Πέρασαν περίπου 13 χρόνια από τότε που συνάντησα τον θρυλικό Σίμο, και όμως η μορφή του δεν φεύγει από το μυαλό μου. Τον έβλεπα για αρκετές μέρες, σε μια ταράτσα που ζούσε στην οδό Ρήγα Παλαμήδου, στου Ψυρρή. Δεν υπήρχε ασανσέρ και έκανα στάσεις για να πάρω ανάσες ανεβαίνοντας όλα εκείνα τα σκαλοπάτια. Τελικά, έφτανα σε μια σιδερένια πόρτα πάντα κλειστή. Ο Σίμος είχε γράψει πάνω της με κιμωλία ΧΤΥΠΗΣΤΕ ΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΙ. Κουδούνι ήταν ένα ξύλινο καλαπόδι, κρεμασμένο από την πόρτα που το βάραγα με δύναμη ν ακούσει ο Σίμος και να έρθει να μου ανοίξει. Έτσι, βρισκόμουν στην ταράτσα, στον δικό του χώρο, και εκεί ο Σίμος μου διηγιόταν τη ζωή του. Αυτός ήταν ίσως και ο μεγαλύτερος επηρεασμός στη ζωή μου. Ο αρχηγός των ελλήνων υπαρξιστών, γέρος και ξεχασμένος από όλους, στο λυκόφως του βίου του, είχε βρει έναν επιτέλους ακροατή, εμένα. Μου μίλησε για όλα, για την Ιπτάμενη Παράγκα της νιότης του, τους συντρόφους που χάθηκαν, για τα είκοσι χρόνια της περιπλάνησης μετά, το μεγάλο ταξίδι, με δουλειές του ποδαριού και κλίνη το χώμα ή τα παγκάκια. Κατέγραφα με ένα παράξενο πάθος, τα λόγια του, σε χαρτιά, σε μαγνητόφωνο. Έτσι διέσωσα την εικόνα του, τις αναμνήσεις του, τον ήχο της φωνής του. Αυτά όλα, είναι ίσως άχρηστα για μερικούς αλλά για μένα πολύτιμα μνημεία.
Η ΙΠΤΑΜΕΝΗ ΠΑΡΑΓΚΑ
Ο Σίμος, δημιουργεί την εποχή των υπαρξιστών, την εποχή της «ιπτάμενης παράγκας», το πρώτο γνωστό παράδειγμα ανεξάρτητου νεανικού κινήματος στην μεταπολεμική Ελλάδα. Το κίνημα αρχίζει από μικρή παρέα του 1950, αλλά απογειώνεται ξαφνικά το καλοκαίρι του 1953 που αναμφίβολα είναι και το ελληνικό καλοκαίρι της αγάπης.
Οι έλληνες υπαρξιστές εμφανίζουν ένα τρόπο ζωής που αποτελεί εν πολλοίς πρόδρομο των χίπις. Κέντρο δράσης τους, μια ξύλινη παράγκα, 20 μέτρα μήκος και 5 μέτρα φάρδος με πατάρι 5Χ5, στην οδό Σαρρή 29 στου Ψυρρή.Η παράγκα ήταν η κατοικία και ταυτόχρονα το εργαστήριο του Σίμου Τσαπνίδη, όπου το καλοκαίρι κατασκευάζονταν αντίσκηνα και ομπρέλες θαλάσσης και το χειμώνα επιδιορθώνονταν καθίσματα και καλύμματα αυτοκινήτων.

Ήταν ανώγεια, ανέβαινες δύσκολα από την κακιά σκάλα, μια στενή ξύλινη σκάλα, σχεδόν κατακόρυφη. Από καταπακτή έμπαινες στο εσωτερικό, και βρισκόσουν σ’ ένα εξαίσιο σουρεαλιστικό μπέρδεμα:Ραπτομηχανές, έργα γλυπτικής, καθίσματα αυτοκινήτων, σπασμένες καρέκλες και μοτέρ ανακατεμένα με τα κίτρινα και κόκκινα πουλόβερ του Σίμου. Στην οροφή κρεμασμένα σκεπάρνια, σαμπρέλες, καθίσματα, καραβάκια και ό,τι άλλο μπορούσε να βάλει ο «υπαρξιστικός νους». Στους τοίχους στερεωμένες με πινέζες φωτογραφίες, ποιήματα, ζωγραφιές και συνθήματα γραμμένα με κιμωλία. Ένα από αυτά έλεγε «Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ ΕΙΝΑΙ ΚΡΙΣΙΜΟΣ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΑΠΕΛΠΙΣΤΙΚΗ!» ένα άλλο «ΑΝ ΑΠΕΛΠΙΣΤΕΙΣ, ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΖΕΣΑΙ!».
Μέχρι το τέλος του 1952, οι υπαρξιστές του Ψυρρή είναι μια μικρή παρέα, αλλά στις 24 Ιανουαρίου 1953, κάνουν ένα σουρεαλιστικό πάρτι, που τους κάνει διάσημους. Το πάρτι γίνεται πρωτοσέλιδο θέμα οι εφημερίδες δημοσιεύουν ρεπορτάζ για τους περίεργους τύπους που χορεύουν μπούγκι και τρώνε γιαούρτι και ρέγκες. Ο δημοσιογράφος Κώστας Αβραμόπουλος γράφει στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ και χαρακτηρίζει την παράγκα «ιπτάμενη», οι υπαρξιστές ενθουσιάζονται και υιοθετούν αμέσως τον χαρακτηρισμό.



Η ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΥΠΑΡΞΙΣΤΩΝ
Αδιαμφισβήτητος αρχηγός των υπαρξιστών είναι ο αγράμματος τσαγκάρης, Σίμος Τσαπνίδης. Υπαρχηγοί και θεωρητικοί της κίνησης αναδεικνύονται δύο. Ο Μιχάλης Χαλκιαδάκης, με το ψευδώνυμο Χάλκης και ο φοιτητής Κυριάκος Χατζηγεωργίου με το ψευδώνυμο Τζότζος ή Τζο. Αυτοί οι τρεις, αποτελούν την ηγετική ομάδα των υπαρξιστών που γρήγορα επηρεάζουν χιλιάδες σε όλη την Ελλάδα.Δεν υπήρχε κοινή υπαρξιστική αμφίεση. Το ντύσιμο, τα μαλλιά και τα μούσια, ακολουθούσαν τη φαντασία και τον αυτοσχεδιασμό του καθένα ξεχωριστά. Έβλεπες αγόρια με καλοχτενισμένα μαλλιά και άλλα αχτένιστα. Μερικοί είχαν μούσι. Ένας από τους υπαρξιστές, ο Αιμίλιος, κυκλοφορούσε μ’ ένα τεράστιο Ναπολεόντειο καπέλο, που μερικές φορές πάνω του έβαζε ένα κουταβάκι. Έχουμε φωτογραφίες του Πιτ Κουτρουμπούση με ημίψηλο και του Σίμου με κοστούμι φτιαγμένο από δεκάδες διαφορετικά κομμάτια ύφασμα. Άλλες κοπέλες φορούσαν τις συνηθισμένες φούστες της εποχής και άλλες στενά κολλητά παντελόνια και μπερέδες. Η διάθεση όμως ήταν κοινή και συνοψιζόταν στο τρίπτυχο ΚΕΦΙ-ΧΑΡΑ-ΖΩΗ.
Συχνά πήγαιναν εκδρομές –μπροστά το τζιπ του Σίμου με την επιγραφή ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΓΑΪΔΟΥΡΙ, μετέφερε μέχρι και δέκα υπαρξιστές και ακολουθούσαν φορτηγά που μετέφεραν τους υπόλοιπους. Απαράβατος όρος για να συμμετάσχει κάποιος στην εκδρομή ήταν να συνοδεύεται από ντάμα- κατά τους υπαρξιστές ντάμα θεωρούνταν και μία…γιαγιά! Έχουν σωθεί μερικά από τα εκδρομικά προγράμματα που φιλοτεχνούσαν και τύπωναν στον πολύγραφο οι δύο νεαροί φίλοι Πιτ Κουτρουμπούσης και Αντώνης Ευθυμιάδης. Στις εκδρομές διοργάνωναν παλαιστικούς και ποδοσφαιρικούς αγώνες, ξιφομαχία, ομιλίες και διαγωνισμούς χορού. Διαγωνίζονταν στην αντοχή, χόρευαν μέχρι εξαντλήσεως, το ζευγάρι που έμενε τελευταίο κέρδιζε μια ρέγκα! Η ρέγκα ήταν το αγαπημένο τους φαγητό και συχνά η τιμητική απονομή για πράξη εξαίρετη. Συμβόλιζε την λαϊκή καταγωγή του κινήματος ενώ άλλες φορές γινόταν το χιουμοριστικό όπλο αντιμετώπισης του καθωσπρεπισμού και κάθε τι που φάνταζε υπερβολικό και πομπώδες.
Η ΙΠΤΑΜΕΝΗ ΠΑΡΑΓΚΑ
Ο Σίμος, δημιουργεί την εποχή των υπαρξιστών, την εποχή της «ιπτάμενης παράγκας», το πρώτο γνωστό παράδειγμα ανεξάρτητου νεανικού κινήματος στην μεταπολεμική Ελλάδα. Το κίνημα αρχίζει από μικρή παρέα του 1950, αλλά απογειώνεται ξαφνικά το καλοκαίρι του 1953 που αναμφίβολα είναι και το ελληνικό καλοκαίρι της αγάπης.
Οι έλληνες υπαρξιστές εμφανίζουν ένα τρόπο ζωής που αποτελεί εν πολλοίς πρόδρομο των χίπις. Κέντρο δράσης τους, μια ξύλινη παράγκα, 20 μέτρα μήκος και 5 μέτρα φάρδος με πατάρι 5Χ5, στην οδό Σαρρή 29 στου Ψυρρή.Η παράγκα ήταν η κατοικία και ταυτόχρονα το εργαστήριο του Σίμου Τσαπνίδη, όπου το καλοκαίρι κατασκευάζονταν αντίσκηνα και ομπρέλες θαλάσσης και το χειμώνα επιδιορθώνονταν καθίσματα και καλύμματα αυτοκινήτων.

Ήταν ανώγεια, ανέβαινες δύσκολα από την κακιά σκάλα, μια στενή ξύλινη σκάλα, σχεδόν κατακόρυφη. Από καταπακτή έμπαινες στο εσωτερικό, και βρισκόσουν σ’ ένα εξαίσιο σουρεαλιστικό μπέρδεμα:Ραπτομηχανές, έργα γλυπτικής, καθίσματα αυτοκινήτων, σπασμένες καρέκλες και μοτέρ ανακατεμένα με τα κίτρινα και κόκκινα πουλόβερ του Σίμου. Στην οροφή κρεμασμένα σκεπάρνια, σαμπρέλες, καθίσματα, καραβάκια και ό,τι άλλο μπορούσε να βάλει ο «υπαρξιστικός νους». Στους τοίχους στερεωμένες με πινέζες φωτογραφίες, ποιήματα, ζωγραφιές και συνθήματα γραμμένα με κιμωλία. Ένα από αυτά έλεγε «Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ ΕΙΝΑΙ ΚΡΙΣΙΜΟΣ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΑΠΕΛΠΙΣΤΙΚΗ!» ένα άλλο «ΑΝ ΑΠΕΛΠΙΣΤΕΙΣ, ΜΗΝ ΑΠΕΛΠΙΖΕΣΑΙ!».
Μέχρι το τέλος του 1952, οι υπαρξιστές του Ψυρρή είναι μια μικρή παρέα, αλλά στις 24 Ιανουαρίου 1953, κάνουν ένα σουρεαλιστικό πάρτι, που τους κάνει διάσημους. Το πάρτι γίνεται πρωτοσέλιδο θέμα οι εφημερίδες δημοσιεύουν ρεπορτάζ για τους περίεργους τύπους που χορεύουν μπούγκι και τρώνε γιαούρτι και ρέγκες. Ο δημοσιογράφος Κώστας Αβραμόπουλος γράφει στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ και χαρακτηρίζει την παράγκα «ιπτάμενη», οι υπαρξιστές ενθουσιάζονται και υιοθετούν αμέσως τον χαρακτηρισμό.



Η ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΥΠΑΡΞΙΣΤΩΝ
Αδιαμφισβήτητος αρχηγός των υπαρξιστών είναι ο αγράμματος τσαγκάρης, Σίμος Τσαπνίδης. Υπαρχηγοί και θεωρητικοί της κίνησης αναδεικνύονται δύο. Ο Μιχάλης Χαλκιαδάκης, με το ψευδώνυμο Χάλκης και ο φοιτητής Κυριάκος Χατζηγεωργίου με το ψευδώνυμο Τζότζος ή Τζο. Αυτοί οι τρεις, αποτελούν την ηγετική ομάδα των υπαρξιστών που γρήγορα επηρεάζουν χιλιάδες σε όλη την Ελλάδα.Δεν υπήρχε κοινή υπαρξιστική αμφίεση. Το ντύσιμο, τα μαλλιά και τα μούσια, ακολουθούσαν τη φαντασία και τον αυτοσχεδιασμό του καθένα ξεχωριστά. Έβλεπες αγόρια με καλοχτενισμένα μαλλιά και άλλα αχτένιστα. Μερικοί είχαν μούσι. Ένας από τους υπαρξιστές, ο Αιμίλιος, κυκλοφορούσε μ’ ένα τεράστιο Ναπολεόντειο καπέλο, που μερικές φορές πάνω του έβαζε ένα κουταβάκι. Έχουμε φωτογραφίες του Πιτ Κουτρουμπούση με ημίψηλο και του Σίμου με κοστούμι φτιαγμένο από δεκάδες διαφορετικά κομμάτια ύφασμα. Άλλες κοπέλες φορούσαν τις συνηθισμένες φούστες της εποχής και άλλες στενά κολλητά παντελόνια και μπερέδες. Η διάθεση όμως ήταν κοινή και συνοψιζόταν στο τρίπτυχο ΚΕΦΙ-ΧΑΡΑ-ΖΩΗ.
Συχνά πήγαιναν εκδρομές –μπροστά το τζιπ του Σίμου με την επιγραφή ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΓΑΪΔΟΥΡΙ, μετέφερε μέχρι και δέκα υπαρξιστές και ακολουθούσαν φορτηγά που μετέφεραν τους υπόλοιπους. Απαράβατος όρος για να συμμετάσχει κάποιος στην εκδρομή ήταν να συνοδεύεται από ντάμα- κατά τους υπαρξιστές ντάμα θεωρούνταν και μία…γιαγιά! Έχουν σωθεί μερικά από τα εκδρομικά προγράμματα που φιλοτεχνούσαν και τύπωναν στον πολύγραφο οι δύο νεαροί φίλοι Πιτ Κουτρουμπούσης και Αντώνης Ευθυμιάδης. Στις εκδρομές διοργάνωναν παλαιστικούς και ποδοσφαιρικούς αγώνες, ξιφομαχία, ομιλίες και διαγωνισμούς χορού. Διαγωνίζονταν στην αντοχή, χόρευαν μέχρι εξαντλήσεως, το ζευγάρι που έμενε τελευταίο κέρδιζε μια ρέγκα! Η ρέγκα ήταν το αγαπημένο τους φαγητό και συχνά η τιμητική απονομή για πράξη εξαίρετη. Συμβόλιζε την λαϊκή καταγωγή του κινήματος ενώ άλλες φορές γινόταν το χιουμοριστικό όπλο αντιμετώπισης του καθωσπρεπισμού και κάθε τι που φάνταζε υπερβολικό και πομπώδες.