
Το συγκεκριμένο κείμενο ασκεί κριτική στην αριστερό τρόπο σκέψης και στις πρακτικές που χρησιμοποιεί και παρέχει επιιχειρήματα που διαχωρίζουν την Αναρχία από την Αριστερά.
Από τον πρώτο καιρό που ο αναρχισμός ορίστηκε ως ένα ξέχωρο ριζοσπαστικό κίνημα μέχρι και σήμερα, έχει συνδεθεί με την αριστερά, αλλά η σύνδεση ήταν πάντα άβολη. Οι αριστεροί που ήταν σε θέση εξουσίας (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αυτοαποκαλούνταν αναρχικοί, όπως οι ηγέτες της CNT και του FAI στην Ισπανία στο 1936-37) εκλάμβαναν τον αναρχικό στόχο της ολοκληρωτικής μετατροπής της ζωής και την απορρέουσα αρχή, πως οι στόχοι θα πρέπει ήδη να υπάρχουν στα μέσα του αγώνα, ως ένα εμπόδιο στα πολιτικά τους προγράμματα. Η πραγματική εξέγερση ξεσπάει πάντα πέρα από κάθε πολιτικό πρόγραμμα, και οι πιο συνεπείς αναρχικοί είδαν την πραγματοποίηση των ονείρων τους ακριβώς σ’ αυτό το άγνωστο, μακρινό μέρος. Κι όμως, κατά καιρούς, όταν οι φλόγες της εξέγερσης κόπαζαν (ή ακόμη και σε περιπτώσεις όπως αυτή της Ισπανίας το 1936-37, όπου έκαιγαν ακόμα ζωηρά), ηγετικοί αναρχικοί έβρισκαν ξανά τη θέση τους ως «συνείδηση της αριστεράς». Όμως, αν η ευρύτητα των αναρχικών ονείρων και οι αρχές που αυτή εφαρμόζει έχουν αποτελέσει εμπόδιο στα πολιτικά σχέδια της αριστεράς, αυτά τα σχέδια έχουν γίνει μια πολύ μεγαλύτερη μυλόπετρα γύρω από το λαιμό του αναρχικού κινήματος, παρασύροντας το προς τα κάτω με το «ρεαλισμό» που δεν μπορεί να ονειρεύεται.
Για την αριστερά, ο κοινωνικός αγώνας ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση είναι ουσιαστικά ένα πολιτικό πρόγραμμα προς υλοποίηση, με κάθε αρμόδιο μέσο. Μια τέτοια αντίληψη προφανώς χρειάζεται μια πολιτική μεθοδολογία αγώνα και μια τέτοια μεθοδολογία είναι αναγκασμένη να αντικρούσει μερικές βασικές αναρχικές ιδέες. Πρώτα απ’ όλα, η πολιτική σαν μια διακριτή κατηγορία κοινωνικής ύπαρξης είναι ο διαχωρισμός των αποφάσεων που καθορίζουν της ζωές μας από την εκτέλεση αυτών των αποφάσεων. Αυτός ο διαχωρισμός εδρεύει σε θεσμούς που λαμβάνουν και επιβάλλουν εκείνες τις αποφάσεις. Έχει μικρή σημασία πόσο δημοκρατικοί ή συναινετικοί είναι αυτοί οι θεσμοί: ο διαχωρισμός και η θεσμοποίηση που είναι σύμφυτα με την πολιτική, πάντα αποτελούνε μια επιβολή απλά και μόνο επειδή απαιτούν οι αποφάσεις να παίρνονται πριν την εμφάνιση των περιστάσεων στις οποίες εφαρμόζονται. Αυτό καθιστά απαραίτητο να παίρνουν τη μορφή γενικευμένων κανόνων που πρέπει πάντα να εφαρμόζονται σε συγκεκριμένου τύπου καταστάσεις, μη λαμβάνοντας υπόψην τις ειδικές περιστάσεις. Εδώ συναντώνται οι σπόροι της ιδεολογικής σκέψης -κατά την οποία οι ιδέες ορίζουν τις δραστηριότητες των ατόμων αντί να εξυπηρετούν τα άτομα ώστε να αναπτύξουν τα δικά τους σχέδιά-, αλλά θα αναφερθώ σ’ αυτό αργότερα. Ανάλογης σημασίας από μια αναρχική προοπτική είναι το γεγονός πως η εξουσία έγκειται σ’ αυτούς τους θεσμούς που αποφασίζουν και επιβάλλουν. Και η αριστερίστικη αντίληψη του κοινωνικού αγώνα είναι ακριβώς αυτή του να επηρεάσουν, να πάρουν τον έλεγχο ή να δημιουργήσουν εναλλακτικές εκδοχές αυτών των θεσμών. Με άλλα λόγια, είναι ένας αγώνας για να τροποποιήσει, όχι για να καταστρέψει θεσμοθετημένες εξουσιαστικές σχέσεις.