Γιατί υπήρξε τέτοια ομοβροντία επιθέσεων προς την κατάληψη στο Κόκκινο από ανθρώπους που θεωρητικά είναι αριστεροί και υποτίθεται ότι συμμερίζονταν τα βασικά αιτήματα των καταληψιών αναφορικά με τις φυλακές τύπου Γ, τον κουκουλονόμο κλπ; Ας εξηγήσω ότι εδώ δεν αναφέρομαι σε «σχολιαστές» των social media, όχι γιατί τα σχόλια δεν είναι ενδεικτικά τάσεων αλλά στην προκειμένη περίπτωση είναι δύσκολο να ξέρεις αν όντως εκφράζουν την οργανωμένη βάση του ΣΥΡΙΖΑ. Αναφέρομαι σε επώνυμα άρθρα προοδευτικών (εντός ή εκτός εισαγωγικών) ατόμων σαν τον Κώστα Εφήμερο, την Νίκη Παύλου και την Άντα Ψαρρά, τα οποία σε πολλές άλλες περιπτώσεις έχουν επιδείξει αξιόλογη κριτική στάση απέναντι σε κυβερνητικές αποφάσεις.
Ας είμαστε ξεκάθαροι, κάποιος δεν χρειάζεται να συμφωνεί με μια κατάληψη ραδιοφωνικού σταθμού ή στη τελική με οποιαδήποτε άλλη ενέργεια. Ακόμα και μια σκληρή κριτική μπορεί να είναι γόνιμη και δεν πρέπει να προσλαμβάνεται αρνητικά εκ των προτέρων. Αλλά τα διάφορα κείμενα που δημοσιεύτηκαν δεν έκαναν κριτική επί του συγκεκριμένου, δηλαδή κατά πόσο η κατάληψη είναι προωθητική του αγώνα και των αιτημάτων των απεργών πείνας. Μάλιστα, στην πλειοψηφία τους τα κείμενα δεν αναφέρονται σχεδόν καθόλου στην απεργία πείνας, απομονώνοντας την κατάληψη από το πλαίσιο της. Κατά αυτό τον τρόπο αποσιωπάται το γεγονός ότι η κατάληψη αποτελεί (σωστή ή λάθος, αυτό έχει σημασία μόνο σε δεύτερο χρόνο) κλιμάκωση της αλληλεγγύης σε έναν αγώνα ενάντια στο καθεστώς καταστολής και εξαίρεσης που συνόδευσε τη βίαιη καπιταλιστική αναδιάρθρωση των τελευταίων χρόνων. Η κυβέρνηση ναι μεν δεσμεύθηκε να κάνει κάποιες αλλαγές, αλλά πέρα από καθυστερήσεις και παλινωδίες επέδειξε κα μια άρνηση να ανοίξει την κουβέντα πέρα από τα πλαίσια που η ίδια θέτει. Μπορεί άραγε σε κάποια βαθμό αυτό να έχει να κάνει με το γεγονός ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η αναδιάρθρωση θα συνεχιστεί; Ή απλά η κυβέρνηση δεν θέλει να δημιουργήσει τριβές με τον κρατικό μηχανισμό σε μια συγκυρία όπου η ίδια βρίσκεται σε πίεση; Όπως και να έχει, η ουσία είναι ότι τα κείμενα ενάντια στην κατάληψη, απομονώνοντας την τεχνηέντως από το πλαίσιο νοηματοδότησης της, την έκαναν να εμφανίζεται απλά ως μια «αντιδημοκρατική» ή απλά «αντί-Συριζαϊκή» πράξη.
Μπορεί όντως η κατάληψη του Κόκκινου, ή προηγουμένως η κατάληψη της Νομικής, να έδειξε τα προβλήματα συνύπαρξης και παραγωγής ανοιχτών πολιτικών διαδικασιών που αντιμετωπίζει ο αναρχικός χώρος. Αλλά αυτό είναι κάτι εντελώς άλλο από το επιχείρημα περί «μειοψηφικού αυταρχισμού». Το τελευταίο επιχείρημα είναι πραγματικά ενδιαφέρον να εκτοξεύεται από Αριστερούς καθώς η συνεπή του κατάληξη είναι η απονομιμοποίηση κάθε έξω-θεσμικής δραστηριότητας αγωνιζόμενων ανθρώπων. Το επιχείρημα περί μειοψηφιών δεν είναι άλλωστε στον πυρήνα του λόγου γύρω από τον οποίο χτίστηκε η συστηματική απονομιμοποίηση των συλλογικών αγώνων που έχει επιχειρηθεί εδώ και αρκετά χρόνια και η οποία είναι καταστατικό μέρος της εδραίωσης του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος αλήθειας; Κάθε συλλογικός αγώνας επί της αρχής δεν ξεκινάει με το τι λέει η πλειοψηφία – η οποία με απόλυτους αριθμούς άλλωστε είναι πάντα μια ελεγχόμενη αφαίρεση – ούτε νομιμοποιείται από τη νομιμότητα του όσο από το δίκαιο των αιτημάτων του. Εφόσον αυτό δεν γίνεται αποδεκτό ως αφετηρία, τότε επί της ουσίας ανοίγει ο δρόμος για την αποκήρυξη κάθε πολιτικής αντίστασης ή χειραφέτησης από τα κάτω.
Την ίδια στιγμή που ενστερνίζονται τη ρητορική περί αντιδημοκρατικών μειοψηφιών, οι κριτικές, όχι τυχαία, αναπαράγουν και τον αφηρημένο φορμαλισμό του κυρίαρχου λόγου που αποκηρύσσει τη «βία από όπου και αν προέρχεται». Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στο εντελώς έωλο επιχείρημα της κα. Παύλου για το τι θα έλεγαν οι «αντί-εξουσιαστές» αν κάποιοι έμπαιναν στις καταλήψεις τους. Το Κόκκινο είναι αυτή τη στιγμή όργανο της κυβέρνησης, δηλαδή ενός κρατικού θεσμού, ενώ οι καταλήψεις (ασχέτως των όποιων ορίων τους) είναι δομές ανταγωνιστικές στην κρατούσα κατάσταση. Επομένως μπορούν να μπουν σε ένα κοινό πεδίο σύγκρισης μόνο σε ένα εντελώς αφηρημένο επίπεδο «εισβολής σε μη-δημόσιο χώρο», κάτι που φυσικά αποψιλώνει τις πράξεις από αυτό που είναι. Καλώς ήρθατε στην αποσωματοποιημένη επικράτεια του φιλελεύθερου ιδεαλισμού.
Αυτό φυσικά που είναι το πλέον ενδιαφέρον στην όλη υπόθεση είναι ότι οι εν λόγω σχολιαστές ουσιαστικά αναπαράγουν την γραμμή που αυτή τη στιγμή ακολουθεί η κυβέρνηση, δηλαδή της αποφυγής ενασχόλησης με το περιεχόμενο. Αναμενόμενα χρησιμοποιήθηκε ως εκβιασμός το ίδιο ρητορικό τέχνασμα για την επάνοδο της (άκρο-)Δεξιάς, λες και δεν υπάρχει άλλη επιλογή παρά μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ, φασισμού ή χάους, λες και δεν είναι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ που παίζοντας το παιχνίδι της εθνικής σωτηρίας επιλέγει να ανταγωνιστεί τη Δεξιά με όρους που θα προκαλέσουν την άνοδο της σε περίπτωση αποτυχίας του. Δεν υποστηρίζω εδώ ότι όσοι επωνύμως επιτέθηκαν στην κατάληψη ακολουθούν μια κομματική γραμμή. Ο ισχυρισμός μου είναι ότι υπάρχουν ορισμένες αγωνίες και κάποιες (ρητές ή άρρητες) αντιλήψεις που συναντιούνται τόσο στην κυβέρνηση όσο και στους υποστηρικτές της. Υπό αυτή την έννοια πέρα από προβληματικές οι κριτικές είναι και συμπτωματικές.
