Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Aναρχισμός και Μαγεία: Η μαγεία στις ανθρώπινες κοινωνίες και ο ορθολογισμός ως εργαλείο κρατικής καταστολής

 





















«Οι Γίγαντες που δημιούργησαν αυτό τον κόσμο
στην αισθητή του διάσταση και τώρα φαίνεται
πως ζουν μέσα του αλυσοδεμένοι, είναι στ’ αλήθεια οι αιτίες
της ζωής του και οι πηγές κάθε δραστηριότητας,
αλλά οι αλυσίδες είναι ο δόλος του αδύναμου
και δαμασμένου νου, που έχει τη δύναμη
ν’ αντισταθεί στην ενέργεια: όπως λέει και
η παροιμία, ο άτολμος, τολμηρός είναι στο δόλο».
William Blake

Oι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού και οι Ουμανιστές, καθώς και οι διάδοχοί τους, έθεσαν στο κέντρο τη λογική και τον άνθρωπο, που με το πνεύμα του ισχυριζόταν ότι επικράτησε στα φοβερά στοιχεία της φύσης, έδιωξε τις δεισιδαιμονίες και τις προκαταλήψεις και απομάκρυνε –όπως έλεγε– το φόβο του αγνώστου, κατευνάζοντας τις μεταφυσικές ανησυχίες. Οπότε ο αιώνας της λογικής έμοιαζε να γιάτρεψε τις κακοτοπιές του παρελθόντος, όπου οι μάγοι καίγονταν στην πυρά των «σκοτεινών χρόνων» του Μεσαίωνα. Έμοιαζε σα να κατάφερε να απομακρύνει πολιτισμένα τη μαγεία που τόσο βίαια κυνήγησε o Μεσαίωνας, αλλά συγχρόνως και τη θρησκευτική δεισιδαιμονία, φέρνοντας την τεχνολογική πρόοδο. Ως χαρακτηριστική τομή στην πορεία της σκέψης θεωρήθηκε η καρτεσιανή λογική, που εδραίωσε την αξία του πειράματος και της απόδειξης, επαναφέροντας εν μέρει την αρχαία σκέψη σε νέα μέτρα. Ο «νέος» τρόπος σκέψης με όπλα τη λογική και την εμπειρία, υποσχόταν να «απελευθερωθεί» το πνεύμα από το σκοταδισμό και να ακολουθήσει τα μονοπάτια της προόδου, που είχε ανακόψει ο σαρκοβόρος και λογοβόρος Μεσαίωνας.

Αν όμως η επιστήμη και η λογική μας απάλλαξαν από το φόβο, τότε γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα φοβούνται περισσότερο ίσως τη φύση και τα φυσικά φαινόμενα; Μπορεί, για παράδειγμα, να έχουν ερμηνευτεί οι σεισμοί επιστημονικά, με τη βοήθεια της γεωλογίας, ωστόσο όλοι φοβούνται τις φυσικές καταστροφές που προκαλούν. Ελάχιστοι άνθρωποι σήμερα θα περνούσαν ένα άφοβο βράδυ σε απόλυτα φυσικό περιβάλλον κι ας είναι σε θέση να ερμηνεύσουν τα φυσικά φαινόμενα και να καταγράψουν τα ζωικά και φυτικά είδη συστηματικά. Ίσως, λοιπόν, οι πρώτες θρησκείες να ΜΗΝ προέκυψαν από το φόβο της φύσης: οι πρώτοι άνθρωποι γνώριζαν πολύ καλύτερα τον φυσικό κόσμο από ό,τι εμείς, που τον κομματιάσαμε σε επιστημονικούς κλάδους, κατακερματίσαμε την ίδια την έννοια του ανθρώπου και τα μετατρέψαμε όλα σε αντικείμενο παρατήρησης. Άλλωστε, όσο πιο βαθιά πηγαίνουμε στην ανθρώπινη ιστορία, τόσο πιο συνδεδεμένο βρίσκουμε τον άνθρωπο με τη φύση. Η φύση ήταν το σπίτι του ανθρώπου. Οπότε, θα ήταν σα να λέμε ότι και εμείς σήμερα φοβόμαστε το σπίτι που ζούμε, γιατί δεν είμαστε αυτοί που το έχτισαν ή το σχεδίασαν.

