Το να εμπνέεται το αίσθημα του φόβου από συστήματα εξουσίας ώστε να
πειθαρχούν οι εγχώριοι πληθυσμοί είναι μια πρακτική που έχει αφήσει
ανεξίτηλα και τρομερά ίχνη αιματοχυσίας και δυστυχίας, τα οποία (για
κακό δικό μας) αγνοούμε. Η πρόσφατη ιστορία παρέχει πολλά σοκαριστικά
παραδείγματα.
Στα μέσα του 20ού αιώνα συνέβησαν πιθανώς τα πιο ειδεχθή εγκλήματα μετά
από την περίοδο των Μογγολικών επιδρομών. Τα πιο άγρια διαπράχθηκαν εκεί
όπου ο Δυτικός πολιτισμός απολάμβανε το ζενίθ του μεγαλείου του. Η
Γερμανία ήταν κέντρο των επιστημών, των τεχνών και της λογοτεχνίας, της
ανθρωπιστικής μόρφωσης, καθώς και άλλων αξιομνημόνευτων επιτευγμάτων.
Πριν από τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, και πριν η αντι-Γερμανική υστερία
κατακλύσει τη Δύση, η Γερμανία εθεωρείτο από Αμερικανούς πολιτικούς
επιστήμονες ως το παράδειγμα Δημοκρατίας που θα έπρεπε να υιοθετηθεί
στις δυτικές κοινωνίες. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 η Γερμανία, σε
διάστημα μόλις λίγων ετών, οδηγήθηκε σε ένα επίπεδο βαρβαρότητας που
ιστορικά έχει λίγα ισοδύναμα. Και είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι αυτό
έλαβε χώρα μεταξύ των πιο εκπαιδευμένων και πολιτισμένων τμημάτων του
πληθυσμού.
Στο αξιομνημόνευτο ημερολόγιο της ζωής ενός Εβραίου επί Ναζισμού, ο
Victor Klemperer – αφού ξέφυγε από τους θαλάμους αερίων σχεδόν σαν από
θαύμα – γράφει τα παρακάτω για ένα Γερμανό Καθηγητή, φίλο του, τον οποίο
θαύμαζε ιδιαίτερα, αλλά ο οποίος εν τέλει ακολούθησε το κίνημα (των
Ναζί):
Αν ποτέ η κατάσταση ήταν αντίστροφη και η μοίρα των νικημένων ήταν στα
χέρια μου, τότε θα άφηνα όλο το λαό ελεύθερο – ακόμα και μερικούς
ηγέτες, που ίσως είχαν καλές προθέσεις και απλώς δεν ήξεραν τι έκαναν.
Αλλά θα είχα όλους τους διανοούμενους στην τσίτα, και τους καθηγητές
ακόμα πιο πολύ από τους υπόλοιπους· θα τους άφηνα να δουλεύουν
ακατάπαυστα για όσο αυτό δεν έχει επιπτώσεις στην υγεία τους.
Οι αντιδράσεις του Klemperer απηχούν μεγάλο κομμάτι της καταγεγραμμένης ιστορίας.
Τα πολύπλοκα ιστορικά γεγονότα έχουν πάντα πολλές αιτίες. Ένας βασικός
παράγοντας στην περίπτωση που εξετάζουμε ήταν η επιδέξια χειραγώγηση του
φόβου. Ο «απλός πολίτης» οδηγούνταν στο φόβο από μία δήθεν
Εβραίο-Μπολσεβίκικη συνομωσία κατάληψης του πλανήτη, που θα έθετε σε
κίνδυνο την ίδια την επιβίωση του γερμανικού λαού. Ακραία μέτρα λοιπόν
κρίθηκαν ως απαραίτητα, εν είδει «αυτοάμυνας». Αξιοσέβαστοι διανοούμενοι
προχώρησαν πολύ περισσότερο.
Καθώς τα σύννεφα της Ναζιστικής θύελλας κύκλωναν τη χώρα στα 1935, ο
Martin Heidegger όρισε τη Γερμανία ως το κράτος που παγκοσμίως
«διακινδυνεύει περισσότερο», πιασμένο στις «τεράστιες δαγκάνες» μιας
σφοδρότατης επίθεσης εναντίον του ίδιου του πολιτισμού· μια επίθεση η
οποία στην πιο ωμή μορφή της εκτελείται από τη Ρωσία και την Αμερική. Η
Γερμανία δεν ήταν απλώς το πρώτο και μεγαλύτερο θύμα αυτής της τρομερής
βαρβαρικής δύναμης, αλλά ήταν ευθύνη της, ως «το πιο υπερφυσικό απ’ όλα
τα έθνη», να ηγηθεί της αντίστασης εναντίον αυτής. Η Γερμανία βρισκόταν
στο επίκεντρο του Δυτικού κόσμου και έπρεπε να προστατέψει τη μεγάλη
κληρονομιά της κλασικής Ελλάδος από τον «αφανισμό», βασιζόμενη σε «νέες
πνευματικές δραστηριότητες που ιστορικά ξετυλίγονται από το κέντρο προς
τα έξω». Οι «πνευματικές δραστηριότητες» συνέχισαν να ξεδιπλώνονται με
τρόπους ιδιαίτερα ορατούς όταν ο Heidegger μετέφερε αυτό το μήνυμα, του
οποίου οπαδός δεν ήταν μόνο ο ίδιος αλλά και άλλοι διανοούμενοι.
Ο παροξυσμός της σφαγής και του αφανισμού δεν τελείωσε με τη χρήση
όπλων, που εύκολα θα μπορούσε να οδηγήσει στον αφανισμό την ανθρωπότητα.
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι αυτά τα όπλα που θα μπορούσαν να
αφανίσουν το είδος μας δημιουργήθηκαν από τις πιο λαμπρές, ευσπλαχνικές,
και καλύτερα εκπαιδευμένες μορφές του σύγχρονου πολιτισμού, οι οποίες
δούλευαν σε απομόνωση και ήταν τόσο απορροφημένοι από την ομορφιά της
εργασίας με την οποία καταπιάνονταν ώστε προφανώς παραγνώριζαν τις
συνέπειές της: τεράστιες διαμαρτυρίες επιστημόνων εναντίον των πυρηνικών
όπλων ξεκίνησαν στα εργαστήρια του Chicago, μετά τον τερματισμό του
ρόλου τους στην παραγωγή όπλων, όχι όμως και στο Los Alamos όπου η
συνεισφορά των επιστημόνων συνεχίστηκε μέχρι τέλους. Ή όχι ακριβώς μέχρι
τέλους.
Η επίσημη ιστορία της Αμερικανικής Αεροπορίας αναφέρει ότι μετά το
βομβαρδισμό στο Ναγκασάκι, με την άμεση υποταγή της Ιαπωνίας σε άνευ
όρων παράδοση, ο Στρατηγός Hap Arnold επιθυμούσε ένα «όσο το δυνατόν πιο
σπουδαίο φινάλε», μια επιδρομή στο φως της ημέρας με 1000 αεροπλάνα
απέναντι στις ανυπεράσπιστες Ιαπωνικές πόλεις. Το τελευταίο
βομβαρδιστικό επέστρεψε στη βάση μόνον όταν επετεύχθη επίσημη συμφωνία
για άνευ όρων παράδοση. Ο αρχηγός της αεροπορίας, Πτέραρχος Carl Spaatz,
προτιμούσε το grand finale να δοθεί με μια τρίτη πυρηνική επίθεση στο
Τόκιο, αλλά μεταπείστηκε. Το Τόκιο ήταν ένας «μικρός στόχος», έχοντας
ήδη γίνει στάχτες από την πυρκαγιά του προηγούμενου Μαρτίου, η οποία
άφησε πίσω της περίπου 100.000 απανθρακωμένα πτώματα σε ένα από τα
χειρότερα εγκλήματα της ιστορίας.
Τέτοια ζητήματα εξαιρούνται από τις δίκες για εγκλήματα πολέμου, ενώ σε
μεγάλο βαθμό εξαλείφονται και από την ιστορία. Μέχρι στιγμής μόλις και
μετά βίας γίνονται γνωστά σε κύκλους ακτιβιστών ή ειδικών. Κυρίως
αντιμετωπίζονταν ευρέως ως μία μορφή νόμιμης άσκησης αυτοάμυνας απέναντι
σε έναν άθλιο εχθρό (σ.σ. Ιαπωνία) που είχε φτάσει στο έσχατο επίπεδο
ατιμίας με το βομβαρδισμό αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στη Χαβάη και
στις Φιλιππίνες.
Αξίζει ίσως να έχουμε κατά νου ότι οι βομβαρδισμοί των Ιαπώνων το
Δεκέμβρη του 1941 – «μια χρονιά η οποία θα περάσει ντροπιαστικά», κατά
τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ – ήταν κάτι περισσότερο από δικαιολογημένοι υπό
τις αρχές της «προληπτικής αυτοάμυνας», μιας λογικής που υπερισχύει και
μεταξύ των ηγετών των σημερινών αυτοαποκαλούμενων «πεφωτισμένων κρατών»,
των Η.Π.Α. και της συμμάχου Βρετανίας. Οι Ιάπωνες αρχηγοί γνώριζαν ότι
τα αεροπλάνα τύπου Β-17 Flying Fortress ήταν παραγωγής Boeing, και
σίγουρα ήταν ενήμεροι για τις δημόσιες συζητήσεις που λάμβαναν χώρα στις
ΗΠΑ με θέμα το πώς θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να κάνουν στάχτη
τις ξύλινες πόλεις της Ιαπωνίας σε έναν πόλεμο εξόντωσης, πετώντας είτε
από τις βάσεις είτε της Χαβάης είτε των Φιλιππινών – «το πώς θα
εξολοθρεύσουν το βιομηχανικό κέντρο της Αυτοκρατορίας μέσω επιθέσεων με
εμπρηστικές βόμβες σ’ αυτές τις γεμάτες, καλαμώδεις μυρμηγκοφωλιές»,
όπως ανέφερε ο πτέραρχος Channault το 1940, μία πρόταση που «απλώς,
ευχαρίστησε κάπως» τον πρόεδρο Ρούσβελτ. Προφανώς, πρόκειται περί πολύ
ισχυρότερης δικαιολογίας για βομβαρδισμό στρατιωτικών βάσεων σε
αμερικανικές αποικίες, συγκριτικά με αυτές που χρησιμοποιήθηκαν από τους
Bush – Blair και τους συμμάχους τους για τη διεξαγωγή του δικού τους
«προειδοποιητικού πολέμου»· έγινε αποδεκτή σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν, με
κάποιες μόνο επιφυλάξεις ως προς την τακτική.
Παρ’ όλα αυτά η σύγκριση είναι ακατάλληλη. Εκείνοι που κατοικούν σε
αυτές τις καλαμώδεις μυρμηγκοφωλιές δεν μπορούν ταυτιστούν με τέτοιου
είδους αισθήματα φόβου. Τέτοια αισθήματα και αγωνίες είναι προνόμια μόνο
των «πλουσίων που ζουν ειρηνικά στους οικισμούς τους», κατά τη ρητορική
του Τσόρτσιλ· των «ικανοποιημένων εθνών που δεν επιθυμούσαν τίποτα
περισσότερο από αυτά που ήδη είχαν», και στα οποία, επομένως, θα έπρεπε
να «ανατεθεί η διακυβέρνηση του πλανήτη» για τη διασφάλιση της ειρήνης –
εκείνο το είδος ειρήνης, στο οποίο οι πλούσιοι πρέπει να είναι
απαλλαγμένοι από οποιονδήποτε φόβο.
Το πόσο απαλλαγμένοι από το φόβο είναι αυτοί οι άνθρωποι αποκαλύπτεται
από υψηλού κύρους έρευνες πάνω στις νέα δόγματα της «προληπτικής
αυτοάμυνας» που επιδέξια υιοθετείται από τους ισχυρούς. Η πιο σημαντική
συνεισφορά με αρκετό ιστορικό βάθος προέρχεται από έναν εκ των εξεχόντων
σύγχρονων ιστορικών, τον John Lewis Gaddis (Yale University).
Αναγνωρίζει το δόγμα Bush στον πνευματικό του ήρωα, τον μεγάλο και ικανό
στρατηγό John Quincy Adams. Παραφράζοντας από τους New York Times, ο
Gaddis «δηλώνει ότι το πλαίσιο του Bush στον πόλεμο εναντίον της
τρομοκρατίας έχει τις ρίζες του στην ανώτερη, ιδεαλιστική παράδοση του
John Quincy Adams και του Woodrow Wilson».
Αφήνουμε όμως στην άκρη τα αισχρά κατορθώματα του Wilson, και
επικεντρώνουμε στην ανώτερη, ιδεαλιστική παράδοση, την οποία ο Adams
καθιέρωσε μέσω ενός περίφημου κρατικού εγγράφου με το οποίο δικαιολογεί
την κατάληψη της Φλόριντα από τον Andrew Jackson κατά τον πρώτο πόλεμο
εναντίων των Ινδιάνων της περιοχής (Seminole), το 1818. Ο πόλεμος
δικαιολογείτο ως αυτοάμυνα, κατά την επιχειρηματολογία του Adams. Ο
Gaddis συμφωνεί ως προς το ότι τα κίνητρα ήταν οι δικαιολογημένες
ανησυχίες περί ασφάλειας. Στην εκδοχή του Gaddis, μετά τη βρετανική
επιδρομή στην Ουάσινγκτον (1814), οι Αμερικανοί ηγέτες αναγνώρισαν ότι
«η επέκταση ήταν το μονοπάτι προς την ασφάλεια», και ως συνέχεια αυτού
κατέκτησαν τη Φλόριντα· το δόγμα αυτό έχει επεκταθεί τώρα για το σύνολο
του πλανήτη από τον Bush – ορθώς, όπως ο ίδιος διατείνεται.
Ο Gaddis παραθέτει τις σωστές ακαδημαϊκές πηγές, κυρίως τον ιστορικό
William Earl Weeks, αλλά παραβλέπει πράγματα που οι ίδιοι έλεγαν (σ.σ.
στα έργα τους). Μαθαίνουμε πολλά για τα προηγούμενα σύγχρονων δογμάτων,
και σύγχρονων ιδεών, κοιτώντας αυτά που παραβλέπει ο Gaddis. Ο Weeks
περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τις πράξεις του Jackson στις
«δολοφονίες και λεηλασίες που συνέβησαν κατά τον πρώτο πόλεμο εναντίον
των Ινδιάνων της Φλόριντα», κάτι που δεν ήταν παρά μία ακόμα φάση του
σχεδίου «εκτοπισμού και εξάλειψης των ντόπιων Αμερικανών από το Νότο»,
που ήδη είχε τεθεί σε εφαρμογή πολύ πριν το 1814. Η Φλόριντα αποτελούσε
βραχνά τόσο για το λόγο ότι δεν είχε ενσωματωθεί στην ήδη επεκτεινόμενη
Αμερικανική αυτοκρατορία όσο και επειδή αποτελούσε «άσυλο για Ινδιάνους
και φυγάδες πρώην σκλάβους… όπου μπορούσαν να ξεφύγουν από οργή του
Jackson ή τη σκλαβιά».
Στην πραγματικότητα υπήρχε μια επίθεση Ινδιάνων την οποία οι Jackson και
Adams χρησιμοποίησαν ως πρόσχημα: οι αμερικανικές δυνάμεις έδιωξαν
μερικούς Ινδιάνους από τη γη τους, σκοτώνοντας αρκετούς από αυτούς και
κατακαίγοντας τα χωριά τους. Οι Ινδιάνοι ανταπάντησαν κάνοντας επίθεση
σε ένα πλοίο με προμήθειες του στρατού. Αρπάζοντας την ευκαιρία, ο
Jackson ξεκίνησε μια «εκστρατεία εναντίον του τρόμου, της ερήμωσης και
του εκφοβισμού», καταστρέφοντας χωριά και «πηγές σίτισης σε μία
υπολογισμένη προσπάθεια να επιφέρει τη λιμοκτονία στις φυλές, οι οποίες
έψαχναν καταφύγιο από την οργή του στα έλη». Κάπως έτσι συνεχίστηκε η
κατάσταση, οδηγώντας στο περίφημο κρατικό έγγραφο του Adams, το οποίο
επικύρωσε την απρόκλητη επιθετικότητα του Jackson με σκοπό την
εγκαθίδρυση στη Φλόριντα «της κυριαρχίας του κράτους τούτου επί της
απεχθούς θεμελίωσης βίας και αιματοχυσίας».
Τα παραπάνω είναι λόγια του Ισπανού πρέσβη, μία «οδυνηρά ακριβής
περιγραφή», όπως γράφει ο Weeks. O Adams «είχε συνειδητά διαστρεβλώσει,
είχε υποκριθεί και είχε πει ψέματα σχετικά με τους στόχους και τη
διεξαγωγή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής τόσο στο Κογκρέσο όσο
και στην κοινή γνώμη», συνεχίζει ο Weeks προσβάλλοντας βάναυσα τις
εκδηλωμένες ηθικές αρχές του, αφού «αναμφίβολα ήταν υπέρ της εκδίωξης
των Ινδιάνων αλλά και υπέρ της σκλαβιάς». Τα εγκλήματα του Jackson και
του Adams «αποδείχτηκαν απλώς ένα πρελούδιο για τον δεύτερο πόλεμο με
σκοπό την εξόντωση των Ινδιάνων», στον οποίο οι εναπομείναντες είτε
κατέφυγαν στη Δύση, για να απολαύσουν την ίδια μοίρα αργότερα, «είτε
σκοτώθηκαν ή εξαναγκάστηκαν να αναζητήσουν καταφύγιο στους πυκνούς
βάλτους της Φλόριντα». Σήμερα, καταλήγει ο Weeks, «οι Ινδιάνοι Seminole
επιζούν στο εθνικό φαντασιακό ως μασκότ του πανεπιστημίου Florida State»
– ένα τυπικό όσο και διδακτικό παράδειγμα…
…Το ρητορικό πλαίσιο μπορεί να τεθεί σε τρεις βάσεις (Weeks): «την
αξίωση της μίας και μοναδικής ηθικής αρετής από τις ΗΠΑ, τον ισχυρισμό
περί αποστολής τους να σώσουν τον πλανήτη» με το να διαδώσουν τα ιδανικά
τους και ‘τον αμερικανικό τρόπο ζωής’ και – τέλος – «την πίστη στον
θεϊκά ορισμένο προορισμό του κράτους». Το θεολογικό πλαίσιο υπονομεύει
τη λογική συζήτηση, και μειώνει τα ζητήματα πολιτικής σε μια επιλογή
μεταξύ Καλού και Κακού, ελαχιστοποιώντας έτσι την απειλή της
δημοκρατίας. Όσοι στέκονται κριτικά απέναντι σε όλα αυτά μπορούν εύκολα
να εκδιωχθούν ως «αντι-Αμερικανοί», μια ενδιαφέρουσα αρχή δανεισμένη
κατευθείαν απ’ το λεξιλόγιο του ολοκληρωτισμού. Και ο πληθυσμός οφείλει
να κουλουριαστεί κάτω από την ομπρέλα της ισχύος, με το φόβο ότι ο
τρόπος ζωής του και το πεπρωμένο του βρίσκονται μονίμως απειλούμενα…
"Μετάφραση από το άρθρο του Noam Chomsky, όπως δημοσιεύτηκε στην Ινδική εφημερίδα “Tehelka” , με τον τίτλο “The Manipulation of Fear“ (link: http://www.tehelka.com/story_main13.asp?filename=op071605The_Manipulation.asp), στις 16 Ιουλίου 2005. To άρθρο είναι απόσπασμα από ένα μεγαλύτερο δοκίμιο με τίτλο “Resort to Fear“ (link: http://www.chomsky.info/articles/20050716.pdf), που αποτέλεσε τον πρόλογο του βιβλίου “December 13: Terror Over Democracy” (Nirmalangshu Mukherji)."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου