο. Οι δρόμοι μετατρέπονται σε μαγικά εργαστήρια όπου δημιουργούνται πολίτες και σύντροφοι, και οι ριζοσπαστικές ιδέες μπορούν και αποκτούν ξαφνικά τελλουρική δύναμη. Τη θέση της Iskra παίρνει πλέον το Facebook.

Αλλά θα μπορέσει αυτός ο νέος κομήτης διαμαρτυρίας να δείξει αντοχή στο χειμωνιάτικο ουρανό ή πρόκειται για μία εξαιρετικά σύντομη και εκθαμβωτική βροχή μετεωριτών; Δεδομένου ότι η μοίρα των προηγούμενων αναβληθεισών επαναστατικών  ημερών μας έχει προειδοποιήσει πως η άνοιξη είναι η μικρότερη των εποχών, ειδικά όταν οι Κομμουνάροι αγωνίζονται στο όνομα ενός «διαφορετικού κόσμου», για τον οποίο δεν έχουν ακόμη κανένα πραγματικό σχέδιο ή έστω μία εξιδανικευμένη εικόνα.

Ίσως, όμως, αυτό να έρθει αργότερα. Προς το παρόν, η επιβίωση των νέων κοινωνικών κινημάτων -των καταληψιών, των αγανακτισμένων, τα μικρά ευρωπαϊκά αντι-καπιταλιστικά κόμματα και η αραβική νέα αριστερά- απαιτείται να ριζώσει σε μία μαζική αντίσταση απέναντι στην παγκόσμια οικονομική καταστροφή, πράγμα το οποίο με τη σειρά του, προϋποθέτει , ας είμαστε ειλικρινείς, ότι η σημερινή διάθεση για «οριζοντιότητα» μπορεί να φιλοξενήσει τελικά μία αρκετά πειθαρχημένη «καθετότητα», για να συζητήσει  και να θεσπίσει την οργάνωση  στρατηγικών. Πρόκειται για ένα τρομακτικά μεγάλο δρόμο, μόνο για να φτάσουμε στα σημεία εκκίνησης των προηγούμενων προσπαθειών για την οικοδόμηση ενός νέου κόσμου. Αλλά μια νέα γενιά έχει τουλάχιστον ξεκινήσει αυτό το ταξίδι και μάλιστα γενναία.

Θα μπορέσει η εμβάθυνση της οικονομικής κρίσης, που καταπίνει το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη να επιφέρει μια κατ ‘ανάγκη παγκόσμια ανανέωση της Αριστεράς; Τα σημεία που ακολουθούν αντανακλούν τις προσωπικές μου εικασίες. Σχεδιασμένα να υποκινήσουν τη συζήτηση, είναι απλά μια εξωτερίκευση των σκέψεων μου για μερικές από τις ιστορικές ιδιαιτερότητες των γεγονότων του 2011 και για τα αποτελέσματα που μπορούν να διαμορφωθούν τα επόμενα χρόνια. Η βασική παραδοχή βασίζεται στο ότι η Δεύτερη Πράξη αυτού του δράματος θα περιλαμβάνει ως επί το πλείστον σκηνές χειμώνα, αφού θα παίζεται με φόντο την κατάρρευση των οικονομικά αναπτυσσόμενων χωρών BRIC, καθώς και  τη συνέχιση της στασιμότητας σε Ευρώπη και  Ηνωμένες Πολιτείες.

 

1. Kαπιταλιστικοί εφιάλτες

Πρώτον, πρέπει να αποδώσουμε φόρο τιμής στο φόβο και στον πανικό που κατέκλυσε τα υψηλά τραπέζια του καπιταλισμού. Αυτό που ήταν αδιανόητο μόλις πριν από ένα χρόνο, ακόμη και για τους περισσότερους μαρξιστές, είναι σήμερα ένα φάντασμα που στοιχειώνει τις γνώμες στις σελίδες του επιχειρηματικού Τύπου: η επικείμενη καταστροφή ενός μεγάλου μέρους του θεσμικού πλαισίου της παγκοσμιοποίησης και η υπονόμευση της μετά το 1989 διεθνούς τάξης. Υπάρχει αυξανόμενη ανησυχία ότι η κρίση της Ευρωζώνης, ακολουθούμενη από μια συγχρονισμένη παγκόσμια ύφεση, θα μπορούσε να μας επιστρέψει σε έναν κόσμο της δεκαετίας του 1930, των ημι-αυταρχικών νομισματικών και εμπορικών συνασπισμών, σπαρασσόμενων από εθνικιστικές αντιθέσεις. Η ηγεμονική ρύθμιση του χρήματος και της ζήτησης, σε αυτό το σενάριο, θα πάψει να υφίσταται: οι ΗΠΑ είναι πολύ αδύναμες,  η Ευρώπη είναι πολύ αποδιοργανωμένη και η Κίνα, με πήλινα πόδια, επίσης πολύ εξαρτημένη από τις εξαγωγές. Κάθε δεύτερη βαθμίδα εξουσίας θα ήθελε το δικό της  πολιτικό «ασφαλιστικό συμβόλαιο» από εμπλουτισμένο ουράνιο- οι περιφερειακοί πυρηνικοί πόλεμοι θα είναι πιθανοί. Τραβηγμένο; Ίσως, αλλά έτσι προκύπτει από ένα ταξίδι στο χρόνο πίσω στις θορυβώδεις ημέρες της δεκαετίας του 1990. Τα «αναλογικά» μυαλά μας απλά δεν μπορούν να λύσουν όλες τις διαφορικές εξισώσεις που προκύπτουν από τον διαφαινόμενο κατακερματισμό της Ευρωζώνης ή από την καμένη “φλάντζα” στην κινεζική μηχανή ανάπτυξης. Παρότι η έκρηξη της Wall Street το 2008 μπορούσε περισσότερο ή λιγότερο να έχει προβλεφθεί με ακρίβεια από διάφορους εμπειρογνώμονες, αυτό που τώρα σπεύδει καταπάνω μας κινείται πέραν των προβλέψεων οποιασδήποτε Κασσάνδρας ή, εδώ που τα λέμε, ακόμα και τρίων Καρλ Μαρξ.

 

2. Από τη SAIGON στην KABUL

Εάν η νεοφιλελεύθερη αποκάλυψη όντως πλησιάζει, η Ουάσιγκτον και η Wall Street θα πρέπει να θεωρηθούν ως οι επικεφαλής “άγγελοι εξολόθρευσης”, έχοντας ταυτόχρονα ανατινάξει τόσο το χρηματοπιστωτικό συστήμα στον Βόρειο Ατλαντικό  όσο και τη Μέση Ανατολή (και έχοντας παράλληλα τορπιλίσει κάθε ευκαιρία μετρίασης της κλιματικής καταστροφής). Οι επιδρομές του Μπους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν μπορεί να θεωρηθούν σε μια ιστορική αναδρομή ως κλασσικές πράξεις ύβρεως: γρήγορες νίκες τεθωρακισμένων και ψευδαισθήσεις μίας παντοδυναμίας, ακολουθήθηκαν από μεγάλους πολέμους φθοράς και θηριωδίας, οι οποίοι ελλόχευαν κινδύνους και έληξαν τόσο άσχημα για την  Ουάσιγκτον, όπως και η επιχείρηση της Μόσχας στον ποταμό ‘Οξο, πριν από ένα τέταρτο του αιώνα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν συναντήσει εμπόδια σε ένα μέτωπο από Ταλιμπάν, που υποστηρίζονται από το Πακιστάν, και από την άλλη από Σιίτες, που υποστηρίζονται από το Ιράν. Παρά το γεγονός ότι εξακολουθούν να εντασσονται στους συμμάχους του Ισραήλ, που είναι σε θέση να γεμίσει τον ουρανό με δολοφονικά τηλεκατευθυνόμενα αεροκάφη ή να  συντονίσει μια θανατηφόρα επίθεση του ΝΑΤΟ, η Ουάσιγκτον δεν μπόρεσε να εγγυηθεί την ασυλία των αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ, περιορίζοντας τον αριθμό των στρατιωτών στα έδαφη σύνδεσης με τη Μέση Ανατολή. Επιπλέον, οι δημοκρατικές εξεγέρσεις στην Τυνησία και την Αίγυπτο υποχρέωσαν τον Ομπάμα και τον Κλίντον να χειροκροτούν ευγενικά τον αποκεφαλισμό δύο εκ των ευνοημένων καθεστώτων τους.

Το προφανές μέρισμα της υποχώρησης -μια πιο ορθολογική εξισορρόπηση της αμερικανικής  στρατιωτικής δύναμης με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των δημόσιων δαπανών, αλλά και της παγκόσμιας οικονομικής επιρροής –  εξακολουθεί να είναι όμηρος των τρελών σχεδίων που εκκολάπτονται στο Τελ Αβίβ ή μιας θανάσιμης απειλής για το Σαουδικό απολυταρχισμό. Αν και τα μεγάλα αποθεματικά πετρελαίου του Καναδά και τα σχιστολιθικά αέρια στο Αλεγκένι  μειώνουν την αμερικανική εξάρτηση από το πεδίο της Μέσης Ανατολής, δεν αποδεσμεύουν όμως την αμερικανική οικονομία, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι, από τον κόσμο της αγοράς των ενεργειακών τιμών, όπως αυτός καθορίζεται από την πολιτική στις χώρες του Κόλπου.

 

3. ‘Ενα Αραβικό 1848

Η ημιτελής Αραβική πολιτική επανάσταση είναι επική τόσο στο πεδίο διεξαγωγής της, όσο και στην κοινωνική ενέργειά της, μία ιστορική έκπληξη συγκρίσιμη με το 1848 ή με το 1989. Πρόκειται για την αναμόρφωση της γεωπολιτικής της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, αφήνοντας το Ισραήλ ως ένα ξεπερασμένο προπύργιο του Ψυχρού Πολέμου (και συνεπώς πιο επικίνδυνο και απρόβλεπτο από ποτέ), επιτρέποντας συγχρόνως στην Τουρκία, την υποτιμημένη από την ΕΕ (όχι και τόσο κακό πράγμα, όπως τελικά αποδεικνύεται), να διεκδικήσει εκ νέου μια κεντρική επιρροή στα κάποτε οθωμανικά εδάφη. Στην Αίγυπτο και την Τυνησία, οι εξεγέρσεις βοήθησαν επίσης να επανακτηθεί η αυθεντική έννοια της δημοκρατίας από τις  «λογοκριμένες» εκδόσεις που λιανικώς πουλούσε το ΝΑΤΟ. Προβοκατόρικες παραλληλίες θα  μπορούσαν  να τις συγκρίνουν με « επαναστάσεις λουλουδιών», του παρελθόντος και του παρόντος.Όπως το 1848 και το 1989, η Αραβική μέγα-Ιντιφάντα αποτέλεσε μία αλυσιδωτή εξεγερτική αντίδραση εναντίον ενός περιφερειακού αυταρχικού συστήματος, με την Αίγυπτο να μπορεί να παραλληλιστεί με τη Γαλλία στο πρώτο παράδειγμα και ίσως με την Ανατολική Γερμανία στο δεύτερο. Ο ρόλος της “αντι-επαναστατικής” Ρωσίας σήμερα παίζεται από τη Σαουδική Αραβία και τα εμιράτα του Κόλπου. Η Τουρκία υποδύεται τη φιλελεύθερη Αγγλία ως ένα περιφερειακό μοντέλο του μέτριου κοινοβουλευτισμού και της οικονομικής επιτυχίας, ενώ οι Παλαιστίνιοι (τραβώντας την αναλογία σε οριακό σημείο) γίνονται μία ρομαντική χαμένη υπόθεση, όπως οι Πολωνοί. Οι Σιίτες, οργισμένοι αουτσάιντερ όπως οι Σλοβάκοι και οι Σέρβοι. (Οι Financial Times, από την πλευρά τους, πρόσφατα ενθάρρυναν τον Ομπάμα να σκέφτεται όπως ο «νέος Μέτερνιχ»).

Αξίζει να τριφτεί κανείς μέσα από τις ογκώδεις γραφές του Μαρξ και του Ένγκελς για το  1848 (όπως και με μετέπειτα κείμενα του Τρότσκι) σε αναζήτηση των βαθύτερων γνώσεων της Θεμελιώδους Μηχανικής τέτοιων επαναστάσεων. Ένα παράδειγμα είναι η πεποίθηση του Μαρξ, η οποία μετατρέπεται με την πάροδο του χρόνου σε δόγμα, ότι καμία επανάσταση στην Ευρώπη – δημοκρατική ή σοσιαλιστική- δεν θα μπορούσε να είναι επιτυχής μέχρι η Ρωσία είτε να ηττηθεί σε ένα μεγάλο πόλεμο είτε να φέρει την επανάσταση εκ των έσω. Αντικαταστείστε τη Ρωσία με τη Σαουδική Αραβία και η θέση αυτή βγάζει ακόμα νόημα.


4. Το κόμμα του λαού

Το πολιτικό Ισλάμ κερδίζει μια λαϊκή εντολή τόσο σαρωτική (αν ίσως όχι και τόσο  μακράς διαρκείας), όπως αυτή που δόθηκε στα γεγονότα του 1989 στους ανατολικούς ευρωπαίους φιλελεύθερους. Δεν θα μπορούσε και να είναι διαφορετικά. Κατά τη διάρκεια του τελευταίου μισού αιώνα, το Ισραήλ, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σαουδική Αραβία -οι δύο πρώτες εισβάλλοντας, η τρίτη προσηλυτίζοντας -έχουν σχεδόν επιφέρει κοσμική καταστροφή στην πολιτική του αραβικού κόσμου. Πράγματι, με την αναπόφευκτη διάλυση του τελευταίου  Μπααθικού στο καταφύγιό του στη Δαμασκό, τα μεγάλα παναραβικά πολιτικά κινήματα της δεκαετίας του 1950 (Nασσεριμός, κομμουνισμός, Mπααθισμός, Μουσουλμανική Αδελφότητα) έχουν  κατακερματιστεί  στη Μουσουλμανική  Αδελφότητα και  τους Ουαχάμπι αντιπάλούς της.

Η Αδελφότητα, ειδικά στην αιγυπτιακή γενέτειρά της είναι η απόλυτη γεροντοκόρη των πολιτικών κινημάτων, αφού περίμενε περισσότερα από 75 χρόνια για να πάρει την εξουσία, παρά τη μαζική υποστήριξη που λάμβανε στις περιοχές κατά μήκος του Νείλου, η οποία υπολογίζεται ότι ανερχόταν σε αρκετά εκατομμύρια στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Η μακρά συνέχιση αυτού του παλαίμαχου, πολυ- εθνικού  πολιτικού  κινήματος, σε τουλάχιστον πέντε αραβικές χώρες, είναι επίσης μια από τις βασικές διαφορές μεταξύ της εξέγερσης του 2011 και το Ευρωπαϊκών προηγούμενων. Και στις δύο 1848 και 1989, τα δημοφιλή δημοκρατικά κινήματα κατείχαν μόνο εμβρυϊκά μία πολιτική οργάνωση. Το 1848, στην πραγματικότητα, δεν υπήρχαν μαζικά πολιτικά κόμματα  με τη σύγχρονη έννοια εκτός των Ηνωμένων Πολιτείων. Το 1989-91, από την άλλη πλευρά, το κενό της πολιτικής οργάνωσης και κάποιου που να καταλαβαίνει από “Δημόσιες Σχέσεις”, σύντομα αντικαταστάθηκε από έναν εκφοβισμένο όχλο των Γερμανών συντηρητικών και των κομισάριων της Wall Street, ο οποίος παραγκώνισε το μεγαλύτερο μέρος της πραγματικής ηγεσίας της βάσης.

Η Αδελφότητα, αντίθετα, σιωπηλά ξεπρόβαλε πάνω από την αιγυπτιακή σκηνή, ως άλλη Σφίγγα. Οι μαζικές μετωπικές οργανώσεις της, που λειτουργούν σε καθεστώς ημι-νομιμότητας, έχουν δημιουργήσει εντυπωσιακά στοιχεία ενός εναλλακτικού κράτους συμπεριλαμβανομένων των καίριων δικτύων πρόνοιας για τους φτωχούς. Οι μακρες λίστες των μαρτύρων της (συμπεριλαμβανομένου του «ισλαμικού Λένιν», Sayyid Qutb, που δολοφονήθηκε από τον Νάσερ το 1966) είναι τόσο διαδεδομένες στους περισσότερους ευσεβείς Αιγυπτίους, όπως οι λίστες των βασιλέων στους Άγγλους ή οι κατάλογοι πρόεδρων στους Αμερικανούς. Παρά την τρομακτική εικόνα της στη Δύση, έχει εξελιχθεί ώστε να αγκαλιάζει πτυχές της ελεύθερης αγοράς του Ισλαμισμού, όπως αυτές εκπροσωπούνται από το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης στην Τουρκία.

 

5. Η δεκάτη ογδόη Μπρυμαίρ της Αιγύπτου;

Ωστόσο, όπως παραστατικά αποδεικνύει το πρώτο στάδιο των βουλευτικών εκλογών της Αιγύπτου, η Αδελφότητα δεν μπορεί πλέον να ισχυριστεί ότι είναι ο αποκλειστικός εκπρόσωπος της λαϊκής ευσέβειας. Το ότι το προχειροφτιαγμένο κόμμα Al-Nour των Σαλαφιστών μπόρεσε να κερδίσει περίπου 24 τοις εκατό των ψήφων (σε σύγκριση με 38 τοις εκατό της  Μουσουλμανικής Αδελφότητας) υπογραμμίζει την τρικυμία σε επίπεδο βάσης της αιγυπτιακής κοινωνίας. Πράγματι, οι Σαλαφιστές, παρά την αρχική αποχή τους από την εξέγερση της 25ης Ιανουαρίου, μπορούν και αποτελούν πλέον τη μεγαλύτερη οργάνωση στελεχών στον κόσμο Σουνιτών. Περπατώντας με τα παλιά παπούτσια της Αδελφότητας και αδρά επιδοτούμενοι από τη Riyadh, καλλιεργούν μια δυσοίωνη σύγκρουση με τους Κόπτες και τους Σουφίτες. Η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των δύο ισλαμικών στρατοπέδων κατά πάσα πιθανότητα θα αποφασιστεί τον επόμενο χρόνο από την τιμή του ψωμιού και την πολιτική του στρατού. Αν η Αδελφότητα είχε έρθει στην εξουσία νωρίτερα κατά την τελευταία δεκαετία, η παγκόσμια ανάπτυξη θα είχε ενισχύσει τόσο την ελκυστικότητα όσο και τη δυνατότητα του τουρκικού μονοπατιού. Αλλά δεδομένου ότι όλοι οι ανεμοδείκτες δείχνουν πλέον την αποτυχία, το παράδειγμα της Άγκυρας (όπως και  το μοντέλο της Βραζιλίας στη Νότια Αμερική) μπορεί να απογυμνωθεί από την οικονομική επιτυχία και να χάσει σημαντική περιφερειακή εμβέλεια.

Από την άλλη πλευρά, η δημόσια εικόνα των Σαλαφιτών – άφθαρτη, αντι-πολιτική, θρησκευτική θα μαγνητίζει αυτομάτως λόγω της περαιτέρω εξαθλίωσης και των αντιληπτών  απειλών εναντίον  του Ισλάμ. Κάποια στοιχεία του  αιγυπτιακού στρατού έχουν αναμφίβολα ήδη αναλύσει την «πακιστανική επιλογή» μίας σιωπηρής ή και επίσημης συμμαχίας με τους Σαλαφιστές. Διάφορες συνθήκες μπορεί να ενισχύσουν αυτό το σενάριο: η συνεχιζόμενη αντίσταση των στρατηγών για ουσιώδη μεταβίβαση της εξουσίας, η αδυναμία της Αδελφότητας να εκπληρώσει τις ελάχιστες δημοφιλείς προσδοκίες της οικονομικής ευημερίας, ή μία συμμαχία μεταξύ φιλελεύθερων και αριστερών που θα γίνει ο κριτής των κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών. (Το Ισραήλ, από την πλευρά του, θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει την αιγυπτιακή δημοκρατία με μία μόνο αεροπορική επιδρομή. Πώς θα ανταποκριθούν άραγε τα Σουνιτικά κόμματα σε μια ενδεχόμενη επίθεση στο Ιράν;)

Σε κάθε περίπτωση, η αιγυπτιακή αριστερά έχει μελετήσει τη δέκατη όγδοη Μπρυμαίρ ήδη από τον  Νάσερ. Ξέρει τα πάντα για δημοψηφίσματα, για λούμπεν προλεταριάτο, για Ναπολεόντειους ηγεμόνες και σακιά από πατάτες. Τα γκρουπούσκουλα και τα δικτυά τους, σε συμμαχία με τους εργαζόμενους και τη νεολαία όλων των δογμάτων, αποτέλεσαν  νεύρο της  επανάστασης της 25ης Ιανουαρίου καθώς και της ανακατάληψης της πλατείας Ταχρίρ, το Νοέμβριο. Θα υπάρξει μια ισλαμική-κυβερνητική πλειοψηφία, η οποία να μπορεί να εξασφαλίζει το δικαίωμα των νέων αριστερών και ανεξάρτητων συνδικάτων στο να οργανώνονται  και να προπαγανδίζουν ανοιχτά; Αυτό  θα αποτελέσει τη λυδία λίθο της αιγυπτιακής δημοκρατίας.



6. Η κατάρρευση της Μεσογείου

Η νότια Ευρώπη, εν τω μεταξύ, αντιμετωπίζει την ίδια καταστροφή με τη διαρθρωτική προσαρμογή και την αναγκαστική λιτότητα που βίωσε η Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1980. Οι ειρωνείες είναι δολοφονικές. Αν και η βόρεια-κεντρική Ευρώπη έχει αναπτύξει ξαφνικά μια οξεία περίπτωση αμνησίας, πριν από μερικά χρόνια ο οικονομικός τύπος υμνούσε την Ισπανία, την Πορτογαλία,  ακόμη και την Ελλάδα (καθώς τη μη μέλος της ΕΕ Τουρκία) για τα επιτεύγματά τους στην περικοπή των δημοσίων δαπανών και την ενίσχυση των ρυθμών ανάπτυξης. Στον άμεσο απόηχο της κατάρρευσης της Wall Street, οι φόβοι της ΕΕ είχαν κυρίως επικεντρωθεί στην Ιρλανδία, τη Βαλτική και την Ανατολική Ευρώπη. Η Μεσόγειος στο σύνολό της θεωρήθηκε αρκετά καλά προστατευμένη από το οικονομικό τσουνάμι, που διέσχιζε τον Ατλαντικό με «υπερηχητική» ταχύτητα.

Από την πλευρά της, η Αραβική Μεσόγειος είχε μικρή συμμετοχή στα θρομβωτικά κυκλώματα των επενδυτικών κεφαλαίων και τη συναλλαγή παραγώγων, και ως εκ τούτου είχε ελάχιστη άμεση έκθεση στη χρηματοπιστωτική κρίση. Η νότια Ευρώπη, από τη δική της  πλευρά, είχε γενικά υπάκουες κυβερνήσεις και, στην περίπτωση της Ισπανίας, ισχυρές τράπεζες. Η Ιταλία ήταν απλά πάρα πολύ μεγάλη και πλούσια για να αποτύχει, ενώ η Ελλάδα, αν και αποτελούσε μια ενόχληση, ήταν μια λιλιπούτεια οικονομία (μόλις το 2 τοις εκατό του ΑΕΠ της Ε.Ε.), της  οποίας τα αμαρτήματα ελάχιστα απειλούσαν τις «Χώρες των Γιγάντων». Δεκαοκτώ μήνες αργότερα, γερμανικά και αυστριακά Limbaughs Rush ούρλιαζαν για τις «βασίλισσες πρόνοιας» της Μεσόγειου που εκβίαζαν τους συνετούς αστούς να παραδώσουν τις αποταμιεύσεις τους και να πουλήσουν τα παιδιά τους, έτσι ώστε οι Έλληνες να μπορούν να εξεγείρονται όλη την ημέρα και οι  Ισπανοί να  μπορούν  να  παίρνουν μεγαλύτερες σιέστες.

Ωστόσο, μια πιο εύλογη υπόθεση θα μπορούσε βασιστεί στο ότι η γερμανική επιτυχία στην πραγματικότητα καταστρέφει την Ευρωζώνη. Με το χαμηλό εργατικό κόστος  στην Ανατολή, τα ασύγκριτα πλεονεκτήματα της παραγωγικότητάς της και τον φανατισμό α λα Κίνα- για τα τεράστια πλεονάσματα εξαγωγών, η Γερμανία στην πραγματικότητα υπέρ-ανταγωνίζεται  το «ευρώ-σόι» της  στη νότια Ευρώπη.

Η Ε.Ε. στο σύνολό της, εν τω μεταξύ, τρέχει το μεγαλύτερο πλεόνασμα σε σχέση με τις εξαγωγές της με την Τουρκία και τα μη πετρελαικά κράτη της Βόρειας  Αφρικής (34 $ δις το 2010), εξασφαλίζοντας την εξάρτησή τους από τα εμβάσματα, τον τουρισμό και τις ξένες επενδύσεις για να ισοσκελίσουν τους λογαριασμούς. Ολόκληρη η Μεσόγειος, ως εκ τούτου, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στις κυκλικές διακυμάνσεις της ζήτησης και των επιτοκίων στην Ε.Ε.,  ενώ η Γερμανία, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι άλλες πλούσιες χώρες του Βορρά έχουν σημαντικές δευτερογενείς αγορές που λειτουργούν σαν απορροφητές των σοκ.

Το ευρώ είναι ο σφόνδυλος αυτής της Μεγάλης Ευρώπης των πολλαπλών ταχυτήτων. Για τη Γερμανία, το ευρώ λειτουργεί ως ένα βελτιωμένο γερμανικό μάρκο το οποίο, επειδή είναι λιγότερο ευπρόσβλητο στις αιφνίδιες ανατιμήσεις, διασφαλίζει την ανταγωνιστική τιμολόγηση των γερμανικών εξαγωγών, ενώ εκ των πραγμάτων μέσα στα πλαίσια της οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφαιρεί ελάχιστα από το de facto δικαίωμα αρνησικυρίας του Βερολίνου. Για τους νοτιοευρωπαίους, από την άλλη πλευρά, είναι μία άλλη συμφωνία του Φάουστ, που αποτελεί πόλο έλξης κεφαλαίων σε περιόδους ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας, αλλά αποκλείει τη χρήση των νομισματικών εργαλείων για την καταπολέμηση των εμπορικών ελλειμμάτων και της ανεργίας.

Τώρα που η ιβηρική και ελληνική ευλογιά έχουν μολύνει την Ιταλία και απειλούν και τη Γαλλία, ένα όραμα «σκληρής αγάπης»  της  Ευρώπης του Ευρώ αναδύεται από το Βερολίνο και το Παρίσι: η δημοσιονομική ολοκλήρωση, μέσω της αναθεώρησης της Συνθήκης. Έχοντας ήδη χάσει τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής και έχοντας αναγκαστεί να καταστρέψουν τους δημόσιους τομείς τους υπό την εποπτεία της Ε.Ε. και των τεχνικών του ΔΝΤ, οι χώρες οφειλέτες τώρα καλούνται να αποδεχθούν ένα μόνιμο γαλλο-γερμανικό veto για τους προϋπολογισμούς και τις δημόσιες δαπάνες. Το δέκατο ένατο αιώνα, η Βρετανία έστελνε συχνά ακάτους για να επιβληθεί στις ασυνεπείς χώρες στη Λατινική Αμερική ή την Ασία. Οι Σύμμαχοι προσέδεσαν τη Γερμανία με τον ίδιο τρόπο στις Βερσαλλίες και, ως εκ τούτου, έσπειραν το Τρίτο Ράιχ.

Είτε με το να υποταχθούν σε Σαρκοζί-Μέρκελ είτε επιλέγοντας την χρεωκοπία και την έξοδο από την Ευρωζώνη (και ίσως και την ΕΕ), οι μεσογειακές οικονομίες θα καταδικαστούν σε χρόνια σήψη και υπερ-ανεργία. Όμως, οι πληθυσμοί τους δεν θα πάνε έτσι έυκολα σε αυτό το μεγάλο σκοτάδι. Η Πορτογαλία και η Ελλάδα, έχοντας έρθει πιο κοντά με τις πραγματικές κοινωνικές επαναστάσεις στη δεκαετία του 1970, διατηρούν τους πιο hardcore αριστερούς πολιτισμούς στην Ευρώπη. Στην Ισπανία η νέα συντηρητική κυβέρνηση αποτελεί έναν σημαντικό και «φιλόξενο» στόχο για την αναβίωση της Ενωμένης Αριστεράς και για το πολύ μεγαλύτερο, αλλά ακόμα άμορφο, κίνημα διαμαρτυρίας των νέων. Πράγματι, το σπέρμα του αντι-καπιταλισμού είναι πιθανό να βρεθεί πίσω από τη φλόγα που θα βάλει φωτιά στην ευρωπαική ήπειρο. Αλλά τα αντι-μεταναστευτικά, αντι-Βρυξελλικά δικαίωματα μπορεί να κερδίσουν πολύ περισσότερα από την αριστερά από τη διάλυση της Ευρωζώνης, και να περιβάλουν τα βαγόνια της ΕΕ πάνω σε αυτή τη βάση. Όπως και με τους Σαλαφιστές στην Αίγυπτο ή το Τea Party στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα ευρωπαϊκά νέο-δεξιά κόμματα έχουν την πολιτική ταυτότητα και την οργή των αποδιοπομπαίων τράγων  ήδη συσκευασμένη  «για άμεση παράδοση στο σπίτι». Μια έκτακτη φιλοδοξία για την αντικαπιταλιστική αριστερά στη Δυτική Ευρώπη θα ήταν η ανακατάληψη του πολιτικού χώρου που κατείχαν οι κομμουνιστές για τριάντα χρόνια μετά το 1945. Οι κινήσεις υπό την ηγεσία του Marine Le Pen και Geert Wilders, από την άλλη πλευρά, έχουν βάσιμες ελπίδες για ανάρτηση μίας σοβαρής πρόκλησης ενός πολύ μεγαλύτερου και καλά προικισμένου συντηρητικού franchise στην εθνική πολιτική. Η ανάληψη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στις Ηνωμένες Πολιτείες από την άκρα δεξιά, τους παρέχει ένα εμπνευσμένο πρότυπο.

 

7. Η μηχανή της εξέγερσης

Οι εξεγέρσεις των πανεπιστημιουπόλεων του 1968 στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ είχαν τροφοδοτηθεί πνευματικά και πολιτικά από την επίθεση στο Βιετνάμ, τις εξεγέρσεις ανταρτών στη Λατινική Αμερική, την Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα και τις εξεγέρσεις των γκέτο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ομοίως, οι indignados του τελευταίου έτους έχουν εμπλουτιστεί με αρχέγονη δύναμη από τα παραδείγματα της Τυνησίας και του Καΐρου. (Τα πολλά εκατομμύρια παιδιά και τα εγγόνια των Αράβων μεταναστών στη νότια Ευρώπη κάνουν με ζωντανό και έντονο τρόπο αυτή τη σύνδεση). Ως εκ τούτου, παθιασμένοι εικοσάρηδες καταλαμβάνουν τώρα τις πλατείες και στις δύο όχθες της θεμελιώδους Μεσογείου του Μπροντέλ. Το 1968, ωστόσο, λίγοι από τους λευκούς νέους που διαμαρτύρονταν στην Ευρώπη (με σημαντική εξαίρεση τη Βόρεια Ιρλανδία) και τις Ηνωμένες Πολιτείες μοιράστηκαν τις υπαρξιακές πραγματικότητες των ομολόγων τους στις χώρες του Νότου. Ακόμη και ως βαθιά αποξενωμένοι, οι περισσότεροι θα μπορούσαν να προσβλέπουν στην μετατροπή του κολλεγιακού τους πτυχίου σε μία εύπορη καριέρα της μεσαίας τάξης. Σήμερα, αντίθετα, πολλοί από τους διαδηλωτές στη Νέα Υόρκη, τη Βαρκελώνη και την Αθήνα αντιμετωπίζουν δραματικά χειρότερες προοπτικές από εκείνες των γονιών τους και πιο κοντά σε εκείνες των ομολόγων τους στην Καζαμπλάνκα και την Αλεξάνδρεια. (Μερικοί από τους καταληψίες του Zuccotti Park, αν είχαν αποφοιτήσει πριν από δέκα χρόνια, θα μπορούσαν να οδηγηθούν κατευθείαν σε μισθούς 100.000 δολάριων σε επενδύσεις αντιστάθμισης κινδύνου ή σε μία επενδυτική τράπεζα. Σήμερα εργάζονται στα Starbucks.)

Σε παγκόσμιο επίπεδο, η ανεργία των νέων ενηλίκων κινείται σε επίπεδα ρεκόρ, σύμφωνα με τη ILO- τα ποσοστά κυμαίνονται μεταξύ 25 και 50 τοις εκατό στις περισσότερες από τις χώρες όπου οι νέοι πρωτοστατούν στις διαδηλώσεις. Επιπλέον, στη Βόρεια Αφρική, το χωνευτήρι της αραβικής επανάστασης, ένας βαθμός κολλεγίου είναι αντιστρόφως ανάλογος με την πιθανότητα εύρεσης απασχόλησης. Σε άλλες χώρες, η οικογενειακή επένδυση στην εκπαίδευση, πληρώνει αρνητικά μερίσματα, αν αναλογιστεί κανείς το πραγματικό χρέος που δημιουργεί. Την ίδια στιγμή, η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει γίνει σαφώς πιο περιορισμένη, όπως δραματικό τρόπο εκδηλώνεται στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Χιλή.


8. Ουρές συσσιτίων

Η οικονομική κρίση συνδυάζει τον αποπληθωρισμό των λαϊκών περιουσιακών στοιχείων (τις αξίες των κατοικιών και κατά συνέπεια των ιδίων οικογενειακών κεφαλαίων σε ΗΠΑ, Ιρλανδία, Ισπανία) με έντονο πληθωρισμό στο κόστος βασικών ειδών ζωής, όπως τα καύσιμα και τα τρόφιμα. Στην κλασική θεωρία, όπου οι γενικές τάσεις των τιμών αναμένεται να κινηθούν από κοινού με τον επιχειρηματικό κύκλο, αυτή είναι μια ασυνήθιστη διακλάδωση. Στην πραγματικότητα, μπορεί να εξελιχθεί ακόμα πιο δυσοίωνα. Η κρίση των δανείων υποθήκευσης στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού, βρίσκεται στην καρδιά της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης και θα πρέπει να επιλυθεί είτε με την κρατική παρέμβαση είτε με απλή καταστροφή των απαιτήσεων σε αξία. Η βασική τιμή του αργού πετρελαίου, με τη σειρά της, μπορεί να μειωθεί, μιας και η ανάπτυξη της βιομηχανίας στην Ασία επιβραδύνεται και τα επίπεδα παραγωγής σημειώνουν άνοδο στο Ιράκ. (Η συζήτηση γύρω από την άνοδο του πετρελαίου μου φαίνεται τόσο απροσδιόριστη όσο και ατέρμονη).

Αλλά οι τιμές των τροφίμων φαίνεται να αυξάνονται ως κοσμική τάση, που καθορίζεται από δυνάμεις σε μεγάλο βαθμό εκτός της οικονομικής κρίσης και της βιομηχανικής ύφεσης. Πράγματι, μια αυξανόμενη χορωδία από φωνές εμπειρογνωμόνων προειδοποίουσε από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 ότι η παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια για το σύστημα καταρρέει. Πολλαπλές αιτίες ανατροφοδοτούν όσο και ενισχύουν η μία την άλλη: εκτροπή των σιτηρών για την παραγωγή κρέατος και βιοκαυσίμων, νεοφιλελεύθερη περικοπή των επιδοτήσεων όσον αφορά τα τρόφιμα, αλλά και τη στήριξη των τιμών, αχαλίνωτη κερδοσκοπία στις προθεσμιακές καλλιέργειες και την πρωταρχική γεωργική γη, μείωση των επενδύσεων στη γεωργική έρευνα, ευμετάβλητες τιμές στην ενέργεια, εξάντληση των εδαφών και των υδροφορέων, ξηρασία και την κλιματική αλλαγή και πάει λέγοντας. Στο βαθμό που η βραδύτερη ανάπτυξη θα μειώσει ορισμένες από αυτές τις πιέσεις (για παράδειγμα μειώνοντας την κατανάλωση κρέατος στην Κίνα), ο μεγάλος ρυθμός αύξησης του πληθυσμού- άλλα τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλη τη διάρκεια ζωής των σημερινών διαδηλωτών- θα διατηρήσει τις πιέσεις από την πλευρά της ζήτησης (φυσικά, έχουν προωθηθεί τα GMC ως λύση- θαύμα, αλλά το πιο πιθανό είναι να προωθηθούν για τα αγρο-εταιρικά κέρδη και όχι για τις καθαρές συγκομιδές).

Το αίτημα για «Ψωμί» ήταν το πρώτο στις διαδηλώσεις στην πλατεία Ταχρίρ, με τη λέξη να αντηχεί τόσο δυνατά στην αραβική άνοιξη όπως και στο ρωσικό Οκτώβρη. Οι λόγοι είναι απλοί: οι «μέσοι» Αιγύπτιοι, για παράδειγμα, ξοδεύουν περίπου το 60 τοις εκατό του προϋπολογισμού των οικογενειών τους για το αργό πετρέλαιο (θέρμανση, μαγείρεμα, μεταφορές), για αλεύρι, φυτικά έλαια και ζάχαρη. Το 2008 αυτές οι τιμές των βασικών αγαθών ξαφνικά εκτινάχθηκαν κατά 25 τοις εκατό. Το επίσημο ποσοστό της φτώχειας στην Αίγυπτο απότομα αυξήθηκε κατά 12 τοις εκατό. Εφαρμόστε την ίδια αναλογία σε άλλες χώρες του «μεσαίου εισοδήματος» και ο πληθωρισμός διαγράφει βασικά ένα σημαντικό τμήμα της «αναδυόμενης μεσαίας τάξης» της Παγκόσμιας Τράπεζας.

 

9. Αναμένοντας  την προσγείωση της Κίνας

Ο Μαρξ κατηγορούσε την  Καλιφόρνια- τον πυρετού του Χρυσού (Gold Rush) και  τη  συνεπαγόμενη νομισματική τόνωση του παγκόσμιου εμπορίου-για το πρόωρο τέλος στον επαναστατικό κύκλο της δεκαετίας του 1840. Στον άμεσο απόηχο του 2008, οι λεγόμενες χώρες BRIC έγιναν η νέα Καλιφόρνια. Το αεροσκάφος Wall Street έπεσε από τον ουρανό  και συνετρίβη στη γη, αλλά η Κίνα παραμένει εν πτήσει, σε σφιχτό σχεδιασμό με τη Βραζιλία και τη Νοτιοανατολική Ασία. Η Ινδία και η Ρωσία, επίσης, κατάφεραν να κρατήσουν τα αεροπλάνα τους στον αέρα. Η ανθεκτική ανύψωση των BRICs εξέπληξε τόσο τους επενδυτικούς συμβούλους, τους οικονομικούς αρθρογράφους όσο και τους επαγγελματίες αστρολόγους – όταν όλοι τους διακύρητταν ότι η Κίνα ή η Ινδία, θα μπορούσαν τώρα να κρατήσουν ψηλά τον κόσμο με το ένα χέρι, ή ότι η Βραζιλία θα είναι σύντομα πιο πλούσια από ότι η Ισπανία. Η εύφορη ευπιστία τους, φυσικά, προέκυψε από την άγνοια για τα θαυμάσια τεχνάσματα και τις τεχνικές που χρησιμοποιούν οι ‘Houdinis’ στην Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας. Το ίδιο το Πεκίνο, σε αντίθεση, έχει εκφράσει πολύ σημαντικούς φόβους για την υπερβολική εξάρτηση της χώρας από τις εξαγωγές, την ανεπάρκεια της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, όσο και την έλλειψη ύπαρξης μίας προσιτής πολιτικής στέγασης, η οποία συνδυάζεται με τη δημιουργία μίας τεράστιας φούσκας  ακινήτων.

Στα τέλη του προηγούμενου φθινοπώρου, τα άρθρα από τους  αισιόδοξους πίστους  της  Κίνας  ξαφνικά συρρικνώθηκαν στiς κύριες σελίδες και το σενάριο της «ανώμαλης προσγείωσης» έγινε το αγαπημένο των εκδοτών. Κανένας, συμπεριλαμβανομένης και της κινεζικής ηγεσίας, δεν ξέρει για πόσο ακόμη η οικονομία αυτή μπορεί να συνεχίσει να πετάει εν όψει των παγκόσμιων αντιξοοτήτων. Αλλά η αναπόφευκτη λίστα των θυμάτων των ξένων επιβατών έχει ήδη αρχίσει να καταρτίζεται: Νότια Αμερική, Αυστραλία, το μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής και τα περισσότερα κράτη της Νοτιοανατολικής Ασίας. Και η Γερμανία-αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον-,η οποία εμπορεύεται τώρα περισσότερο με την Κίνα από ότι με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μια καλά «τριγωνομετρημένη» παγκόσμια ύφεση, είναι φυσικά ακριβώς ο μη γραμμικός εφιάλτης που ανέλυσα στην αρχή. Πρόκειται σχεδόν για ταυτολογία η διαπίστωση ότι στο μπλοκ των BRIC χωρών, όπου οι λαϊκές προσδοκίες για  οικονομική πρόοδο  έχουν πρόσφατα αυξηθεί τόσο έντονα, ο πόνος της νέας εξαθλίωσης μπορεί να είναι πιο ανυπόφορος. Χιλιάδες πλατείες μπορεί να παρακαλούν για  να καταληφθούν. Μεταξύ των οποίων μία που ονομάζεται Τιενανμέν.

Οι δυτικοί μετα-μαρξιστές-που ζουν σε χώρες όπου το απόλυτο και σχετικό μέγεθος του εργατικού δυναμικού της παραγωγής έχει μειωθεί δραματικά κατά την τελευταία γενιά- νωχελικά στοχαζόμαστε σχετικά με το κατα πόσο ή όχι ένα «προλεταριακό γραφείο» είναι πλέον παρωχημένο, υποχρεώνοντάς μας να σκεφτόμαστε με όρους «πλήθους», οριζόντιων αυθόρμητων, ή οτιδήποτε σχετικό. Αλλά αυτό δεν θα αποτελούσε συζήτηση στη μεγάλη βιομηχανοποιημένη κοινωνία που περιγράφει Το Κεφάλαιο ή  ακόμα με μεγαλύτερη ακρίβεια στη βικτοριανή Βρετανία ή την Αμερική του New Deal. Διακόσια εκατομμύρια Κινέζοι εργάτες των εργοστασίων, των ορυχείων και του κατασκευαστικού τομέα αποτελούν την πιο επικίνδυνη τάξη στον πλανήτη. (Αρκεί να ρωτήσει κανείς το Συμβούλιο της Επικρατείας στο Πεκίνο). Το πλήρες ξύπνημα τους από τη φούσκα μπορεί να καθορίσει κατά πόσον μια σοσιαλιστική Γη είναι ακόμη δυνατή.





Μετάφραση: Ελένη Τριανταφυλλοπούλου

δημοσιεύτηκε στη Λέσχη Ανυπόταχτης Θεωρίας