Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

"Έξοδος από την κοινωνία της εργασίας" από την ομάδα Black Out




























«Η δουλειά δεν είναι ντροπή – είναι μαλακία». Καμιά τριανταριά χρόνια μας χωρίζουν από τις κραυγές των καταστασιακών στο Παρίσι και από τότε πολλές εργατοώρες κύλησαν στο μύλο της μισθωτής εργασίας. Στο πέρασμα των αιώνων η εργασία εξυμνήθηκε και λοιδορήθηκε, αποθεώθηκε και απαξιώθηκε, με τη συντηρητική άρχουσα τάξη και τη σταλινική αριστερά από τη μια να την υπερασπίζονται και από την άλλη τα επαναστατημένα υποκείμενα να τη μάχονται συστηματικά. Ο μύθος θέλει μεθυσμένο τον Γκι Ντεμπόρ να γράφει ξημερώματα σε έναν τοίχο του Παρισιού το περίφημο «Μη δουλεύετε ποτέ».
Μερικές δεκαετίες αργότερα φαίνεται ότι ο καπιταλισμός στις δυτικές χώρες δεν έχει ανάγκη πια την εργασία με τη μορφή που τη γνωρίζαμε για να πειθαρχεί τους πληθυσμούς. Πλήθος νέων αλλά και παλαιότερων μηχανισμών καθιστούν την τυπική εργασιακή σχέση απαρχαιωμένη, δευτερεύουσας σημασίας, ίσως ακόμα και ανασταλτική πηγή προβλημάτων. Κοινή διαπίστωση είναι ότι η πλήρης 8ωρη απασχόληση, διαρκώς υποχωρεί, και σύντομα θα αποτελεί μειοψηφική μορφή απασχόλησης, ένα είδος προς εξαφάνιση. Η ανεργία και οι άτυπες ευέλικτες μορφές απασχόλησης αναπτύσσονται με ταχείς ρυθμούς αγγίζοντας σταδιακά όλο και περισσότερους*1.
Το οικονομικό σύστημα βρίσκεται σε κρίση υποστηρίζουν αριστεροί διανοούμενοι και ψάχνουν να βρουν θεραπείες. Εμείς δεν περιμένουμε τίποτα από τις θεραπείες των συμπτωμάτων της κρίσης. Ο καπιταλισμός σήμερα περισσότερο ευπροσάρμοστος από ποτέ άλλοτε, μεταμορφώνεται και επιβιώνει διαχειρίζοντας ταυτόχρονα πολλαπλά μοντέλα παραγωγής, δίκτυα εργασίας, κατανάλωσης και πειθάρχησης.
Το σημερινό σύστημα εξουσίας έχει εφεύρει προπολλού την δικιά του έξοδο. Από τη μια εξόρισε, κρύβοντας από τα ευαίσθητα μάτια των δυτικών καταναλωτών, την φεουδαρχικού τύπου χειρωνακτική εργασία, τις αλυσίδες παραγωγής και τα μπουρδέλα στην Ινδονησία και την Κίνα. Από την άλλη στη δύση αφομοιώνοντας τις επιθυμίες για αυτοκαθορισμό και για άρνηση της εργασίας των περασμένων δεκαετιών, η στρατηγική διαφοροποιείται. Εδώ επιλέγει να καταργεί συστηματικά και μαζικά την εργασία. Αφού αποδόμησε τις εργασιακές σχέσεις και αδρανοποίησε τις αντιστάσεις, παλινορθώνει τώρα τις χειρότερες μορφές καταδυνάστευσης, υποδούλωσης, εκμετάλλευσης, εξαναγκάζοντας όλους να πολεμούν με όλους τους άλλους ώστε να αποκτήσουν αυτή την εργασία την οποία καταργεί. Ωστόσο αυτό το οποίο πρέπει να προσάψουμε στο καπιταλισμό δεν είναι η κατάργηση της εργασίας (εξάλλου πάντα αυτό δε θέλαμε;), αλλά η κοινωνική αξία που της προσδίδει την ίδια στιγμή που την καταργεί.
Δεν υπάρχει πια εργασία όπως την ξέραμε και δεν πρόκειται να επανέλθει. Το μόνο που απομένει είναι να τολμήσουμε την δικιά μας έξοδο από την κοινωνία της εργασίας, αποχαιρετώντας την κομψά με το μεσαίο δάχτυλο τεντωμένο. 

 Η έξοδος του κεφαλαίου

Ποιοι είναι όμως οι λόγοι των σημερινών εξελίξεων; Οι έτοιμες απαντήσεις περί δυσμενούς συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ συνδικάτων και εργοδοσίας, περί της συνεχιζόμενης απήχησης της ήττας του παρελθόντος, περί της αποπολιτικοποίησης και παραίτησης, όλα αυτά δεν εξηγούν πλέον τίποτα, απεναντίας προκαλούν σύγχυση διότι ενθαρρύνουν την πίστη πως διασχίζουμε ένα σκοτεινό τούνελ στην άκρη του οποίου όλα θα γίνουν όπως πριν και θα υπάρξει πάλι «δουλειά για όλους». Όμως το κομβικό σημείο σήμερα είναι ότι η εργασία πρέπει να χάσει την κεντρική της θέση στη συνείδηση, τη σκέψη, την φαντασία μας. Πρέπει να μάθουμε να την βλέπουμε με διαφορετικό τρόπο. Να μην τη σκεφτόμαστε πια σαν αυτό που δεν έχουμε, αλλά σαν αυτό που κάνουμε. Η εργασία έχει αλλάξει μορφή. Έχει εξέλθει από τις βαριές πόρτες των εργοστασίων και δεν περιορίζεται από χρονικά όρια. Χθες ο χένρι φορντ και ο φρέντερικ ουίνσλοου τέιλορ ασχολούνταν απλώς με τα κορμιά και τις κινήσεις στα εργοστάσια, σήμερα οι εταιρίες εξετάζουν επιπλέον τις αξίες, τα πιστεύω, την εσωτερικότητα, την προσωπικότητα των «συνεργατών» τους. Η εργασία, όπως και ο έλεγχος δουλεύουν πλέον σε ένα άλλο επίπεδο, έχουν περάσει από τον αυστηρά καθορισμένο χώρο, στον διάχυτο χρόνο. Ανά πάσα στιγμή το χτύπημα του κινητού σε φέρνει ένα βήμα από το αφεντικό σου, και πρέπει να πας γιατί αυτή είναι η δουλειά σου.
Τις τελευταίες δεκαετίες η εργασία έχει επεκταθεί και καταδυθεί σε πεδία άγνωστα, ανέγγιχτα, ίσως ακόμα και απροσπέλαστα για την εξουσία στο παρελθόν. Δεν κατοικεί πια μόνο στο εργοστάσιο, αλλά διαρκώς διεισδύει και αποικεί σε όλο και περισσότερες πτυχές της ζωής μας. Βρίσκεται στα εταιρικά ρούχα, στο έτοιμο φαγητό, στη μποτιλιαρισμένη λεωφόρο, στα δάνεια για διακοπές. Έχει σπάσει τις αλυσίδες του 8ωρου και όλο και περισσότερο διαπλέκεται με τον ελεύθερο χρόνο, ερωτοτροπεί με τα όνειρά μας, αποδιαρθρώνει τις επιθυμίες μας και τρέφεται από τη κάθε μας μικρή στιγμή κατανάλωσης.
Πλήθος νέων λέξεων (άτυπη, εποχιακή, άυλη, ευέλικτη, προσωρινή, μερική) προσπαθούν να ορίσουν αυτή τη νέα μορφή της εργασίας. Το σύνολο των παραπάνω ορισμών στόχο έχουν να απονοηματοδοτήσουν την εργασία να την κόψουν και να τη ράψουν έτσι ώστε να μας πείσουν ότι δουλεύουμε λιγότερο, αποκρύπτοντας ότι το σύνολο της ζωής έχει μετατραπεί σε ατελείωτη εργασία. Αυτό που έχει σημασία είναι να κατανοήσουμε ότι η εργασία στον σύγχρονο καπιταλισμό δεν παράγει απλά ή κύρια κάποια εμπορεύματα, κάποια αντικείμενα, είναι πρώτα από όλα μια τεράστια παραγωγή υποκειμενικότητας.
Χθες ακόμη, οι υπεύθυνοι προσωπικού, εκτός από τις ανησυχίες τους για τις πολιτικές και συνδικαλιστικές απόψεις του υποψήφιου εργαζόμενου, εξέταζαν κυρίως τις «τεχνικές» του ικανότητες, τις οποίες αποδείκνυαν τα διπλώματα και η προϋπηρεσία του. Σήμερα, οι διευθυντές προσωπικού μελετούν με εξαιρετική προσοχή την προσωπικότητα του υποψηφίου, τις κοινωνικές του ικανότητες, τον δείκτη συναισθηματικής νοημοσύνης, το ταλέντο του να δημιουργεί δεσμούς, να ηγείται των εσωτερικών δικτύων, να διαχειρίζεται τις κρίσεις. Όλοι μας έχουμε βρεθεί κατά την διάρκεια συνεντεύξεων στην ηλίθια θέση να απαντήσουμε σε ερωτήσεις της μορφής «Είστε αρχηγικός τύπος ή τύπος που ακολουθεί», «είστε περισσότερο συναισθηματικός ή ορθολογικός;», «αισθάνεστε την ανάγκη αναγνώρισης; γιατί πήρατε διαζύγιο;», «αναφέρατε τα τρία δυνατά σας σημεία».
Ενώ όλοι μας ξέρουμε ότι η εργασία που έχουμε ή που δεν έχουμε, δεν μπορεί να μας κάνει να νιώσουμε χρήσιμοι, να εισπράξουμε αυτεκτίμηση, να νιώσουμε ότι αξίζουμε διότι στην καλύτερη περίπτωση δεν παράγουμε τίποτα, ενώ στη χειρότερη που αφορά την πλειοψηφία παράγουμε σκουπίδια και θάνατο, οι επιχειρήσεις θέλουν να μας πείσουν για το αντίθετο. Ενώ τα κινήματα αμφισβήτησης εδώ και τουλάχιστον τριάντα χρόνια απέδειξαν ότι η χεγκελιανή ιδιότητα της εργασίας περί «αυτοπραγμάτωσης του ατόμου» αποτελεί μια απάτη, (ιδιότητα η οποία στην ακραία της φασιστική μορφή διατυπώθηκε με το «η εργασία απελευθερώνει» και στην πιο οικεία πατριαρχική ελληνική της εκδοχή ως «η δουλειά κάνει τον άντρα») σήμερα βλέπουμε την μεταμοντέρνα επαναφορά της.
Το εγώ δεν είναι πια μόνο για «μένα», είναι πεδίο κατάκτησης της εταιρίας. Σήμερα θέλουν να μας πείσουν ότι δεν κάνουμε μια εργασία, αλλά ότι είμαστε μια εργασία. Η προσωπική αναζήτηση του νου και του σώματος δεν αφορά τον επονομαζόμενο ελεύθερο χρόνο, αλλά αποτελεί προϋπόθεση για την εξέλιξη των μορφών παραγωγής. Οι επιχειρήσεις διακηρύττουν ότι απορρίπτουν τον αλλοτριωτικό διαχωρισμό σε ελεύθερο χρόνο και σε χρόνο εργασίας που θεωρεί την εργασία ως «μη ζωή». Πρόκειται στην ουσία για μια παρωδία αυτοπραγμάτωσης*2…
Αν τα παραπάνω αφορούν μόνο τα μεσαία και ανώτερα στελέχη, τους ταυτισμένους με τις επιχειρήσεις νέο-σκλάβους του τριτογενή τομέα, τότε κατηφορίζοντας προς τον πυθμένα της ιεραρχίας το μοντέλο της εργασίας παράγει τους χιλιάδες αόρατους, επισφαλείς, «εξωτερικούς», προσωρινούς, μαύρους, ελαστικούς, διασκορπισμένους και απομονωμένους εργάτες. Για τις αδερφές και τους αδερφούς μας που κάνουν δυο και τρεις σκατοδουλειές τη μέρα ο χρόνος έχει επιστρέψει στις αρχές του 19ου αιώνα όταν η εργασία ήταν σκλαβιά, χωρίς ένσημα, χωρίς ασφάλιση, δίχως άδειες ούτε αποζημιώσεις.
Η μεγάλη επιτυχία της εξόδου του καπιταλισμού είναι ότι εξακολουθεί να πείθει ότι είναι φυσιολογικό «ο καθένας να επιθυμεί σφοδρά» αυτό ακριβώς που δεν υπάρχει πια και που δεν θα είναι ποτέ πια διαθέσιμο για όλους, δηλαδή «μια αμειβόμενη εργασία σε σταθερή θέση». Ακόμα χειρότερα για πολλούς εξακολουθεί να αποτελεί τη μοναδική ευκαιρία «να αυτοκαθοριστούν και να οικοδομήσουν ένα νόημα στην πορεία της ζωής τους».
Αποκρύπτει φυσικά ότι η εργασία βρίσκεται παντού, και ότι όλοι οι παραπάνω μηχανισμοί στόχο έχουν να εξαφανίσουν την απόσταση και κυρίως τον ανταγωνισμό ανάμεσα στον εργαζόμενο και στο αφεντικό του, να κάνουν τον εργαζόμενο να ενστερνιστεί τις αξίες της επιχείρησης, να ταυτιστεί μαζί της, να τον ελέγξουν, να τον πιάσουν στην παγίδα των ίδιων του των επιθυμιών. 

Η δικιά μας έξοδος

Ο καθένας/μια μας αισθάνεται, ξέρει, φοβάται ότι είναι ένας/μια δυνητικά άνεργος/η, ένας/μια δυνητικά υποαπασχολούμενος/η, ένας/μια δυνητικά εργαζόμενος/η σε επισφαλή θέση, εποχιακός, προσωρινός - μερικά απασχολήσιμος. Επίσης όλοι μας ξέρουμε ότι καμία ασφάλεια, καμία χρησιμότητα, καμία αξιοπρέπεια δεν μας δίνει η εργασία. Δεν επιθυμούμε να βαδίσουμε πάνω σε αναμμένα κάρβουνα, ούτε να πάρουμε μαθήματα επιβίωσης ούτε να κάνουμε ψυχανάλυση. Δεν γουστάρουμε να δουλεύουμε. Το κυριότερο, δεν θέλουμε να προσφέρουμε στα αφεντικά την πρόσβαση στη δικιά μας ζωή. Όμως αυτό που γνωρίζει ο καθένας/μια μας δεν έχει μετατρέπει ακόμα και εμποδίζεται να μετατραπεί σε κοινή σε όλους μας συνείδηση της κοινής μας κατάστασης.
Εμείς θέλουμε να αφαιρέσουμε από την εργασία το δικαίωμα να λεηλατεί τη σκέψη μας, το χρόνο μας, τη φαντασία μας, τα συναισθήματά μας, τις επιθυμίες μας, τα σώματά μας. Θέλουμε να κόψουμε τον δεσμό που συνδέει την σκέψη μας, τη φαντασία μας, τις επιθυμίες μας με την παραγωγή εμπορευμάτων και τη μισθωτή εργασία. Θέλουμε η σκέψη μας, η φαντασία μας, τα σώματά μας να γίνουνε τα όπλα που θα στραφούν ενάντια στην εργασία, ενάντια σε κάθε μορφή υποδούλωσης. Θέλουμε η σκέψη μας, η φαντασία μας, οι επιθυμίες μας να γίνουν τα εργαλεία με τα οποία θα οικοδομήσουμε μια νέα ζωή.
Το ζήτημα δεν είναι να διεκδικήσουμε καλύτερες συνθήκες εργασίας, ούτε να επιστρέψουμε στο κράτος πρόνοιας. Θέση μας είναι πως σε όλα τα συστήματα εξουσίας η εκμετάλλευση ήταν και θα παραμένει μόνιμη. Στόχος μας είναι να αποδείξουμε ότι η ήττα μας είναι προσωρινή. Πρόταγμά μας είναι η γενικευμένη συλλογική λιποταξία από την κοινωνία της εργασίας. Καλύτερα, η έξοδος από όλες τις πειθαρχήσεις και η κοινωνική απεργία σε όλες τις πτυχές της καπιταλιστικής ζωής. Μέσα από αυτοοργανωμένες κοινότητες δημιουργούμε μια νέα ζωή, σπάμε τα δεσμά της μερικότητας, προτάσσοντας την συνολική επίθεση στην άμυνα.
σημειώσεις
  1. Κατά την περίοδο ανάπτυξης του κεϋνσιανού–φορντικού μοντέλου 1959-1967, το ποσοστό ανεργίας στην ε.ε κυμαίνονταν μεταξύ 2% και 4% του εργατικού δυναμικού. Αντίστοιχα οι άτυπες μορφές εργασίας αφορούν ποσοστό μικρότερο του 5% των εργαζομένων. Τις επόμενες δεκαετίες και τα δυο μεγέθη αυξάνονται με αλματώδεις ρυθμούς. Η μερική απασχόληση από 12,7% το 1985 παρουσιάζει το 1999 ποσοστό 17,4% εμφανίζοντας τα τελευταία χρόνια αύξηση κατά 3% περίπου ανά έτος. Αντίστοιχα η προσωρινή απασχόληση από 8,4% το 1985 αυξάνεται σε 12,8% το 1999. Η ανεργία καθόλη τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας παρουσιάζει διψήφιο ποσοστό. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 1999 η ανεργία, η προσωρινή και η μερική απασχόληση αντιπροσωπεύουν το 40% του εργατικού δυναμικού στην ε.ε. Τέλος, το 80% των νέων προσλήψεων των τελευταίων πέντε χρόνων αναφέρονται σε ευέλικτου περιεχομένου ατομικές συμβάσεις. Στην ελλάδα οι άτυπες μορφές εργασίας από 2,5% το 1985 έχουν φτάσει το 2003 στο 11,23% του εργατικού δυναμικού.
  2. Χαρακτηριστικό των παραπάνω εξελίξεων είναι τα σεμινάρια των επιχειρήσεων που τελευταία έχουν μεγάλη πέραση: ράφτινγκ στα ποτάμια, βάδισμα σε αναμμένα κάρβουνα, πήδημα στο κενό με ελαστικό σκοινί. Αν τα παραπάνω φαίνονται αστεία, τότε τι να πούμε για τις επιχειρήσεις που στέλνουν τα υψηλόβαθμα στελέχη τους να παρακολουθήσουν σεμινάρια επιβίωσης σε τροπικό δάσος, φορώντας στολές καμουφλάζ, μεταμφιεσμένοι σε ρέιτζερς που κοιμούνται σε σκηνές για μια ολόκληρη εβδομάδα. Ακόμα πιο πέρα, πρόσφατα τα στελέχη μεγάλης ελβετικής τράπεζας πέρασαν μια εβδομάδα σε ένα ιατρικό κέντρο, μαζί με ασθενείς που υποφέρουν από aids και βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο της ζωής τους! Υπάρχουν ακόμα, τα κλασικά πλέον επιμορφωτικά σεμινάρια ψυχολογίας της επιτυχίας, αυτοσυγκέντρωσης, απελευθέρωσης θετικής ενέργειας, προβολής στο μέλλον, μάνατζμεντ του εαυτού μας, αυτοεπιβεβαίωσης. Το μεταμοντέρνο μάρκετινγκ έχει μεταμορφωθεί σε θρησκεία του «ψυχο-μάνατζμεντ»

 


Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

"Πανδαιμόνιο! Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο", του Αλέξη Καλοφωλιά























Στην ταινία Salon Kitty του Τίντο Μπρας υπάρχει μια σκηνή όπου ο αξιωματικός των SS (συνδυασμός τέλειου Αρείου και David Bowie εποχής Ziggy Stardust) εξηγεί στη νεαρή πόρνη με ποιον τρόπο επικράτησαν οι ναζιστές στην προπολεμική Γερμανία. Δεν θυμάμαι επακριβώς τα λόγια του, αλλά η ουσία τους είναι «Κατεβάσαμε έναν ολόκληρο λαό στο επίπεδό μας».

Ίσως η μεταφορά να ακούγεται κάπως υπερβολική, αλλά το καθεστώς που εγκαθίδρυσε η κυρίαρχη τάση στα ελληνικά ΜΜΕ από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 μέχρι το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα δεν απείχε πολύ από την πολιτιστική δικτατορία. Και, όσο τραβηγμένο κι αν ακούγεται επίσης, ο λόγος των φορέων της αναπαρήγαγε ανάλογη ισοπέδωση και σκληρότητα.

 

Όχι τόσο επειδή βασικός του στόχος ήταν η δημιουργία ενός καταναλωτικού χώρου ξεκομμένου από την πραγματική ανάγκη –συνθήκη απαραίτητη για την επέκταση των τότε αναδυόμενων τομέων της αγοράς–, όσο επειδή στη διαδικασία αυτή εκμεταλλεύτηκε με τρόπο τολμηρό, κερδοφόρο και εν τέλει αποτελεσματικό τις αντιφάσεις που προέκυψαν από τη συνάντηση ενστίκτων που επιζούσαν στις πλέον σκοτεινές γωνιές του συλλογικού νου με τις πιο ελκυστικές υποσχέσεις της διαφήμισης: το σεξ και τη συμμετοχή σε μια προνομιούχο ελίτ, μέσω της υιοθέτησης των εξωτερικών χαρακτηριστικών της καθημερινότητάς της.

 
Δεν υπήρξε αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο, αλλά είναι εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο κυριάρχησε στην Ελλάδα. Οι διατυπώσεις του υπήρξαν ένα μείγμα αυτιστικής υπερηφάνειας, θράσους και επιθετικότητας που αξίωναν να εκλαμβάνονται ως αυταπόδεικτες λόγω της δήθεν ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας και μεταχειρίστηκαν μια σχιζοφρενική όσο και αποδοτική προσέγγιση: Αφενός, πρόβαλλαν και στηλίτευαν την «υστέρηση» του «Έλληνα» απέναντι στις κοινωνίες άλλων δυτικών χωρών και αφετέρου, πρότειναν –ή μάλλον έβγαζαν στον πάγκο για πούλημα– την ασφαλέστερη μέθοδο για την υπέρβασή της, που δεν ήταν άλλη από την παράδοσή του στην ξέφρενη ταραντέλα της υπερκατανάλωσης και της νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας, στην οποία ούτως ή άλλως παράδερνε και η υπόλοιπη Ευρώπη.

 

Ο λόγος του εμφανίστηκε σαν αντίδοτο στην κούραση από τον «βαρύ», «ξύλινο» κομματικό λόγο της μεταπολίτευσης, όταν η επανάληψη είχε στερήσει από νόημα τις λέξεις που σημάδεψαν τις όποιες συλλογικές αναζητήσεις – αλλά η νοοτροπία του απέκτησε υπόσταση και ταυτότητα παραπλήσια του πιο φασιστικού της παραγώγου, του «αυριανισμού», φροντίζοντας για τη διάχυση του ύφους του σε ραδιόφωνα, περιοδικά και τηλεοπτικές εκπομπές. Παρά την «ελαφρότητα» και την ηδονοθηρία που τον χαρακτήριζε, υιοθέτησε την ίδια τραμπούκικη αυτοπεποίθηση, γιατί οι φορείς του γνώριζαν ότι η συγκεκριμένη διαδικασία μετάβασης είχε τις πλάτες του κράτους και του εγχώριου κεφαλαίου. Υπέθαλψε και στηρίχτηκε στη φρενίτιδα της κατανάλωσης που ευνοούσε τους οικονομικούς δείκτες της «ισχυρής» Ελλάδας, όπου οι διακοπές αποτελούσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τις τράπεζες. Την ίδια ώρα, τα τηλεοπτικά ΜΜΕ λειτουργούσαν σαν εμπροσθοφυλακή για την επιβολή των επιλογών των δύο παραπάνω πόλων, όπως και μιας εικονικής «κανονικότητας», κληρονομιά από τη χούντα που ανέκαθεν επιδείκνυε μηδενική ανοχή όταν γνώριζε αμφισβήτηση. Αυτή είναι η Ελλάδα, και σε όποιον αρέσει. Αν γυρίσουμε στις περασμένες δεκαετίες και θυμηθούμε τις κραυγές των σχολιαστών –από τις ουσιαστικά παραχωρημένες από το κράτος τηλεοπτικές συχνότητες– κατά των ξυλοκοπούμενων «κωλόπαιδων των Εξαρχείων» και την κατανόησή τους απέναντι στη δράση των τότε «αγανακτισμένων πολιτών», μπορούμε να δούμε να προβάλλονται δυσοίωνα flash-forward, σκηνές από τα χρόνια που ακολούθησαν: η εθνική δυστοπία των Ολυμπιακών Αγώνων, η δολοφονία ενός παιδιού σε έναν πεζόδρομο της ίδιας γειτονιάς το 2008 και οι σημερινές επιθέσεις κατά των μεταναστών.

 

Εξορίζοντας κάθε συλλογική διεκδίκηση στα ξερονήσια του παρωχημένου και υποβαθμίζοντας εκ προοιμίου κάθε καλλιτεχνική απόπειρα που δεν στόχευε στην άμεση εμπορευματική εξαργύρωση (για παράδειγμα, «γκρουπάκια», σπανίως συγκροτήματα), φρόντισε να καταστήσει εξαρχής σαφείς τις πολιτιστικές του αναφορές. Για τους μάγκες που έγραφαν στα lifestyle έντυπα, η Νέα Υόρκη στα ’70s δεν ήταν το κατακλυσμικό punk rock του CBGBs αλλά τα ντίσκο ξεφτίδια του Studio 54. Ο Σάκης Ρουβάς ανακηρύχθηκε ο Έλληνας Elvis Presley και η Άννα Βίσση βαφτίστηκε η απόλυτη (;!) Ελληνίδα σταρ σε διεθνές επίπεδο, ενώ ήταν απλώς δημοφιλείς εγχώριοι εκπρόσωποι του παμβαλκανικού μουσικού υβρίδιου που συνδυάζει παραδοσιακά τοπικά μοτίβα με electro pop στοιχεία και ονομάζεται στη Σερβία turbo-folk, στη Ρουμανία manele και στη Βουλγαρία chalga. Το κλίμα παρέπεμπε περισσότερο στη δικτατορία των κουμπουροφόρων ολιγαρχών της πρώην ΕΣΣΔ και λιγότερο στο Χόλιγουντ, όπως ήταν το ποθούμενο.

Όμως οι διαστρεβλώσεις ήταν εξαρχής τόσο κραυγαλέες, που έθεσαν με σαφήνεια τις διαχωριστικές γραμμές. Απέτρεψαν την όσμωση της πραγματικής μουσικής των νέων με το lifestyle. Άλλωστε οι πιο επιδραστικοί εκπρόσωποί της τη δεκαετία του 1990 –συγκροτήματα όπως οι Τρύπες, οι Στέρεο Νόβα και οι Active Member– τοποθετήθηκαν ξεκάθαρα στον αντίποδα αυτού του πανηγυριού του τίποτα, διαπαιδαγωγώντας πολλά παιδιά με το ήθος και την υπερηφάνεια που προϋποθέτει η πίστη στην αντίληψη ότι οι αξίες σου δεν είναι απαραίτητο να συμβαδίζουν με την ανυπαρξία αξιών των άλλων.

 

Γιατί ήταν πραγματικά εξωφρενικός ο τρόπος με τον οποίο η εικόνα ακύρωνε κάθε περιεχόμενο, τοποθετώντας τα πάντα σε ένα πλαίσιο που τα καθιστούσε εξωπραγματικά. Οι αναφορές συγκρούονταν σαν συντρίμμια παρασυρμένα από έναν σημειολογικό τυφώνα: Κυρίες με πορνικές αμφιέσεις σε λειτουργίες της ορθόδοξης λατρείας, νεαροί με τατουάζ που σταυροκοπιούνται περνώντας έξω από εκκλησίες, κολλαριστοί τσοπεράδες με επταψήφιους τραπεζικούς λογαριασμούς∙ ό,τι να ’ναι. Επιπλέον, μια ερωτική εικονογραφία για ξελιγωμένους, κρεμασμένη στα περίπτερα που μέχρι τις αρχές του ’80 έκρυβαν τον Καζανόβα πίσω από τα γαριδάκια για να μη φαίνεται, και ένας μανιακός εγκλεισμός της γυναικείας φύσης στα υγρά υπόγεια της ψυχαναγκαστικής ανδρικής υπερσεξουαλικότητας. Ένας άνδρας σκέφτεται το σεξ κάθε τρία δέκατα του δευτερολέπτου. Κατά τα άλλα, το θέατρο της σκληρότητας: Ανθρώπινος πόνος σε κοινή θέα, ευάλωτα άτομα υπό πανεθνική διαπόμπευση, «τρελοί του χωριού» που μετά τη γελοιοποίηση στο καφενείο είχαν μόνο γυάλινα σπίτια να κρυφτούν. Απεριόριστος θαυμασμός για τους ματσωμένους, χείλη τεντωμένα από το νυστέρι και την υπερένταση που εκφέρουν το κτητικό «μου», εκβιάζοντας μια ανύπαρκτη εγγύτητα.

 

Ήταν πολύ άσχημο τριπάκι και τώρα που η αγορά που το κινούσε στέγνωσε από χρήμα, το Ιnternet του στέρησε το μονοπώλιο της εικόνας και οι αξιοθρήνητοι εκπρόσωποί του μοιάζουν με πρώην υπουργούς –μικροί, αλαφιασμένοι, όχι λιγότερο εύθραυστοι από τα παιδιά που φυλακίζονται αυτοβούλως στα σπίτια του Big Brother–, νιώθεις περίεργα όταν μιλάς για όλα αυτά. Αναρωτιέσαι αν κάτι τέτοιο έχει πια νόημα. Σκέφτεσαι πως θα μπορούσε να είναι ένα κακό όνειρο που οδήγησε σε ένα ακόμα πιο οδυνηρό ξύπνημα: Ότι τελικά είχε να κάνει με τον χρόνο, τον χαμένο χρόνο που όλοι αναζητούν και είναι τόσο πολύτιμος που ορισμένοι πιστεύουν ότι μπορεί να γίνει κομμάτια και να πουληθεί, όχι μόνο κενός από εμπειρία, αλλά και έτοιμος να γεμίσει με προσοδοφόρο σκουπιδαριό. Μόνο που, όπως αποδείχθηκε, αυτό το άδειο σακί ήταν τελικά το πιο βαρύ απ’ όλα. 

 

Ο Αλέξης Καλοφωλιάς είναι μουσικός και μεταφραστής.  

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Κοντεινερ # 17 :
http://www.konteiner.gr/magazine