Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Διακινητές μεταναστών: «τέρατα» ή «σωτήρες»; της Ανν Γκάλαχερ























Η παράνομη διακίνηση μεταναστών αποτελεί μια σκληρή και εκμεταλλευτική πρακτική, εντούτοις συχνά είναι ο μόνος τρόπος να ξεφύγει κανείς από τη φτώχεια ή τον πόλεμο. Η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος προϋποθέτει μια θεμελιακή επανεξέταση των καθεστώτων μετανάστευσης, περιλαμβανομένης και της πολιτικής για τους πρόσφυγες.

Για τα εκατομμύρια των ανθρώπων που επιθυμούν ή πρέπει να μεταναστεύσουν, οι επιλογές γίνονται σταδιακά όλο και πιο δύσκολες, επικίνδυνες και ακριβές. Η νόμιμη πρόσβαση στους προορισμούς που προτιμάν αποτελεί πια επιλογή μόνο για τους λίγους προνομιούχους. Οι υπόλοιποι ωθούνται στις ανοιχτές αγκαλιές αυτών που μπορούν να τους βοηθήσουν παρακάμπτοντας τα αυξανόμενα μέτρα ελέγχου και αποτροπής. Η παράνομη διακίνηση μεταναστών (η διασυνοριακή μεταφορά ανθρώπων με αντάλλαγμα το κέρδος) είναι, σύμφωνα με τις σχετικές εκθέσεις, μια από τις γρηγορότερα αναπτυσσόμενες και πιο επικερδείς μορφές οργανωμένου εγκλήματος. Είναι επίσης πολύ ευέλικτη, καθώς ανταποκρίνεται πολύ γρήγορα στις αλλαγές της ζήτησης, των κατασταλτικών και νομοθετικών πιέσεων. Για παράδειγμα, χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία, και όχι στη δράση των ανθρωπιστικών οργανώσεων, έγινε δυνατή η έξοδος εκατομμυρίων Σύριων από τη χώρα τους τα τελευταία χρόνια.
Πρόσφατες μελέτες δείχνουν πως οι περισσότεροι μετανάστες που φεύγουν μη νόμιμα από τη χώρα τους χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες των παράνομων διακινητών σε κάποιο στάδιο του ταξιδιού τους: τα δυνητικά οφέλη υπερτερούν ξεκάθαρα του κόστους και των κινδύνων. Ειδικά για τους πρόσφυγες, οι παράνομοι διακινητές έχουν συχνά ζωτική σημασία, μια και οι νόμοι απόδοσης ασύλου απαιτούν από αυτούς που ζητούν προστασία να βρίσκονται εκτός της χώρας προέλευσής τους. Οι χώρες στις οποίες οι πρόσφυγες φτάνουν εύκολα είναι συνήθως ακατάλληλες ή απρόθυμες να τους προσφέρουν την προστασία και τη στήριξη που χρειάζονται. Οι παράνομοι διακινητές προσφέρουν στους πελάτες τους τη δυνατότητα να επηρεάσουν προς όφελός τους τις ελάχιστες πιθανότητες που σχεδόν πάντα έχουν ξεκινώντας το ταξίδι τους. Οι υπερασπιστές των προσφύγων το ξέρουν καλά αυτό, κι έτσι η υποστήριξή τους στον πόλεμο κατά της «διευκόλυνσης της παράτυπης μετανάστευσης» είναι πολύ διστακτική. Ο Τζέιμς Σ. Χάθαγουεϊ, ένας από τους κορυφαίους μελετητές του προσφυγικού δικαίου, έχει υποστηρίξει πως «οι παράνομοι διακινητές παίζουν έναν κρίσιμο ρόλο βοηθώντας τους πρόσφυγες να φτάσουν σε κάποιο ασφαλές μέρος». Απόψεις σαν του Χάθαγουεϊ μπορεί να διατυπώνονται σπάνια, αλλά δεν είναι ασυνήθεις.
Όταν κανείς βλέπει τόσο καταφανείς αδικίες σε τόσα μέρη του κόσμου, ίσως να μπει στον πειρασμό να ειδωλοποιήσει αυτούς που προσφέρουν μια έξοδο στους πληττόμενους πληθυσμούς. Αλλά μια τέτοια σκέψη θα ήταν συναισθηματική και αφελής. Ξέρουμε αρκετά πώς δουλεύει η παράνομη διακίνηση, για να συναισθανόμαστε πως δεν πρόκειται για κάποια σύγχρονη ανθρωπιστική επιχείρηση, μια εκδοχή της κινηματογραφικής «Λίστας του Σίντλερ». Πρόκειται, αντίθετα, για μια άθλια και ποταπή δραστηριότητα, με μοναδικό στόχο το χρηματικό κέρδος, ενώ συχνά βάζει σε σοβαρό κίνδυνο την ασφάλεια ή και τη ζωή όσων εμπλέκονται. Καθώς τα διακυβεύματα έχουν αυξηθεί, αναφέρονται ολοένα και συχνότερα περιστατικά βίας και κακοποίησης. Κάθε χρόνο, χιλιάδες μετανάστες πνίγονται προσπαθώντας να διασχίσουν τη Μεσόγειο για την Ευρώπη: παρατημένοι στα ανοιχτά πάνω σε αναξιόπλοα, και συχνά ανεπάνδρωτα σκάφη, παρότι έχουν πληρώσει πανάκριβα για το ταξίδι. Αντίστοιχες ιστορίες αφηγούνται και αυτοί που προσπαθούν να φτάσουν στην Αυστραλία από ενδιάμεσους σταθμούς στην Ινδονησία, όπως κι εκείνοι που προσπαθούν να μπουν στις ΗΠΑ διασχίζοντας το απέραντο και αφιλόξενο νότιο σύνορό τους.
Η «διευκόλυνση» της μετανάστευσης πολύ συχνά μετατρέπεται σε ανήκουστη κακομεταχείριση και εκμετάλλευση. Πολλοί Σομαλοί και Αιθίοπες πρόσφυγες που διακινούνται μέσω του Κέρατος της Αφρικής πέφτουν θύματα σωματικής βίας, σεξουαλικών επιθέσεων, εκβιασμών, εμπορίας ανθρώπων και φυλακίσεων από εθνικές αρχές (goo.gl/MW4zUJ). Σε μια τραγωδία που έχει μείνει ντροπιαστικά εκτός επικαιρότητας, χιλιάδες γυναίκες μετανάστριες από την ίδια περιοχή απλώς εξαφανίστηκαν, πιθανότατα θύματα απαγωγής για εκμετάλλευση (goo.gl/NKd9tC). Η Μεξικανική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει διατυπώσει τον απίστευτο ισχυρισμό ότι περίπου 20.000 από τους μετανάστες που προσπαθούν να μπουν στις ΗΠΑ απάγονται κάθε χρόνο και ζητούνται λύτρα για την απελευθέρωσή τους (goo.gl/gmVEHO).
Η κοινή γνώμη, ήδη ανήσυχη για την παράτυπη μετανάστευση, μπορεί εύκολα να αποδεχτεί τη δράση ενάντια στους παράνομους διακινητές, καθώς μάλιστα δεν είναι τόσο μια επίθεση στους μετανάστες καθαυτούς όσο σε εκείνους που εκμεταλλεύονται την αδυναμία και την απελπισία τους. Υπογραμμίζοντας τη σύνδεση με το διεθνές οργανωμένο έγκλημα, τα κράτη μπορούν πιο εύκολα να χαρακτηρίσουν την παράνομη διακίνηση μεταναστών απειλή για τη δημόσια τάξη και την εθνική ασφάλεια. Αυτό με τη σειρά του βοηθά στη δικαιολόγηση της αυστηροποίησης των συνοριακών ελέγχων, καθώς και της εντεινόμενης στρατιωτικοποίησης όλων των επόψεών τους.
Παρά την αυξανόμενη ενημέρωση για την κλίμακα και τη σοβαρότητα της εκμετάλλευσης των μεταναστών, η διεθνής αντίδραση στην παράνομη διακίνησή τους είναι μέχρι στιγμής ασυντόνιστη και αντιφατική. Τα μέτρα προστασίας όσων υφίστανται ακραία εκμετάλλευση (π.χ. νόμοι κατά της εμπορίας ανθρώπων) σπάνια εφαρμόζονται όταν τα θύματα είναι παράτυποι μετανάστες. Το Πρωτόκολλο του ΟΗΕ κατά της Παράνομης Διακίνησης Μεταναστώνυποχρεώνει τα κράτη να ποινικοποιούν αυτή τη δραστηριότητα. Ωστόσο, το εργαλείο αυτό ελάχιστα συνεισφέρει στη διάλυση της γενικευμένης πεποίθησης ότι η παράνομη διακίνηση είναι έγκλημα κατά του κράτους, και ότι οι παράτυποι μετανάστες είναι συνένοχοι στην ίδια τους την κακοτυχία, και όχι θύματα που δικαιούνται προστασία και στήριξη. Πολλά κράτη έχουν, ούτως ή άλλως, απορρίψει τη σχετικά μετριοπαθή προσέγγιση του Πρωτοκόλλου του ΟΗΕ. Και αγνοούν το γράμμα και το πνεύμα των διεθνών τους δεσμεύσεων, κλείνοντας μυστικές συμφωνίες και νομικά αμφιλεγόμενες επιχειρήσεις που στοχεύουν στην απώθηση των διακινητών και την αποτροπή των μεταναστών από τη χρήση των υπηρεσιών τους.
Οπότε, τι μπορεί να γίνει; Δυστυχώς, όχι πολλά. Ο αριθμός των ανθρώπων που επιθυμούν –ή αναγκάζονται– να μετακινηθούν δεν δείχνει να μειώνεται· αντίθετα, πιθανότατα, θα αυξηθεί. Ακόμα και τα κράτη με τις καλύτερες προθέσεις θα αποδειχθούν ανίκανα να απορροφήσουν αυτές τις ροές χωρίς τεράστιο κόστος και σημαντική κοινωνική και πολιτική αναταραχή. Απούσης μιας γνήσιας συνεργασίας βασισμένης στην εμπιστοσύνη και σε μια αίσθηση μοιρασμένης ευθύνης, τα κίνητρα για κάποια αλλαγή είναι ελάχιστα: το κράτος που θα δείξει μεγαλύτερη προθυμία, για παράδειγμα διασώζοντας μετανάστες που βρίσκονται σε κίνδυνο στη θάλασσα, θα επωμισθεί αναπόφευκτα δυσανάλογο φορτίο.
Η παράτυπη, διευκολυνόμενη μετανάστευση είναι ένα έμπρακτο παράδειγμα αυτού που αποκαλείται «ανεπίλυτο πρόβλημα»: πρόβλημα που ανθίσταται στην επίλυσή του, συνήθως γιατί είναι μεταβλητό και ασαφές, και γιατί αποτελεί σύμπτωμα άλλων παραγόντων που με τη σειρά τους ανθίστανται στην αλλαγή. Στο περίπτωσή μας, αυτοί οι παράγοντες είναι, μεταξύ άλλων, αυτή καθαυτή η ύπαρξη των κρατών, οι μεγάλες ανισότητες μεταξύ τους, οι στρεβλώσεις της αγοράς που επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και αγαθών αλλά όχι και εργαζομένων, καθώς και ένα δυσλειτουργικό και στρεβλά εφαρμοζόμενο καθεστώς ασύλου που επιβραβεύει μονάχα όσους μετακινούνται. Η προκύπτουσα κατεύθυνση των πραγμάτων είναι στην ουσία απρόσβλητη σε οποιαδήποτε αντίδραση εκτός από την πιο δρακόντεια: η παράτυπη μετανάστευση μπορεί πιθανώς να επιβραδυνθεί μόνο μέσω της ανελέητης εκδήλωσης τεράστιας δύναμης και της παραβίασης των ατομικών δικαιωμάτων σε κλίμακα ασυνήθιστη και άβολη για τις σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες. Είναι δύσκολο να προβλεφθεί ποιος θα υποχωρήσει πρώτος στον σκληρό πόλεμο ανάμεσα στους μετανάστες και τους διακινητές τους απ’ τη μια, και τις χώρες-προτιμώμενους προορισμούς απ’ την άλλη. Πιθανότατα ο πόλεμος θα συνεχιστεί χωρίς ξεκάθαρους νικητές και ηττημένους, πάντως οι μετανάστες και η αφοσίωσή μας στα ανθρώπινα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια θα έχουν υποστεί σίγουρα τα σοβαρότερα πλήγματα.
Παρότι αποδεχόμαστε το αναπόφευκτο της παράτυπης μετανάστευσης, και άρα ότι η παράνομη διακίνηση μεταναστών δεν μπορεί να δαμαστεί, είναι αναγκαίο να προσπαθήσουμε να βρούμε τρόπους απόδρασης από το τωρινό αδιέξοδο – ή, τουλάχιστον, εντοπισμού των μικρών ανοιγμάτων που ίσως αποτελούν τις απαρχές μιας αληθινής αλλαγής. Για παράδειγμα, πρέπει να απαιτήσουμε μεγαλύτερη διαφάνεια από τις κυβερνήσεις που εμπλέκονται σε δράσεις εναντίον της διακίνησης μεταναστών. Η τωρινή ατμόσφαιρα μυστικότητας (που τυπικά δικαιολογείται με όρους που θα ταίριαζαν περισσότερο σε αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις) είναι επικίνδυνη, αδικαιολόγητη και ανελεύθερη. Επίσης, πολλά περισσότερα θα μπορούσε και θα έπρεπε να γίνουν στο ευρύτερο ζήτημα των δικαιωμάτων των μεταναστών. Τα κράτη που καρπώνονται τα ανυπολόγιστα οφέλη του χαμηλού εργατικού κόστους των μεταναστών, τα οποία παράγουν τη ζήτηση στην οποία αυτοί απαντούν, δεν θα έπρεπε να τα συγχωρούμε τόσο εύκολα όταν υπερασπίζουν και συντηρούν ένα σύστημα που στερεί από τους μετανάστες ακόμα και την πιο στοιχειώδη νομική και κοινωνική προστασία.
μετάφραση: Δημήτρης Ιωάννου 


Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

"Η φτώχεια των φιλοκυβερνητικών κύκλων" του Silence_Infinis























Γιατί υπήρξε τέτοια ομοβροντία επιθέσεων προς την κατάληψη στο Κόκκινο από ανθρώπους που θεωρητικά είναι αριστεροί και υποτίθεται ότι συμμερίζονταν τα βασικά αιτήματα των καταληψιών αναφορικά με τις φυλακές τύπου Γ, τον κουκουλονόμο κλπ; Ας εξηγήσω ότι εδώ δεν αναφέρομαι σε «σχολιαστές» των social media, όχι γιατί τα σχόλια δεν είναι ενδεικτικά τάσεων αλλά στην προκειμένη περίπτωση είναι δύσκολο να ξέρεις αν όντως εκφράζουν την οργανωμένη βάση του ΣΥΡΙΖΑ. Αναφέρομαι σε επώνυμα άρθρα προοδευτικών (εντός ή εκτός εισαγωγικών) ατόμων σαν τον Κώστα Εφήμερο, την Νίκη Παύλου και την Άντα Ψαρρά, τα οποία σε πολλές άλλες περιπτώσεις έχουν επιδείξει αξιόλογη κριτική στάση απέναντι σε κυβερνητικές αποφάσεις.

Ας είμαστε ξεκάθαροι, κάποιος δεν χρειάζεται να συμφωνεί με μια κατάληψη ραδιοφωνικού σταθμού ή στη τελική με οποιαδήποτε άλλη ενέργεια. Ακόμα και μια σκληρή κριτική μπορεί να είναι γόνιμη και δεν πρέπει να προσλαμβάνεται αρνητικά εκ των προτέρων. Αλλά τα διάφορα κείμενα που δημοσιεύτηκαν δεν έκαναν κριτική επί του συγκεκριμένου, δηλαδή κατά πόσο η κατάληψη είναι προωθητική του αγώνα και των αιτημάτων των απεργών πείνας. Μάλιστα, στην πλειοψηφία τους τα κείμενα δεν αναφέρονται σχεδόν καθόλου στην απεργία πείνας, απομονώνοντας την κατάληψη από το πλαίσιο της. Κατά αυτό τον τρόπο αποσιωπάται το γεγονός ότι η κατάληψη αποτελεί (σωστή ή λάθος, αυτό έχει σημασία μόνο σε δεύτερο χρόνο) κλιμάκωση της αλληλεγγύης σε έναν αγώνα ενάντια στο καθεστώς καταστολής και εξαίρεσης που συνόδευσε τη βίαιη καπιταλιστική αναδιάρθρωση των τελευταίων χρόνων. Η κυβέρνηση ναι μεν δεσμεύθηκε να κάνει κάποιες αλλαγές, αλλά πέρα από καθυστερήσεις και παλινωδίες επέδειξε κα μια άρνηση να ανοίξει την κουβέντα πέρα από τα πλαίσια που η ίδια θέτει. Μπορεί άραγε σε κάποια βαθμό αυτό να έχει να κάνει με το γεγονός ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η αναδιάρθρωση θα συνεχιστεί; Ή απλά η κυβέρνηση δεν θέλει να δημιουργήσει τριβές με τον κρατικό μηχανισμό σε μια συγκυρία όπου η ίδια βρίσκεται σε πίεση; Όπως και να έχει, η ουσία είναι ότι τα κείμενα ενάντια στην κατάληψη, απομονώνοντας την τεχνηέντως από το πλαίσιο νοηματοδότησης της, την έκαναν να εμφανίζεται απλά ως μια «αντιδημοκρατική» ή απλά «αντί-Συριζαϊκή» πράξη.

Μπορεί όντως η κατάληψη του Κόκκινου, ή προηγουμένως η κατάληψη της Νομικής, να έδειξε τα προβλήματα συνύπαρξης και παραγωγής ανοιχτών πολιτικών διαδικασιών που αντιμετωπίζει ο αναρχικός χώρος. Αλλά αυτό είναι κάτι εντελώς άλλο από το επιχείρημα περί «μειοψηφικού αυταρχισμού». Το τελευταίο επιχείρημα είναι πραγματικά ενδιαφέρον να εκτοξεύεται από Αριστερούς καθώς η συνεπή του κατάληξη είναι η απονομιμοποίηση κάθε έξω-θεσμικής δραστηριότητας αγωνιζόμενων ανθρώπων. Το επιχείρημα περί μειοψηφιών δεν είναι άλλωστε στον πυρήνα του λόγου γύρω από τον οποίο χτίστηκε η συστηματική απονομιμοποίηση των συλλογικών αγώνων που έχει επιχειρηθεί εδώ και αρκετά χρόνια και η οποία είναι καταστατικό μέρος της εδραίωσης του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος αλήθειας; Κάθε συλλογικός αγώνας επί της αρχής δεν ξεκινάει με το τι λέει η πλειοψηφία – η οποία με απόλυτους αριθμούς άλλωστε είναι πάντα μια ελεγχόμενη αφαίρεση – ούτε νομιμοποιείται από τη νομιμότητα του όσο από το δίκαιο των αιτημάτων του. Εφόσον αυτό δεν γίνεται αποδεκτό ως αφετηρία, τότε επί της ουσίας ανοίγει ο δρόμος για την αποκήρυξη κάθε πολιτικής αντίστασης ή χειραφέτησης από τα κάτω.

Την ίδια στιγμή που ενστερνίζονται τη ρητορική περί αντιδημοκρατικών μειοψηφιών, οι κριτικές, όχι τυχαία, αναπαράγουν και τον αφηρημένο φορμαλισμό του κυρίαρχου λόγου που αποκηρύσσει τη «βία από όπου και αν προέρχεται». Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στο εντελώς έωλο επιχείρημα της κα. Παύλου για το τι θα έλεγαν οι «αντί-εξουσιαστές» αν κάποιοι έμπαιναν στις καταλήψεις τους. Το Κόκκινο είναι αυτή τη στιγμή όργανο της κυβέρνησης, δηλαδή ενός κρατικού θεσμού, ενώ οι καταλήψεις (ασχέτως των όποιων ορίων τους) είναι δομές ανταγωνιστικές στην κρατούσα κατάσταση. Επομένως μπορούν να μπουν σε ένα κοινό πεδίο σύγκρισης μόνο σε ένα εντελώς αφηρημένο επίπεδο «εισβολής σε μη-δημόσιο χώρο», κάτι που φυσικά αποψιλώνει τις πράξεις από αυτό που είναι. Καλώς ήρθατε στην αποσωματοποιημένη επικράτεια του φιλελεύθερου ιδεαλισμού.

Αυτό φυσικά που είναι το πλέον ενδιαφέρον στην όλη υπόθεση είναι ότι οι εν λόγω σχολιαστές ουσιαστικά αναπαράγουν την γραμμή που αυτή τη στιγμή ακολουθεί η κυβέρνηση, δηλαδή της αποφυγής ενασχόλησης με το περιεχόμενο. Αναμενόμενα χρησιμοποιήθηκε ως εκβιασμός το ίδιο ρητορικό τέχνασμα για την επάνοδο της (άκρο-)Δεξιάς, λες και δεν υπάρχει άλλη επιλογή παρά μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ, φασισμού ή χάους, λες και δεν είναι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ που παίζοντας το παιχνίδι της εθνικής σωτηρίας επιλέγει να ανταγωνιστεί τη Δεξιά με όρους που θα προκαλέσουν την άνοδο της σε περίπτωση αποτυχίας του. Δεν υποστηρίζω εδώ ότι όσοι επωνύμως επιτέθηκαν στην κατάληψη ακολουθούν μια κομματική γραμμή. Ο ισχυρισμός μου είναι ότι υπάρχουν ορισμένες αγωνίες και κάποιες (ρητές ή άρρητες) αντιλήψεις που συναντιούνται τόσο στην κυβέρνηση όσο και στους υποστηρικτές της. Υπό αυτή την έννοια πέρα από προβληματικές οι κριτικές είναι και συμπτωματικές.
Καταρχάς, αν οι «αναρχικοί» προκαλούν τον ΣΥΡΙΖΑ να τους καταστείλει, τότε από την σκοπιά των φιλοκυβερνητικών υπάρχει σαφέστατα μια αγωνία να μην υπάρξει βίαιη καταστολή. Δεν θεωρώ ότι είναι «όλοι ίδιοι» ούτε ότι οι διαφορές είναι μόνο αισθητικές. Ο αναρχικός χώρος όντως προάγει πολλές φορές μια μονολιθική αντίληψη του κράτους και της εξουσίας που είναι προβληματική. Αλλά από την άλλη, το (αστικό, σύγχρονο, καπιταλιστικό όπως τέλος πάντων και αν κάποιος το προσδιορίσει) κράτος έχει κάποιες σταθερές λειτουργίες, οι οποίες είναι εντελώς αφελές να θεωρηθεί ότι θα πάψουν να υφίστανται απλά και μόνο μέσω της εκλογής μια αριστερής κυβέρνησης (άσε που αυτοί που έχουν καίρια πόστα στον κρατικό μηχανισμό σήμερα δεν είναι και πολύ «αριστεροί»). Κάθε κράτος καταστέλλει και κωδικοποιεί, δυο λειτουργίες που είναι άμεσα συσχετιζόμενες, καθώς αυτό που καταστέλλεται είναι αυτό που διαφεύγει από τους κώδικες που δομούν την τάξη αναπαράστασης που χτίζει η κρατική μήχανη. Μια πολιτική αντίστασης ή χειραφέτησης εκ των πραγμάτων προκαλεί τη βία του κράτους, ή όπως θα έλεγε και ο Badiou (που αγαπάνε οι Συριζαίοι) είναι ίδιον μιας πολιτικής από τα κάτω να κάνει τη βία του κράτους πεπερασμένη, να της δίνει δηλαδή συγκεκριμένες, μετρήσιμες μορφές, πχ. μια διμοιρία ΜΑΤ. Η νυν κυβέρνηση αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα σαφέστατα και θέλουν η καταστολή να χρησιμοποιείται μόνο σε πολύ ακραίες περιπτώσεις, και αντί αυτής να προκρίνεται η συναίνεση. Ένα τέτοιο όμως φιλελεύθερο όραμα δεν είναι πάντα εφικτό, ειδικά σε περιόδους αστάθειας, και για αυτόν το λόγο η καταστολή είναι δομικό στοιχείο του κράτους, ακόμα και του πλέον δημοκρατικού. Αυτό εύλογα παράγει αγωνία για τη στιγμή που ο κατασταλτικός χαρακτήρας του κράτους θα εκδηλωθεί, μια αγωνία που οξύνεται από το γεγονός ότι όπως έχουν τα πράγματα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να υλοποιήσει παρά ένα ελάχιστο κομμάτι του προγράμματος του. Κάποια στιγμή τα επικοινωνιακά παιχνίδια θα τελειώσουν και η κυβέρνηση θα πρέπει είτε να σηκώσει την πολιτική ευθύνη μιας (αβέβαιης και γεμάτη ρίσκα) ρήξης είτε να συνεχίσει και επίσημα πλέον τη λιτότητα, έστω και σε πιο χαλαρή μορφή. Στη δεύτερη περίπτωση ενδέχεται να υπάρξει κύμα αντιδράσεων το οποίο και προφανώς θα εγκαλέσει την κρατική βία. Αναμενόμενο είναι άνθρωποι αριστεροί που στηρίζουν την κυβέρνηση να μη θέλουν να γίνει κάτι τέτοιο. Αν λοιπόν επιτέθηκαν χυδαία σε μια κατάληψη που εν τέλει έλεγε στην κυβέρνηση να κάνει αυτό που υποσχόταν προεκλογικά, αυτό σε κάποιο βαθμό λειτουργεί ως μετάθεση.

Πέρα από την αγωνία για την ενσωμάτωση στον κρατικό μηχανισμό, τα προοδευτικά κείμενα που επιτέθηκαν στην κατάληψη φαίνεται να μοιράζονται με την κυβέρνηση και μια ορισμένη αντίληψη για τους αγώνες και τον ρόλο των κινημάτων. Αυτή η αντίληψη είναι καταρχάς λειτουργική καθώς οι αγώνες ορίζονται πλήρως σε σχέση με τα αιτήματα που προωθούν και το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο. Αλλά συγχρόνως αυτή η αντίληψη κατανοεί τους αγώνες και τα κινήματα με όρους έλλειψης: ένας αγώνας αναδύεται επειδή ένα κοινωνικό υποκείμενο και τα αιτήματα του δεν εκπροσωπούνται (άρα και δεν ικανοποιούνται) από τη κυβέρνηση. Παραδοσιακά επειδή η Αριστερά αξίωνε ότι αποτελεί το μοναδικό αυθεντικό αντιπρόσωπο του λαού η άνοδος της στην εξουσία σηματοδοτούσε και τη δικαίωση των αγώνων/κινημάτων δια της ενσωμάτωσης τους στο δημοκρατικό θεσμικό πλαίσιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρητικά εκφράζει τη νέα τάση που αρθρώνει μια πιο διαλεκτική σχέση μεταξύ κινήματος-κυβέρνησης-κράτους. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη η κυβέρνηση ανοίγει χώρους για τα κινήματα χωρίς όμως να επεμβαίνει στην αυτονομία τους, ενώ τα κινήματα πιέζουν την κυβέρνηση και γίνονται έτσι φορείς εκδημοκρατισμού.

Αυτή η αντίληψη, που αναδύθηκε στη Λατινική Αμερική, έχει φορεθεί πολύ αλλά, για την ώρα τουλάχιστον, είναι απλά ένα κενό σχήμα για να βαυκαλίζονται οι ριζοσπάστες διανοούμενοι που αγκάλιασαν τον ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί φυσικά η παρούσα κυβέρνηση να είναι πιο πορώδης σε πιέσεις σε σχέση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Το θέμα όμως και πάλι δεν είναι να καταδειχθεί ότι είναι όλοι ίδιοι. Η ουσία είναι ότι, ξεχνώντας τις προεκλογικές της φανφάρες για «άμεση δημοκρατία», ο τρόπος που η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τα κινήματα και τους αγώνες επικυρώνει επί της ουσίας τον μερισμό του υπαρκτού που ορίζει ξεκάθαρα διακριτούς ρόλους για αυτούς που κυβερνάνε και για αυτούς που κυβερνώνται. Αυτό φυσικά δεν είναι τυχαίο, καθώς σε αντίθεση με τη Λατινική Αμερική ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανέβηκε στην εξουσία μέσα από ένα δυναμικό κίνημα αλλά όταν αυτό είχε εξαντληθεί, μια εξάντληση που η ίδια η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ εν μέρει εκφράζει. Ακόμα χειρότερα, είναι αδύνατο από τη μία να αποδέχεσαι την πρωτεύουσα σημασία των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και από την άλλη να δίνεις ουσιαστικούς χώρους στα κινήματα. Πίσω από τους λόγους περί στήριξης και υπομονής, πίσω από τα απλοϊκά σχήματα περί «επανάστασης που απέτυχε» και πολιτικού ρεαλισμού, βρίσκεται αυτή η ίδια αποδοχή της κρατούσας κατάστασης που σε δράσεις όπως μια κατάληψη βρίσκει την έμπρακτη αμφισβήτηση της.

Η ουσία του ζητήματος εν τέλει είναι το πως κατανοούμε την πολιτική ως συλλογική αυτενέργεια από τα κάτω και τη σχέση της με το κράτος και τους θεσμούς του. Η κυβέρνηση επιζητεί μια ευθυγράμμιση με διακριτούς και ξεκάθαρους ρόλους. Αυτή την ευθυγράμμιση υπερασπίζονται και οι φιλοκυβερνητικοί κύκλοι και καταλήγουν αφενός να κινούνται σε έναν φορμαλιστικό και αφηρημένο ιδεαλισμό και αφετέρου να αναπαράγουν αντιδραστικά επιχειρήματα ενάντια σε πολιτικές χειραφέτησης και αντίστασης. Δεν ξέρω αν οι κριτικές που διατυπώθηκαν είναι υστερόβουλες, πιθανότατα όχι. Αλλά αυτό τελικά δείχνει ακόμα περισσότερο τη φτώχεια του προοδευτικού λόγου όταν επιλέγει να φορέσει φιλοκυβερνητικό κοστούμι.

πηγή: http://www.provo.gr/h-ftoxia-ton-filokyvernhtikon-kiklon/ 

Ο Silence_Infinis συμμετέχει στην συλλογικότητα Κενό Δίκτυο


Κυριακή 5 Απριλίου 2015

Η περιπέτεια του απρόβλεπτου του Δημήτρη Χαλάτση























Εδώ και καιρό οι υπηρέτες των μηχανισμών εξουσίας και οι «μηχανικοί» της άρχουσας ιδεολογίας κατασκευάζουν τον κοινωνικό χώρο και τα πεδία πολιτικής αντιπαράθεσης με τα υλικά των νομοτελειών, της αναγκαιότητας και της προσχεδιασμένης κίνησης, προσπαθώντας πάντα να εξοβελίσουν από την πραγματικότητα το αστάθμητο, έτσι ώστε να καθορίζεται εκ των προτέρων το πολιτικό-κοινωνικό πεδίο αντιπαράθεσης χωρίς «εκπλήξεις».

Για την κυρίαρχη ιδεολογία, η κίνηση της ζωής, έστω και με κάποιες αντιφάσεις που είναι και αυτές προβλέψιμες, είναι μια κίνηση συνεχής και γραμμική, μια κίνηση ελεγχόμενη, προβλέψιμη και ορατή. Στην σημερινή πολιτική-κοινωνική συγκυρία (όπως και στο χώρο της τέχνης) το απρόβλεπτο απουσιάζει. Απουσιάζει όχι ως εικόνα, αλλά ως καθοριστικός παράγοντας διαμόρφωσης της πολιτικής αντιπαράθεσης.

Ο κυρίαρχος λόγος έχει πλέον την δυνατότητα, όχι μόνον να ενσωματώνει αντιφάσεις και «παρεκκλίσεις» που αμφισβητούν την κυριαρχία του αλλά και να παράγει-κατασκευάζει τις αντιφάσεις και τις «παρεκκλίσεις» που εγγυώνται τη διατήρηση του. Δηλαδή κατά κάποιο τρόπο «κατασκευάζει» «πρωτοπορίες, επαναστάσεις, επαναστάτες, κρίσεις» κ.λπ. Οι σημερινές «πρωτοπορίες» (στην τέχνη και στην πολιτική) δεν είναι φορείς του απρόβλεπτου ως αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή ως εχθρός κάθε τελεολογίας που είναι ταυτόχρονα τελεολογία της αρχής και του τέλους-σκοπού. Αυτό το απρόβλεπτο αναδύεται έτσι ως η κυρίαρχη εικόνα, μια εικόνα-θέαμα που απλώς αναπαράγει τον εαυτό της προκρίνοντας τον κοινωνικό αυτισμό ως το κυρίαρχο πρότυπο.

Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να διευκρινίσω ότι η κυρίαρχη ιδεολογία νοείται ως το «απόσταγμα» των κοινωνικών σχέσεων, διότι ο καπιταλισμός είναι κυρίως και πάνω από όλα κοινωνικές σχέσεις. Έτσι λοιπόν, οι «κατασκευασμένες» αυτές «πρωτοπορίες» προκύπτουν μέσα από συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις και είναι το αποτέλεσμα πολιτικο-κοινωνικών δομών, θεσμών, εθίμων κ.λ.π. Προκύπτουν μέσα από το συγκεκριμένο κάθε φορά θεσμικό σύστημα το οποίο προσπαθεί πάντα να ορίσει και τους όρους αμφισβήτησης του ηγεμονικού του λόγου.

Σε προηγούμενες εποχές οι μηχανισμοί εξουσίας προσπαθούσαν και κατάφερναν να ενσωματώσουν όποιον παράγοντα, «πρωτοπορία», ριζοσπαστικά πολιτικά και καλλιτεχνικά κινήματα ή και μεμονωμένους καλλιτέχνες αμφισβητούσαν την κυρίαρχη ιδεολογία και τον καπιταλισμό. Βέβαια, η ενσωμάτωσή τους αυτή σε πολλές περιπτώσεις επήλθε λόγω της «πολιτικής ήττας» που υπέστησαν και όχι αποκλειστικά λόγω της ικανότητας του συστήματος να τους ενσωματώσει. Στην σημερινή εποχή, το θεσμικό σύστημα δεν «τρέχει» πίσω από τις διάφορες «πρωτοπορίες» για να τις εγκλωβίσει και να τις ενσωματώσει αλλά τείνει να τις παράγει το ίδιο, με τους δικούς του φυσικά όρους και κανόνες.

Οι «μηχανικοί» του συστήματος προσπαθούν να μας πείσουν ότι δεν υπάρχει τίποτα εκτός και μόνο ο ενταγμένος στο σύστημα λόγος έχει ενδεχομένως την ικανότητα να αντιπαρατεθεί απέναντί του. Στο σκηνικό όμως του συστήματος δεν επιτρέπεται η εισβολή του απρόβλεπτου. Μέσα στο στρατόπεδο του αντιπάλου έχει κάποιος μικρές δυνατότητες να αρθρώσει έναν αντισυστημικό λόγο, το μόνο δε που μπορεί να καταφέρει είναι να δώσει ένα εξαίσιο άλλοθι στην κυρίαρχη ιδεολογία.

Οφείλουμε να αντιλαμβανόμαστε την αντίσταση απέναντι στην κυριαρχία του αστισμού και του κεφαλαίου με όρους πολεμικής αντιπαράθεσης και στρατηγικής η οποία θα αναπτύσσεται παράλληλα και απέναντι στο σύστημα και λιγότερο μέσα σε αυτό. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ο λόγος που αναπτύσσεται απέναντι στο σύστημα δεν διαπερνάται από αντιφάσεις, ούτε ότι θα είναι ένας λόγος «κλειστός», ένας λόγος-φρούριο, που θα απομονώνει τις συλλογικότητες από την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά πρέπει να εμπεριέχει το απρόβλεπτο ως απαραίτητο συστατικό μιας ανατρεπτικής διαδικασίας.

Ωστόσο, όσοι επιθυμούν να αναπτυχθούν καλλιτεχνικά κινήματα και συλλογικότητες που θα αμφισβητούν ουσιαστικά και με ριζοσπαστισμό το κυρίαρχο, οφείλουν να κινηθούν για να αναπτύξουν τέτοια κινήματα και συλλογικότητες, στρατευμένα κοινωνικά, με θεωρητική συνοχή και προγραμματική συνάφεια, διότι «από τα άλλα» έχουμε ήδη αρκετά. Οι περισσότεροι lifestyle – underground καλλιτέχνες και καλλιτεχνικές ομάδες δεν επιδιώκουν κάποια βασική κοινωνική αλλαγή. Στην πλειοψηφία τους είναι μικροαστοί που ανακάλυψαν τον ντανταϊσμό και τους καταστασιακούς, αφαιρώντας από τα κινήματα αυτά τον πολιτικό και τον ανατρεπτικό τους πυρήνα, φορώντας σήμερα και επιδεικνύοντας αυτάρεσκα το μοδάτο κοστούμι των νέο-καταστασιακών.

Οι συλλογικότητες που οφείλουν να αναπτυχθούν θα πρέπει να εγκαταλείψουν τις τελετουργικές διακηρύξεις και συναντήσεις και από ομάδες θεραπείας του μικροαστικού μαραμένου εγωισμού να μετατραπούν σε συλλογικότητες ακτιβιστικές που θα ασκούν ευθεία κριτική στον καπιταλισμό και θα βρίσκονται συνδεμένες με την κοινωνία.

πηγή: http://techni-en-kinisei.blogspot.gr/2015/03/blog-post_31.html