Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

"Φεμινισμός και επαναστατικό κίνημα- Ο ρόλος των γυναικών" // Η Ιστορία των Φεμινιστικών κινημάτων και οι διάφορες τάσεις του Φεμινισμού




"Κατάλαβα, έπειτα από τις εμπειρίες της τελευταίας εικοσαετίας, ότι ο ταξικός αγώνας και ο αγώνας των γυναικών είναι δύο πράγματα διαφορετικά. Γι` αυτό έγινα στρατευμένη φεμινίστρια. Υπάρχει μια πάλη καθαρά γυναικεία εναντίον των πατριαρχικών αξιών, που διαιωνίζονται σε όλα τα σημερινά κοινωνικά συστήματα. Και η πάλη αυτή δεν μπορεί παρά να διεξαχθεί μόνο από τις γυναίκες. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που θεωρώ το Κίνημα για την Απελευθέρωση των Γυναικών απαραίτητο στη σημερινή κοινωνία".

ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ
Η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών που βασίζεται στην αρχή ότι τα φύλα είναι διαφορετικά αλλά ίσα. Στηρίζεται στην αντίληψη ότι η συμπεριφορά της κοινωνίας απέναντι στις γυναίκες είναι άδικη και καταπιεστική. Επιχειρεί να αναλύσει τις αιτίες και τις διαστάσεις της καταπίεσης των γυναικών, να αφυπνίσει και να ενεργοποιήσει τις γυναίκες για να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους και να κερδίσουν την απελευθέρωσή τους.
Επειδή οι θεωρητικές προσεγγίσεις έχουν διαφορετικές αφετηρίες και οι προτεινόμενες λύσεις διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, υπάρχουν πολλές τάσεις και ρεύματα στο κίνημα των γυναικών.
Γενικά "φεμινισμός είναι μια δυναμική συνεχώς μεταβαλλόμενη ιδεολογία με πολλές όψεις, όπως η προσωπική, η πολιτική, η φιλοσοφική, η οικονομική, η ψυχαναλυτική... Αλλά δεν μπορεί να είναι μόνο ένα σύστημα ιδεών. Είναι και μια πρόσκληση και πρόκληση για δράση. Χωρίς δράση, ο φεμινισμός είναι απλώς μια κούφια, αυτοαναιρούμενη ρητορία".
Τα πάντα - θρησκεία, νόμοι, έθιμα, οικονομικές συνθήκες, εργασία και καταμερισμός της εργασίας, ιστορία... - επηρεάζουν και διαμορφώνουν τη ζωή των γυναικών. Έτσι, τα πάντα γίνονται ζητήματα και των γυναικών. Για τα πάντα υπάρχει μια γυναικεία άποψη και οπτική, μια φεμινιστική ερμηνεία και δράση. Έτσι, εκτός από την υπεράσπιση απελευθέρωσης των γυναικών, ο φεμινισμός είναι και ένα κίνημα αναδιοργάνωσης όλης της κοινωνίας.
Οι πρώτες φεμινίστριες στις ΗΠΑ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

Αμαζονικός Φεμινισμός
Ο Αμαζονικός φεμινισμός ασχολείται με την εικόνα της γυναικείας ηρωίδας στην μυθοπλασία και στην πραγματικότητα, όπως εκφράζεται στην τέχνη και την λογοτεχνία, στη φυσική διάπλαση και τα χαρακτηριστικά των γυναικών αθλητριών, των πολεμικών καλλιτεχνών, και άλλων δυναμικά σχηματισμένων γυναικών, και σε προσανατολισμούς σχετιζόμενους με το φύλο και σεξουαλικούς.
Ενδιαφέρεται για την φυσική ισότητα και αντιτίθεται στους στερεοτυπικούς ρόλους των φύλων και στις διακρίσεις εναντίον των γυναικών που βασίζονται σε υποθέσεις πως οι γυναίκες πρέπει να είναι, να δείχνουν ή να συμπεριφέρονται ως παθητικές, αδύναμες και σωματικά αβοήθητες.
Απορρίπτει την ιδέα πως συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή ενδιαφέροντα είναι έμφυτα αρσενικά (ή θηλυκά), και υποστηρίζει και εξερευνά μια εικόνα ηρωϊκής γυναικείας φύσης. Υποστηρίζει και εξυμνεί γυναίκες που επιτυγχάνουν και εκφράζουν διανοητική και φυσική δύναμη, για παράδειγμα γυναίκες αθλήτριες δύναμης, πολεμικές καλλιτέχνες, γυναίκες στρατιώτες/ή γυναίκες σε μάχη, πυροσβέστες, ξυλοκόπους, αστροναύτες, αρσιβαρίστριες, παλεστές, μποξέρ, κ.α.


Αναρχοφεμινισμός
Στο αναρχικό κίνημα των αρχών του αιώνα δημιουργήθηκε ένα ισχυρό φεμινιστικό ρεύμα από την Έμμα Γκόλντμαν (1869-1940). Η Έμμα έφερε στην επιφάνεια και στήριξε θέματα στα οποία πολύ λίγη προσοχή είχαν δώσει οι σύντροφοί της. Όπως η ανατροφή των παιδιών και η αντισύλληψη. Οι σύντροφοί της δεν την στήριξαν στον αγώνα της εναντίον της εξουσίας των ανδρών και οι φεμινίστριες της εποχής της την αντιμετώπιζαν εχθρικά, εξαιτίας των θέσεών της για τη σπουδαιότητα που έχουν η ψυχολογική και η σεξουαλική ελευθερία των γυναικών.
Το αναρχικό και το φεμινιστικό κίνημα έχουν πολλά κοινά σημεία όπως η οριζόντια χωρίς αρχηγούς οργάνωση και η αντίθεση με τις σχέσεις εξουσίας και την ιεραρχία.
Στη δεκαετία του `70 δημιουργήθηκαν οι σύγχρονες ομάδες των αναρχοφεμινιστριών. Βραχύβιες αλλά και πολύ δραστήριες επηρέασαν σημαντικά με τα έντυπα και τη δράση τους το φεμινιστικό κίνημα.
Οι αναρχοφεμινίστριες, αντίθετες με κάθε είδους εξουσία, στοχεύουν σε μια αντικαπιταλιστική, αντιεξουσιαστική και αντισεξιστική κοινωνία. Θεωρούν ότι οι γυναίκες πρέπει να είναι ελεύθερες, να ελέγχουν οι ίδιες τη ζωή και το σώμα τους και ότι είναι απαραίτητη η συγκρότηση μικρών αυτόνομων γυναικείων ομάδων με καθημερινή παρέμβαση και επαναστατική δράση για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια εναλλακτική λύση στο σύγχρονο σύστημα εξουσίας και καταπίεσης.

Λεσβιακός φεμινισμός
Ο λεσβιακός φεμινισμός εμφανίζεται στο τέλος της δεκαετίας του `70 - αρχές `80. Οι λεσβίες φεμινίστριες συγκρότησαν τις δικές τους ομάδες που θεωρητικά ήταν περισσότερο κοντά στο Ριζοσπαστικό Φεμινισμό.
Μερικές υποστήριξαν ότι καμία γυναίκα που έχει οποιαδήποτε συναισθηματική ή ερωτική σχέση με άνδρες δεν μπορεί να είναι αληθινή φεμινίστρια. Άλλες δεν στρέφονται απλά ενάντια στο θεσμό της ετεροφυλοφιλίας αλλά θεωρούν ότι η σεξουαλική σχέση ανάμεσα σε άνδρα και γυναίκα είναι καταναγκαστική, δείγμα καταπίεσης των γυναικών. Και άλλες πιστεύουν ότι όλες οι γυναίκες είναι ομοφυλόφιλες αλλά εμποδίζονται εξαιτίας του εξαναγκαστικού ετεροφυλοφιλικού προσανατολισμού.
Οι γυναίκες αναγνωρίζουν τη συμβολή των λεσβιακών αναλύσεων και θέσεων στην αποκάλυψη της γυναικείας ταυτότητας είτε ετεροφυλόφιλης είτε ομοφυλόφιλης. Εκτενής είναι και η σχετική βιβλιογραφία που περιέχει μελέτες, λογοτεχνία, ποιήματα, έντυπα κι εφημερίδες.

Μαρξιστικός Φεμινισμός
Οι αναλύσεις των Μαρξιστριών Φεμινιστριών για το γυναικείο ζήτημα στηρίζονται στη θεωρία του Engels για τη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στο γάμο - ως πρωταρχικού θεσμού της καταπίεσης των γυναικών - και στην ατομική ιδιοκτησία που είναι συνδεδεμένη αδιάρρηκτα με τον καπιταλισμό και την ταξική κοινωνία. Υποστηρίζουν ότι οι γυναίκες θα επιτύχουν την απελευθέρωσή τους μέσα από τους κοινούς αγώνες τους με τους άνδρες της εργατικής τάξης για την αλλαγή του οικονομικού συστήματος. Εχθρός των γυναικών, λένε, δεν είναι οι άνδρες αλλά ο Καπιταλισμός - κοινός εχθρός των γυναικών και των εργατών.
Θεωρούν ότι οι άλλες αναλύσεις εξυπηρετούν την άρχουσα τάξη, ότι αποσιωπούν τις ταξικές αντιθέσεις και ότι οι άλλες Φεμινίστριες αποπροσανατολίζουν με τη δράση τους τον αγώνα καθυστερώντας έτσι την επανάσταση.

Οικοφεμινισμός
Αυτός ο κλάδος του φεμινισμού είναι πολύ περισσότερο πνευματικός παρά πολιτικός ή θεωρητικός άσχετα αν είναι ή δεν είναι απορροφημένος από τη λατρεία της Θεάς και τη φυτοφαγία. Ως κοινωνικό κίνημα βασίζεται σε φεμινιστικές αρχές και υποστηρίζει ότι υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στα οικολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο σημερινός κόσμος και στην καταπίεση των δικαιωμάτων των γυναικών. Επιπλέον, μία "επιστροφή" σε μητριαρχικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης θα μπορούσε να δόσει λύση στα προβλήματα του οικοσυστήματος. Το βασικό του αξίωμα είναι ότι μια πατριαρχική κοινωνία θα εκμεταλλευθεί τους πόρους της χωρίς να αναλογιστεί τις μακροπρόθεσμες συνέπειες ως άμεσο αποτέλεσμα των συμπεριφορών που καλλιεργούνται σε μια πατριαρχική / ιεραρχική κοινωνία. Παράλληλα, απεικονίζεται συχνά με τον ίδιο τρόπο η κοινωνική μεταχείριση του περιβάλλοντος, των ζώων και των πόρων με τη μεταχείριση των γυναικών. Στις αντιδράσεις της πατριαρχικής κουλτούρας, οι οικο-φεμινίστριες νιώθουν επίσης την απογύμνωση και την καταστροφή της Γης. Και το αντίστροφο.
Αυτός ο κλάδος αποτελεί στην πραγματικότητα κοινωνικά συνειδητοποιημένη οικολογία με μια μικρή γνώση παρατήρησης ριζοσπαστικού και πολιτισμικού φεμινισμού ότι η εκμετάλλευση των γυναικών και η εκμετάλλευση της γης έχουν μερικούς εκπληκτικούς παραλληλισμούς. Η βάση του οικο-φεμινισμού δείχνει να είναι μια ποικιλία του σοσιαλισμού. Το κίνημα των Πρασίνων στην Ευρώπη έχει κάνει καλή δουλειά στη δόμηση (αν όχι στην εφαρμογή) ενός οικολογικά ευαισθητοποιημένου φεμινισμού και ενώ κανονικά δεν συμπεριλαμβάνεται στον οικο-φεμινισμό, τώρα πια αποτελεί βασική του συνιστώσα.
Περισσότερα για "Μητριαρχία"
Αθωρ, η Θεά του έρωτα και της χαράς
Πνευματικός Φεμινισμός
Ο Πνευματικός φεμινισμός είναι κλάδος του φεμινισμού που εστιάζεται στα ακόλουθα ζητήματα:
Θεά, ή το Θείο Θηλυκό θρησκείες των γυναικών γυναίκες σε θρησκευτικές ηγεσίες θρησκευτικές σκέψεις από μια φεμινιστική προοπτική θρησκευτικές και πνευματικές ανάγκες των γυναικών
Η φεμινιστική θεολογία είναι ένα κίνημα που αναθεωρεί τις παραδόσεις, τις πρακτικές, τις γραφές και τις θεολογίες των θρησκειών βάσει μιας φεμινιστικής σκοπιάς. Κάποιοι από τους στόχους της φεμινιστικής θεολογίας περιλαμβάνουν την αύξηση των γυναικών στον κλήρο και στις θρησκευτικές ηγεσίες, τον επαναπροσδιορισμό της ανδροκρατικής απεικόνισης και του λόγου για τον Θεό, ορίζοντας τον χώρο των γυναικών σε σχέση με την καριέρα και την μητρότητα και μελετώντας την απεικόνιση των γυναικών στα ιερά θρησκευτικά κείμενα.
Παρακλάδια του φεμινισμού αυτού είναι ο Χριστιανικός Φεμινισμός, ο Ισλαμικός Φεμινισμός, ο Ιουδαϊκός Φεμινισμός και ο Νεοπαγανισμός.
Περισσότερα για την Γυναικεία Πνευματικότητα στα βιβλία, "η Θεά αναδυόμενη" της Ομάδας Μελέτης Μητριαρχικών Κοινωνιών και "Νεοπαγανισμός" της Χαρίτας Μήνη
Δείτε επίσης, Μεγάλη Μητέρα Θεά και Θεαλογία στην Βικιπαίδεια

Ριζοσπαστικός Φεμινισμός
Ο Ριζοσπαστικός Φεμινισμός γεννήθηκε στην Αμερική στο τέλος της δεκαετίας του `60 σαν ένα εντελώς νέο ρεύμα όχι μόνο γιατί είναι η πρώτη φορά που οι εμπειρίες των γυναικών προσεγγίζονται με πολιτικούς όρους αλλά και γιατί για πρώτη φορά θέτονται σε αμφισβήτηση θέματα που άλλες φεμινιστικές προσεγγίσεις δεν είχαν αγγίξει καν, και επαναπροσδιορίζει αυτό που λέγεται πολιτική. Ξεκινάει από τη θέση ότι οι διακρίσεις κατά του κοινωνικού φύλου των γυναικών - κάτι που εθεωρείτο γενικώς ως "φυσική" κατάσταση - επηρεάζουν κάθε πλευρά της ζωής. Αντί να εξετάζει το δημόσιο τομέα - τους πολιτικούς παραδοσιακούς θεσμούς - για να βρει την απάντηση στο γιατί οι γυναίκες καταπιέζονται σε παγκόσμια κλίμακα, θέτει κατευθείαν το αξίωμα ότι "το προσωπικό είναι πολιτικό" και εξετάζει με ποιο τρόπο ελέγχεται η ανθρώπινη αναπαραγωγή από θεσμούς όπως ο γάμος, η αναγκαστική ετεροφυλοφιλία και η μητρότητα. Οι απλές μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα δεν μπορούν ν' αγγίξουν καν την βαθύτερη ουσία της καταπίεσης.
Οι Ριζοσπάστριες Φεμινίστριες είναι γυναίκες που προέρχονται κατευθείαν από το Κίνημα για την Απελευθέρωση των Γυναικών χωρίς να έχουν καμία σύνδεση με άλλα πολιτικο-φιλοσοφικά συστήματα και θέλουν να φτιάξουν ένα εντελώς νέο κοινωνικό σύστημα. Γι' αυτό το λόγο συγκροτούνται σε μικρές χωρίς ηγεσία ομάδες - μέλη ενός κινήματος αλλιώτικου, οργανωμένου οριζόντια, χωρίς προσυμφωνημένη μονομερή φιλοσοφία, ούτε ένα κεντρικά σχεδιασμένο πλάνο, ούτε καν συμφωνούν στο πως θα καθορίσουν τους στόχους τους.
Όλες πιστεύουν ότι το κίνημα πρέπει να συγκροτείται αυτόνομα και μόνο από γυναίκες. Βάλλουν κατά της πατριαρχίας και των ανδροκεντρικών και ανδροκρατούμενων θεσμών και επικρίνουν τους άνδρες επειδή όλοι τους επωφελούνται από την καταπίεση των γυναικών. Έτσι όλες συμφωνούν ότι είναι αναγκαίος ένας κάποιος διαχωρισμός, μια χωριστική συγκρότηση. Μερικές σαν ένα προσωρινό στάδιο, άλλες ως το πρώτο βήμα προς μία κοινωνία γυναικών. Οι Ριζοσπάστριες Φεμινίστριες δημιουργούν φεμινιστικές εναλλακτικές δραστηριότητες: από χωριστές κοινότητες γυναικών και επιχειρήσεις - όπως καφενεία, βιβλιοπωλεία και δισκογραφικές εταιρείες - ως νέα θρησκευτικά σχήματα και υπηρεσίες υγιεινής με στόχο την ανάδειξη ενός γυναικείου πολιτισμού. Όλα αυτά συνιστούν ένα επαναστατικό τρόπο ζωής όχι μόνο γιατί βοηθούν τις γυναίκες να αποκτούν και να διαχειρίζονται ανάγκες που δεν κάλυπτε η πατριαρχική κοινωνία αλλά και να οικοδομούν μια νέα φεμινιστική κοινωνία.
Η ανάγκη για μια γυναικοκεντρική ανάλυση προέκυψε από τη συνεχή αμφισβήτηση των δομών και των αξιών που έχουν κατασκευαστεί από τους άνδρες. Αναζητώντας μια διαφορετική από την πατριαρχία μορφή, οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες θέλουν να ανακτήσουν τις αξίες που είχαν χαρακτηριστεί γυναικείες και είχαν υποτιμηθεί στις ανδροκρατούμενες κοινωνίες.
Από τις Ριζοσπάστριες προήλθαν οι Επαναστάτριες Φεμινίστριες.

Σεξουαλικά Φιλελεύθερος Φεμινισμός
Ο σεξουαλικά φιλελεύθερος φεμινισμός είναι ένα ρεύμα που διαμορφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του `80 στην Αμερική. Αρχικά, δημιουργήθηκε ως μια απάντηση στις ενέργειες των φεμινιστριών που τάσσονταν κατά της πορνογραφίας προσπαθώντας να την θέσουν στο επίκεντρο μιας φεμινιστικής εξήγησης της γυναικείας καταπίεσης.
Αυτή η περίοδος (αρχές δεκαετίας `80) των έντονων αντιπαραθέσεων μεταξύ των σεξουαλικά φιλελεύθερων φεμινιστριών και των φεμινιστριών που τάσσονταν κατά της πορνογραφίας είναι γνωστή ως «Φεμινιστικός Σεξουαλικός Πόλεμος».
Άλλες, λιγότερο ακαδημαϊκές σεξουαλικά φιλελεύθερες φεμινίστριες δεν έρχονται σε αντιπαράθεση με άλλες φεμινίστριες αλλά κατευθείαν με οτιδήποτε εκείνες θεωρούν ως πατριαρχικό έλεγχο της σεξουαλικότητας.
Οι σεξουαλικά φιλελεύθερες φεμινίστριες επικεντρώνονται στην ιδέα ότι η σεξουαλική απελευθέρωση είναι βασική συνιστώσα της γυναικείας απελευθέρωσης. Γι’ αυτό κι εναντιώνονται στις όποιες νομικές ή κοινωνικές ενέργειες για τον έλεγχο των σεξουαλικών δραστηριοτήτων μεταξύ συναινούντων ενηλίκων, όταν αυτές οι ενέργειες προέρχονται από την κυβέρνηση, άλλες φεμινίστριες, αντίπαλους του φεμινισμού ή από κάθε άλλο θεσμό.
Οι σεξουαλικά φιλελεύθερες φεμινίστριες αγκαλιάζουν τις ομάδες των σεξουαλικών μειονοτήτων υποστηρίζοντας την αξία της σύναψης συμμαχιών με μέλη ομάδων – στόχων όσων είναι σεξουαλικά αρνητικοί και συνδέονται με το σεξουαλικά θετικό κίνημα.
Σοσιαλιστικός Φεμινισμός
Ο Σοσιαλιστικός Φεμινισμός γεννήθηκε στην Ευρώπη στα μέσα της δεκαετίας του `80.
Οι Σοσιαλίστριες Φεμινίστριες είναι γυναίκες που προέρχονται από το μαρξιστικό σοσιαλιστικό κίνημα, αλλά συνδυάζουν τη μαρξιστική θεωρία με τις ριζοσπαστικές φεμινιστικές απόψεις και επιδιώκουν ταυτόχρονα την ταξική και τη γυναικεία απελευθέρωση. Πιστεύουν, όπως και οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες, ότι "το προσωπικό είναι πολιτικό" και αρνούνται το διαχωρισμό δημόσιου - ιδιωτικού. Προσπαθούν να διευρύνουν την έννοια του υλισμού με ό,τι συνεπάγεται για τις γυναίκες ο όρος "αναπαραγωγικές λειτουργίες των γυναικών": σεξουαλικότητα, γάμος, οικογένεια, που θεωρούν ότι είναι τα βασικά στοιχεία της καταπίεσής τους, να προκαλέσουν το κατεστημένο και να προετοιμάσουν το δρόμο προς μια μετα-επαναστατική, μη σεξιστική κοινωνία - αν και ξέρουν πολύ καλά ότι ο σεξισμός δεν σταματά μόνο με την ατομική επιλογή.
Όπως και οι Ριζοσπάστριες, θεωρούν ότι το κίνημα πρέπει να είναι αυτόνομο χωρίς κομματικές και άλλες δεσμεύσεις και να αποτελείται μόνο από γυναίκες.
Πέρα από τη σεξιστική καταπίεση των γυναικών αναγνωρίζουν και άλλες πηγές καταπίεσης: την εθνικότητα, το χρώμα, τη φυλή, την ηλικία, την κοινωνική τάξη, τη θρησκεία, την αναπηρία: το φύλο διαπερνά όλες αυτές τις κατηγορίες και οι γυναίκες καταπιέζονται διπλά. Και ως γυναίκες και ως άτομα που ανήκουν σε μια ορισμένη ομάδα.
Θεωρούν ότι κάθε θέμα είναι και γυναικείο, γι' αυτό δεν θέλουν ούτε μπορούν να χωρίσουν το γυναικείο ζήτημα από οποιοδήποτε άλλο πολιτικό θέμα. Και έτσι, ενώ πιστεύουν ότι οι γυναίκες πρέπει να οργανώνονται γύρω από τη δική τους καταπίεση, υποστηρίζουν ότι είναι απαραίτητες οι συμμαχίες με άλλες σοσιαλιστικές και αριστερές ομάδες.


Φιλελεύθερος Φεμινισμός
Οι Φιλελεύθερες Φεμινίστριες δέχονται ότι η απελευθέρωση των γυναικών μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς να γίνουν βασικές αλλαγές στην οικονομική και πολιτική δομή της καπιταλιστικής δημοκρατίας. Υποστηρίζουν την αρχή "των ίσων δικαιωμάτων" και επιζητούν να επεκταθούν και στις γυναίκες οι αρχές του τρίπτυχου ελευθερία - ισότητα - δικαιοσύνη. Θεωρούν ότι οι γυναίκες κρίνονται πρώτα ως φύλο, και μετά ως άνθρωποι, αντίθετα από τους άνδρες που κρίνονται από τα έργα τους. Οι διακρίσεις εναντίον των γυναικών θα σταματήσουν με νομοθετικές βελτιώσεις και την εκπαίδευση. Δίνουν έμφαση στη σημασία των "θετικών διακρίσεων" και των δικτύων αλληλεγγύης. Επιδιώκουν συμμαχίες στα πλαίσια του συστήματος και την ενσωμάτωση των γυναικείων θεμάτων σ' όλους τους τομείς. Προσπαθούν να διαμορφώσουν την κοινή γνώμη παρουσιάζοντας περισσότερες και θετικότερες εικόνες γυναικών από τα Μ.Μ.Ε. και τα σχολικά βιβλία. Αποφεύγουν να αναφέρονται στις γυναίκες ως φύλο εκτός αν πρόκειται για θέματα που αφορούν τη μητρότητα. Ανταποκρίνονται στις άμεσες ανάγκες των γυναικών δημιουργώντας καταφύγια κακοποιημένων και βιασμένων γυναικών, παιδικούς σταθμούς κ.α. Δίνουν μεγάλη σημασία στην προσωπική εξέλιξη κι επιτυχία.
ΜΙΚΡΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣΟ φεμινισμός εμφανίστηκε αρχικά στην Ευρώπη κατά τον 18ο αιώνα, την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης.
Το 1789, η Φελισιτέ ντε Κεραλιό παρουσίασε ένα Τετράδιο παραπόνων των γυναικών και ακολούθησε η Ολέμπ ντε Γκουζ το 1791 με μια Διακήρυξη των δικαιωμάτων των γυναικών στην οποία υποστηριζόταν το αίτημα όλων των αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων και προβάλλονταν οι ιδεολογικοί λόγοι που βρίσκονταν στη βάση των διεκδικήσεων αυτών. Την περίοδο εκείνη εμφανίστηκαν στη Γαλλία πολλές γυναικείες λέσχες, οι οποίες αντιπροσώπευαν τις πρώτες τολμηρές εκδηλώσεις της φεμινιστικής ιδέας, που άρχιζε να επιβάλλεται ως κίνημα.
Στο μεταξύ, η φεμινιστική ιδέα άρχισε να κερδίζει έδαφος και στην Αγγλία: το 1792 η Μαίρη Ούλστονκραφτ έγραψε το βιβλίο «Διεκδίκηση των δικαιωμάτων των γυναικών». Οι ιδέες από τις οποίες εμπνεόταν η συγγραφέας υποστηρίχτηκαν ξανά και διαδόθηκαν, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα από τον Τζων Στούαρτ Μιλ.
Ο Τζων Στούαρτ Μιλ ήταν ο πρώτος Άγγλος βουλευτής που παρουσίασε στο Κοινοβούλιο (1866) ένα υπόμνημα μιας γυναικείας επιτροπής για την αναγνώριση του δικαιώματος της ψήφου στις γυναίκες. Από τότε η κατάκτηση του δικαιώματος της ψήφου άρχισε να θεωρείται ο πρώτος αντικειμενικός σκοπός, η αφετηρία για άλλες κατακτήσεις. Ιδρύθηκαν πολλοί φεμινιστικοί σύλλογοι στο Λονδίνο, στο Μάντσεστερ, στο Μπρίστολ, κ.α. Επικεφαλής της γυναικείας κίνησης ήταν η Λυδία Μπέκερ.
Το 1903 σχηματίστηκε μια πραγματική οργάνωση, η WSPU (Women’s Sosial and Political Union) με πρωτοβουλία της Έμελιν Πάνκχερστ. Η γυναικεία αυτή εταιρεία – της οποίας τα μέλη ονομάστηκαν «σουφραζέτες» - υιοθέτησε ένα νέο σύστημα στην ιστορία του διεθνούς φεμινισμού: την πάλη. Άρχισε με τη διατάραξη των συνεδριάσεων των βουλευτών και κατάληξε στον εμπρησμό δημόσιων κτιρίων, σιδηροδρόμων, ταχυδρομικών γραφείων. Οι σουφραζέτες έγιναν πολλές φορές στόχος γελοιοποιήσεων, αλλά και φυλακίστηκαν και δημιούργησαν πολλές σοβαρές δυσκολίες στις κρατικές αρχές. Μόνο μετά τον Α` Παγκόσμιο πόλεμο (1918) οι Αγγλίδες απόκτησαν δικαίωμα ψήφου. Χρειάστηκαν αγώνες 50 ετών και 2584 υπομνήματα. Στο μεταξύ είχαν ήδη κερδίσει δικαίωμα ψήφου οι γυναίκες κάποιων σκανδιναβικών χωρών και της Ρωσίας. Μετά τις Αγγλίδες, πέτυχαν το δικαίωμα της ψήφου και οι Αμερικανίδες (1920). Ακολουθούν και οι γυναίκες άλλων χωρών.
Στις Η.Π.Α. επίσης η πάλη για το δικαίωμα της ψήφου ήταν μακροχρόνια. Η γέννηση του φεμινιστικού κινήματος έγινε το 1848, όταν στην Νέα Υόρκη μια ομάδα γυναικών, με επικεφαλής τη Λουκριτία Μοτ και την Ελίζαμπεθ Κάντυ Στάντον, συγκάλεσαν το πρώτο συνέδριο στην ιστορία του φεμινιστικού κινήματος για να παρουσιάσουν μια Διακήρυξη Αισθημάτων (κατά το πρότυπο της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας), αληθινό πρόγραμμα του μελλοντικού φεμινιστικού κινήματος, στην οποία, εκτός από το αίτημα της πολιτικής ψήφου, παρουσιάζονταν οι περιορισμοί που επιβάλλονταν στις γυναίκες στις σπουδές, στην εργασία, στο γάμο κλπ.
Το 1869 η Ελίζαμπεθ Κάντυ Στάντον και η Σούζαν Άντονυ ίδρυσαν την «Εθνική Οργάνωση για τη γυναικεία ψήφο» που είχε σκοπό να πετύχει τροποποίηση του Ομοσπονδιακού Συντάγματος ώστε να εξασφαλίζει τη γυναικεία ψήφο. Συγχρόνως μια άλλη φεμινιστική ομάδα ίδρυσε την «Αμερικανική Οργάνωση για τη γυναικεία ψήφο», που επιδίωκε την κατάκτηση του δικαιώματος της ψήφου με τις τροποποιήσεις των συνταγμάτων των διαφόρων Πολιτειών.
Τον Αύγουστο του 1854 η Φρειδερίκη Μπρέμερ δημοσίευσε στους «Τάιμς» μια έκκληση για διεθνή συνεργασία των γυναικών. Έτσι, προετοιμάστηκε το πρώτο Διεθνές Συνέδριο Γυναικών στην Ουάσιγκτον, το 1888. Η Εκτελεστική Επιτροπή του έθεσε τις βάσεις της παραπέρα πορείας του διεθνούς φεμινιστικού κινήματος.
Η 8 του Μάρτη 1857 είναι μέρα – ορόσημο για το παγκόσμιο φεμινιστικό κίνημα. Την ημέρα εκείνη οι εργάτριες ιματισμού της Νέας Υόρκης ξεσηκώθηκαν για πρώτη φορά σαν εργαζόμενες γυναίκες, έκαναν απεργία και διαδήλωσαν στους δρόμους διαμαρτυρόμενες για τους άθλιους όρους δουλειάς. Η αστυνομία τις χτύπησε.
Το 1910 η Γερμανίδα επαναστάτρια Κλάρα Τσέτκιν πρότεινε στο Σοσιαλιστικό Συνέδριο της Κοπεγχάγης να κηρυχθεί η 8 του Μάρτη σαν παγκόσμια αγωνιστική μέρα της γυναίκας. Κι από τότε γιορτάζεται σ’ όλο τον κόσμο.
Στην Ευρώπη η είσοδος συνεχώς περισσότερων γυναικών στη βιομηχανία παρουσίασε έντονα το πρόβλημα της γυναικείας χειραφέτησης στα εργατικά κόμματα. Ο Καρλ Μαρξ και κυρίως αργότερα ο Μπέμπελ υποστήριζε την ανάγκη της αναγνώρισης των αστικών πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών, αν και έκφρασε την πεποίθηση ότι μόνο με τη δημιουργία της σοσιαλιστικής κοινωνίας θα ήταν δυνατή η απόλυτη χειραφέτησή τους. Παρόμοια, οι Γερμανίδες φεμινίστριες θεωρούσαν ότι μόνο ο σοσιαλισμός θα εξασφάλιζε τελικά τη γυναικεία χειραφέτηση και αγωνίστηκαν ενεργητικά για την επικράτησή του.
Πέρα από το δυτικό κόσμο, εμφανίζεται ο φεμινισμός και στην Κίνα. Η Κίου Τζιν που έζησε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, αναπτύσσει πλούσιο και πολύπλευρο έργο. Η τολμηρή Κινέζα απευθύνεται στις συμπατριώτισσές της δίνοντας εξαιρετική σημασία στην αλληλεγγύη μεταξύ των γυναικών σαν κινητήρια δύναμη της πάλης τους για τη χειραφέτηση. Χειραφέτηση που δεν πρόκειται ποτέ να τους την παραχωρήσουν οι άντρες, αν οι ίδιες δεν παλέψουν για να την επιβάλουν.
Από το 1900 ιδρύονται σ’ όλη την Κίνα σύλλογοι ενάντια στο δέσιμο των ποδιών, το έργο των οποίων προβάλλεται από τον προοδευτικό Τύπο που αφιερώνει όλο και περισσότερο χώρο στην ισότητα των φύλων. Την ίδια εποχή κάνει την πρώτη εμφάνισή του ο κινέζικος φεμινιστικός Τύπος και παράλληλα αναπτύσσεται μια στρατευμένη γυναικεία λογοτεχνία που βάζει σαν στόχο το ξύπνημα των συνειδήσεων.
Η Ελλάδα δεν έμεινε ανεπηρέαστη απ’ όλη αυτή την φεμινιστική κίνηση. Στις 8 του Μάρτη του 1887 κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο της «Εφημερίδος των Κυριών» από την Καλλιρρόη Παρρέν που υπήρξε και η πρώτη Ελληνίδα δημοσιογράφος. Το 1911 η Παρρέν πρωτοστάτησε στην ίδρυση του «Λυκείου των Ελληνίδων», που είναι και η πρώτη συστηματική προσπάθεια στην Ελλάδα γυναικείας δράσης και χειραφέτησης.
Ο οργανωμένος αγώνας για την πολιτική χειραφέτηση της Ελληνίδας άρχισε το 1920 με την ίδρυση του «Συνδέσμου για τα δικαιώματα της γυναικός», με αποκλειστικό σκοπό ν’ αγωνιστεί για την πολιτική, κοινωνική και οικονομική εξύψωση της γυναίκας με τον άντρα. Ο Σύνδεσμος ήταν τμήμα της μεγάλης διεθνούς οργάνωσης υπέρ της γυναικείας ψήφου «International Woman Suffrage Alliance». Πρόεδρος του Συνδέσμου εξελέγη η Μαρία Νεγρεπόντη και Αντιπρόεδρος η Αύρα Θεοδωροπούλου. Κάθε Δευτέρα συγκεντρώνονταν και έκαναν ομιλίες και συζητήσεις, στις οποίες έπαιρναν μέρος όχι μόνο γυναίκες αλλά και άντρες φεμινιστές.
Το 1924 κυκλοφόρησε ο «Αγώνας της Γυναίκας». Μηνιαίο δελτίο του Συνδέσμου Ελληνίδων υπέρ των δικαιωμάτων της Γυναικός. Στην πρώτη σελίδα του πρώτου φύλλου γράφει: «ΖΗΤΟΥΜΕ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ, ΑΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΙΣΑ ΚΑΙ ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΝΔΡΑ». Πρόεδρος Διοικητικού Συμβουλίου: Αύρα Θεοδωροπούλου.
Το 1926 ιδρύεται η «Σοσιαλιστική Οργάνωση Γυναικών», τμήμα του «Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ελλάδος» και του «Διεθνούς Συμβουλίου Σοσιαλιστριών». Απευθύνεται κυρίως στις εργαζόμενες γυναίκες και εκδίδει το περιοδικό «Σοσιαλιστική Ζωή».
Το δεύτερο κύμα του Φεμινισμού εμφανίζεται σε Αμερική και Ευρώπη τη δεκαετία του `60 (στην Ελλάδα το 1975). Οι γυναίκες ονόμασαν το δικό τους κίνημα «Κίνημα για την Απελευθέρωση των Γυναικών». Οι φεμινίστριες συγκροτούνται σε μικρές αυτόνομες ομάδες χωρίς ιεραρχία, αδέσμευτες από κάθε κομματικό έλεγχο και από πολιτική ή άλλη οργάνωση. Είναι ομάδες αυτοσυνείδησης, δράσης και θεωρίας που εμφανίζονται σε χώρους δουλειάς, στα Πανεπιστήμια, σε γειτονιές, σε πόλεις, σε σχολές. Ενώνονται με βάση ένα θέμα κοινού ενδιαφέροντος και διαλύουν την ομάδα όταν οι μεταξύ τους διαφωνίες είναι αγεφύρωτες – κι αυτό εξηγεί γιατί τόσες πολλές ομάδες ήταν τόσο βραχύβιες. Οι αναλύσεις τους βασίζονται στις εμπειρίες και τη γνώση και συνδέουν το ιδιωτικό με το δημόσιο. Οι γυναίκες και οι άντρες έχουν ένα προκαθορισμένο κοινωνικό ρόλο. Το κοινωνικό φύλο (gender) κατασκευάζεται από και με τις ιδιότητες που έχει το βιολογικό φύλο (sex): θηλυκό ή αρσενικό, οι οποίες και προσδιορίζουν τη θέση τους στην κοινωνία. Και αυτό είναι ακριβώς που προσπαθούν να ανατρέψουν οι φεμινίστριες. Έτσι, η καταπίεση των γυναικών μπορεί να ερμηνευθεί, ερευνηθεί, κατανοηθεί και αλλάξει μόνο μέσα από το αυτόνομο κίνημα των γυναικών.
Στην εποχή μας, το φεμινιστικό κίνημα έχει περάσει πλέον σε μια άλλη φάση. Βρισκόμαστε στην περίοδο των δικτύων, του Ίντερνετ και του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος. Το φεμινιστικό κίνημα αφού απομαζικοποιήθηκε, κυρίως στη δεκαετία του `90, προσπάθησε και συγκρότησε τις εναπομείνασες δυνάμεις του σε ευρύτερα δίκτυα, στις ακαδημαϊκές σπουδές και ως κομμάτι του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος. Ταυτόχρονα αναπτύχθηκαν φεμινιστικές κινήσεις και στις άλλες ηπείρους του πλανήτη μας πέρα από την Ευρώπη και την Αμερική. Σ' αυτή την φάση το φεμινιστικό κίνημα εστιάζει στα ιδιαίτερα προβλήματα επιμέρους κατηγοριών και ομάδων γυναικών, που υφίστανται διπλή ή και τριπλή καταπίεση, όπως οι μετανάστριες, οι λεσβίες, οι άνεργες κλπ. Αυτό είναι το τρίτο κύμα του φεμινισμού.


Στην εποχή μας, αρχές του 21ου αιώνα, οι γυναίκες έχουν κατοχυρώσει θεσμικά τα δικαιώματά τους, στον δυτικό κόσμο. Αυτό που έχει τώρα σημασία είναι να περάσουμε τις θεσμικές κατακτήσεις και την ισότητα στην καθημερινή ζωή, στις διαπροσωπικές σχέσεις, στην εργασία και στη νοοτροπία των ανθρώπων. Να εξαλείψουμε τους μικρούς και μεγάλους σεξισμούς στη ζωή μας και σ' όλους τους θεσμούς. Επίσης, να εστιάσουμε τους αγώνες μας στην αντιμετώπιση του προβλήματος της σεξιστικής βίας και να σταθούμε αλληλέγγυες προς τις γυναίκες του τρίτου κόσμου, του αναπτυσσόμενου κόσμου, που υπολείπονται θεσμικών κατακτήσεων και συνεπακόλουθων δικαιωμάτων. Αυτά είναι και τα μεγάλα "στοιχήματα" του σύγχρονου φεμινιστικού κινήματος και το μέλλον θα δείξει αν και τι θα πετύχουμε όσον αφορά αυτούς τους στόχους μας.

(Τα στοιχεία έχουν παρθεί από την Ατζέντα Γυναικών 1997 της Ελένης Παμπούκη, από το βιβλίο της Κούλας Ξηραδάκη: Το Φεμινιστικό Κίνημα στην Ελλάδα, από την εγκυκλοπαίδεια Νέα Δομή και από την Βικιπαίδεια).
*Και οι Αμαζονες ηταν κορες του θεου ΑΡΗ στην αρχαιοτητα.Σημαντικο και αυτο.

από S@bate 3:29πμ, Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010








Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

“Ένας άλλος κόσμος είναι υπαρκτός”, προβολή ντοκιμαντέρ & ομιλία- συζήτηση με θέμα: “η απο-ανάπτυξη μια απάντηση για την κρίση” από την ομάδα Ηλιόσποροι























Ένας άλλος κόσμος είναι υπαρκτός
ελεύθερος κοινωνικός χώρος “Nosotros” 
Τετάρτη 05.01.2011 / 20.00-23.30 

  1. προβολή ντοκιμαντέρΦόρος τιμής στην Καταλονία ΙΙ” (παραγωγή-επιμέλεια Manuel Castells και Joana Conill, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Καταλονίας, συλλογική μετάφραση- υποτιτλισμός Ηλιόσποροι) και συζήτηση για τα εναλλακτικά μη-καπιταλιστικά οικονομικά μοντέλα που έχουν αναπτυχθεί στη Καταλονία με την Joana Conill (ερευνήτρια, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Καταλονίας)
  2. ομιλία- συζήτηση με τον Γιώργο Καλλή (καθηγητής, Αυτόνομο Πανεπιστήμιο Βαρκελώνης), με θέμα: “η απο-ανάπτυξη μια απάντηση για την κρίση”.

Σε ένα κόσμο που αλλάζει ραγδαία, μια άλλη κοινωνία (αυτο)οργανώνεται.
Απέναντι στην δικτατορία των ιδιωτικών τραπεζών και των νεοφιλελεύθερων αγορών, οι τοπικές κοινωνίες παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους, οργανώνουν δημιουργικές αντιστάσεις από τα κάτω και μια άλλη οικονομία που δεν στηρίζεται στα χρήματα και το κέρδος.

Επαναπροσδιορίζουν τις ανάγκες τους, μειώνουν τη κατανάλωση, αυτοδιαχειρίζονται την τροφή και την ενέργειά τους, τοπικοποιούν την παραγωγή, συναλλάσσονται χωρίς μεσάζοντες και συνδιαμορφώνουν ένα άλλο κόσμο, εδώ και τώρα.

Στην Καταλονία, τα τελευταία χρόνια και σαν απάντηση στην συνεχιζόμενη οικονομική- κοινωνική- περιβαλλοντική κρίση, έχουν αναπτυχθεί, σα τα μανιτάρια, κινήματα και πρωτοβουλίες πολιτών με στόχο την επανάκτηση της ζωής, των κοινών αγαθών, του ελεύθερου δημιουργικού χρόνου και των παραγωγικών διαδικασιών. Τοπικά ανταλλακτικά δίκτυα χωρίς χρήματα, συνεταιρισμοί παραγωγών- καταναλωτών, αγροτικές κολεκτίβες και οικοκοινότητες, αστικοί αυτοδιαχειριζόμενοι κήποι, καταλήψεις και κοινόχρηστα οικήματα, ηθικές τράπεζες, εναλλακτικά νομίσματα και τράπεζες χρόνου, συνθέτουν ένα πολύμορφο μωσαϊκό και κάνουν πράξη τη θεωρία της απο-ανάπτυξης.

Το ντοκιμαντέρ “Φόρος τιμής στην Καταλονία ΙΙ” [http://www. homenatgeacatalunyaii.org/en] είναι αποτέλεσμα ενδελεχούς ακαδημαϊκής έρευνας. Είναι ουσιαστικά μια ιστορία που περιγράφει πολλές ιστορίες μετασχηματισμού και αποκέντρωσης της κοινωνίας, και της οικονομίας, μέσα σε ένα πιο δίκαιο, βιώσιμο και αλληλέγγυο πλαίσιο. Χιλιάδες άνθρωποι κάθε μέρα, εδώ και τώρα, δημιουργούν κοινωνικά δίκτυα ασφαλείας από τα κάτω, που ξεπερνούν τα στενά όρια της ατομικότητας, της ιεραρχίας και του εξουσιαστικού ελέγχου.

Η ομάδα του εργαστηρίου IN3 που το δημιούργησε, με επικεφαλής τον διεθνούς φήμης κοινωνιολόγο Manuel Castells του Ανοικτού Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης, διερεύνησαν σε βάθος νέες οικονομικές κουλτούρες, νέες μορφές διαβίωσης, διαμόρφωσης της ποιότητας ζωής και κοινωνικής οργάνωσης. Μελέτησαν τις κοινωνικές επιπτώσεις οικονομικών μοντέλων που δεν ακολουθούν τις επιταγές των ελεύθερων αγορών, που προτεραιότητα είναι το κέρδος, αλλά έχουν σαν γνώμονα τις ανάγκες αντί για τις επιθυμίες του κάθε ατόμου.

Το ντοκιμαντέρ θα προλογίσει και θα σχολιάσει μέσα από συζήτηση, μία εκ των δημιουργών, η Joana Conill, ερευνήτρια, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Καταλονίας.

Στη δεύτερη ενότητα θα ακολουθήσει συζήτηση με αφορμή την εισήγηση του Γιώργου Καλλή, καθηγητή στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο Βαρκελώνης με θέμα: “η απο-ανάπτυξη μια απάντηση για την κρίση”. Ο Γιώργος Καλλής, καθηγητής στο Ινστιτούτο ICREA, είναι επικεφαλής μιας ερευνητικής ομάδας που που διερευνεί την ιδέα της βιώσιμης απο-ανάπτυξης: μια ομαλή οικονομική απομεγένθυση για ένα βιώσιμο μέλλον που θα ζούμε καλύτερα καταναλώνοντας λιγότερα.

Συντονισμός Ηλιόσποροιwww.iliosporoi.net

Στον ελεύθερο κοινωνικό χώρο “Nosotros”, Θεμιστοκλέους 66, Εξάρχεια

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010

"Το ξεχασμένο σύνορο του κόσμου", άρθρο του ΚΙΜΠΙ






Υπάρχει άραγε κάτι θετικό ανάμεσα σε όλα όσα μας συμβαίνουν; Και δεν εννοώ την «παιδαγωγική» τιμωρία που θέλει να επιβάλει η Άνγκελα Μέρκελ στις «σπάταλες» και «αντιπαραγωγικές» κοινωνίες της Ευρώπης. Ούτε τις ευκαιρίες για «μεταρρυθμίσεις» και μεγάλες «αλλαγές» που βλέπει η κυβέρνηση στον τυφλοσούρτη του μνημονίου. Εννοώ αν σε όλα όσα πριν από ένα χρόνο μάς φαίνονταν αδιανόητα υπάρχει κάτι που μας βοηθάει να αποκτήσουμε μια πιο καθαρή ματιά για τον κόσμο μας, τις βασικές ροπές και αντιθέσεις του. Αν η εφαρμογή του «δόγματος του σοκ» στην ανυποψίαστη μέχρι πρότινος ελληνική κοινωνία τη βοηθάει να απαλλαγεί από φτιασίδια και ψιμύθια, από ψευδαισθήσεις και αυταπάτες. Και τελικά, ναι, νομίζω πως τελικά υπάρχει κάτι θετικό σε όλα αυτά. Κάτι που βοηθά να αποκαλυφθεί το παλιό, κρυμμένο από τις προσχώσεις της ιστορίας, σύνορο του κόσμου μας.
Για πολλές δεκαετίες, από τον πόλεμο και μετά, οι δυτικές κοινωνίες πίστευαν ότι έχουν επιβιβαστεί στο τρένο της μεγάλης φυγής προς τα μπρος. Ότι όλα εξελίσσονται στον μονόδρομο της προόδου, στο πλαίσιο της οποίας άρχουσες και υποτελείς τάξεις μόνο μια διαρκώς αύξουσα ευημερία μπορούσαν να περιμένουν, έστω και με μικρά διαλείμματα ανασφάλειας, έστω και τρομακτικά άνισα κατανεμημένη. Όσο η πίτα του πλούτου αυξανόταν, υπήρχε μερίδιο για όλους, αν και η μοιρασιά ήταν λεόντεια. Σ’ αυτή τη σιωπηρή συμφωνία «κοινωνικής ειρήνης», που διακοπτόταν μόνο από μεμονωμένα περιστατικά, βασίστηκε η μαγική εξαφάνιση της «πάλης των τάξεων», η ανάδυση νέων «καλοταϊσμένων» στρωμάτων εργαζομένων που δεν είχαν καμιά διάθεση να αμφισβητήσουν αυτή τη «Γιάλτα» της διανομής του πλούτου, γιατί οι μερίδες τους ήταν χορταστικές. Σ’ αυτή τη σιωπηρή συμφωνία βασίστηκαν και η κοινωνία των «δύο τρίτων» και η ανατροπή του ισοζυγίου ευημερίας και στέρησης υπέρ της πρώτης με τρόπο που η ικανοποιημένη πλειοψηφία να αδιαφορεί επιδεικτικά για τη στερημένη μειοψηφία. Σ’ αυτή τη «συμφωνία» στηρίχτηκε επίσης η μετατροπή του homo faber (= εργαζόμενος άνθρωπος) σε homo consumericus (= άνθρωπος καταναλωτής). Σ’ αυτή τη «συμφωνία» στηρίχθηκε η ανοχή των κοινωνιών της Δύσης απέναντι στα εγκλήματα που συντελούνταν εις βάρος των κοινωνιών της Ανατολής ή του Νότου. Και αυτή η «συμφωνία» συγκάλυψε για δεκαετίες τις κλασικές ταξικές αντιθέσεις του καπιταλιστικού κόσμου. Εν ολίγοις, εκατομμύρια άνθρωποι -και εμείς οι νεοέλληνες του καθυστερημένου ευρωπαϊσμού και του ακόμη πιο καθυστερημένου αστικού εκσυγχρονισμού ανάμεσά τους- έχασαν από τα μάτια τους τα κοινωνικά σύνορα του κόσμου, ξέχασαν (ή δεν έμαθαν ποτέ) πού ανήκουν.
Ο προλετάριος ξέχασε ότι είναι προλετάριος, ο αγρότης έθαψε στο χωράφι την ταξική του ταυτότητα μαζί με την παραγωγική του γνώση, εκατομμύρια εργαζόμενοι βρέθηκαν σε απόλυτη ταξική σύγχυση είτε γιατί μπήκαν στον Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ με αισθητά καλύτερους μισθούς, είτε γιατί θαμπώθηκαν από τις καταναλωτικές τους δυνατότητες και την ευκολία με την οποία απόκτησαν και σπίτια και εξοχικά και πρώτα και δεύτερα αυτοκίνητα. Ο κόσμος της εργασίας χάθηκε μέσα σε έναν κοινωνικό πολτό επίπλαστης ευημερίας, που τα ανέμελα χαχανητά της έπνιγαν τις ασθενικές κραυγές της πάσχουσας μειοψηφίας. Κι όλα έγιναν σε μιαν ατμόσφαιρα συνενοχής, λες και τους χάριζαν αυτές τις μικρές ή μεσαίες μερίδες ευμάρειας – πάντως δεδουλευμένης χάρη σε μια διόλου ευκαταφρόνητη αύξηση της παραγωγικότητας, ακόμη και στην «παρασιτική» ελληνική οικονομία.
Αυτές οι αλλαγές και οι στρεβλώσεις στην κοινωνική αυτογνωσία (που εξελίχθηκε σιγά σιγά σε ταξική άγνοια, αν όχι απόγνωση) αποτέλεσαν την ευχάριστη όψη (αν υπάρχει τέτοια) της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας που σταδιακά κυριάρχησε στις αντιλήψεις όλων των κυρίαρχων τάξεων και των πολιτικών ελίτ, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Και σ’ αυτή τη θεμελιώδη ταξική άγνοια βασίστηκε η αδυναμία των ανθρώπων και των κοινωνικών στρωμάτων να αντιληφθούν έγκαιρα την άνοδο του «καταστροφικού καπιταλισμού» που δεν εγγυάται τίποτα: ούτε την ευημερία, ούτε την ασφάλεια, ούτε καν τη δημοκρατία. Έτσι, ελάχιστοι αντιλήφθηκαν εγκαίρως, για παράδειγμα, ότι η παραγωγική στρέβλωση της ελληνικής οικονομίας, η δραματική συρρίκνωση της βιομηχανικής της βάσης, το big bang του τραπεζικού της συστήματος, η έκρηξη του τομέα των υπηρεσιών, η προϊούσα εξαφάνιση της γεωργίας και η δημιουργία ενός αρκετά ευρέος στρώματος «ραντιέρηδων», ανθρώπων που ζουν από κερδοσκοπικές προσόδους χωρίς να «εργάζονται» με οποιοδήποτε τρόπο (ούτε καν ως εργοδότες), όλα αυτά, συνοδεύτηκαν από μια σιωπηρή επέκταση της ζώνης της ανασφάλειας: το «πρεκαριάτο», οι νέοι της επισφαλούς και αρρύθμιστης εργασίας, αυξάνονταν γεωμετρικά, οι συνθήκες εργασιακής «ζούγκλας» διευρύνονταν κάτω από τη μύτη των συνδικάτων και των «ελεγκτικών Αρχών» και η «πάσχουσα» επιχειρηματικότητα κατέστησε παραγωγικό σαβουάρ βιβρ την καταστρατήγηση δικαιωμάτων. Έτσι, η τρόικα και οι πειθήνιοι υπάλληλοί της ουσιαστικά βρήκαν τις πόρτες μισάνοιχτες για να ολοκληρώσουν την «άλωση».
Αλλά η «άλωση» αυτή έχει κι ένα θετικό στοιχείο. Καθώς σαρώνει όλα τα φτιασίδια, όλες τις περιφερειακές και δευτερεύουσες αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας, καθώς φτάνει στον ταξικό πυρήνα των αλλαγών που θέλει να επιβάλει η τρόικα στις συνθήκες εκμετάλλευσης της εργασίας και απόσπασης της υπεραξίας, αποκαλύπτει ότι το παλιό, ταξικό σύνορο του καπιταλιστικού κόσμου είναι ακόμη εδώ: για την παγκόσμια κρίση του χρέους, για την ελληνική δημοσιονομική εκτροπή, για τις στρεβλώσεις του εγχώριου καπιταλισμού, για την υπερτροφική παραοικονομία, για τις σχέσεις διαπλοκής και διαφθοράς πολιτικής και επιχειρηματικής τάξης, για όλα όσα ορίζονται ως «ελληνικό πρόβλημα» φταίει το κόστος εργασίας που οδηγείται σε μια πρωτοφανή, βίαιη συρρίκνωση. Συρρίκνωση που παρασύρει και όλα τα δικαιώματα πάνω στα οποία στηρίχθηκε η μεταπολεμική, σιωπηρή «κοινωνική ειρήνη». Και για την οποία θα χρειαστούν και άλλα ακόμη νομοθετήματα, πολλές εξευτελιστικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες επικύρωσης των τετελεσμένων, πολλές καταλύσεις παραγωγικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, πολλές προσλήψεις αστυνομικών και πολλοί τόνοι δακρυγόνα και ασφυξιογόνα. Με λίγα λόγια, κατά κάποιο τρόπο η Ελλάδα γίνεται ξαφνικά το κέντρο του καπιταλιστικού κόσμου, ένα πειραματικό του εργαστήριο και ένα ταμπλό βιβάν, πάνω στο οποίο ο κόσμος αυτός ξαναοργανώνεται γύρω από τη βασική του αντίθεση, τον κινητήρα της ιστορίας του: την αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας. Αυτή που σχεδόν είχαμε ξεχάσει ότι υπάρχει, αλλά οφείλουμε στην τρόικα το ότι μας τη θύμισε. Με οδυνηρό και κυνικό τρόπο.
Φυσικά, η λύση αυτής της αντίθεσης δεν είναι υπόθεση μηνών ή λίγων ετών. Αλλά, καθώς ο καπιταλισμός της καταστροφής και οι εκφραστές του στην Ευρώπη (κοιτίδα του κοινωνικού συμβολαίου που έχει καταντήσει ορμητήριο του νεοφιλελευθερισμού) οδηγούνται στα άκρα, η τελική διευθέτηση αυτής της αντίθεσης είναι ανοικτή προς κάθε κατεύθυνση: από τη μετατροπή της Ευρώπης σε συνονθύλευμα χωρών - στρατοπέδων καταναγκαστικής (και εξευτελιστικά φθηνής) εργασίας, μέχρι την έκρηξη της κοινωνικής αντίδρασης υπέρ μιας δημοκρατικής, χειραφετικής διευθέτησης της κρίσης. Αν επικρατήσει η πρώτη εκδοχή «λύσης», θα έρθει η στιγμή που οι σημερινές πολιτικές ελίτ, τόσο αβασάνιστα παραδομένες στο νεοφιλελεύθερο δόγμα του σοκ, θα εύχονται να νικήσει η σπασμωδική και άνευρη μέχρι στιγμής αντίδραση του κόσμου της εργασίας. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και όσα προηγήθηκαν δεν είναι τόσο μακρινή μνήμη όσο τώρα μας φαίνεται.
Άρθρο που δημοσιεύτηκε στο blog του ΚΙΜΠΙ, στις 17/12/2010

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Η Επανάσταση στην Ντίσνεϋλαντ, του Ευγένιου Αρανίτση
































Η γαλλική κυβέρνηση ανανέωσε τη σύμβαση με την εταιρεία Ντίσνεϋ έναντι 2.000.000.000 ευρώ. Η εταιρεία υποσχέθηκε, για το προσεχές μέλλον, τη δημιουργία 70.000 θέσεων εργασίας.
Οι εφημερίδες
Στις αρχές της δεκαετίας του '60, η εταιρεία Ντίσνεϊ πρόβαλλε την εικόνα ενός οργανισμού μεταξύ των πολλών που είχαν αναλάβει τη δυναμική υποστήριξη της πρώιμης μεταπολεμικής ευφορίας του αμερικανικού ονείρου. Το όνειρο είχε κιόλας διανύσει τη φάση της παιδικής του ηλικίας, ιδιαίτερα δελεαστική εν προκειμένω για όσους είχαν στερηθεί τη δική τους, και περνούσε θριαμβευτικά κάτω απ' τις χολιγουντιανές αψίδες μιας φανταχτερά σκηνοθετημένης εφηβείας, μέσα σε καταιγίδες από χαρτοπόλεμο και ποπ κορν. Ενηλικιωνόταν εξελισσόμενο σε φρουρό του εθνικού ύπνου.
Το όνειρο μιλούσε για όλα εκείνα τα πλεονεκτήματα που ο παλαιός κόσμος δεν είχε καν διανοηθεί, νεανικά πάρτι, παγωτατζίδικα, ροκ εν ρολ, ντράιβ ιν και βενζινάδικα που λειτουργούσαν με σύστημα σελφ σέρβις, λαβυρίνθους από φώτα νέον, φτηνά σπορ αμάξια, υπέροχες οικιακές συσκευές κατάλληλες να φέρουν τη δημοκρατία στην κουζίνα, τάπητες γκαζόν, κηδείες με αποτέφρωση, εντυπωσιακές εκρήξεις πολύχρωμου πλαστικού, καθώς και την υπόσχεση μιας απέραντης ευκολίας στο να παράγεις ομοιώματα όταν το πρωτότυπο θα έπαυε να αντέχει την εφήμερη κριτική των Μέσων, οπότε θα σου ζητιόταν να το εξαφανίσεις απ' το προσκήνιο και να αποφύγεις, εφεξής, πάση θυσία, οιαδήποτε αναφορά σ' αυτό. Το εθνικό προϊόν ήταν το ίδιο το μέλλον σε συσκευασία ενεστώτα μίας χρήσεως και ο καθένας απ' τους πλασιέ που χτυπούσαν την πόρτα συστηνόταν ως ο άνθρωπος που θα σου πουλούσε ένα μικρό μερίδιο αυτού του μέλλοντος, μισοτιμής. Αρχισε λοιπόν να τίθεται το θέμα τού αν θα προλάβαινες να αγοράσεις, αν θα προλάβαινες να ενημερωθείς, αν θα προλάβαινες να ενηλικιωθείς και να γεράσεις. Αν θα προλάβαινες να παρακάμψεις το αίνιγμα του θανάτου, είτε δικού σου, είτε των άλλων, είτε του πολιτισμού και των αξιών, διότι οι αξίες είχαν προσβληθεί κι αυτές από τον πυρετό της δοσοληψίας και κανείς δεν θυμόταν τι αντιπροσώπευαν.
Τότε, σε όλους τους τομείς, περιλαμβανομένης της πολιτικής, ο πλασιέ καθιερώθηκε σαν ο κήρυκας του καινούριου Ευαγγελίου, αυτός που δεν μπορούσες παρά να καλωσορίσεις γιατί σε διαβεβαίωνε ότι ο χρόνος που θα κέρδιζες αν βιαζόσουν να κατακτήσεις τα πράγματα προτού τα κατανοήσεις, θα πιστωνόταν και θα σε περίμενε σ' έναν παράδεισο ολοκληρωτικής άγνοιας. Ο παράδεισος ήταν αβαθής και ευμετάβλητος σαν την τηλεθέαση. Η σωτηρία του μέσου ανθρώπου εξαρτιόταν, θετικά, απ' την αστάθεια των κριτηρίων του, απ' την προθυμία του να συναινέσει στην υπόθεση ότι όλα είναι προς αντικατάστασιν. Πουθενά δεν έβρισκες το παραδοσιακό, βραδυκίνητο και σεβάσμιο πάθος για την ερμηνεία που θα θεράπευε ή θα μυθοποιούσε τους ίσκιους και τα κενά της ιστορικής μνήμης, ενώ ο διαθέσιμος φωτισμός αναμνήσεων που κρίνονταν ασύμφορες αποδεικνυόταν όλο και πιο στοιχειώδης. Βαθμιαία, το κεντρικό αίτημα της κοινωνίας ευθυγραμμιζόταν με τη λήθη και η λήθη καλούνταν τώρα να δημιουργήσει τα δικά της ομοιώματα και να τα διανείμει με δόσεις, χωρίς προκαταβολή, λες και όλες οι διεκδικούμενες προκαταβολές είχαν ήδη εξοφληθεί συμβολικά με την ακατονόμαστη φρίκη του πολέμου. Απέναντι στις αποτρόπαιες υποψίες για την πιθανή σχέση που συνέδεε την εμπειρία ενός συνολικά βιομηχανοποιημένου κόσμου με την επόμενη γενοκτονία στο επόμενο Αουσβιτς, δεν στεκόταν παρά ο Ελβις με τους γοφούς του και μια κιθάρα.
Ηταν αυτό ειδικά το σοκ του πολέμου που είχε παραμείνει ελάχιστα συνειδητοποιημένο απ' την παράλυτη μεσαία τάξη, άπαξ και η φρενίτιδα των εξελίξεων διακόπηκε απότομα απ' τον οικουμενικό κρότο της Βόμβας στην άλλη όχθη του Ειρηνικού. Ενα πελώριο περίσσευμα θανάτου, ένα ανυπολόγιστο απόθεμα τρόμου δεν είχε συνειδητοποιηθεί ποτέ, αλλά παρέμενε, ιζηματικά, στο συλλογικό φαντασιακό, σαν τραχύ, αποσιωπημένο, εφιαλτικό μόρφωμα που θα ανατοκιζόταν αθόρυβα μέχρις ότου επιστρέψει για να εκδικηθεί τα εκατομμύρια των πολιτών οι οποίοι είχαν παρασυρθεί να κλείσουν τα μάτια μπροστά στους ιλίγγους της Ιστορίας δίχως να γίνουν πιο στοχαστικοί, δίχως να γίνουν πιο ευαίσθητοι στα συμπεράσματα και περισσότερο ανοιχτοί στις ανάγκες του ψυχισμού για περισυλλογή. Let it go, όπως έλεγαν!
Στον ορίζοντα του κοινωνικού θεάματος, το μέγεθος αυτής της προσποίησης αποκαλύφθηκε εν μέρει στην κλειστοφοβική ατμόσφαιρα των φιλμ νουάρ ή, πιο ρεαλιστικά, στη δολοφονία του Κένεντυ, όμως η αλήθεια είναι ότι δεν της έλειπε εξαρχής η ανυποχώρητη επιθυμία, δεδηλωμένη εξάλλου, να οργανωθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση, εκεί όπου το κόστος επαναδιοχετεύεται, σαν στιγμιαίο όφελος, σ' ένα μέτωπο χαζοχαρούμενης αφασίας και ανέμελου ξεσηκωμού των καταναλωτών. Στον ήρεμο πανικό τους, οι καταναλωτές εξεγείρονταν ενάντια στο παλαιομοδίτικο άγχος των εξελίξεων και υπέρ της μοντέρνας εκείνης έλλειψης θάρρους που όριζε τον θάνατο σαν ταμπού και ευθυνόταν για την επ' άπειρον αναβολή της αναγνώρισης του πόνου ο οποίος είχε κληρονομηθεί απ' τις λεγεώνες των σκοτωμένων του πολέμου. Οσο θάρρος κι αν είχαν δείξει οι Αμερικανοί στα πεδία των μαχών της Ευρώπης, άλλο τόσο τους έλειπε ώστε να εξετάσουν τις αιτίες της κακοδαιμονίας και να πενθήσουν τ' αποτελέσματά της με μια ειλικρίνεια που θα εμπόδιζε την επάνοδο φαντασμάτων.
Πανηγυρίζοντας αυτή την τόσο χαρακτηριστικά αμερικανική ρηχότητα της ζωής, το κοινό, κατ' ουσίαν, αντιδρούσε ανακλαστικά ενάντια στους φόβους για τις επερχόμενες μάστιγες, με πρώτη τη μόλυνση του αέρα απ' τους ρύπους των εργοστασίων και τον ηθικά καρκινογόνο φθορισμό του μάρκετινγκ και των τηλεοράσεων. Οι φόβοι διασκεδάστηκαν με τη γεύση της κόκα κόλας και μ' αυτό που η σημερινή γενιά των εξηντάρηδων αναπολεί σαν μια ατμόσφαιρα σωτήριας επιπολαιότητας, εντελώς εκτός τόπου και χρόνου, με πρωταγωνιστές τον Μίκυ, τον Γκούφη και τους υπόλοιπους, μέχρι τα μάπετ του Πολέμου των άστρων και τα καμώματα του νεώτερου Μπους. Διότι ο Τζορτζ ήταν τεχνίτης στο να παριστάνει τον αφελή όταν τον πλησίαζαν δημοσιογράφοι κι έτσι εκείνο που μας έλεγε, στην πραγματικότητα, ήταν ότι, ξέρετε, αφού η κοινή γνώμη, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, κι όχι λιγότερο εξαιτίας τους, αρνείται να πάρει τον εαυτό της στα σοβαρά, ο Λευκός Οίκος θα δεχόταν ευχαρίστως ν' ανοίξει υποκατάστημα στην Ντίσνεϋλαντ. Τα υπόλοιπα, στο επόμενο ή: Πώς ο Ντίσνεϋ ήρθε στη Γαλλία, το προπύργιο του παλαιού κόσμου, ως μορφωτικός ακόλουθος.


To άθρο δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία 
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=26/09/2010&s=parado3a


Διαβάστε εδώ το 2ο Μέρος του άρθρου 
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=03/10/2010&s=parado3a


και εδώ το 3ο Μέρος του άρθρου:
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=10/10/2010&s=parado3a

Επίσης αρχείο από άρθρα του Ευγένιου Αρανίτση μπορείτε να βρείτε εδώ:
http://aranitsis.blogspot.com/

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

Κοινωνικά Δίκτυα, Κοινωνικά Κινήματα και Ακτιβισμός // άρθρο του Μωησή Μπουντουρίδη για το περιοδικό Κοντέινερ
























Τι είναι ένα κοινωνικό δίκτυο; Βασικά, ένα κοινωνικό δίκτυο συγκροτείται σαν ένα διαπλεκόμενο μόρφωμα, που συντίθεται από τρία πράγματα: (1) τους παράγοντες κάποιας δράσης, που τους λέμε δρώντες, (2) τους δεσμούς κάτω από μια ή περισσότερες κοινωνικές σχέσεις, που αναπτύσσουν οι δρώντες μεταξύ τους, και (3) τις καταστάσεις, στις οποίες βρίσκονται ή οι οποίες χαρακτηρίζουν τους ποικίλους προσανατολισμούς των δρώντων. 

Γενικώς, σαν δράση καταλαβαίνουμε μια οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία αποσκοπεί στη δημιουργία ή καταστροφή ή διαφοροποίηση των μορφών ή των στοιχείων ή των καταστάσεων του κόσμου ή και της συνείδησης γι’ αυτά. Δηλαδή, κάτι τόσο γενικό ώστε να περικλείει σχεδόν ο,τιδήποτε κινείται ή αλλάζει ή φαίνεται έτσι –από μια εκφραστική χειρονομία ή τις σκέψεις του νου ως τους μετασχηματισμούς των σωμάτων, της ύλης, των καταστάσεων, της κοινωνίας και του κόσμου. Οι παράγοντες μιας δράσης, οι δρώντες, μπορεί να είναι άτομα (άνθρωποι, ζώα, μηχανές κ.λπ.) ή ομάδες ατόμων (συλλογικότητες, οργανώσεις, κοινότητες κ.λπ.). Οι δεσμοί μεταξύ δρώντων μπορούν να προέρχονται από θετικές ή αρνητικές σχέσεις, που οι δρώντες συντηρούν μεταξύ τους, όπως σχέσεις φιλίας ή εχθρότητας, συνεργασίας-συμμαχίας ή αντιπαλότητας-ανταγωνισμού, αλληλεγγύης-βοήθειας ή εκμετάλλευσης-αδιαφορίας, προσήνειας ή εξουσίας, συναίνεσης ή σύγκρουσης, εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας, συντονισμού ή απομονωτισμού κ.ο.κ. Τα χαρακτηριστικά των καταστάσεων των δρώντων μπορεί να είναι μια μεγάλη γκάμα από μοτίβα ή ρεπερτόρια ή πλαίσια διακριτών συμπεριφορών ή ιδεών, όπως τοποθετήσεις ή στάσεις, απόψεις ή κρίσεις, προτεραιότητες ή προτιμήσεις, αιτιολογήσεις ή ερμηνείες, αξίες ή αξιώσεις, νοηματοδοτήσεις ή πεποιθήσεις, σύμβολα ή συνθήματα, προδιαθέσεις ή κίνητρα, σκοποί ή προθέσεις, διεκδικήσεις ή απαιτήσεις, ανάγκες ή επιθυμίες, τακτικές ή στρατηγικές, έγνοιες ή ανησυχίες, ενδιαφέροντα ή συμφέροντα, ελπίδες ή απογοητεύσεις, οραματισμοί ή παραπλανήσεις, εμπνεύσεις ή αντιφάσεις, ενδεχομενικότητες ή τελικότητες κ.λπ.

Όλα αυτά μαζί είναι ένα κοινωνικό δίκτυο. Και τα κοινωνικά κινήματα δίνουν ένα καλό παράδειγμα. Γιατί ένα κοινωνικό κίνημα αποτελεί ένα μόρφωμα κάποιων συγκεκριμένων τύπων συλλογικών δράσεων, που αποσκοπούν στην κοινωνική αλλαγή, ακολουθώντας κάποιους λίγο-πολύ συγκρουσιακούς τρόπους δικτυωμένης δράσης: με τις δικτυακά συντονισμένες μορφές αντίδρασης στον καταναγκασμό της κατεστημένης εξουσίας και διεκδικήσεων διάφορων αιτημάτων ευρύτερης κοινωνικής αποδοχής. Π.χ., το εργατικό κίνημα, τα διάφορα εθνικά ή εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα, το φεμινιστικό κίνημα, το περιβαλλοντικό κίνημα, το φοιτητικό κίνημα, το κίνημα των LGBT κ.ο.κ. 

Ένα κίνημα συγκροτεί ένα δίκτυο με βάση την αίσθηση της αλληλεγγύης και της κοινής συνείδησης για τον κόσμο, που οι κινηματίες αποκτούν μέσα από τις κοινές εμπειρίες και τις συλλογικές δράσεις του αγώνα τους. Επιπλέον, η κινηματική δράση εμψυχώνεται από την επινόηση και τη χρήση κάποιων κοινών αγωνιστικών συμβόλων και κωδίκων, με τα οποία εκδηλώνεται η δημιουργική υποκειμενικότητα των κινηματιών κι αναπαριστάται ο πόθος κι η αγωνία τους για ρήξεις κι ανατροπές, που θα φέρουν την κοινωνική αλλαγή. Με τα σύμβολα και τους κώδικες αυτούς σφυρηλατείται η συγκεκριμένη πολιτιστική ταυτότητα κι ιδιαιτερότητα, η οποία εκφράζει μια κοινή κινηματική φυσιογνωμία, όπως είναι κατανεμημένη-εμφυτευμένη πάνω σ’ ένα στιβαρό ρίζωμα συλλογικών συγκρουσιακών δικτυακών δράσεων. Από την άποψη αυτή, τα συναισθήματα –όπως του θυμού, της αγανάκτησης, του αποτροπιασμού, της λύπης, της χαράς, της υπερηφάνειας, του θάρρους, της εντιμότητας κ.λπ.– αποτελούν ένα σύνολο πρακτικών σωματικής νοηματοδότησης, οι οποίες υλοποιούν στην πράξη τη διαλεκτική σχέση μεταξύ της ρηξικέλευθης δικτυακής δράσης και της χειραφετικής δομής των κοινωνικών κινημάτων.

Ο ακτιβισμός αποτελεί μια τέτοια έμπρακτη κι ενσώματη εμπλοκή και συμμετοχή στους αγώνες των κοινωνικών κινημάτων. Πέρα από τις συγκρουσιακές δραστηριότητες, ο ακτιβισμός εγείρει και ζητήματα οργανωτικών δομών και ηγεσίας μέσα από συζητήσεις για την αναγκαιότητα να δημοκρατικοποιηθεί το κοινωνικό δίκτυο της αντισυστημικής πάλης, για να ανοίξουν οριζόντια οι κατακόρυφες ιεραρχικές γραφειοκρατικές δομές των μηχανισμών, που αναπαραγάγουν τα διάφορα κλειστά κομματικά στεγανά. Μ’ αυτήν την έννοια, στην πραγματικότητα, κι οι ακτιβιστές παράγουν θεωρία –σε διάφορα επίπεδα αφαίρεσης– μέσα στις διαδικασίες των πρακτικών δικτυακών δράσεων, στις οποίες εμπλέκονται και με την πραγματοποίηση των οποίων είναι στενά δεσμευμένοι. Αυτή η ακτιβιστική συνένωση πράξης και θεωρίας, η ακτιβιστική ‘γνωσιακή πράξη,’ αναπτύσσεται σε τρεις άξονες. Πρώτα, υπάρχει μια κοσμοθεωρητική διάσταση της αγωνιστικής αλήθειας, που αποκομίζουν οι ακτιβιστές από τα συγκεκριμένα μαθήματα της ιστορίας, από τα συμβάντα των ρήξεων κι ανατροπών, μέσα από τα οποία διαμορφώνουν τη μαχητική υποκειμενικότητά τους. Μετά, είναι το ζήτημα της οργανωτικής δομής του ανοιχτού μοντέλου του δικτύου, που έχει μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στις επιθέσεις του αντίπαλου, πλουσιότερη πλαστικότητα στον πειραματισμό νέων πολιτικών λύσεων και καλύτερη αξιοπιστία στην προσέλκυση, τη συμπαράσταση και τη συστράτευση ενός μεγαλύτερου πλήθους του λαού, απ’ ό,τι το ιεραρχικό αντιπροσωπευτικό μοντέλο των κλειστών κομματικών οργανώσεων. Και τρίτο, οι ακτιβιστές κάνουν μια καινοτόμο και δημιουργική χρήση διάφορων τεχνολογιών δικτυακής πληροφόρησης κι επικοινωνίας του Ίντερνετ (σάϊτ, μπλογκ, βίντεο, φωτογραφίες, Τουίτερ κ.λπ.), για να προωθήσουν τα αιτήματά τους και για να συντονίσουν τους αγώνες τους. 

Γι’ αυτό, οι ακτιβιστές προτιμούν τη συν-έρευνα (con-ricerca με την ορολογία των Ιταλών εργατιστών κι αυτονομιστών) ή τη μαχητική έρευνα (militant research) σαν διαδικασίες και μεθοδολογίες της δικτυακής αυτο-μόρφωσης, οι οποίες αναπτύσσονται αυθόρμητα έξω από τα θεσμικά πειθαρχικά πλαίσια. Με τον τρόπο αυτό, οι ακτιβιστές, όπως και κάθε συλλογικό υποκείμενο, που αυτο-οργανώνεται δικτυακά στα πλαίσια της χειραφετικής του πάλης, μπορεί (κι άρα πρέπει) να αναπτύξει τον “γενικό νου,” τη “συλλογική ευφυία” του. Να οικοδομήσει, δηλαδή, την ικανότητά του να ψάχνει να βρίσκει και να επεξεργάζεται όλα τα δεδομένα, που οδηγούν στην αλήθεια του κόσμου, αυτόνομα, από μόνο του, μόνο μέσα στα δίκτυα των σχέσεών του, χωρίς καμιά εξάρτηση από τους μεροληπτικούς ταξικούς θεσμούς της ελεγχόμενης επιστήμης ή της κατευθυνόμενης έρευνας. Κι αυτή την αλήθεια των συμβάντων των ρήξεων και των ανατροπών οι ακτιβιστές την αναζητούν ενάντια σ’ όλες τις διαστρεβλώσεις ή τις αντιστροφές, με τις οποίες το σύστημα της κυρίαρχης ιδεολογίας και πολιτικής τη συγκαλύπτει. Γιατί, για τους ακτιβιστές, η αλήθεια αποκαλύπτεται αυτόνομα κι αυθεντικά μέσα από τη δέσμευσή τους στα συμβάντα της συλλογικής δράσης για τον κοινωνικό μετασχηματισμό, μέσα από μια οριζόντια, ανοιχτή κι αδέσμευτη κατανόηση του μαθήματος της ζωής, δηλαδή, της άμεσης, πλαστικής, βιοπολιτικής δικτυακής μάθησης.



το άρθρο δημοσιεύτηκε εδώ:
http://thrymmata.blogspot.com/2010/03/blog-post.html

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Ιστορία: Κέντρα Εναλλακτικής Κουλτούρας το 1980






































Κέντρα Εναλλακτικής Κουλτούρας 1
(Δημοσιεύθηκε σε 3 μέρη στα τεύχη 1-3
της undergound επιθεώρησης "Ανοιχτή Πόλη" την
περίοδο 1980-1981.Το κείμενο συνέθεσε ο Βλάσης Ρασσιάς 
για λογαριασμό της εκδοτικής κολεκτίβας του περιοδικού
http://www.rassias.gr/8017.html


(Μερικές σημειώσεις) 

Μέρος 1ο 
Ο μαρασμός της κοινωνίας είναι ο μαρασμός και μόνο της θεσμικής της υποδομής. Το κίνημα της Αντικουλτούρας αναπτύσσει κοινωνικά πειράματα αντι-θεσμούς για επαναζωογόνηση της κοινωνικής ανταλλαγής και λειτουργίας. Το περιεχόμενο αυτής της «νέας κοινωνίας» που απαγγέλλεται, δεν μπορεί να προειπωθεί ή να προκαθορισθεί. Η μορφή της, που αναντίρρητα θα είναι ετερογενής, αποκεντρωτική και βασισμένη στην αλληλο-αρωγή, βασίζεται σε μία πολλαπλότητα από διαπροσωπικές σχέσεις, που έπρεπε να καλλιεργηθούν, να επιδοκιμασθούν και να προωθηθούν. 
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ένας αριθμός ανθρώπων μέσα στα κίνημα της Αντικουλτούρας επεξεργάσθηκε συστηματικά διαδικασίες παραλλήλων ιδρυμάτων και εναλλαχτικών κοινοτήτων. Ιδιαίτερα στη ζωή ποικιλώνυμων γκέττος, η δημιουργία βιώσιμων εναλλακτικών ιδρυμάτων, θα χρησίμευε σαν πυρήνας ριζοσπαστικοποίησης. Έπρεπε ο κόσμος να εγκαταλείψει τις κατεστημένες δομές και να εκδηλώσει ανοιχτά την περιφρόνησή του για τις τωρινές μορφές κοινωνικής οργάνωσης. 
Όλες οι παραπάνω σκέψεις είχαν σαν αποτέλεσμα την “Συνέλευση των Μη Εκροσωπουμένων” που συμβόλιζε μία εναλλακτική δομή της αστικής κοινωνίας. Ωστόσο η ίδια η φύση αυτών των αντι-ιδρυμάτων δούλευε περισσότερο συμβολικά και στην καλύτερη περίπτωση είχαν πολιτική χρησιμότητα στο βαθμό που όξυναν τις συνειδήσεις. Οι πιο πολλές από τις προσπάθειες αυτές έγιναν με τρόπο απατηλό (κοινότητες αγάπης) γιατί ο φαινομενικός τους σκοπός (μια αληθινά εναλλακτική λύση) είχε μικρή μόνο σχέση με τον πραγματικό τους χαρακτήρα (μια διαμαρτυρία συμβολική). 
Σε λίγο, ένα καινούργιο είδος παράλληλων ιδρυμάτων αναπτύχθηκε με συγκεκριμένους όμως πολιτικούς αντικειμενικούς σκοπούς. “Οκτώ πρόσωπα ενώθηκαν μαζί για να φτιάξουν ένα κοινόβιο. Αυτή η ενέργεια ήταν το αποτέλεσμα μίας μεγάλης συζήτητσης κι έφθασαν στην κοινή κατάληξη πως δεν θα μπορούσαν να εξακολουθήσουν να ονομάζονται επαναστάτες όσο η προσωπική ύπαρξή τους αντανακλούσε τις ίδιες αστικές αξίες ενάντια στις οποίες αγωνίζονταν και που καταντούσαν τόσο αφόρητη την καθημερινή ζωή γράφει ο Fritz Teufel για το «Κοινόβιο 1» της οδού Στέφενστράσσε 60 του Βερολίνου, στο «Αντικουλτούρα» (Λονδίνο 1969). 

Μια από τις κεντρικές απόψεις αυτής της τάσης ήταν η ανάγκη για θεμελίωση μιάς καινούργιας ιστορίας που μπορούσε να υλοποιηθεί μόνο με μια διαδικασία, όπου κάθε δουλειά έπρεπε να βγαίνει συλλογική, εξαφανίζοντας κάθε ατομικίστικη προσπάθεια προβολής ή υπεροχής. Πάνω στη συλλογικότητα της δράσης τους οι συμβιωτικοί στο «Κοινόβιο 1» μοίραζαν τα αγαθά, την ιδιοκτησία και τα λεφτά σε μία μικροοικονομία τελείως συλλογική. Η εξέγερση ενάντια στην κατανάλωση είχε αρχίσει ήδη από το ’67. Ανάμεσα στα δωμάτια δεν υπήρχαν πόρτες ενώ οι χώροι (εντοιχισμένα ντουλάπια κ.λπ) ήταν κοινά. «είμαστε όλοι μαζί, κοιμόμαστε όλοι μαζί, δεν πρέπει πια ν’αφήσουμε ατομικίστικα κατάλοιπα, το μόνο που πρέπει να υπάρχει είναι η συλλογικότητα. Κανένας δεν έχει κάτι δικό του. Όλα ανήκουν σε ΟΛΟΥΣ». 
Ο Hans Jurgen Krahl, διανοούμενος και μέλος της SDS λέει στα 1969: «έχουμε αναγνωρίσει και δεί, ότι για να αγωνίζεται κάποιος ενάντια σ’ αυτό το κοινωνικό σύστημα, είναι αναγκαίο ν’ αναπτύξει, τις πρώτες εμβρυακές μορφές της μελλοντικής κοινωνίας ήδη μέσα στην ίδια την κίνηση του πολιτικού του αγώνα». 
Αργότερα το ρεύμα διαφοροποιήθκε. Οι αντι-θεσμοί τώρα ήταν αποτέλεσμα περισσότερο εκπλήρωσης των αναγκών του κινήματος, παρά πολιτικοκοινωνικής αντιπαράθεσης. Για παράδειγμα μια ομάδα θέλει μια πολιτική εφημερίδα η οποία να παρέχει στοιχεία και αναλύσεις που δεν βγαίνουν στα τωρινά μέσα επικοινωνίας. Εφημερίδα «παράλληλη»,  αντεργκράουντ. Πρέπει να βλέπουμε τον «υπόγειο» Τύπο πάντα μέσα σ’ ένα οργανωτικό πλαίσιο. Οι έξω από το κίνημα μπορούν να ενθουσιασθούν απ’ αυτόν. Μία «Ομάδα Επικαίρων» μπορεί επίσης να είναι ένα παράδειγμα αντι-ιδρύματος απέναντι στα Mαζικά Μέσα. Ριζοσπάστες κινηματογραφιστές σε ντοκυμανταίρ, κάνουν ταινίες, χρησιμοποιώντας τες ως άμεσο προπαγανδιστικό υλικό για το κίνημα. «Τραβώντας» ντοκυμανταίρ σε μία εκδήλωση, κάνουν την δουλειά τους «από τα μέσα», ως συμμετέχοντες. Δεν αλλιώνουν την φύση των γεγονότων, με το άσχετο ή εχθρικά διακείμενο μάτι τού έξω παρατηρητή. Συμμετοχή, καταγραφή και συναίσθηση. 


Ο αντι-θεσμός έχει πολλές φορές λειτουργία εξυπηρέτησης. Για τους ανθρώπους που ΑΝΑΓΚΑΖΟΝΤΑΙ να δουλέψουν -ίσως για να εξασφαλίσουν την κάλυψη οικονομικών υποχρεώσεων- ή για όσους είναι ΑΦΟΣΙΩΜΕΝΟΙ σ’ ένα επάγγελμα που κάνουν, πρέπει να βρεθούν εναλλακτικές λύσεις, με εργασίες, τρόπους ζωής καθημερινά, τρόπους ανατροφής παιδιών, αποκλειστικά ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΥΣ. Χρειάζονται αντι-τύποι διασκέδασης και απόλαυσης και επικοινωνίας για να αντικαταστήσουμε τον εθισμό στην κατανάλωση, την παθητικότητα της προκατασκευασμένης διασκέδασης, την έντεχνη υποβολή και τα χονδρά ψέμματα των μαζικών μέσων επικοινωνίας.  
Ο ιδρυτής των «Άσπρων Πανθήρων» John Sinclair είχε γράψει το 1968 τα εξής: «Το δικό μας πρόγραμμα είναι μία διανοητική επανάσταση που θα δράσει δια μέσου μίας ολοκληρωτικής προσβολής της κυρίαρχης κουλτούρας, που θα κάνει χρήση κάθε μέσου και εργαλείου, κάθε ενέργειας και κάθε μεθόδου μαζικής προβολής που θα μπορούσε να αποκτηθεί από τις κοινότητές μας... Η δική μας κουλτούρα, η δική μας τέχνη, η μουσική και οι εφημερίδες μας, τα βιβλία, οι αφίσες και τα ρούχα μας, τα σπίτια μας, ο τρόπος που βαδίζουμε και μιλάμε... όλα συγκροτούν ένα μήνυμα. Και το μήνυμα αυτό είναι ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ».  

αι, ίσως δεν είναι καθόλου ξεπερασμένη η προσπάθεια θεμελίωσης μιας «νέας ιστορίας» ή μάλλον η επαναθεμελίωση μιας ιστορικής νεότητας… 
Αν αγαπάμε τα παιδιά και κάθε άλλο πράγμα που μεγαλώνει…


Μέρος 2ο 
 Η ίδρυση τοπικών κέντρων δραστηριότητας στις γειτονιές μπορεί να βοηθήσει στην επικοινωνία ανθρώπων που με άλλες προϋποθέσεις θα ήσαν μεταξύ τους ξένοι. Αν κάποιος κάνει μια δουλειά που τη μισεί ή που την ανέχεται μόνον για να τα βγάλει πέρα μέρα με τη μέρα, θα θελήσει οπωσδήποτε να βρεθεί μαζί με μερικούς άλλους ανθρώπους, μιλώντας για τη ζωή του, τα ενδιαφέροντά του, την πολιτική, το ο,τιδήποτε. Μπορεί να ιδρυθούν τοπικά Κέντρα που να απευθύνονται με τρόπο χαλαρό, σε μια συνοικία και στους ανθρώπους τους. Το σταδιακό πλάτεμα της «παρέας» του αρχικού ιδρυτικού σχήματος θα βοηθήσει με παράλληλη εκμετάλλευση κοινωνικών σχέσεων που πρυϋπάρχουν, σε πραγματοποίηση μιας σταθερής πολιτιστικής και κοινωνικοπολιτικής δραστηριότητας. Ο κίνδυνος για τέτοιες «κινήσεις» είναι βεβαίως μήπως χρησιμοποιηθεί η πολιτική τους δραστηριότητα για να δοθεί διέξοδος σε προσωπικές εντάσεις ή μήπως εκφυλισθούν σταδιακά σε τοπικές παρέες που θα τελειώνουν σε καφεδάκι και κουτσομπολιό. Παρ’ όλα αυτά όμως είναι γεγονός ότι όταν γίνει συνειδητή προσπάθεια κινητοποίησης ατόμων για μια συγκεριμένη και καθαρή υπόθεση, τότε μια πρώην παρέα μπορεί να προωθήσει την πραγμάτωση μίας βιώσιμης και σταθερής κοινωνικοπολιτιστικής ομάδας.  

   

Σε κάθε πόλη μπορούν να συνυπάρχουν άφθονα Κέντρα για διάφορες ξέχωρες ανάμεσά τους υποθέσεις, όπως λ.χ. εργασίες γύρω από ένα κοινό επιστημονικό επάγγελμα, επάνω στην παρέμβαση σε μία συγκεκριμένη γειτονιά, σε ένα κοινό ενδιαφέρον ή τρόπο ζωής, μια κοινή αλληλογνωριμία ή την επιθυμία συνεργασίας σε κάποιο κοινό έργο. Η ουσία είναι η ίδια. Μια τυχαία ομάδα που τα μέλη της ζητάνε να αποστασιοποιηθούν. 

Ένα Κέντρο Δραστηριότητας μπορεί να αποτελείται από μια θεατρική ομάδα και ταυτόχρονα από ένα κοινόβιο που μοιράζεται μαζί τους τη στέγη, ή ταυτόχρονα και από μερικούς ανθρώπους που θέλουν λ.χ. να εκδώσουν μια εφημερίδα του «παράλληλου» Τύπου. Κάποιος που συμμετέχει, πρέπει πάντοτε να μπορεί να ανήκει σε περισσότερα από ένα Κέντρα, εάν αυτό είναι απαραίτητο, και τα επί μέρους Κέντρα πρέπει να είναι σε στέρεα και στενή επικοινωνία, τουλάχιστον στο εξής επίπεδο: «Τώρα κάνουμε αυτό, τώρα ασχολούμαστε με εκείνο, συζητάμε τούτο το πρόβλημα ή φτιάχνουμε την τάδε συζήτηση». Ο κόσμος πρέπει να είναι απόλυτα ελεύθερος στο να κυκλοφορεί από ομάδα σε ομάδα, από Κέντρο σε Κέντρο, ανάλογα με το πού γίνεται κάτι στο οποίο θα θέλει να πάρει μέρος. Τα μόνο καθήκοντα των μελών τους πρέπει να είναι όσα επιδιώκουν την επιβίωση, την εξυπηρέτηση ή την ανάπτυξη της Κίνησης. Από την μεριά τους πάλι, τα Κέντρα θα δώσουν βάρος στις συγκεκριμένες λειτουργίες που χαρακτηρίζουν το κάθε ένα από αυτά και στην πορεία του το κάθε Κέντρο θα προσδιορίζει το βάρος της δραστηριότητάς του, στο μέτρο που εξυπηρετεί τις θελήσεις, τις ανάγκες, τις προσδοκίες και τις εμπειρίες των μελών του και, τέλος, στο μέτρο που απαιτεί κάθε φορά η πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική κατάσταση. 
Η Κίνηση μπορεί να αντιμετωπίζει πρόβλημα στέγης. Αυτό λύνεται με συστέγαση ή με κάποιο φθηνό ενοίκιο. Διαλέγοντας το πρώτο, μπορεί να φτιαχθεί ένα τοπικό Κέντρο δραστηριότητας, εδρεύοντας στο σπίτι ή στο διαμέρισμα άλλων, «φίλων» προς την κίνηση λ.χ. στο διαμέρισμα ενός κοινοβίου ή στα γραφεία μιας εκδοτικής συνεργατικής ομάδας. Στην δεύτερη απόφαση, οι άνθρωποι του Κέντρου πρέπει να εξασφαλίζουν ένα παλιό αλλά γερό οίκημα, πληρώνοντας ένα προσιτό ενοίκιο. Σε άλλα κράτη, μέλη των Κέντρων έχουν επιχειρήσει ακόμη και… καταλήψεις, πιάνοντας αδειανά σπίτια, διαμερίσματα, χώρους κάθε είδους και εγκαθιστώντας την έδρα του Κέντρου τους εκεί.  

Στην Ζυρίχη το 1980, όταν μερικές εκατοντάδες νέων ανθρώπων πιάσανε ένα αδειανό εργοστάσιο για να το μετατρέψουν σε «Κέντρο Εναλλακτικής Κουλτούρας», επενέβη η αστυνομία. Οι νέοι είχαν ζητήσει χρήματα από το υπουργείο για να τους ενισχύσει στο να φτιάξουν ένα τέτοιο «Κέντρο Εναλλακτικής Κουλτούρας» και την ίδια στιγμή που σπαταλιόνταν εκατομμύρια για να εξωραϊσθεί ένα κτίριο όπου σύχναζαν μονάχα μία χούφτα γεροακαδημαϊκοί, εκείνο τους αρνήθηκε την παραμικρή επιχορήγηση. Αποτέλεσμα ήταν μετά από μια νυκτερινή πορεία-στρήκινγκ μέσα στην πόλη και ταραχές, να δημιουργηθεί μια μαζική Κίνηση που να καθοδηγείται από άμεσες τακτικές συνελεύσεις χιλιάδων ανθρώπων και με παράλληλο άπλωμά της με δεκάδες (έστω και φαινομενικά άστεγα) Κέντρα Τοπικής Δραστηριότητας.  
Τα Τοπικά Κέντρα Δραστηριότητας μπορούν να δουλεύουν πάνω σε ένα σωρό ιδέες και πράγματα, όπως λ.χ. πρωτοποριακές θεατρικές σκηνές, πολιτιστικές λέσχες με ζωντανή μουσική rock, jazz, blues, εκθέσεις, συζητήσεις για προβήματα νεολαίας, σεξ, τέχνη, βραδιές ποίησης και λογοτεχνίας, εκδοτικές ομάδες με εφημερίδες βιβλία και περιοδικά του «παράλληλου» Τύπου, διαλέξεις, ζωγραφική, ελεύθερο πανεπιστήμιο, κέντρα πληροφόρησης, βιβλιοπωλεία, διοργάνωση «συμβάντων», κέντρα φιλοξενίας και πρώτων βοηθειών, κέντρα αντι-πληροφόρησης με ελεύθερο ραδιόφωνο, ποικιλότροπη επέμβαση πάνω στην καθημερινή ζωή. Τα Κέντρα είναι από κάθε άποψη μια από τις τελευταίες ευκαιρίες του σύγχρονου ανθρώπου να αντισταθεί στην τυποποιημένη συμπεριφορά να δράσει αυτόνομα, να δημιουργήσει, να παίξει και σε τελευταία ανάλυση να κοντράρει όσο γίνεται περισσότερο, την έντεχνη προσπάθεια του θεάματος και του εμπορεύματος για την σταδιακή μετατροπή του σε ένα μαστοφόρο φυτό, αποβλακωμένο, αλλοτριωμένο και αδιάφορο. 


Μέρος 3ο  
Βασικές σημειώσεις πάνω στον τρόπο Οργάνωσης 
«Το πρόβλημα που έχουν οι πιο πολλοί από εκείνους που δουλεύουν σε δομημένες αντι-ιεραρχικές κινήσεις, είναι το πώς θ’ απελευθερωθούν από τον ανταγωνισμό, την στείρα πολιτικολογία και τους τραυματισμένους εγωϊσμούς. Το να μαθαίνεις το πώς να δουλεύεις σε επίπεδο συλλογικό, είναι δύσκολο για τον καθένα από την αρχή, γιατί στην ουσία υπάρχει η μεγάλη δυσκολία να υπερπηδηχτεί το εμπόδιο των καθιερωμένων σχέσεων του αφεντικού και σκλάβου, δεσπότη και υπηκόου. Ο κρατικός μηχανισμός προπαγάνδας μας φοβίζει (με την τηλεόραση, εφημερίδες, σχολείο, εκκλησία κ.λπ.) με το να μας υποβάλλει την πεποίθηση, πως τάχα η θέση μας απέναντι στη ζωή και πρέπει υποχρεωτικά να είναι η δουλική και η αφεντάδικη και πως ο μοναδικός τρόπος για να ξεχωρίσεις και να πάρεις κύρος μέσα στο περιβάλλον σου είναι ο ανταγωνισμός με τους άλλους…» (Arthur Miller, «Μερικές σκέψεις πάνω στην Οργάνωση», περιοδικό Bayou La Rose, νο 4, Νέα Ορλεάνη 1979). 
Ο καλύτερος βασικός πυρήνας οργάνωσης είναι το σχήμα του affinity group ή της λεγόμενης «ομάδας συγγένειας», γνήσιου συγγενούς του ισπανικού «γκρουπέ ντ’ αφινιδάδ», βασικά μία ένωση αλληλοβοήθειας, εργασίας από κοινού και συνδυασμένης δραστηριότητας. Το affinity group συνήθως είναι μία προχωρημένη συμμετοχική ομάδα από διανοητικά και ιδεολογικά συγγενή άτομα, με λίγο πολύ όμοιο τρόπο ζωής και, σε προέκταση, μία ομάδα φίλων ενωμένων με δεσμούς αλληλοεκτίμησης και αλληλελεγγύης. Το affinity group δοκιμασμένο, και συγκεκριμένα από τους βρεταννόφωνους κυρίως ακτιβιστές, λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο, που στους Γάλλους λειτουργούν οι Action Committees ή στους γερμανούς οι Κομμούνες ή με το ένα ή άλλο όνομα σε κάποιους άλλους, στην ουσία όμως πρόκειται για το ίδιο περίπου πράγμα. Το αποτέλεσμα συνασπισμού μερικών ανθρώπων που αισθάνονται την ανάγκη της συλλογικότητας, έχοντας συμφωνήσει προηγουμένως πάνω στις μεθόδους δραστηριοποίησής τους. Είναι η εναλλακτική λύση στην τωρινή δόμιση της κοινωνίας και συνεπώς προηγείται ως εναλλακτική μέθοδος οργάνωσης. Στην ουσία αυτό που λέμε επανάσταση, δεν είναι παρά η μετατροπή, η ουσιαστική αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων. Το affinity group είναι ένα σχήμα επαναστατικό. Επιζητά την μετατροπή του εαυτού του σε υποκείμενο και όχι αντικείμενο της Ιστορίας. Ο άνθρωπος της μάζας συνήθως δεν φτιάνει, ούτε καν επιρρεάζει την Ιστορία. Απλώς την υφίσταται. Το affinity group αντιτίθεται στην λογική του μαζικού ατόμου. Επικοινωνεί όχι με τη μάζα, αλλά με τα άλλα affinity groups «...και αν δεν υπάρχουν άλλα, τότε πρέπει να μιλάει με τον εαυτό του μέχρι αυτά να δημιουργηθούν» ή ακόμα και με ενεργά άτομα προκειμένου να ενθαρρυνθεί η αυτο-οργάνωση. Το affinity group επιδιώκει να επιταχύνει την αποσύνθεση αυτού που λέμε μάζα. Είναι η αντι-μάζα. 
Από το affinity group, που ως σχήμα είναι δυνατόν να λεχθεί και ομάδα από κοινού εργασίας, βγαίνει το στενότερο σχήμα του «Κλάδου Απασχόλησης» (Job Branch) με μία ομάδα που μπορεί να είναι εκδοτική συνεργατική, οικοδομική ομάδα, θεατρικό γκρουπ, οικοτεχνία παραγωγής τροφίμων, ενδυμάτων κ.λπ. Ο «Κλάδος Απασχόλησης» είναι μία εξαίρεση στον κύκλο του affinity group, καθώς διεισδύει μέσα στην υπόλοιπη κοινωνία, ερχόμενος σε επαφή με άλλους εργαζομένους και φτιάχνοντας χαλαρές εργασιακές, κοινωνικές, πολιτικές σχέσεις. 

Πιο στενή είναι η έννοια του «Κυττάρου» ή «Πυρήνα». Ο «Πυρήνας» έχει συνήθως την ευθύνη για την εκλήρωση των στοιχειωδών ζωτικών αναγκών της καθολικής ομάδας που λειτουργεί μέσα στην Κίνηση π.χ. «Τροφοδοτικός Πυρήνας» που μαζεύει την καθημερινή τροφή, «Πυρήνας Παιδικής Μέριμνας» ή ένας «Πυρήνας Μεταφραστών». Μέσα στους «Πυρήνες» κινούνται τέλος, τα άτομα ως μονάδες αυτόνομες, το κεθένα με την δική του «τροχιά», αλλά όλα μαζί δεμένα πάνω στην κοινή πεποίθηση της ανάγκης για την επιβίωση της Κίνησης. Η μη εξουσιαστική δόμιση της Κίνησης βοηθάει στην πλήρη εξαφάνιση και απόρριψη των σχέσεων κυριαρχίας - υποταγής, διατάζοντος - εκτελούντος, ενώ ο ανταγωνισμός αντιμετωπίζεται με την αμοιβαία αλληλοεκτίμηση και σε συνεχή αλληλεγγύη μεταξύ των αυθόρμητων ανθρώπινων μονάδων, που δουλεύουν μέσα σ’ αυτήν. Οι διαφορές με τους εξουσιαστές και εξουσιαζομένους της μάζας, συσσωρεύονται σε μία και μόνη διαφορά που εμπεριέχει όλες τις άλλες: Οι άνθρωποι που αποδέχονται την δεσποτεία όσων τους κυβερνούν, απλώς εξακολουθούν να σφάλλουν πιστεύοντας στην αρχή της δύναμης και της ιεραρχίας.  

Κέντρα εκπομπής της «Άλλης» Πληροφορίας 
«Ν’ αρνείσαι το οργανωτικό σχήμα που κληρονόμησες από το παρελθόν, δεν θέλει να πει εξαφάνιση της οργάνωσης. Το βγάλσιμο από την περιθωριακότητα, όπου δεν μπορεί κανένας να παραμένει επ’ άπειρο χωρίς να εξαφανισθούν οι χειραφετικές στιγμές -δηλαδή να φτιάχνονται πριν της ώρας τους οι νέες κονωνικές δομές- τούτο είναι το δίλημμα: να καταργείς το μονοδιάστατο ενώ κρατάς και μία παρουσία που δεν είναι ελαστική. Να κόβεις για να δημιουργήσεις ένα άλλο σύνολο ξαναγεμίζοντας τούτο το ρήγμα συνεχώς, για να πατάς μέσα σ’ αυτή την κοινωνία. Να είσαι διαφορετικός χωρίς να πας να ζήσεις στα βουνά…» («Το Μεγάλο Παζάρι»). 
Το να είσαι επαναστάτης, δεν σημαίνει να κάνεις κάποια «επανάσταση», όσο το να κάνεις κι άλλους ανθρώπους ν’ ασπαστούν τις απόψεις σου. Το σύστημα γνωρίζοντάς το αυτό, από την αντίθετη βέβαια σκοπιά, έχει δώσει το μεγαλύτερο βάρος της δύναμής του στο να ελέγξει απόλυτα τα μαζικά μέσα πληροφόρησης, κίνησης ιδεών, προπαγανδισμού και κουλτούρας. Έτσι κάθε παιδί που γεννιέται, έχει να αντιμετωπίσει μια υποχρεωτική «γαλούχηση» από τα χοντρά ψέμματα του κρατικού συντονισμένου σύννεφου των Μαζικών Μέσων, με απώτερο στόχο να βιαστεί όσο γίνεται αποτελεσματικώτερα η ταυτότητά του, η συνείδησή του, ο τρόπος σκέψης του.  
Οι ριζοσπαστικές πολιτικές κινήσεις, έχουν υποχρέωση να σύρουν άτομα, έξω από το τέλμα της κρετινοποίησης. Βασική γραμμή πρέπει να είναι το ξήλωμα του συστήματος «έτοιμων εξηγήσεων» που προωθείται από το σύστημα. Και αυτό το πρέγμα δεν πετυχαίνεται με κανένα ετοιματζήδικο τρόπο «άμεσων αποτελεσμάτων», αλλά με την αποτελεσματική αντιπαράθεση του δικού μας συστήματος πληροφόρησης δηλαδή της δικής μας αλήθειας, απέναντι στα ψέμματα του συστήματος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο πολύς κόσμος απεχθάνεται τις απότομες αλλαγές, εκτός δε ότι τις παρακολουθεί -ή έχει μάθει να τις παρακολουθεί- ως θεατής και μόνο. Πρέπει να προωθήσουμε ένα μονάχα σχέδιο: το να βάλουμε μπροστά, να θέσουμε δηλαδή σε λειτουργία, τα ανθρώπινα μυαλά, πληροφορώντας τα με αλήθεια, καλλιεργώντας τους την σωστή κρίση και αφήνοντάς τα μετά να κάνουν τις δικές τους εκτιμήσεις και επιλογές. Πρέπει να ΚΑΤΑΡΓΗΣΟΥΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟ-ΚΑΤ ΑΛΗΘΕΙΕΣ και τις ετοιματζήδικες εξηγήσεις.  
«Το δικό μας Μέσον Μαζικής Ενημέρωσης είναι τα έντυπα αντεργκράουντ, τα οποία δημιουργούν αλλά και αντανακλούν τη νέα μας συνείδηση. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης που βρίσκονται στην δούλεψη του Κατεστημένου, αντανακλούν τους ετοιμοθάνατους, αντιδραστικούς και καταπιεστικούς θεσμούς ενάντια στους οποίους εμείς πολεμάμε. Η παραμικρή επίθεση ενάντια στα έντυπά μας είναι επίθεση ενάντια στο δικαίωμά μας να σκεφτόμαστε αυτόνομα. Για να καταστρέψουν την κουλτούρα μας πρέπει πρώτα να καταστρέψουν τα Μέσα Ενημέρωσης που έχουμε στην διάθεσή μας. Και εμείς, για να υπερασπίσουμε την κουλτούρα μας, θα πρέπει να προστατέψουμε τις εφημερίδες μας και τα περιοδικά μας, κόντρα στην καταστολή που μας επιβάλλουν τα γουρούνια, κόντρα στην λογοκρισία δήθεν «περί ασέμνων» και όλα τα σχετικά. Ο αντεργκράουντ Τύπος είναι η ολοζώντανη καρδιά της κοινότητάς μας…» (Jerry Rubin, «Do it !») 


Η εφημερίδα λειτουργεί μέσα στον κόσμο. Ο Τύπος underground είναι μία ωραία απάντηση στα χοντρά ψέμματα των ελεγχομένων αισχρών ημερησίων και λοιπών εφημερίδων και περιοδικών. Εδώ όμως χρειάζεται και η συμμετοχή των ίδιων των αναγνωστών, ώστε να μπορεί να δημιουργηθεί και αντέξει μία εφημερίδα που ΛΕΕΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ, ΑΠΟΚΑΛΛΥΠΤΕΙ και ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΕΙ, κυρίως με το να γίνει βιώσιμη οικονομικά. Όταν ξεπεραστεί και αυτό, που είναι το μόνο και τελευταίο εμπόδιο, η αντιπληροφόρηση του κόσμου γίνεται αποτελεσματική. Μόνο μέσο για την «αντιμετώπιση» αυτής της πληροφοριακής ανταρσίας είναι για το σύστημα το να την πνίξει βίαια, αλλά έτσι βλάπτεται περισσότερο αποδεικύοντας έτσι το αληθινό του πρόσωπο. Ας μην ξεχνάμε πως για τους όποιους κρατούντες «ο τύπος είναι απόλυτα ελεύθερος, αρκεί να μη γράφει…» (Σουρής) 
Το ραδιόφωνο επηρεάζει πολύ. Το «αυτόνομο» ραδιόφωνο περισσότερο. Το ραδιόφωνο είναι ΔΙΚΑΙΩΜΑ για τον καθένα. Οι ελεύθεροι σταθμοί έχουν πολύ λιγώτερα έξοδα από μία ημερήσια εφημερίδα και έχουν το πλεονέκτημα της συνεχούς δραστηριότητας. Στην Ιταλία το «Ράδιο Αλίκη» έγινε τόσο πολύ ενοχλητικό για τους αντιδραστικούς, που δέχθηκε μέχρι και επιθέσεις με βόμβες. Στην Ελλάδα όμως (σημείωση για τους νεώτερους αναγνώστες: το κείμενο έχει γραφεί το 1981, όταν στην χώρα μα υπήρχαν μόνο οι κρατικοί ραδιοσταθμοί. Το γελοίο και τραγικό ωστόσο είναι ότι η ελεύθερη ραδιοφωνία και τηλεόραση δεν ήλθε στην χώρα μας ΠΟΤΕ, απλώς προστέθηκε στην κρατική πληροφόρηση και η παρα-πληροφόρηση ή επιλεκτική πληροφόρηση που τάχα παρέχουν στο απροστάτευτο κοινό οι εκατοντάδες των γνωστών και μη εξαιρετέων «διαπλεκομένων» νεο-εξουσιαστών), που από άποψη στοιχειωδών ελευθεριών του πολίτη είμαστε το λιγώτερο είκοσι χρόνια πίσω, από Ευρώπη και Αμερική, η Ελεύθερη Ραδιοφωνία είναι εντελώς ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ με κωμικά προσχήματα (παρεμβολές στις τηλεπικοινωνίες κ.λπ.). Κάθε λίγο, δεκάδες «πειρατές» καταδικάζονται σε βαρύτατες καταδίκες και τεράστια πρόστιμα. Εδώ το σύστημα αντιδρά προληπτικά στην αντιπληροφόρηση. Προς το παρόν δεν έχουν σκεφθεί να απαγορεύσουν την «πειρατική» τηλεόραση, αλλά αυτό οφείλεται περισσότερο στο ότι δεν έχει ακόμα υπάρξει ΕΛΕΥΘΕΡΗ τηλεοπτική εκπομπή. 
«Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι όταν μια νέσα κατάσταση στασιάζει ενάντια σε μία κατεστημένη εξουσία, ο πρώτος στόχος επίθεσης που μπαίνει, είναι απαραίτητα πάντοτε το δίκτυο ραδιοφωνίας και τηλεόρασης και το πρώτο κτίριο που καταλαμβάνεται σε μία κατάληψη της εξουσίας είναι τα τηλεοπτικά στούντιο…» («Feedback, A Survival Primer», Πρωτομαγιά 1972) 



Η τηλεόραση. και αυτό δεν το λέει μόνο ο Marshal Mc Luhan, βιάζει την ανθρώπινη ταυτότητα και επηρεάζει την συνείδηση. Ελέγχοντας αυτό το μέσον βομβαρδισμού του ανθρωπίνου μυαλού με γράμματα, εικόνες, διαφημίσεις, χρώματα και το κυριότερο επιβαλλόμενες συμπεριφορές και ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ, το σύστημα εξουσιάζει έμμεσα μεν αλλά αποτελεσματικότερα από την μέθοδο του ροπάλου, τις υπάρξεις μας. Αυτό το τετράγωνο κουτί είναι από τα πιο αποτελεσματικά όπλα και είναι καιρός να το ιδιοποιηθούν οι ριζοσπάστες. Με δική τους ΤV όμως. 

«Το ζήτημα είναι πως χωρίς μία αυτοδύναμη βάση, δικιά σου, θα παραμείνεις πάντοτε πιόνι στα χέρια της βούλησης κάποιου άλλου. Το να πάρεις όμως με κάθε δυνατό μέσο πληθώρα δημοτικότητας, είναι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεσαι. Ο Άμπυ Χόφφμαν νομίζει πως απλώνει το μήνυμά του με το να πηγαίνει στο σώου τού Ντικ Σαϊβέττ, αλλα όπως είπε κάποιος μία φορά (ο Τζων Μπρόκμαν συγκεκριμένα) “Η Επανάσταση τελείωσε όταν ο Άμπυ Χόφφμαν στήθηκε για την πρώτη του εμφάνιση στην τηλεόραση του κατεστημένου”...» (Raindance Corporation, «Guerrilla Television», 1971)   
   
Τέλος, στο οπλοστάσιο της αντιπληροφόρησης υπάρχουν και τα φυλλάδια, οι προκηρύξεις, τα τρυκ, τα γκράφιτι (ή οι αφίσες) στους τοίχους, που όλοι σήμερα τα χρησιμοποιούν κατά κόρον αλλά που όλα (εκτός από το τελευταίο, που αν έχει την τύχη να μη σβυστεί τουλάχιστον μιλάει για πολύ καιρό και με πολύ κόσμο…) έχουν περιορισμένη αποτελεσματικότητα, αφού όχι μόνο μοιράζονται σε πολύ λιγοστό κόσμο, αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος τους ΔΕΝ ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ, από τον σύγχρονο εγκλωβισμένο πολιτικά και διανοητικά άνθρωπο, που έχει συνηθίσει να διαβάζει πάντοτε πρώτα την υπογραφή και μετά το κείμενο.  

«Εάν ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα να ζει, έχει και το δικαίωμα να ενημερώνεται. Η όλη καπηλεία της «πληροφόρησης» από λίγους επιτήδειους που ελέγχουν τα Μέσα Ενημέρωσης, για τους πολλούς δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία παραβίαση και των δύο αυτών δικαιωμάτων…» («Feedback, A Survival Primer»).  



Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το 
undergound έντυπο "Ανοιχτή Πόλη":