Οι πρώτες ανιμιστικές λατρείες υποκινήθηκαν μάλλον από περιέργεια και όχι από φόβο για το άγνωστο, αφήνοντας ανοιχτό και το δρόμο της φαντασίας, η οποία πράγματι απελευθερώνει όχι μόνο από το φόβο, αλλά και από τη ρουτίνα και τη βαρεμάρα, την σχολαστική επανάληψη και στεγνή κατηγοριοποίηση της επιστήμης. Η λογική τελικά δεν νίκησε το φόβο, αλλά, μέσα από την ορθότητα που επέβαλε, μας αναισθητοποίησε, μας έκανε να σκεφτόμαστε και να αντιδρούμε μηχανιστικά, να κλείνουμε τους συναισθηματικούς μας διακόπτες, για να μη φοβηθούμε, να μην πληγωθούμε, να μη νιώθουμε την απώλεια. Ο φόβος είναι χαρακτηριστικό όλων των ζώων. Και ξέρουμε ότι μπορεί να λειτουργεί αποτελεσματικά για κάθε εξουσία στον έλεγχο και την καταστολή, σε εποχές που η επιστήμη και η τεχνολογική πρόοδος είναι τα ύψιστα αγαθά. Άρα, η λογική όχι μόνο δεν τον εξάλειψε, αλλά τον τροφοδοτεί, όταν χρειάζεται, ως όπλο επιβολής. Η κυριαρχία είναι πολύ λογική όταν σπείρει τον φόβο. Επί πλέον, μπορεί μία σειρά από λογικούς συλλογισμούς να τον τροφοδοτήσουν και μάλιστα ο νόμος με το προσωπείο της λογικής να τον επιβάλλει. Όσο για τον ανθρωπισμό, δηλαδή το να τοποθετήσουμε στο κέντρο τον άνθρωπο, δε φαίνεται να μας οδήγησε σε κάποια αρμονία. Μάλλον μας έκανε τα εγωκεντρικά παιδιά του σύμπαντος, που θέλουμε να το κάνουμε όλο δικό μας.

Η φαντασία, η ανάγκη να δίνεται νόημα σε ό,τι περιβάλλει το ανθρώπινο σύμπαν, η ωρίμανση μέσα στον άνθρωπο της ιδέας ότι είναι δημιουργός, ποιητής, οι απορίες τις οποίες ο καθένας απαντά ή προσπαθεί να απαντήσει, τροφοδότησαν τις πρώτες λατρείες, που σχετίζονταν με τον φυσικό κόσμο. Όταν οι θρησκείες θεσμοθετήθηκαν από το κράτος, απέκτησαν λογικά χαρακτηριστικά και έγιναν αποτελεσματικό όπλο στα χέρια των εξουσιαστών. Επέβαλαν μία κυριαρχική ηθική με τιμωρίες και πολέμους απέναντι σε άλλες θρησκείες. Όπως ο χριστιανισμός, που όχι μόνο καταπάτησε τις προηγούμενες θρησκείες και μαγείες, αλλά κατήργησε και το ίδιο το αρχικό του νόημα, που ήταν πιο αυθόρμητο και ελεύθερο. Έτσι, ο δαίμονας, που αρχικά σήμαινε πνεύμα, θεότητα (και πολλές φορές βρισκόταν μέσα στη φύση και τον άνθρωπο), έγινε η προσωποποίηση του κακού και συνώνυμος του σατανά στο επίσημο χριστιανικό δόγμα. Η ανάγκη όμως του ανθρώπου να βιώσει το άρρητο (το μη λογικό) δεν είναι συνδεδεμένη απαραίτητα με τη γέννηση των θρησκειών. Τα όρια σε έναν ενιαίο κόσμο είναι πολύ πιο ρευστά και ίσως αόρατα. Το κράτος εκμεταλλεύτηκε αυτή τη βασική ανθρώπινη ανάγκη ήδη από τα πρώτα του βήματα, για να κάνει ακόμη πιο φρικτά τα δεσμά των σκλαβωμένων κοινωνιών.

Οι Διαφωτιστές, όπως και οι υλιστές, αντιμετώπισαν τον άνθρωπο τόσο μονόπλευρα όσο και ο χριστιανισμός. Αποκήρυξαν το απολίτιστο στοιχείο και ανέδειξαν το πολιτισμένο, κράτησαν ό,τι θεώρησαν καλό, θέλοντας να φέρουν τον ιδανικό άνθρωπο στον κόσμο, σύμφωνα με τα δικά τους πρότυπα. Ο πολιτισμένος άνθρωπος στήριξε τον τρόπο ζωής του στους νόμους, στη θεσπισμένη από το κράτος παιδεία, στους κανόνες συμπεριφοράς. Η νέα θρησκεία της επιστήμης έφερε την επανάσταση. Και αυτή η επανάσταση δεν υπέταξε τον φόβο, αλλά τον άνθρωπο. Ο ανθρωποκεντρισμός του Διαφωτισμού δημιούργησε έναν άνθρωπο υπεράνω του κόσμου, που στέκεται από πάνω και τον μελετά σαν επιστήμονας, που αξίζει όσο κανένα άλλο πλάσμα στη γη και τον γαλαξία. Η λογική του τον ξεχώρισε από τα άλλα πλάσματα (γιατί άραγε να χρειαζόταν κάτι τέτοιο;).[1] Κατέστρεψε κάθε ελπίδα για εναρμόνιση με τη φύση, όταν προέκυψε η ευκαιρία με τη λεγόμενη βιομηχανική επανάσταση. Έτσι ο άνθρωπος, προσπαθώντας να σκοτώσει το θεό, θεοποίησε τον εαυτό του. Όσο για την αξία του πειράματος και της απόδειξης, θα μπορούσε κάποιος να την αναγνωρίσει αλλά χωρίς να τη θεωρεί πανάκεια. Πειράματα γίνονταν από πολύ παλιά, αλλά δεν ήταν αυτός ο μόνος τρόπος απόδειξης της αλήθειας, δε θεωρούνταν ο σημαντικότερος. Ας μην ξεχνάμε ότι ο λόγος ήταν διάλογος στις πρώιμες φάσεις της γνώσης και ανακάλυψης του κόσμου.

Όλα αυτά μας κάνουν να αναρωτηθούμε μήπως ο Ησίοδος, όταν μιλούσε για το «χρυσούν γένος», εννοούσε την εποχή που οι άνθρωποι ζούσαν σε αρμονία με τη φύση, γεμάτοι από έναν κόσμο άγριο όσο και αθώο, οικείο όσο και ξένο, μία διαρκή αλλαγή, όπου ακόμη δεν έχει επέλθει η μόλυνση του πολιτισμού. Μια εποχή που οι άνθρωποι ζούσαν οργανωμένοι σε φυλές και όχι σε πόλεις και κράτη, που ο «χρυσός» της φύσης δεν είχε νοθευτεί. Η θεώρηση του Ησίοδου, σε περιόδους που δε συγκρίνονται σε μόλυνση και αλλοτρίωση με τη σημερινή, μοιάζει να ενέχει μία σοφία, που ο σύγχρονος άνθρωπος από αλαζονεία αρνείται να δει. Έχει επικρατήσει η αντίληψη ότι η ευφυΐα του ανθρώπου με το πέρασμα του χρόνου μεγαλώνει, εξετάζοντας τους αρχαίους ανθρώπους σαν παιδιά ή κατώτερης νοημοσύνης. Και όσοι κράτησαν ή προσπάθησαν να κρατήσουν τα κοινοτικά στοιχεία οργάνωσης, κοντά στη φύση, είθισται να θεωρούνται στάσιμοι.