Καταρχάς, αν οι «αναρχικοί» προκαλούν τον ΣΥΡΙΖΑ να τους καταστείλει, τότε από την σκοπιά των φιλοκυβερνητικών υπάρχει σαφέστατα μια αγωνία να μην υπάρξει βίαιη καταστολή. Δεν θεωρώ ότι είναι «όλοι ίδιοι» ούτε ότι οι διαφορές είναι μόνο αισθητικές. Ο αναρχικός χώρος όντως προάγει πολλές φορές μια μονολιθική αντίληψη του κράτους και της εξουσίας που είναι προβληματική. Αλλά από την άλλη, το (αστικό, σύγχρονο, καπιταλιστικό όπως τέλος πάντων και αν κάποιος το προσδιορίσει) κράτος έχει κάποιες σταθερές λειτουργίες, οι οποίες είναι εντελώς αφελές να θεωρηθεί ότι θα πάψουν να υφίστανται απλά και μόνο μέσω της εκλογής μια αριστερής κυβέρνησης (άσε που αυτοί που έχουν καίρια πόστα στον κρατικό μηχανισμό σήμερα δεν είναι και πολύ «αριστεροί»). Κάθε κράτος καταστέλλει και κωδικοποιεί, δυο λειτουργίες που είναι άμεσα συσχετιζόμενες, καθώς αυτό που καταστέλλεται είναι αυτό που διαφεύγει από τους κώδικες που δομούν την τάξη αναπαράστασης που χτίζει η κρατική μήχανη. Μια πολιτική αντίστασης ή χειραφέτησης εκ των πραγμάτων προκαλεί τη βία του κράτους, ή όπως θα έλεγε και ο Badiou (που αγαπάνε οι Συριζαίοι) είναι ίδιον μιας πολιτικής από τα κάτω να κάνει τη βία του κράτους πεπερασμένη, να της δίνει δηλαδή συγκεκριμένες, μετρήσιμες μορφές, πχ. μια διμοιρία ΜΑΤ. Η νυν κυβέρνηση αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα σαφέστατα και θέλουν η καταστολή να χρησιμοποιείται μόνο σε πολύ ακραίες περιπτώσεις, και αντί αυτής να προκρίνεται η συναίνεση. Ένα τέτοιο όμως φιλελεύθερο όραμα δεν είναι πάντα εφικτό, ειδικά σε περιόδους αστάθειας, και για αυτόν το λόγο η καταστολή είναι δομικό στοιχείο του κράτους, ακόμα και του πλέον δημοκρατικού. Αυτό εύλογα παράγει αγωνία για τη στιγμή που ο κατασταλτικός χαρακτήρας του κράτους θα εκδηλωθεί, μια αγωνία που οξύνεται από το γεγονός ότι όπως έχουν τα πράγματα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να υλοποιήσει παρά ένα ελάχιστο κομμάτι του προγράμματος του. Κάποια στιγμή τα επικοινωνιακά παιχνίδια θα τελειώσουν και η κυβέρνηση θα πρέπει είτε να σηκώσει την πολιτική ευθύνη μιας (αβέβαιης και γεμάτη ρίσκα) ρήξης είτε να συνεχίσει και επίσημα πλέον τη λιτότητα, έστω και σε πιο χαλαρή μορφή. Στη δεύτερη περίπτωση ενδέχεται να υπάρξει κύμα αντιδράσεων το οποίο και προφανώς θα εγκαλέσει την κρατική βία. Αναμενόμενο είναι άνθρωποι αριστεροί που στηρίζουν την κυβέρνηση να μη θέλουν να γίνει κάτι τέτοιο. Αν λοιπόν επιτέθηκαν χυδαία σε μια κατάληψη που εν τέλει έλεγε στην κυβέρνηση να κάνει αυτό που υποσχόταν προεκλογικά, αυτό σε κάποιο βαθμό λειτουργεί ως μετάθεση.
Πέρα από την αγωνία για την ενσωμάτωση στον κρατικό μηχανισμό, τα προοδευτικά κείμενα που επιτέθηκαν στην κατάληψη φαίνεται να μοιράζονται με την κυβέρνηση και μια ορισμένη αντίληψη για τους αγώνες και τον ρόλο των κινημάτων. Αυτή η αντίληψη είναι καταρχάς λειτουργική καθώς οι αγώνες ορίζονται πλήρως σε σχέση με τα αιτήματα που προωθούν και το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο. Αλλά συγχρόνως αυτή η αντίληψη κατανοεί τους αγώνες και τα κινήματα με όρους έλλειψης: ένας αγώνας αναδύεται επειδή ένα κοινωνικό υποκείμενο και τα αιτήματα του δεν εκπροσωπούνται (άρα και δεν ικανοποιούνται) από τη κυβέρνηση. Παραδοσιακά επειδή η Αριστερά αξίωνε ότι αποτελεί το μοναδικό αυθεντικό αντιπρόσωπο του λαού η άνοδος της στην εξουσία σηματοδοτούσε και τη δικαίωση των αγώνων/κινημάτων δια της ενσωμάτωσης τους στο δημοκρατικό θεσμικό πλαίσιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρητικά εκφράζει τη νέα τάση που αρθρώνει μια πιο διαλεκτική σχέση μεταξύ κινήματος-κυβέρνησης-κράτους. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη η κυβέρνηση ανοίγει χώρους για τα κινήματα χωρίς όμως να επεμβαίνει στην αυτονομία τους, ενώ τα κινήματα πιέζουν την κυβέρνηση και γίνονται έτσι φορείς εκδημοκρατισμού.
Αυτή η αντίληψη, που αναδύθηκε στη Λατινική Αμερική, έχει φορεθεί πολύ αλλά, για την ώρα τουλάχιστον, είναι απλά ένα κενό σχήμα για να βαυκαλίζονται οι ριζοσπάστες διανοούμενοι που αγκάλιασαν τον ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί φυσικά η παρούσα κυβέρνηση να είναι πιο πορώδης σε πιέσεις σε σχέση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Το θέμα όμως και πάλι δεν είναι να καταδειχθεί ότι είναι όλοι ίδιοι. Η ουσία είναι ότι, ξεχνώντας τις προεκλογικές της φανφάρες για «άμεση δημοκρατία», ο τρόπος που η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τα κινήματα και τους αγώνες επικυρώνει επί της ουσίας τον μερισμό του υπαρκτού που ορίζει ξεκάθαρα διακριτούς ρόλους για αυτούς που κυβερνάνε και για αυτούς που κυβερνώνται. Αυτό φυσικά δεν είναι τυχαίο, καθώς σε αντίθεση με τη Λατινική Αμερική ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανέβηκε στην εξουσία μέσα από ένα δυναμικό κίνημα αλλά όταν αυτό είχε εξαντληθεί, μια εξάντληση που η ίδια η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ εν μέρει εκφράζει. Ακόμα χειρότερα, είναι αδύνατο από τη μία να αποδέχεσαι την πρωτεύουσα σημασία των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και από την άλλη να δίνεις ουσιαστικούς χώρους στα κινήματα. Πίσω από τους λόγους περί στήριξης και υπομονής, πίσω από τα απλοϊκά σχήματα περί «επανάστασης που απέτυχε» και πολιτικού ρεαλισμού, βρίσκεται αυτή η ίδια αποδοχή της κρατούσας κατάστασης που σε δράσεις όπως μια κατάληψη βρίσκει την έμπρακτη αμφισβήτηση της.
Η ουσία του ζητήματος εν τέλει είναι το πως κατανοούμε την πολιτική ως συλλογική αυτενέργεια από τα κάτω και τη σχέση της με το κράτος και τους θεσμούς του. Η κυβέρνηση επιζητεί μια ευθυγράμμιση με διακριτούς και ξεκάθαρους ρόλους. Αυτή την ευθυγράμμιση υπερασπίζονται και οι φιλοκυβερνητικοί κύκλοι και καταλήγουν αφενός να κινούνται σε έναν φορμαλιστικό και αφηρημένο ιδεαλισμό και αφετέρου να αναπαράγουν αντιδραστικά επιχειρήματα ενάντια σε πολιτικές χειραφέτησης και αντίστασης. Δεν ξέρω αν οι κριτικές που διατυπώθηκαν είναι υστερόβουλες, πιθανότατα όχι. Αλλά αυτό τελικά δείχνει ακόμα περισσότερο τη φτώχεια του προοδευτικού λόγου όταν επιλέγει να φορέσει φιλοκυβερνητικό κοστούμι.
πηγή: http://www.provo.gr/h-ftoxia-ton-filokyvernhtikon-kiklon/
Ο Silence_Infinis συμμετέχει στην συλλογικότητα Κενό Δίκτυο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου