Η εποχή της αυτοεπιβεβαίωσης πρέπει κάποτε να τελειώσει
Μερικοί και μερικές αισθάνονται πιθανά το ύφος μας κάπως απότομο. Αυτό μπορεί να συμβεί εύκολα, όταν πρόκειται για αγαπητούς ανθρώπους, για εκείνους και εκείνες με τους οποίους στο παρελθόν έχουμε ξεκινήσει ένα σύνολο από απελευθερωτικούς συλλογισμούς, και δοκιμάσει δρόμους για να αλλάξουμε τους εαυτούς μας και τον κόσμο. Κοινές προσπάθειες, που όσο μικρές και εάν θέλουν να είναι, βρίσκονται περισσότερο από απλά μόνο στην καρδιά μας. Εάν η μια η άλλη κριτική σας αφορούν προσπαθήστε να την συγκρατήσετε στη σκέψη σας και μην μπείτε αμέσως σε θέση άμυνας. Θέλουμε να συνεργαστούμε παραπέρα, αλλιώς δεν θα υπήρχε αυτό το κείμενο.
Θέλουμε να κάνουμε την προσπάθεια να καταλάβουμε και να συνεννοηθούμε μεταξύ μας. Σε μια κοινή συζήτηση στην αρχή της συνάντησης να ανακαλύψουμε, ποιες ιδέες, κριτικές και προτάσεις για το «πως πάμε παραπέρα» κυκλοφορούν στον αέρα, και πως μπορούμε να τις συναρθρώσουμε πρακτικά σε μια συζήτηση. Εάν κάποιες θέσεις πραγματικά αποκλείονται, τότε πρέπει να το διαπιστώσουμε και να αντλήσουμε τα αντίστοιχα συμπεράσματα: Αυτό μπορεί να σημαίνει ακόμα και ότι θα χωρίσουμε. Μπορεί να υπάρξει ένα σημείο, κατά το οποίο η κοινή βάση μας γλιστράει σαν άμμος από τα δάχτυλα, μια κοινή συζήτηση δεν οδηγεί πλέον πουθενά, πέρα από την συνηθισμένη δυσάρεστη έρημο. Οι συντρόφισσες και οι σύντροφοι που έχουν προετοιμάσει το συνέδριο, έκαναν καθαρό, ότι δεν θέλουν κύκλους ειδικών εμπειρογνωμόνων στα ξεχωριστά θέματα, κανένα βάθρο συζητήσεων. Θα προσθέταμε: Καμιά χωρίς αναφορές, και πάνω απ’ όλα χωρίς συνέπειες παράθεση αντιφάσεων που ανακαλύφθηκαν πάλι για μια νέα ακόμα φορά. Σχεδόν 20 χρόνια μετά το κείμενο «3:1 – ταξική αντίθεση, ρατσισμός σεξισμός» που άνοιξε στους κύκλους μας το πρόβλημα της τριπλής καταπίεσης, δεν μπορούμε πλέον να εφησυχάζουμε, να περιγράφουμε για άλλη μια φορά ότι δεν υφίσταται η βασική αντίθεση. Δεν αρκεί απλά η διαπίστωση, το πρόβλημα βρίσκεται τόσο στην διάσπαση σε επί μέρους περιοχές και την εξειδίκευση που προκύπτει από αυτό, όσο και στο ότι τα κομμάτια αυτού του παζλ δεν συντίθενται μετά σε μια συνολική εικόνα. Αλλά το πράγμα δεν τελειώνει εδώ.
Εδώ κατορθώνουμε να ξεριζώσουμε μόνο μερικές δυσκολίες. Είμαστε επίσης πολύ λίγοι και λίγες για να μπορέσουμε να το κάνουμε αυτό με ένα εκτεταμένο τρόπο. Στο συνέδριο του Αμβούργου είμαστε περισσότερες και περισσότεροι, και αν όλα πάνε καλά, θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε κατά τόπους κάτι σαν μια συλλογική νοημοσύνη. Μόνο έτσι μπορεί να λειτουργήσει, να συσχετίσουμε τις πολλές διαφορετικές εμπειρίες και προοπτικές. Αλλά ένα σαββατοκύριακο είναι πολύ σύντομο ώστε να σκαρώσουμε μια εκτεταμένη στρατηγική. Τι είναι κριτική στο ύψος της εποχής; Πως κλέβουν στο παιχνίδι μερικοί από μας με ένα «καταστρέψτε τα όλα» κάπου – κάπου γύρω τους, στο ότι δεν θέλουν να καταργήσουν σαν τέτοια το κράτος, το κεφάλαιο την κοινωνικότητα, αλλά να τσακίσουν όλη την ανεξέλεγκτη συλλογικότητα σε μικρά κομματάκια για να την ξανασυνθέσουν με την δική τους αντίληψη; Μετασχηματισμός φυσικά. Πως κλέβουν στο παιχνίδι κάποιοι άλλοι από μας με όλο περισσότερο επεξεργασμένες αναλύσεις αυτών των διαδικασιών, για να ενεργούν σύμφωνα με αυτές τις διαπιστώσεις, όχι λιγότερο μονόπλευρα, κάπου γύρω τους;
Στόχος αυτού του συνεδρίου θα μπορούσε να είναι στο να συμφωνήσουμε σε δυο – τρία ζητήματα, που θα συζητήσουμε όλοι και όλες στην διάρκεια του επόμενου χρόνου. Συνδεμένο με αυτό, να αναπτύξουμε μια συγκεκριμένη δομή για αυτή την συζήτηση, που δεν σημαίνει τίποτα άλλο από το να αναπτύξουμε μια πρόταση οργάνωσης: τοπικές και υπερτοπικές συναντήσεις, μαζικά κύκλους συζητήσεων, κριτική ανατροφοδότηση των συζητήσεων στην δική μας δραστηριότητα, συμφωνία πάνω σε ένα κανάλι συζητήσεων. Πως θα γενικεύσουμε την συζήτηση, πως θα διαδώσουμε τις ιδέες και κείμενά μας, που θεωρούμε σημαντικά, για να έρθουμε σε μια κοινή βάση και να συλλογικοποιήσουμε την γνώση μας, ώστε να μπορέσουμε γενικά να συζητήσουμε για το ίδιο πράγμα. Για παράδειγμα, αιωρούμαστε μέσα σε κείμενα και παραπέρα κείμενα συζήτησης από αυτούς τους κύκλους – αλλά και άλλους – στο να παρουσιάζουμε σε κανονικές χρονικές αποστάσεις στα δικά μας μέσα μαζικής ενημέρωσης. Έχουμε έτσι και αλλιώς την άποψη ότι θα έπρεπε να επενδύσουμε περισσότερο χρόνο και ενέργεια στις δικές μας μορφές έκφρασης και μέσων, αντί να γλύφουμε τις αστικές εκθέσεις και αναφορές.
Μια τέτοια πρόταση οργάνωσης εμπεριέχει τον αναλογισμό σχετικά με τους εν δυνάμει συνταξιδιώτες. Υπάρχουν διάφοροι άνθρωποι που συναντάμε στον δρόμο που δεν ξαναβρίσκουμε όμως στις δομές μας. Οι αυτοοργανωμένες μας δομές είναι συχνά κλειστές και δίνουν την εντύπωση ελιτισμού. Για να γίνει κάποιος ή κάποια αποδεκτοί πρέπει να «έχει ξεκαθαρίσει» πολλά πράγματα, να γνωρίζει τους κώδικες και να συμπεριφέρεται αντίστοιχα. Υπάρχουν επίσης πιθανά άνθρωποι με τους οποίους θα επιθυμούσαμε να συζητήσουμε, αλλά δεν αισθάνονται να τους απευθύνεται ο ορισμός αυτόνομος. Εμείς οι ίδιοι και ίδιες είμαστε μπλεγμένοι. Οι αυτόνομοι έχουν μια στάση ευρείας απομόνωσης από την κοινωνία – και κατά παράδοξο τρόπο ταυτόχρονα ζωντανών επαφών με τους πράσινους και το κόμμα της αριστεράς, συνεντεύξεων τύπου και με ιδρύματα ερευνών. Από την άλλη πλευρά οι αυτόνομοι έχουν μια σχετικής αποφασιστικότητας και ασυμβίβαστης στάσης απέναντι στο κράτος και τον καπιταλισμό, μια στάση σύγκρουσης στον δρόμο, κάθε ορατής μαχητικότητας στο μαύρο μπλοκ ή σαν μη ορατής την νύχτα. Έχουν μια στάση για στρατηγικές της πρόκλησης και μια προοπτική της όξυνσης των κοινωνικών συσχετισμών – αλλά και της αναζήτησης επίσης πάντα για το διαφορετικό όλο. Για την δημιουργία και την αγωνιστική επαναϊδιοποίηση σχέσεων, ελεύθερων χώρων και δομών που διαφεύγουν που ξεφεύγουν σαν δυνατότητα από τον κρατικό έλεγχο, ώστε από αυτά τα νήματα, προοπτικά κάποτε, να δημιουργήσουμε έναν άλλο κοινωνικό δίκτυο. Εάν είναι αυτό, που οι άνθρωποι πάντα ακόμα συνδέουν με την έννοια της αυτονομίας, το βρίσκουμε εντάξει.
Και, παρά την δυσαρέσκεια, την οποία μέχρι τώρα δεν έχουμε τσιγκουνευτεί: Σε σύγκριση με άλλες πολιτικές δυνάμεις, οι αυτόνομοι και οι αυτόνομες, οι αναρχικοί και οι αναρχικές, στέκονται βέβαια πραγματικά αρκετά καλά. Σε αντιπαραθέσεις για τον πόλεμο και την ειρήνη, την παγκοσμιοποίηση, την γενετική τεχνολογία, ενάντια στην ατομική ενέργεια κλπ. οι θέσεις μας βρίσκονται συχνά στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης, και αυτό όχι μόνο στον δρόμο, αλλά και όσον αφορά τον προσδιορισμό του περιεχομένου. Σε συγκεκριμένα πεδία, που δεν είναι αμελητέα για την καθημερινή ζωή και επιβίωση – κοινή συγκατοίκηση και εργασία, ο αγώνας ενάντια στην αναδιάρθρωση των συνοικιών, στις οποίες ζούμε – είμαστε παρόντες και παρούσες και μετατρέπουμε σε εμπειρία την ιδέα του συλλογικού και της συνεργασίας: να αντιπαραθέσουμε κάτι στην λυπητερή και απομονωμένη ιδιώτευση της κοινωνίας της αξιοποίησης που κάποτε απλά έχει περισσότερη επιτυχία από κοινού. Και το να οργανωθούμε για αυτό είναι αυτό που μας απασχολεί εδώ, αφού αυτό το σύστημα για μας δεν μπορεί να είναι καμιά εναλλακτική λύση. Η προοπτική της ισόβιας μισθωτής εργασίας, ώστε μετά να ψοφήσουμε μόνοι και μόνες άρρωστοι και άρρωστες, είναι απλά φρικτή. Και, – ποιος άλλος χώρος μπορεί να υπάρξει από την συλλογικότητα που δημιουργεί τον εαυτό της για όλους αυτούς τους «χαμένους» που δημιουργεί αυτό το σύστημα; Κρατικές διαχειρίσεις της δυστυχίας και ιδρύματα πρόνοιας; Ιδρύματα κοινωνιολογικής έρευνας και προστατευμένες περιοχές; Νομίζουμε ότι πάντα ακόμα πρόκειται, στο να πλησιάσουμε το θέμα από τα κάτω. Στο να αντιληφτούμε τον εαυτό μας με όλο μας το σώμα σαν κομμάτι αυτού που προμηνύεται στους κοινωνικούς αγώνες, στο να ανακατευτούμε προσωπικά με όλη μας την ζωή στην επόμενη προσπάθεια να ανατρέψουμε τις κυρίαρχες σχέσεις.
Αυτό υπόσχεται ένα σύνολο από δυσκολίες.
Πολλοί από αυτούς με τους οποίους μιλάμε δεν βρίσκουν καθόλου λάθος αυτό που κάνουμε. Αυτό που οι ίδιοι και οι ίδιες σκέφτονται να μη μπορούν ή να μη θέλουν να κάνουν.
Αλλά, ακόμα και εάν είναι σωστό, το ότι υποθετικά μπαίνουμε σε μπελάδες, και βέβαια δεν ξεφεύγουμε από τις αντιφάσεις, είναι επίσης το ίδιο αληθές το ότι ένας αποχαιρετισμός των προσωπικών ιδανικών δεν προστατεύει από το να έχει κάποιος μια εξαντλητική ζωή ούτε και από το να καταλήξει σε μια αντίφαση με το σύστημα. Όλα τα ζωντανά συμπεριφέρονται αντιφατικά στην αξιοποίησή τους. Αυτή είναι μια προϋπόθεσή μας. Αλλά όσο πολύ, μέσα από τις σχέσεις, και να είμαστε ριγμένοι εμείς οι ίδιοι – ίδιες – σε αυτή την αντίφαση, άλλο τόσο μπορούμε πάντα να προσπαθούμε να ασκήσουμε επιρροή στον τόπο, στον χρόνο και στις μορφές που πέρνει η αντιπαράθεση.
Δεν ανακαλύπτουμε εμείς την σύγκρουση, το ζήτημα είναι το πώς τοποθετούμαστε σε αυτήν, ακόμα και η απραξία είναι κάτι κάθε άλλο παρά χωρίς συνέπειες. Πως δεχόμαστε το γάντι που μας πετάνε επανειλημμένα στα πόδια οι πράκτορες του καπιταλισμού. Αυτοί είναι οι όροι που βρίσκουμε από πριν, ο κοινωνικός πόλεμος, μέσα στον οποίο δρούμε – έτσι κι αλλιώς. Γι αυτό πρόκειται. Για αυτό βρίσκουμε το σύνθημα «να είστε τόσο ριζοσπάστες όσο και οι συνθήκες» όπως και πριν έτσι και τώρα πολύ πετυχημένο. Για την εκτίμηση αυτού που συνιστά αυτή την στιγμή τις κυρίαρχες σχέσεις, στην προσπάθεια να καταλάβουμε πραγματικά την παρούσα κοινωνική επίθεση, στεκόμαστε σε ορισμένα σημεία εμείς οι ίδιοι και ίδιες εμπόδια. Κρεμόμαστε από αναλύσεις που βασικά είναι σωστές, αλλά που δεν είναι ενημερωμένες, που οδηγεί στο να αγωνιζόμαστε ενάντια σε σχεδόν εγκαταλειμμένα εχθρικά οχυρά – για παράδειγμα την ιδέα της προόδου – ή τοποθετούμαστε σε μια προστατευμένη εσοχή για να γινόμαστε για το κράτος διαθέσιμοι και διαθέσιμες σαν μια προβληματική ομάδα. Σαν μαύρο μπλοκ, αλλά επίσης και σαν χίπηδες του κάντο μόνος σου ή διανοούμενες ακρίδες συνεδρίων. Τα απρόβλεπτο όμως χρειάζεται συνέχεια νέα βήματα. Σε αυτό το σημείο πρέπει να βάλουμε το ζήτημα πέρα από κάθε διαφορετικές εκτιμήσεις για τις αντικειμενικές συνθήκες, για το εάν είμαστε έτοιμοι και έτοιμες να κάνουμε αυτά τα βήματα, εάν εγώ, εσύ και εμείς θέλουμε να αλλάξουμε ριζοσπαστικά τις κυρίαρχες σχέσεις. Ποιοι δρόμοι και δυνατότητες υφίστανται, στο ύψος της εποχής να ξεβρομίσουμε παραπέρα ενάντια στο σύστημα, επίσης και κύρια στην πράξη.
Πολλοί από αυτούς με τους οποίους μιλάμε δεν βρίσκουν καθόλου λάθος αυτό που κάνουμε. Αυτό που οι ίδιοι και οι ίδιες σκέφτονται να μη μπορούν ή να μη θέλουν να κάνουν.
Αλλά, ακόμα και εάν είναι σωστό, το ότι υποθετικά μπαίνουμε σε μπελάδες, και βέβαια δεν ξεφεύγουμε από τις αντιφάσεις, είναι επίσης το ίδιο αληθές το ότι ένας αποχαιρετισμός των προσωπικών ιδανικών δεν προστατεύει από το να έχει κάποιος μια εξαντλητική ζωή ούτε και από το να καταλήξει σε μια αντίφαση με το σύστημα. Όλα τα ζωντανά συμπεριφέρονται αντιφατικά στην αξιοποίησή τους. Αυτή είναι μια προϋπόθεσή μας. Αλλά όσο πολύ, μέσα από τις σχέσεις, και να είμαστε ριγμένοι εμείς οι ίδιοι – ίδιες – σε αυτή την αντίφαση, άλλο τόσο μπορούμε πάντα να προσπαθούμε να ασκήσουμε επιρροή στον τόπο, στον χρόνο και στις μορφές που πέρνει η αντιπαράθεση.
Δεν ανακαλύπτουμε εμείς την σύγκρουση, το ζήτημα είναι το πώς τοποθετούμαστε σε αυτήν, ακόμα και η απραξία είναι κάτι κάθε άλλο παρά χωρίς συνέπειες. Πως δεχόμαστε το γάντι που μας πετάνε επανειλημμένα στα πόδια οι πράκτορες του καπιταλισμού. Αυτοί είναι οι όροι που βρίσκουμε από πριν, ο κοινωνικός πόλεμος, μέσα στον οποίο δρούμε – έτσι κι αλλιώς. Γι αυτό πρόκειται. Για αυτό βρίσκουμε το σύνθημα «να είστε τόσο ριζοσπάστες όσο και οι συνθήκες» όπως και πριν έτσι και τώρα πολύ πετυχημένο. Για την εκτίμηση αυτού που συνιστά αυτή την στιγμή τις κυρίαρχες σχέσεις, στην προσπάθεια να καταλάβουμε πραγματικά την παρούσα κοινωνική επίθεση, στεκόμαστε σε ορισμένα σημεία εμείς οι ίδιοι και ίδιες εμπόδια. Κρεμόμαστε από αναλύσεις που βασικά είναι σωστές, αλλά που δεν είναι ενημερωμένες, που οδηγεί στο να αγωνιζόμαστε ενάντια σε σχεδόν εγκαταλειμμένα εχθρικά οχυρά – για παράδειγμα την ιδέα της προόδου – ή τοποθετούμαστε σε μια προστατευμένη εσοχή για να γινόμαστε για το κράτος διαθέσιμοι και διαθέσιμες σαν μια προβληματική ομάδα. Σαν μαύρο μπλοκ, αλλά επίσης και σαν χίπηδες του κάντο μόνος σου ή διανοούμενες ακρίδες συνεδρίων. Τα απρόβλεπτο όμως χρειάζεται συνέχεια νέα βήματα. Σε αυτό το σημείο πρέπει να βάλουμε το ζήτημα πέρα από κάθε διαφορετικές εκτιμήσεις για τις αντικειμενικές συνθήκες, για το εάν είμαστε έτοιμοι και έτοιμες να κάνουμε αυτά τα βήματα, εάν εγώ, εσύ και εμείς θέλουμε να αλλάξουμε ριζοσπαστικά τις κυρίαρχες σχέσεις. Ποιοι δρόμοι και δυνατότητες υφίστανται, στο ύψος της εποχής να ξεβρομίσουμε παραπέρα ενάντια στο σύστημα, επίσης και κύρια στην πράξη.
Την έμπνευσή μας την έχουμε αυτή την εποχή κύρια στην ιδέα της εξέγερσης που αρπάξαμε τα τελευταία χρόνια από τα γεγονότα στην Γαλλία και στην Ελλάδα. Η εμπειρία της εξέγερσης δεν υπάρχει για πρώτη φορά στην ιστορία, αλλά κατά κάποιο τρόπο έχει ξεγλιστρήσει από την συνείδησή μας και του τακτικούς μας συλλογισμούς, ώστε πρακτικά να πρέπει να την ξαναανακαλύψουμε. Με μια εξέγερση συνδέουμε κάτι πολύ περισσότερο από την καθαρά στρατιωτική διάσταση. Πρόκειται βέβαια για μια στρατηγική, στην οποία η πολιτική βία παίζει ένα ρόλο, και βέβαια για κάτι περισσότερο από μια κλιμάκωση της μαχητικότητας ή περισσότερες ταραχές. Πρόκειται στο να ζήσουμε ήδη στους αγώνες μας την ιδέα της απελευθέρωσης από την κυριαρχία. Στην ιδέα της εξέγερσης συνδέεται μια προώθηση των προοπτικών, ο προσανατολισμός σε άλλους στόχους.
Πρόκειται στο να αντλήσουμε πρακτικά συμπεράσματα από τις πολυάριθμες κριτικές των τελευταίων χρόνων και να επιτεθούμε στον καπιταλισμό όχι στις ιστορικά σταθεροποιημένες μορφές του, αλλά σαν πάντα εύθραυστη διαπλοκή κοινωνικών σχέσεων. Να σκοπεύσουμε ξυστά δίπλα στον όγκο της εξουσίας σε αυτό, που κρατάει την επιχείρηση σε λειτουργία – την κυκλοφορία, και να μη στοχεύουμε στους θεσμούς. Πρόκειται για μια μετατόπιση της οπτικής μας γωνίας, στο ότι σκεπτόμαστε την κοινωνία, στο με ποιόν συνδεόμαστε. Ξυστά δίπλα από τους και τις εκπροσώπους, θέλουμε να μιλήσουμε με τους ανθρώπους, που αυτοί οι εκπρόσωποι υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν. Πιστεύουμε ότι είναι ένα ανοικτό ερώτημα γιατί πολλοί και πολλές δεν ακούγονται, δεν παίρνουν οι ίδιοι την ζωή τους στα χέρια τους. Δεν είμαστε κοινωνιολόγοι. Δεν θέλουμε να κάνουμε έρευνα ή να αναπροσδιορίσουμε τις άσχημες συνθήκες σε επαναστατικές. Θέλουμε να το δοκιμάσουμε. Tο μυστικό βρίσκεται στο να αρχίσουμε πραγματικά! Γιατί θα έπρεπε το αδύνατο σήμερα να είναι ακόμα ποιο αδύνατο απ’ ότι παλιότερα; Τελικά θα μπορούσε να είναι ότι δεν πρόκειται για το ζήτημα της βίας και της ονειροπόλησης που εμποδίζει τους ανθρώπους να αγωνιστούν μαζί μας, αλλά το ότι δεν μας εμπιστεύονται, επειδή συχνά μιλάμε σαν τους πολιτικούς. Πρόκειται για την ανάπτυξη μιας οπτικής για τα πράγματα που θα μας κάνει ικανούς και ικανές σαν τον Ιανό να κοιτάζουμε προς τα μπρος και προς τα πίσω, για να κάνουμε δυνατή μια επιθετικά πειραματική άμυνα: Να υπερασπίσουμε το κατακτημένο χωρίς να κτίσουμε ένα καινούργιο κατεστημένο. Να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να αναλάβουμε την εξουσία – και συνέχεια πάλι να ελευθερώνουμε την σκέψη μας για αυτό τον λόγο, για να πιάσουμε το ερώτημα των ελλήνων συντρόφων και συντροφισσών: «και αφού τα έχουμε κάψει όλα;»
Αυτό που κάνουμε συνήθως δεν είναι λάθος. Οι ναζί πρέπει να απωθηθούν, τα σπίτια πρέπει να υπερασπιστούν και ο κοινωνικός πόλεμος, που εισβάλλει στην ζωή μας, πρέπει να γίνει θέμα. Είναι συνεπές και απαραίτητο να είμαστε αλληλέγγυοι προς τους πρόσφυγες και τους φυλακισμένους· να δημιουργήσουμε δικές μας εφημερίδες, λαϊκές κουζίνες δομές νομικής υπεράσπισης. Όλα αυτά και πολλά άλλα είναι σωστά και καλά. Οι συζητήσεις μας και αντίστοιχα οι στρατηγικές μας όμως δεν είναι. Αυτό δεν πρέπει να σημαίνει βέβαια ότι είναι άσχημες. Πολλές φορές είναι απλά ανεπαρκείς γιατί δεν τις δοκιμάζουμε αρκετά στην πραγματικότητα.
Οι στρατηγικές μας δεν αλλάζουν με την ίδια ταχύτητα με την κοινωνική πραγματικότητα, συχνά κουτσαίνουμε πίσω από τις αλλαγές των συσχετισμών: Την γενική αποδοχή της φτώχιας, των διπλών επιπέδων ζωής όχι μόνο στον νότο αλλά στην ίδια την πραγματικότητα της ζωής μας, που περιλαμβάνει γενικά όλα γύρω της. Σε μια κοινωνία, μέσα στην οποία μια νέα αποικιοκρατία ρατσιστικών επιθέσεων δεν είναι μόνο αποδεκτή στα εξωτερικά σύνορα, και που με τον πόλεμο η πολιτική βία εντάσσεται στην καθημερινότητα με ένα τελείως διαφορετικό τρόπο, απ’ ότι στην περίπτωση του ψυχρού πολέμου. Η βιτρίνα της φαινομενικά άγιας κοινωνικής ειρήνης έχει ραγίσει σε μεγάλο βαθμό. Στο μέσο μιας διευρυνόμενης απουσίας προοπτικής, το κωλοσύστημε εξακολουθεί να υφίσταται σχετικά ανενόχλητο. Το να δίνουμε υποσχέσεις για το μέλλον, χωρίς την μάζα των ανθρώπων συνεχίζεται. Και εμείς οι ίδιοι και ίδιες βρισκόμαστε μέσα σε αυτό το χάσιμο – είμαστε πολύ περισσότερο απ’ όσο θα μας ήταν αγαπητό κομμάτι αυτής της σχιζοφρενούς γαμημένης κοινωνίας. Και ακριβώς πάνω σε αυτό πρέπει να συζητήσουμε, εάν θέλουμε μ΄ αυτό να αλλάξουμε το χάσιμο, χωρίς από την μεριά μας να κρεμαστούμε από λάθος όνειρα, είτε θα ήταν μια αυτόνομη προστατευμένη εσοχή είτε κάποιο επαναστατικό υποκείμενο.
Πισωκυλήστε το πισωκύλισμα (roll the roll-back back)
Αυτοί και αυτές που μπορούν να θυμηθούν τις εποχές του βασιλιά Kohl (King Kohl) η λέξη πισωκύλισμα έχει μια ευρύτατη έννοια. Έγινε εκτεταμένα ζήτημα από μας στην εποχή του φοβόμασταν το χειρότερο, όπως πολύ συχνά, πολύ πριν η ορμή της πραγματικής αλλαγής να γινόταν αισθητή. Τώρα που έχει συμβεί αυτό πλέον, το κριτικό νευρικό σύστημα φαίνεται να αδρανεί, οι προσπάθειες να καταλάβουμε την βαθιά επιρροή της επίθεσης της Θάτσερ και των συνεργατών της είναι σπάνιες, ειδικά ακριβώς όταν μιλάμε για την γενική συζήτηση ανάμεσα σε συντρόφους και συντρόφισσες – αυτό που μοιραζόμαστε – και όχι σχετικά με βιβλία και αναλύσεις ειδικών και την γενική παγκόσμια κατάσταση. Η επίθεση προοριζόταν και προορίζεται στο να τσακίσει, να κλείσει το στόμα, στο να ξεχαστεί κάθε είδους ριζική κοινωνική αντιπολίτευση – μια φαλακρή γη για την ακόλουθη κοινωνική μηχανική ενός ερημωμένου κόσμου.
Η αντίδραση αλλάζει βέβαια την ζωή μας ακόμα και την αντίληψή μας, αλλά δεν μπορεί ν μας υποχρεώσει, στο να διαλυθούμε χωρίς κατάλοιπα στην δουλειά και την κατανάλωση. Ευτυχώς υπάρχουν ιστορικές εμπειρίες, αλλά επίσης και πάντα νέες εμπειρίες, που κάνουν δυνατό να σκεφτούμε αλλιώς, να μιλήσουμε αλλιώς μεταξύ μας ακόμα και να ενεργήσουμε συλλογικά διαφορετικά απ’ ότι προβλέπουν το βιογραφικό σημείωμα, οι κανονισμοί του κέντρου ανεργίας, οι ασφάλειες ζωής, οι κοινωνικοί λειτουργοί κλπ. Αυτό το «άλλο» όμως δεν μας περνάει απ’ το μυαλό γιατί είμαστε ιδιαίτερα ξύπνιοι και ξύπνιες, αλλά μόλις μπούμε στην σύγκρουση: Με το κράτος, την οικογένεια, το αφεντικό, τους και τις συγκατοίκους, την κοινωνία της κατανάλωσης, την βιομηχανία πυρηνικής ενέργειας, τις ερωτικές σχέσεις, τον κόσμο γενικά.
Το να ερμηνεύουμε «ιδιωτικά» τις διαπιστώσεις που κερδίθηκαν από αυτή την σύγκρουση, το να σκεφτόμαστε, ότι εξαιτίας προσωπικών ικανοτήτων, ιδιοτήτων του χαρακτήρα, του IQ ή κάποιας σχολής στελεχών, είμαστε καλύτερα από άλλους σε θέση να καταλάβουμε καλύτερα το σύστημα, είναι κομμάτι του πισωγυρίσματος, κομμάτι της διαδικασίας εξατομίκευσης, κομμάτι της διαφθοράς. Ιστορικά αυτή η ερμηνεία οδήγησε επανειλημμένα στο αδιέξοδο της πρωτοπορίας. Πολύ συχνά η σκέψη μας – όπως είναι τυπικό στον καπιταλισμό – προσανατολίζεται προς το προϊόν, η διαδικασία παραγωγής παραβλέπεται. Το ερώτημα, του πως συμβαίνει εγώ να καταλαβαίνω κάτι, που για τους άλλους προφανώς δεν είναι ξεκάθαρο, ή που φαίνεται τουλάχιστον να μην παίζει κανένα ρόλο στην ζωή τους, συχνά γίνεται αντιληπτό όχι σαν κάτι που σκεφτήκαμε γεννημένο μέσα από την αντιπαράθεση, αλλά στατικά σαν κάτι μέσα από εμάς τους ίδιους και τις ίδιες. Η γνώση σαν ατομική ιδιοκτησία. Σε σχέση μ’ αυτό αποτελεί ένα δημιούργημα της φαντασίας να σκεφτόμαστε τους ανθρώπους ακόμα και ένα λεπτό σαν να μην ενεργούν σε σχέση με τους άλλους. Ένα δημιούργημα φαντασίας πολύ λειτουργικό για τον καπιταλισμό, αφού προσφέρει τον εξατομικευμένο πυρήνα για την στατιστική αποσυναρμολόγηση και την κοινωνικοτεχνοκρατική ανασυναρμολόγηση της κοινωνίας. Κατά κανόνα στην υπηρεσία της εξουσίας. Έχουμε συνηθίσει να αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας σαν μονάδες, όχι σαν σχέσεις. Σκεπτόμαστε πολύ για και γύρω από ταυτότητες, για το πως έχουμε γίνει όπως είμαστε. Σε αυτά το αποφασιστικό είναι αυτό που γίνεται μεταξύ μας. Όταν επιμένουμε παθιασμένα, ότι ο καπιταλισμός δεν επιτρέπεται να γίνεται αντιληπτός σαν θεσμός, ότι πρέπει να συγκεντρωθούμε στο πως λειτουργεί, αυτό ισχύει και για μας σαν άτομα. Όταν η εξουσία είναι περιρρέουσα και μας διαπερνά όλους , τότε η απελευθέρωσή μας εξαρτάται από την ικανότητα να φέρουμε την σκέψη και την δράση μας πέρα από τα μπλόκα που μας κρατάν στα συνηθισμένα. Σίγουρα είμαστε όλοι και όλες κάθε στιγμή κάπου, αλλά ίσως αυτό απλά δεν είναι τόσο σημαντικό.
Ακόμα και σε ζητήματα κοινωνικής εξασφάλισης συχνά οι αυτόνομοι δεν απέχουν και πολύ από την υπόλοιπη κοινωνία. Παραδοσιακά η εικόνα των αυτόνομων κτίζεται πάνω στο «ζήσε άγρια και επικίνδυνα». Αυτό που στην πολιτικοποιημένη σαν από τσιμέντο δεκαετία του ’80 ήταν έξοδος από το κοινωνικό κράτος που θέλει να τα ενσωματώσει όλα ενάντια στον σοσιαλισμό, σήμερα είναι διαφορετικό. Σήμερα φαίνονται σαν παραμύθια οι αφηγήσεις συντρόφων, που στην δεκαετία του ’70 είχαν χεσμένα τις σπουδές, την κληρονομιά και το επάγγελμα, αφού η επανάσταση βρισκόταν σε απτή απόσταση και εξαρτιόταν από αυτό. Αποχώρηση. Κάπου στο δρόμο αυτό το εδώ και τώρα τελείωσε, μουμιοποιήθηκε σε αυτοκόλλητα και τρόπο ζωής (life style), αλλά το γιατί και το πώς δεν το έχουμε καταλάβει ακόμα σωστά. Πάντως δεν ήταν στο Stammheim (τα λευκά κελιά) και επίσης όχι μόνο από κάποιο προηγούμενο φόβο. Ένα κομμάτι από αυτό είναι η εμπειρία της ήττας, που μας μετέφεραν οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες ή και που εμείς οι ίδιοι και ίδιες ζήσαμε. Πολύ περισσότερο όμως έχει σχέση με την γενική ιδιώτευση που σκάβει πολύ βαθύτερα στις επιθυμίες μας, μετασχηματίζει τις ανάγκες μας, περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως θέλουν να το παραδεχτούν αυτά τα υπερήφανα αυτόνομα άτομα.
Έτσι από αυτά τα μικρά μυστικά ιδιωτικής κατανάλωσης και άλλων συμβιβασμών με το κατεστημένο – είτε επρόκειτο για επαγγελματική καριέρα, την μικρή ευτυχία του ζευγαριού ή η συσσώρευση γνώσης ανεξάρτητα από τη συλλογικότητα – με την πάροδο του χρόνου προέκυψαν συνήθειες . Η εξαίρεση, που αρχικά επιβεβαίωνε μόνο τον κανόνα, έγινε η ίδια κανονικότητα της ατομικής επιβίωσης, μιας διανοητικής πορείας άσχετης προς την πολιτική συζήτηση που αργότερα μπορεί να αξιοποιηθεί φέρνοντας κέρδη. Στην αγωνία της επιβίωσης δεν αντιδράμε διαφορετικά απ’ ότι οι υπόλοιποι: «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω» – μόνος του ή το πολύ δυο – δυο.
Επανασύγκρουση με τη γη
Προτείνουμε λοιπόν μια αποχώρηση από την υποπολιτισμική αυτοαναφορά ή διατυπωμένο θετικά , ένα άνοιγμα σε όλους τους δυνατούς ανθρώπους μέσα στην κοινωνία, που θα μπορούσαν να έχουν ενδιαφέρον, να εναντιωθούν στις κυρίαρχες σχέσεις και να σταθούν για την απελευθέρωση. Με αυτό εννοούμε ένα άνοιγμα σε συγκεκριμένους ανθρώπους και ΟΧΙ σε θεσμούς όπως η εκκλησία, τα συνδικάτα ή τα κόμματα.
Αυτό μπορούμε να το κάνουμε,
ΧΩΡΙΣ 1. να ξεπέσουμε σε ανόητο λαϊκισμό – να πιάσουμε σχετικά αγαπητά θέματα, ώστε σύμφωνα με τον τρόπο των κομμάτων να αρπάξουμε αποτελέσματα διασημότητας και συναίνεσης.
ΧΩΡΙΣ 2. να ξανακαθίσουμε σε ρομαντικές φαντασιώσεις για επαναστατικά υποκείμενα – που βέβαια θαυμάζουμε αφηρημένα, που όμως σε αποφασιστικές στιγμές είναι άλλοι από εμάς, κατοικούν κάπου αλλού από μας και ζουν σε άλλες εποχές.
ΧΩΡΙΣ 3. χωρίς να κολλάμε στους διάφορους τρόπους υπερεξαντικειμενοποιημένων αντιλήψεων για ευκαιρίες, κινδύνους και πιθανότητες κοινωνικής αλλαγής – που σημαίνει να υιοθετήσουμε την προοπτική του κράτους της διοίκησης, των επιστημονικών ή οικονομικών συμβούλων της πολιτικής, χωρίς ούτε να μπορούμε να αποφασίσουμε κάτι έστω και προσεγγιστικά – που σημαίνει:
ΧΩΡΙΣ να ξεχάσουμε εμάς τους ίδιους και ίδιες;
ΧΩΡΙΣ 1. να ξεπέσουμε σε ανόητο λαϊκισμό – να πιάσουμε σχετικά αγαπητά θέματα, ώστε σύμφωνα με τον τρόπο των κομμάτων να αρπάξουμε αποτελέσματα διασημότητας και συναίνεσης.
ΧΩΡΙΣ 2. να ξανακαθίσουμε σε ρομαντικές φαντασιώσεις για επαναστατικά υποκείμενα – που βέβαια θαυμάζουμε αφηρημένα, που όμως σε αποφασιστικές στιγμές είναι άλλοι από εμάς, κατοικούν κάπου αλλού από μας και ζουν σε άλλες εποχές.
ΧΩΡΙΣ 3. χωρίς να κολλάμε στους διάφορους τρόπους υπερεξαντικειμενοποιημένων αντιλήψεων για ευκαιρίες, κινδύνους και πιθανότητες κοινωνικής αλλαγής – που σημαίνει να υιοθετήσουμε την προοπτική του κράτους της διοίκησης, των επιστημονικών ή οικονομικών συμβούλων της πολιτικής, χωρίς ούτε να μπορούμε να αποφασίσουμε κάτι έστω και προσεγγιστικά – που σημαίνει:
ΧΩΡΙΣ να ξεχάσουμε εμάς τους ίδιους και ίδιες;
Για να μπορέσουμε να πλησιάσουμε όλους τους δυνατούς ανθρώπους στην κοινωνία , πρέπει να ξέρουμε που στεκόμαστε , τι θέλουμε και πρέπει να κάνουμε προτάσεις για το πώς σκεπτόμαστε ότι μπορούμε να το κατορθώσουμε. Για εμάς τους ίδιους και ίδιες αλλά όχι αποκλειστικά για μας. Ίσως θα μπορούσε κάποιος να διατυπώσει την αυτόνομη παράδοση στο ότι την πολιτική σε πρώτο πρόσωπο την κάνουμε γνωστή πάλι με τα δεύτερα και τα τρίτα πρόσωπα – και εκεί φαίνεται απαραίτητο να χωρίσουμε από την πολιτική με την συμβατική έννοια.
Αντί «να κάνουμε πολιτική» θα έπρεπε με το ποιο έντονο τρόπο να κριτικάρουμε την νομιμοποίηση του αποκλεισμού που κοινώς ονομάζεται πολιτική. Μετά τον παροπλισμό της γαλλικής επανάστασης την αποφασιστική στιγμή παίρνονται στα σοβαρά αυτοί που αποστασιοποιούνται καθαρά από τον χωρίς ιδιοκτησία όχλο, από την στιγμή που αυτός κινείται για τα συμφέροντά του και γίνεται επικίνδυνος για τον συμβιβασμό ανάμεσα στις διαφορετικές ομάδες των κατεχόντων. Η πολιτική υπάρχει για να προστατεύει την ατομική ιδιοκτησία, την ασφάλεια των συμφωνιών, και για αυτό τον σκοπό επιτρέπεται και σε αυτούς και αυτές που δεν ανήκουν στις Ελίτ. Τα συνδικάτα επιτράπηκαν για πρώτη φορά στην Γερμανία, όταν το παράδειγμα της Αγγλίας των αποκαλούμενων κοινωνικών μεταρρυθμιστών απέδειξε μεταξύ των κυρίαρχων ότι είναι ένα καλό όπλο ενάντια σε αυτούς και αυτές που κατέστρεφαν τις μηχανές (λουδίτες). Και το πρώτο που έκαναν αυτά τα συνδικάτα ήταν να αποκλείσουν του ανθρώπους από τα ταμεία αλληλοβοήθειας, εάν τους έπιαναν να κλέβουν. Καταπολέμησαν τον από την καθημερινή εμπειρία αναπτυσσόμενο αγώνα της εργαζόμενης τάξης ενάντια στην μισθωτή εργασία και αντί για αυτό προώθησαν την διάδοση μιας θετικής ταυτότητας του εργάτη , της εργατικής τάξης, σαν εργατικής, έντιμης, υπάκουης. Μια τέτοια πολιτική μπορούμε ασφαλώς να την πετάξουμε στα σκουπίδια.
Το ξεπέρασμα της απομόνωσής μας υπήρξε ήδη αφηρημένα θέμα, είτε επρόκειτο στις συζητήσεις σχετικά με την κοινωνική επίθεση – πως μπορούμε να έρθουμε σε επαφή με εργατικούς αγώνες και τις πορείες της Δευτέρας (των ανέργων) – είτε επρόκειτο για την αναζήτηση δρόμων για την συνεργασία μαύρων και λευκών στον αγώνα ενάντια στο καθεστώς των συνόρων, την απέλαση, και την παρανομία, καθώς, και πέρα από αυτά, ενάντια στις σοβινιστικές και ιμπεριαλιστικές ρίζες αυτής της κατάστασης και της αυτή την στιγμή πολεμικά ανανεωμένης αποικιοκρατίας. Εν τούτοις αυτή η διαπίστωση της σημασίας αυτών των ανησυχιών δεν φαίνεται να μας κινητοποιεί αρκετά, ώστε να γκρεμίσουμε στην καθημερινή μας ζωή πραγματικά, ρατσιστικά, ταξικά ή σύνορα σχετικά με το φύλο. Η κοινωνική σύγκρουση όμως, στην οποία δεν καταφέρνουμε να ξεπεράσουμε επαρκώς την απομόνωσή μας, υπάρχει. Σε αυτή την σύγκρουση διαπιστώνουμε επανειλημμένα, ότι δεν είμαστε επαρκώς προετοιμασμένοι, ότι για μας τα γεγονότα είναι απροσδόκητα, με χίλιους τρόπους δύσκαμπτοι, πολύ παραδοσιακοί, πολύ ανυπόμονοι, πολύ στην ρουτίνα, πολύ πιασμένοι από τον εχθρό. Μετά από την αναγνώριση των προβλημάτων που γίνονται καθαρά σε αυτή την αντιπαράθεση προκύπτει η συνείδηση , η γλώσσα και οι δυνατότητες μιας πραγματικά από κοινού αλλαγής.
Και κάνουμε κάτι καλό με το να τελειοποιούμε αυτή την γλώσσα. Αυτό σημαίνει το να ριχτούμε τώρα αμέσως με όλους μας τους περιορισμούς στην συζήτηση με «τελείως κανονικούς ανθρώπους», εμείς όλοι και όλες. Να μάθουμε πάλι να εκφραζόμαστε, να εξηγούμε τι εννοούμε πραγματικά με το «να κάνουμε τον καπιταλισμό παρελθόν» (make capitalism history), πως θέλουμε να προχωρήσουμε όλοι και όλες μαζί και γιατί εξαιτίας αυτού βρίσκουμε την καταστροφή των κρατικών θεσμών αναπόφευκτη, ήδη από σήμερα. Να βρούμε τον χρόνο να αγγίξουμε όλο αυτό όσο το δυνατόν ακριβέστερα. Αντί να προσαρμόζουμε τα μηνύματά μας σε κάποιους στατιστικούς κοινωνικούς στόχους, θα έπρεπε πολύ περισσότερο να προσπαθήσουμε να κάνουμε κατανοητές τις ιδέες μας σε αληθινούς συνομιλητές και συνομιλήτριες, Να ενεργοποιήσουμε δυναμικά την σχέση μας και να μάθουμε να κινούμαστε, να ενεργούμε αντί να τεκμηριώνουμε – να σκεπτόμαστε περισσότερο με ρήματα αντί να χανόμαστε σε τσακωμούς σχετικά με υποκείμενα και αντικείμενα. Να μάθουμε να αγαπάμε τις ερωτήσεις, ώστε να μπορούμε να απορρίπτουμε καλύτερα τις λάθος απαντήσεις. Πολλά δείχνουν ότι οι κοινωνικές σχέσεις θα οξυνθούν παραπέρα. Με αυτό, το ζήτημα του εάν πολιτικά βασιζόμαστε στην εξαθλίωση ή τον διαφωτισμό, την επανάσταση ή την μεταρρύθμιση γίνεται καθημερινά ακαδημαϊκότερο, αφού ούτε τα μεν ούτε τα δε είναι ζητούμενα ή είναι σε θέση από την άποψη των δυνάμεων να πετάξουν τους καπετάνιους στην θάλασσα ή να αλλάξουν την πορεία με ένα άλλο τρόπο. Με την εξαίρεση παρεμπιπτόντως αυτών που ακούγονται ακόμα σαν αριστερά, αλλά που αποδέχονται τα πλαίσια των κυρίαρχων σχέσεων και είναι πρόθυμα να συνεισφέρουν ενεργά στην σωτηρία του καπιταλισμού.
Στο επόμενο διάστημα θα πρέπει να ακούσουμε διάφορες προτάσεις που δεν είναι τίποτα άλλο από «τα ίδια σε πράσινο χρώμα». επειδή πρέπει να «κάνουμε κάτι» επειδή ο χρόνος πιέζει. Ξαφνικά η προϊούσα καταστροφή του πλανήτη πρέπει να γίνει ένα επιχείρημα για την συνέχιση του καπιταλισμού. Αυτό είναι τόσο παράλογο, ώστε σε αυτό το σημείο βλέπουμε πραγματικά μια καλή ευκαιρία να θεματοποιήσουμε και να επιτεθούμε στα πλαίσια της κυρίαρχης λογικής αξιοποίησης – και να γίνουμε γενικά κατανοητοί και κατανοητές. Δεν χρειάζεται πλέον να πείσουμε κανέναν και καμία ότι ο τρόπος ζωής μας είναι επιβλαβής. Υποθέτουμε, ότι δεν θα ήταν λίγοι οι άνθρωποι που θα ήταν πρόθυμοι να αντλήσουν συμπεράσματα από αυτή η γνώση! Δεν χρειαζόμαστε μια οικολογική τροπή της πολιτικής, αλλά το τέλος της οικολογίας. Κανενός είδους παραπέρα τεχνικές καθυστέρησης ώστε να μπορέσουν να λεηλατήσουν τον πλανήτη ακόμα λίγο παραπέρα αλλά μια αντίληψη της φύσης που φέρνει τον άνθρωπο πίσω στην γη, μέσα στον κόσμο.
Μας λείπει μια κοινή κατανόηση της κατάστασής μας, από εμάς τους ίδιους και τις ίδιες μέσα σε αυτή την κατάσταση. Αυτή η συλλογική με άποψη κατανόηση της μιζέριας μπορεί να γίνει σημείο εκκίνησης για ένα καινούργιο ξέκίνημα. Το εάν χαιρετίζουμε ή φοβόμαστε τη κρίση είναι στον βαθμό σχετικό, στο πως μας οδηγεί στο να ενεργήσουμε ή στη παραίτηση. Τι είναι λοιπόν αυτό που μπορεί να μας φέρει στο να ενεργήσουμε; Αυτή την στιγμή μας ενθουσιάζουν μια σειρά από ιδέες που περιστρέφονται γύρω από την έννοια της εξέγερσης. Υπάρχουν μερικά σχετικά κείμενα, κύρια από την Ιταλία και την Γαλλία και άλλες πρακτικές απόπειρες όπως αυτές στην εξέγερση του περασμένου Δεκέμβρη στην Ελλάδα, αλλά και άλλων κοινωνικών αγώνων σε όλο τον κόσμο, που αστράφτουν
Είναι για μας απόμακρο, το να θέλουμε να υιοθετήσουμε αυτούς τους αγώνες ή να αναλάβουμε μια αξιολόγηση. Δεν υποθέτουμε ότι οι αγωνιζόμενοι είχαν μια κοινή στοχοθέτηση ή θεωρία. Ωστόσο: Μπορούμε κάπως να ξεκινήσουμε με το ότι σε όλες αυτές τις συγκρούσεις συναντάμε ανθρώπους, που δεν έχουν πλέον όρεξη, να κάνουν τα παλιά λάθη, που δεν θέλουν πλέον καινούργιους ηγέτες ή ένα διαφορετικό κράτος. Που αποφασίζουν σε συνελεύσεις και συμβούλια και που δεν θέλουν πλέον να δώσουν την ψήφο τους. Αυτοί οι άνθρωποι είναι μερικές φορές φοβερά στην μειοψηφία – και στα αστικά ΜΜΕ θα φαίνεται πάντοτε έτσι – άλλες φορές όμως όχι. Βρίσκουμε ότι θέσεις για αυτοοργάνωση, άμεση δράση και αλληλεγγύη ξαναβρίσκονται σε πολλούς τόπους όχι πλέον στο περιθώριο αλλά στο κέντρο των κοινωνικών κινημάτων. Συχνά για τον λόγο ότι όλη η άλλη σαχλαμάρα από κυβερνητικά κόμματα μέχρι μη κυβερνητικές οργανώσεις, αυτόδυσφημείται σαν εργαλείο απελευθέρωσης, από την στιγμή που έχει την δυνατότητα να ξεδιπλωθεί έστω και ελάχιστα. Δυστυχώς η κατάσταση σε πολλά μέρη μέσα από πολέμους και αυταρχικά καθεστώτα είναι τόσο χονδροειδής, ώστε φαίνεται πως σχεδόν κάθε συζήτηση πνίγεται στο αίμα. Όταν η βία ξεπεράσει ένα κάποιο μέτρο, ανάμεσα στα όπλα δεν σωπαίνουν βέβαια πλέον μόνο οι μούσες (της τέχνης).
Ομάδες όπως οι «αναρχικοί ενάντια στο τείχος» στο Ισραήλ / Παλαιστίνη αγωνίζονται κάπως στο κατώφλι του πολέμου, όπου τα κοινωνικά πειράματα γίνονται σχεδόν αδύνατα – και αυτό, από μόνο του, σημαίνει ότι στην Ευρώπη ακόμα μόλις και γίνεται κατανοητό. Για να μη μιλήσουμε για τραγωδίες, όπως αυτές που συμβαίνουν στις συγκρούσεις στην Ρουάντα ή την Τσετσενία. Ίσως αυξηθεί και πάλι η κατανόησή μας με την εκ νέου αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση της δικής μας κοινωνίας. Με γνώμες σχετικά με τα χειραφετησιακά κινήματα σε αναπτυγμένες πολεμικές περιοχές, θα έπρεπε να είμαστε οπωσδήποτε κάπως προσεκτικότεροι και προσεκτικότερες, αφού οι περισσότεροι και περισσότερες από μας δεν έχουμε βρεθεί στην κατάσταση αυτών που πλήγονται εκεί. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να το θέλει κανείς. Ωστόσο το πώς θα μπορούσαμε να συναντηθούμε είναι ένα φοβερά δυσνόητο αλλά όχι λιγότερο απαραίτητο καθήκον.
Δεν κατορθώνουμε ακόμα πραγματικά, εμείς και οι άλλοι να σκεφτούμε σε μια αγωνιστική προοπτική με ένα μη πατερναλιστικό τρόπο. Διαβάζοντας κείμενα από εποχές περισσότερο κινητοποιημένες διαπιστώνουμε, ότι η συνείδηση δεν εξελίσσεται παραπέρα γραμμικά, αλλά ανεβαίνει και πέφτει μαζί με τους αγώνες. Αυτό ξεκινάει ήδη με την σχέση μας προς την μάθηση. Το πρόβλημά μας δεν είναι ελλιπής γνώση αλλά ελλιπής μοιρασμένη γνώση. Και αυτό τόσο περισσότερο, όσο η αναδόμηση της κοινωνίας κατά μήκος μιας οικονομικής δυνατότητας αξιοποίησης οξύνει το πρόβλημα παραπέρα. Ποιος έχει χρόνο δίπλα από την τελειοποίηση του βιογραφικού του σημειώματος ήδη καιρό ακόμα για τον κόσμο; Πρέπει να αναπτύξουμε μια κοινή πρακτική , όπου θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε τις εμπειρίες των άλλων και ταυτόχρονα να προσπαθήσουμε να επέμβουμε σημειακά σε ένα κόσμο στον οποίο έχουμε ήδη εγκαταλείψει την γενική διαρρύθμιση, την εξημέρωση και το μονοπάτι της αποικιοκρατίας. Και χρειαζόμαστε τόπους στους οποίους θα μπορούμε να δοκιμάσουμε μια τέτοια ενέργεια, παντού και κάθε μέρα. Πρέπει να αναπτύξουμε μορφές πρακτικής που θα μας φέρουν σε θέση να δρούμε διαρκώς στην καθημερινότητα και να επιτεθούμε αφήνοντας ίχνη. Αλλά σχετικά με το πώς οικειοποιούμαστε από την άλλη περισσότερη γνώση και ικανότητες σε πρακτικό επίπεδο, πρέπει να συζητήσουμε σε ένα άλλο σημείο.
Να πάρουμε την πρωτοβουλία
Κατ’ αρχάς σε αυτή την χώρα δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε πολλά πράγματα με την έννοια της εξέγερσης. Πράγμα το οποίο δεν πρέπει να μας εκπλήσσει σε σχέση με τις πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, είτε πρόκειται για την συμβουλιακή δημοκρατία του Μονάχου είτε για το 1918, αλλά πάνω απ’ όλα όμως στην πορεία η γερμανική ιστορία συνοδεύεται από μια υγιή δυσπιστία απέναντι στον πληθυσμό. Τώρα όμως η αντιπαράθεση με αυτή την ιστορία μπορεί να μεταφέρει αδυναμία ή δίψα για ενεργητικότητα. Η θανάσιμη συνέχεια βασικών ρατσιστικών συμπεριφορών στο Rostock – Lichtenhagen και η επανενδυνάμωση ρατσιστικών συμμοριών μπορεί βέβαια να είναι πραγματικά απογοητευτική, όταν όμως χρησιμοποιείται σαν επιχείρημα ενάντια στο ανεξέλεγκτο των κοινωνικών αγώνων είναι κάτι παράδοξο. Μπορεί να είναι κάτι άλλο παρά κοντινό σε αυτή την χώρα να σκεφτόμαστε μια εξέγερση, αλλά ποια είναι η εναλλακτική λύση; Δεν θέλουμε να συζητήσουμε παραπέρα, όπως μέχρι τώρα, περιλαμβανόμενου και του οικοφασισμού, και καθόλου για ένα κομουνισμό χωρίς τον πληθυσμό – και όσον αφορά τους περισσότερους που σαχλαμαρίζουν αυτή την στιγμή κάτι τέτοιο, δεν θέλουμε ούτε να ξέρουμε ποιανού την δικτατορία θέλουν να στήσουν εδώ. Πάνω σε αυτό που εδώ αληθινά μπορούμε να κτίσουμε είναι οι αυτοοργανωμένς μας δομές. Δεν μας μένει τίποτα άλλο από το να προσπαθήσουμε να πετύχουμε τους όρους, ώστε στο μέλλον περισσότεροι άνθρωποι να αποκτήσουν την δυνατότητα να εξελιχθούν παραπέρα. Το προς τα που είναι επόμενα μέρος της διαρκούς συζήτησης. Διαπιστώνουμε ότι αλλάζουν οι διαθέσεις ότι γενικά πάλι συζητιέται περισσότερο και ότι αυξάνει το ενδιαφέρον για αναρχικές ιδέες. Ακόμα και άνθρωποι που κινούνται εκτός του αυτόνομου χώρου και ακριβώς είναι κοινωνικά κρεμασμένοι στον άσσο , είναι αρκετά εκνευρισμένοι και οργισμένοι. Και αυτές οι ανακαλύψεις δεν μας είναι ξένες, ακόμα και εάν όχι σπάνια έρχονται από κάπου τελείως αλλού. Συχνά το πρώτο σημείο συνάντησης είναι το μίσος για τους μπάτσους και συχνά οι αιτίες είναι τραγικές.
Ένα είναι καθαρό: Οι εξεγέρσεις δεν οργανώνονται, οι ταραχές οργανώνονται. Η εξέγερση δεν έρχεται επειδή την επιθυμούμε επειγόντως και δεν έρχεται ταχύτερα εάν την επιθυμούμε περισσότερο επειγόντως. Η επερχόμενη εξέγερση δεν θα γίνει πιθανότερη εάν προετοιμαζόμαστε για αυτήν, αλλά πιθανά το πράγμα θα μπορούσε να εξελιχθεί μάλλον προς μια χειραφετησιακή κατεύθυνση εάν το κάνουμε αυτό. Πως μπορούμε να περάσουμε πέρα από την χειρονομία της συγκρουσιακής ετοιμότητας, σε δομές και τακτικές που θα μας μεταφέρουν πάνω από την στρατιωτική μας αδυναμία. Πως μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τις κοινωνικές διαδικασίες ζύμωσης, να ανταλλάξουμε απόψεις πάνω σε αυτές πώς να φρενάρουμε την καπιταλιστική λογική, να ταρακουνήσουμε μαζικά τους συσχετισμούς, καθώς επίσης και την δική μας ζωή. Πρέπει να ανακαλύψουμε για την επερχόμενη εξέγερση – και αυτό είναι το κρίσιμο σημείο – μια συνολική μόρφωση μοιρασμένη μεταξύ μας: Δίπλα σε οξυδερκείς αναλύσεις ώστε να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε την κατάσταση και τις απαραίτητες νοητικές και επιθετικές ικανότητες που μας βάζουν πραγματικά σε θέση να επιτεθούμε, χρειαζόμαστε ένα πλήθος παραγωγικές και αμυντικές δομές, που μας δίνουν την δυνατότητα να διατηρήσουμε αυτή την κλιμάκωση. Αυτές που κάνουν δυνατή την επιβίωσή μας, στο ότι ελαχιστοποιούμε την εξάρτηση από το κατεστημένο, και ταυτόχρονα αναπτύσσουμε τις αμυντικές μας ικανότητες, για να αντισταθούμε στην επίθεση της αντίδρασης, που θα ακολουθήσει αναπόφευκτα από την στιγμή που θα γίνουμε πραγματική απειλή. Μέσα στην έννοια της εξέγερσης βρίσκεται το ζήτημα της οργάνωσης πολύ αμεσότερα απ’ ότι στους απωθητικούς αγώνες των διάφορων επιμέρους περιοχών ακόμα και αυτών την άμεσης σύγκρουσης. Τι σημαίνει σήμερα μια εξέγερση με το υπόβαθρο εξαιρετικά διαφορετικού εξοπλισμού, ή ακριβέστερα ενός σχεδόν πλήρους παροπλισμού; Οι ιστορία των εξεγέρσεων είναι αιματηρή και κορεσμένη από ήττες. Και όμως οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων μας ενθαρρύνουν να θεωρούμε δυνατή μια εξέγερση με την δική μας έννοια, μια προοπτικά αγωνιστική και διεθνή.
Τι εννοούμε λοιπόν όταν μιλάμε για εξέγερση; Μερικοί θα φέρουν την αντίρρηση ότι πολλά για τα οποία γίνεται λόγος σε αυτό το κείμενο, δεν είναι κάτι καινούργιο. Ίσως είναι τόσο απλό, ότι πολλές από τις συζητήσεις που είχαν γίνει νωρίτερα σε αυτόνομους κύκλους, δεν είναι πλέον γνωστές, οι έννοιες που είχαν παλιότερα οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες από αυτές, έχουν ξεχαστεί. Ή το ότι αυτό τον καιρό κυκλοφορούν κάτω από την έννοια της εξέγερσης, επειδή σε άλλες χώρες αυτός ο διάλογος γίνεται κάτω από το όνομα, της εξέγερσης της επανάστασης. Σκεπτόμαστε ότι πίσω από αυτό κρύβονται περισσότερα. Μερικά μπορεί να ακούγονται ίσως παρόμοια όπως στην συζήτηση για την οργάνωση της δεκαετίας του ’90, όπως η κριτική της αυτοαναφοράς των αυτονόμων, και όμως κάτι έχει αλλάξει από τότε. Στους αρμούς της εξουσίας έχουν προκύψει φρέσκοι ενδιάμεσοι όροφοι. Όχι λίγοι από τους κριτικούς από τους τότε αυτόνομους φαίνονται αυτή την στιγμή να συγκροτούνται σαν νεομεταρρυθμιστικό στρατόπεδο – και να γεμίζουν με την κάποτε κριτικά εννοούμενη ρητορική τους τις (συχνά πληρωμένες) θέσεις που διατέθηκαν για την ίδια την ανανέωσή τους από τα συνδικάτα, τις μη κυβερνητικές οργανώσεις και τα αριστερά κόμματα, σαν λίφτινγκ. Με την συζήτηση για την εξέγερση να πάρουμε θέση ενάντια στην εξαπλωνόμενη πολιτική ρεαλισμού μέσα στον αυτόνομο χώρο. Ενάντια στο νέο επίπεδο συλλεκτικότητας , της ενσωμάτωσης εκείνων των ακτιβιστών, με τους οποίους οι εξουσιαστές σε περίπτωση αμφιβολίας θα μπορούσαν τότε με την δική τους έννοια να «συζητήσουν λογικά»: που θέλουν να παρθούν σοβαρά σαν διαπραγματευτές και διαπραγματεύτριες συνομιλητές και συνομιλήτριες. Που εάν χρειαστεί είναι ανά πάσα στιγμή πρόθυμοι να αποστασιοποιηθούν από τα ανεξέλεγκτα στοιχεία. Μαζί με μας δεν πρόκειται να γίνει κανένα κράτος – επίσης κανένα κρυφό, συγκαλυμμένο σαν παγκόσμια ομοσπονδία της αυτοδιεύθυνσης των εργατών και των εργατριών, όπως τον τελευταίο καιρό το προτείνει ο Karl Heinz Roth.
Σε άλλες χώρες αυτή η εξέλιξη έχει ήδη προχωρήσει παραπέρα απ’ ό,τι σε μας ίσως η κριτική αναπτύχθηκε νωρίτερα. Ομάδες όπως οι Disobbienti στην Ιταλία, οι αριστεριστές στην Ελλάδα ή οι επαγγελματίες μάνατζερ του κινήματος στην Αγγλία και τις ΗΠΑ φροντίζουν ώστε οι αυτόνομες μορφές οργάνωσης να γίνουν του σαλονιού, να εισάγουν τη γλώσσα των κινημάτων στον λόγο των ελίτ, έτσι ώστε θα συζητιέται για επανάσταση να μην πρέπει να εννοείται τίποτα άλλο πλέον από σχηματισμούς αυτοδύναμα οργανωνόμενων σκλάβων. Μια συζήτηση σχετικά με αυτή την εξέλιξη, που παρατηρούμε και σε μας επίσης, την θεωρούμε ακόμα καθυστερημένη.
Η Εξέγερση είναι η ικανότητα να αποφεύγεις την παράληση
Μια εξέγερση δεν είναι ταραχές και δεν είναι επανάσταση και είναι κάτι περισσότερο από μια ευθεία γραμμή από τις πρώτες στην δεύτερη. Πάνω απ’ όλα είναι μια αρχή, ένα νέο ξεκίνημα έξω από μια αθεράπευτα αδιέξοδη καταστροφική τάξη. Το να εξεγερθούμε είναι μια σημαντική εμπειρία, και πιθανά θα πρέπει να συμμετάσχουμε σε πολλές εξεγέρσεις , για να ελέγξουμε την θεωρία και την πρακτική μας σε σχέση με την εκρηκτικότητά της. Η ευκαιρία να αλλάξουμε εμείς και οι άλλοι αυξάνεται, εάν τα πράγματα βρεθούν σε κίνηση. Αυτό συμβαίνει γιατί τότε οι κυρίαρχες σχέσεις ανακατεύονται μεταξύ τους και – τουλάχιστον προσωρινά – τίθενται εκτός λειτουργίας: Οι εντολές δεν ακολουθούνται, το μονοπώλιο της βίας / εξουσίας δεν πιάνει, διαδικασίες στην παραγωγή και τις μεταφορές διακόπτονται συνειδητά, μπλοκάρεται η απρόσκοπτη λειτουργία των υπευθύνων και της διοίκησης, πάνω απ’ όλα όμως: Η ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ για το «πως συνεχίζουμε» θα ξεκινήσει από όλους μαζί και θα κρατηθεί ανοιχτή με όλα τα μέσα.
Πάντα στοχεύουμε να σηκωθούν όλοι και όλες από τον καναπέ, να φύγουν από την τηλεόραση, από τον υπολογιστή, και να έρθουν στον δρόμο – αυτό που ήταν γραμμένο πάνω στο πανό που κρατούσαν μπροστά στις κάμερες κάποιοι άνθρωποι μετά από την επίθεση σε μια εκπομπή κρατικής ελληνικής τηλεόρασης κατά την διάρκεια της εξέγερσης του Δεκέμβρη. Ένα αίτημα όχι πλέον προς κάποια κυβέρνηση ή κάποιους εκπροσώπους συμφερόντων, ένα αίτημα προς όλους, και προς εμάς τους ίδιους επίσης, JUST DO IT!
Χρησιμοποιούμε την εξέγερση σαν πρακτική δυνατότητα να βάλουμε σε κίνηση τους συσχετισμούς και εμάς τους ίδιους και ίδιες και να πετύχουμε καταστάσεις που μπλοκάρουν τον καπιταλισμό και την λειτουργία των πρακτορείων του. Όχι σαν αυτοσκοπό, αλλά για χώρο αλλά και χρόνο για τους άλλους και άλλες, για μορφές άμεσης οργάνωσης. Πολλοί ξέρουν πόσα πολλά συμβαίνουν ξαφνικά σε μια απεργία, ακόμα και αν είναι στο πανεπιστήμιο, εάν οι άνθρωποι απλά και μόνο έχουν τον καιρό να κάτσουν μαζί και να αναλογιστούν μαζί, αντί να τρέχουνε από το ραντεβού στην δουλειά, στην εκδήλωση και πίσω στα ψώνια και την φροντίδα των παιδιών. Εάν λαφυραγωγήσουμε την αγορά καταστημάτων, μπορούμε να συγκεντρώσουμε την ενέργειά μας επιτέλους σε κάτι άλλο από το να κερδίσουμε χρήματα. Να σκεφτούμε πάνω στο πως μπορούμε να διεκπεραιώσουμε συνολικάμε το φαγητό, το σπίτι και τα διάφορα πράγματα διαφορετικά από την μισθωτή σκλαβιά και την ιδιοκτησία. Από κάθε άποψη δεν θα πρέπει να παρασυρθούμε να σκεφτούμε από την ευφορία του αγώνα στον δρόμο – περισσότερο είναι η σκέψη πάνω σ’ αυτό – ότι η άμεση σύγκρουση είναι το ίδιο το αντικείμενο. Είναι η αρχή, και αυτό είναι εξαιρετικό, αλλά με αυτό ξεκινάει πραγματικά η ιστορία.
Μια εξεγερσιακή κατάσταση μπορεί να προκύψει, μπορεί να οξυνθεί, αλλά δεν μπορεί κανείς να πετύχει μια εξέγερση. Επειδή η ζύμωση στην κοινωνία δεν μπορεί να χαρτογραφηθεί και δεν θα έπρεπε. Η εξέγερση είναι ο πρακτικός αποχωρισμός από τον κεντρικό κοινωνικό σχεδιασμό, μια άρνηση της στατιστικής και του υπολογισμού του κινδύνου. Το τι θα προκύψει από μια εξέγερση εξαρτάται από όλους και όλες μας. Μια εξέγερση είναι η προσωποποίηση μιας ανοικτής κατάστασης. Η πρόκληση βρίσκεται υποθετικά στο να βρούμε την υπομονή και την ανοχή στο να δίνουμε κάθε φορά τελείως συγκεκριμένα ερωτήματα που βγάζει η εξέγερση, ώστε την δύναμη που κερδίθηκε από την εξέγερση να μην την εφαρμόσουμε για να παρεμποδίσουμε την εξέγερση σε όφελος μιας μικρής ομάδας. Είναι αδύνατο να διαχωριστεί μια εξεγερσιακή κατάσταση από τον χώρο της, να γίνει μια λεπτή και καθαρή αφαίρεση των στοιχείων της και να μεταφερθεί σε αναλογία 1 προς 1 σε άλλες καταστάσεις. Μια εξέγερση είναι πάντα συγκεκριμένη. Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι διαφορετική από την κατάσταση στην Γαλλία, από την κατάσταση στην Γερμανία, από την κατάσταση παντού αλλού. Θα μας άρεσε πολύ μια πρόταση να μη φανταστούμε την εξέγερση ποσοτικά, όχι που διαδίδεται σαν ένα ιό αλλά κατά μήκος της ιδέας της απήχησης. Σαν ένα μουσικό θέμα που αν και ακούγεται από διαφορετικά αυτιά μπορεί βέβαια να γίνει κατανοητή, που μπορεί να ερμηνευτεί συγκεκριμένα και να εκφραστεί με πολλές μελωδίες, η κάθε μια μοναδική και παρόλα αυτά τμήμα του ίδιου κομματιού, της ίδιας αποτροπής του ίδια όμοιου παιδικού τραγουδιού. Ελεύθερη Τζαζ με την καλύτερη έννοια του όρου.
πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου