Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Μανιφέστο Ενάντια στην Εργασία [Ομάδα Krisis]


















1. Η κυριαρχία της νεκρής εργασίας

Ένα πτώμα κυριαρχεί στην κοινωνία – το πτώμα της εργασίας. Όλες οι δυνάμεις της υφηλίου συμμάχησαν προκειμένου να υπερασπίσουν την κυριαρχία του: ο πάπας και η Παγκόσμια Τράπεζα, ο Τόνυ Μπλερ και ο Γιεργκ Χάιντερ, συνδικάτα και επιχειρηματίες, γερμανοί οικολόγοι και γάλλοι σοσιαλιστές. Το μόνο σύνθημα που ξέρουν είναι: δουλειά, δουλειά, δουλειά! Όποιος δεν έχει ξεχάσει ακόμη να συλλογίζεται, θα συνειδητοποιήσει εύκολα τον παραλογισμό μιας τέτοιας στάσης. Διότι η κοινωνία στην οποία κυριαρχεί η εργασία δεν αντιμετωπίζει κάποια προσωρινή κρίση· έρχεται αντιμέτωπη με το απόλυτο όριό της. Την επαύριο της μικροηλεκτρονικής επανάστασης, η παραγωγή πλούτου έγινε ολοένα και πιο ανεξάρτητη από την πραγματική ανάλωση της ανθρώπινης εργασιακής δύναμης σε βαθμό που στο πρόσφατο παρελθόν μόνο η επιστημονική φαντασία θα μπορούσε να διανοηθεί. Κανείς δεν μπορεί να ισχυρίζεται πλέον ότι η διαδικασία αυτή μπορεί να σταματήσει ή πόσο μάλλον να αντιστραφεί. Η πώληση του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη στον 21o αιώνα είναι τόσο πολλά υποσχόμενη όσο αποδείχτηκε ότι ήταν η πώληση ιππήλατων ταχυδρομικών αμαξών στον 20ό αιώνα. Ωστόσο, όποιος δεν είναι ικανός να πουλήσει την εργασιακή του δύναμη σ’ αυτήν την κοινωνία θεωρείται «πλεονάζων» και θα πεταχτεί στον κάλαθο των κοινωνικών αχρήστων.
Ο δε μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω. Αυτή η κυνική αρχή βρίσκεται ακόμα σε ισχύ· κι ακόμη περισσότερο στις μέρες μας, ακριβώς επειδή καθίσταται απελπιστικά απαρχαιωμένη. Είναι στ’ αλήθεια ένας παραλογισμός: ποτέ στο παρελθόν η κοινωνία δεν ήταν τόσο πολύ κοινωνία της εργασίας όσο είναι σήμερα που η ίδια η εργασία έχει γίνει πλεονάζουσα. Πάνω στο νεκροκρέβατό της η εργασία αποδεικνύεται μία ολοκληρωτική εξουσία που δεν ανέχεται άλλους θεούς δίπλα της. Καθώς διαποτίζει μέσα από τους πόρους της καθημερινής ζωής την ψυχή, η εργασία ελέγχει τόσο τη σκέψη όσο και την πράξη. Οποιαδήποτε δαπάνη ή κόπος είναι θεμιτός αρκεί να παραταθεί τεχνητά η διάρκεια ζωής του «ειδώλου της εργασίας». Η παρανοϊκή κραυγή για «απασχόληση» δικαιολογεί την καταστροφή των φυσικών πόρων με πιο εντατικούς ρυθμούς, παρ’ όλο που οι ολέθριες συνέπειες για την ανθρωπότητα έχουν γίνει αντιληπτές εδώ και πολύ καιρό. Ακόμη και τα έσχατα εμπόδια για την πλήρη εμπορευματοποίηση οποιασδήποτε κοινωνικής σχέσης μπορεί να αρθούν άκριτα, αρκεί να υπάρχει η πιθανότητα να δημιουργηθούν κάποιες άθλιες «θέσεις εργασίας». Το σύνθημα «μια οποιαδήποτε δουλειά είναι καλύτερη από το να μην υπάρχει δουλειά» έγινε η ομολογία πίστης που απαιτείται από τον καθένα στις μέρες μας.
Όσο περισσότερο γίνεται φανερό ότι η κοινωνία της εργασίας πλησιάζει στο τέλος της, τόσο και πιο βίαια απωθείται η συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος από τον δημόσιο λόγο. Οι μέθοδοι της απώθησης μπορεί να διαφέρουν, αλλά μπορούν να συνοψιστούν σ’ έναν κοινό παρονομαστή. Το παγκοσμίως προφανές γεγονός ότι η εργασία αποδεικνύεται ένας παράλογος αυτοσκοπός, επανερμηνεύεται πεισματικά ως ατομική ή συλλογική αποτυχία ατόμων, εταιρειών, ή ακόμα και ολόκληρων «αναπτυξιακών» περιοχών, λες και ο κόσμος έχει καταληφθεί από μία καθολική έμμονη ιδέα. Ο αντικειμενικός δομικός φραγμός της εργασίας οφείλει να εμφανιστεί ως υποκειμενικό πρόβλημα όσων έχουν ήδη αποκλειστεί.
Κι ενώ μερικοί άνθρωποι θεωρούν την ανεργία αποτέλεσμα υπερβολικών απαιτήσεων, χαμηλών επιδόσεων ή έλλειψης ευελιξίας, για άλλους οφείλεται στην ανικανότητα, τη διαφθορά ή την απληστία των πολιτικών ή των διευθυντικών στελεχών “τους”, συμπεριλαμβανομένης της ροπής αυτών των “ηγετών” να ακολουθούν πολιτικές “απάτης”. Στο τέλος, όλοι συμφωνούν με τον Ρόμαν Χέρτσογκ, πρώην πρόεδρο της Γερμανίας, ο οποίος είπε: «Σ’ ολόκληρη τη χώρα όλοι πρέπει να συνεργαζόμαστε», λες και το πρόβλημα ήταν η παρακίνηση, ας πούμε, μιας ποδοσφαιρικής ομάδας ή μιας πολιτικής σέχτας. Ο καθένας και η καθεμία οφείλει να πέσει με τα μούτρα στη δουλειά, ακόμα κι αν οι δουλειές έχουν γίνει αέρας κοπανιστός. Το ζοφερό μετα-μήνυμα αυτών των προτροπών δεν μπορεί να παρερμηνευτεί: όσοι παρ’ όλα αυτά αποτύχουν να εξασφαλίσουν την εύνοια του «ειδώλου της εργασίας» θα επωμιστούν τις ευθύνες, θα ξεγραφτούν και θα παραγκωνιστούν.
Ο νόμος αυτός της ανθρωποθυσίας ισχύει σε παγκόσμια κλίμακα. Η μια χώρα μετά την άλλη συνθλίβεται κάτω από την μπότα του οικονομικού ολοκληρωτισμού, αποδεικνύοντας έτσι τη μία και μοναδική “αλήθεια”: Η χώρα παραβίασε τους λεγόμενους «νόμους της οικονομίας της αγοράς». Η λογική της κερδοφορίας θα τιμωρήσει όποια χώρα δεν εναρμονιστεί απολύτως, χωρίς ενδοιασμούς για τις απώλειες, με τις τυφλές διεργασίες του καθολικού ανταγωνισμού. Οι λαμπροί ελπιδοφόροι τού σήμερα είναι τα επιχειρηματικά σκουπίδια τού αύριο. Ωστόσο, οι κυρίαρχοι ψυχωτικοί της οικονομίας διατηρούν ακλόνητη την αλλόκοτη κοσμοθεωρία τους. Εν τω μεταξύ, τα τρία τέταρτα του παγκόσμιου πληθυσμού ανακηρύχτηκαν λίγο-πολύ κοινωνικά απόβλητα. Το ένα καπιταλιστικό «αναπτυξιακό» κέντρο μετά το άλλο συντρίβεται. Μετά την καταστροφική κατάρρευση των αναπτυσσόμενων χωρών του Νότου και μετά την αποτυχία του κρατικο-καπιταλιστικού τμήματος της παγκόσμιας κοινωνίας της εργασίας στην Ανατολή, οι υποδειγματικοί μαθητές του οικονομικού μοντέλου της Ανατολικής Ασίας παραδόθηκαν στην λήθη. Ακόμα και στην Ευρώπη εξαπλώνεται ήδη ο κοινωνικός πανικός. Παρ’ όλα αυτά, οι δονκιχώτες της πολιτικής και του μάνατζμεντ συνεχίζουν όλο και πιο αδυσώπητα τη σταυροφορία στο όνομα του «ειδώλου της εργασίας».

Το προτεινόμενο αξίωμα είναι ότι καθένας θα πρέπει να μπορεί να ζήσει από την εργασία του. Επομένως, το να μπορεί να ζήσει κανείς υπόκειται σ’ έναν όρο, και δεν υπάρχει κανένα δικαίωμα όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις.
Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε, Βάσεις του φυσικού νόμου σύμφωνα με τις αρχές της επιστημονικής θεωρίας, 1797

2. Η νεοφιλελεύθερη κοινωνία του απαρτχάιντ

Καθώς η επιτυχημένη πώληση του εμπορεύματος «εργασιακή δύναμη» γίνεται η εξαίρεση παρά ο κανόνας, μια κοινωνία προσηλωμένη στην παράλογη αφηρημένη έννοια της εργασίας οδηγείται αναπόφευκτα στο να αναπτύξει μια τάση για κοινωνικό απαρτχάιντ. Όλες οι φράξιες της ευρείας διακομματικής συναίνεσης σχετικά με την εργασία, με άλλα λόγια το στρατόπεδο της εργασίας, αποδέχτηκαν στα κρυφά εδώ και καιρό αυτή τη λογική και τη στηρίζουν με όλες τους τις δυνάμεις. Δεν υπάρχει καμία διαμάχη για το αν όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού θα εξωθηθούν στο περιθώριο και θα αποκλειστούν από την κοινωνική συμμετοχή· υπάρχει διαμάχη μόνο για το πώς θα επιβληθεί αυτή η κοινωνική επιλογή.
Η νεοφιλελεύθερη φράξια εμπιστεύεται αυτή τη βρόμικη κοινωνικοδαρβινιστική δουλειά στο «αόρατο χέρι» των αγορών. Η αντίληψη αυτή αξιοποιήθηκε για να δικαιολογήσει τη διάλυση του κράτους πρόνοιας, εξοστρακίζοντας όσους αδυνατούν να ακολουθήσουν την ξέφρενη κούρσα του ανταγωνισμού. Η ποιότητα του να είσαι άνθρωπος απονέμεται μόνο σε όσους ανήκουν στην ξιπασμένη αδελφότητα των νικητών της παγκοσμιοποίησης. Περιττό να πούμε ότι ο καπιταλιστικός αυτοσκοπός απαιτεί όλους τους φυσικούς πόρους του πλανήτη. Κι όταν αυτοί δεν μπορούν πλέον να επιστρατευτούν στην υπηρεσία του κέρδους, πρέπει να μείνουν αχρησιμοποίητοι ακόμη κι αν ολόκληροι πληθυσμοί εξολοθρεύονται από την πείνα.
Η αστυνομία, διάφορες σωτηριολογικές αιρέσεις, η Μαφία και τα συσσίτια των φιλόπτωχων σωματείων αναλαμβάνουν την ευθύνη αυτών των ενοχλητικών ανθρώπινων αποβλήτων. Στις ΗΠΑ και στις περισσότερες χώρες της κεντρικής Ευρώπης υπάρχουν περισσότεροι φυλακισμένοι απ’ ό,τι σε μια τυπική στρατιωτική δικτατορία. Στη Λατινική Αμερική εκτελούνται καθημερινά από ανεξέλεγκτα αποσπάσματα θανάτου περισσότερα παιδιά του δρόμου και άλλοι φτωχοί απ’ ό,τι διαφωνούντες στις χειρότερες περιόδους πολιτικής καταπίεσης. Έχει απομείνει μία μόνο κοινωνική λειτουργία για τους εξοστρακισμένους: να αποτελούν το παράδειγμα προς αποφυγή. Η μοίρα τους προορίζεται απλώς να κεντρίσει όσους συμμετέχουν ακόμη στον ξέφρενο ανταγωνισμό για τ’ αποφάγια του κοινωνικού κράτους. Ακόμα και οι αποτυχημένοι πρέπει να κρατιούνται σε αγχώδη κινητικότητα έτσι ώστε να μην τους περάσει καν από το μυαλό η ιδέα να εξεγερθούν ενάντια στους αφόρητους καταναγκασμούς που αντιμετωπίζουν.
Και όμως, ακόμα και με το τίμημα της αυτοεξόντωσης, ο θαυμαστός καινούριος κόσμος της ολοκληρωτικής οικονομίας της αγοράς θα παρέχει στους περισσότερους ανθρώπους μονάχα μια ζωή μέσα στις σκιές, μια ζωή ανθρώπων-σκιών σε μια “σκιώδη” οικονομία. Σαν χαμηλόμισθοι σκλάβοι και δημοκρατικοί δουλοπάροικοι της «κοινωνίας παροχής υπηρεσιών», θα πρέπει να υπηρετούν ταπεινωμένοι τους καλοζωισμένους νικητές της παγκοσμιοποίησης. Οι σύγχρονοι «εργαζόμενοι φτωχοί» μπορούν να γυαλίζουν τα παπούτσια των τελευταίων επιχειρηματιών της θνήσκουσας κοινωνίας της εργασίας, μπορούν να τους πουλούν βρομερά χάμπουργκερ, ή μπορούν να καταταγούν στις υπηρεσίες security για να φυλάνε τα εμπορικά τους κέντρα. Όσοι έχουν παραιτηθεί από το να σκέφτονται μπορούν να ονειρεύονται την αναρρίχησή τους στη θέση ενός εκατομμυριούχου της βιομηχανίας των υπηρεσιών.
Εν τω μεταξύ, στις αγγλοσαξονικές χώρες αυτό το τρομακτικό σενάριο είναι ήδη πραγματικότητα, όπως εξάλλου και στις χώρες του Τρίτου Κόσμου και στην ανατολική Ευρώπη· και η Ευρωζώνη πρόκειται να ακολουθήσει με γοργά βήματα. Οι σχετικές οικονομικές εφημερίδες δεν κρύβουν το πώς φαντάζονται το μέλλον της εργασίας. Τα παιδιά στις χώρες του Τρίτου Κόσμου που καθαρίζουν παρμπρίζ αυτοκινήτων σε μολυσμένα σταυροδρόμια παρουσιάζονται ως λαμπρά παραδείγματα «επιχειρηματικής πρωτοβουλίας» και θα αποτελέσουν υπόδειγμα για τους άνεργους στην αντίστοιχη τοπική «έρημο των υπηρεσιών». «Υπόδειγμα για το μέλλον είναι το άτομο ως επιχειρηματίας της ίδιας του της εργασιακής δύναμης, καθώς αναλαμβάνει την πρόνοια του εαυτού του και καθίσταται αποκλειστικά υπεύθυνο για το σύνολο της ζωής του», λέει η «Επιτροπή για τα μελλοντικά κοινωνικά ζητήματα των ελεύθερων κρατιδίων της Βαυαρίας και της Σαξονίας». Και συμπληρώνει: «Θα υπάρξει μεγαλύτερη ζήτηση για κοινές υπηρεσίες προσωπικής και οικιακής φροντίδας, αν οι παρεχόμενες υπηρεσίες γίνουν φθηνότερες, αν δηλαδή ο “πάροχος των υπηρεσιών” παίρνει χαμηλότερο μισθό». Σε μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι έχουν αυτοσεβασμό, μια τέτοια δήλωση θα ξεσήκωνε κοινωνική εξέγερση. Όμως, σ’ έναν κόσμο υποτακτικών δουλευταράδων θα προκαλέσει απλώς ένα νεύμα ανήμπορης συγκατάνευσης.

Ο απατεώνας κατέστρεψε την εργασία παρ’ όλο που άρπαξε το μισθό ενός εργάτη. Τώρα θα πρέπει να εργαστεί χωρίς μισθό και την ίδια στιγμή να ονειρεύεται μέσα στο κελί του ότι ευλογείται από την επιτυχία και το κέρδος. […] Μέσω της καταναγκαστικής εργασίας θα εκπαιδευτεί να εργάζεται ενάρετα σαν να ασκεί μία ελεύθερη προσωπική δραστηριότητα.
Βίλχελμ Χάινριχ Ρηλ, Η γερμανική εργασία, 1861


Τρίτη 5 Μαΐου 2015

"Τα Εξάρχεια δεν είναι για όλους. Και καλά κάνουν." του Σπύρου Δαπέργολα





















Ας αναρωτηθεί ο καθένας και η καθεμιά, σε περίπτωση που είναι μισθωτός/η, άνεργος/η, φτωχός/η χωρίς άκρες, χωρίς θέση εξουσίας χωρίς μια Lifestyle αναγνωρίσιμη μούρη πόσα είναι τα μέρη στα οποία του απαγορεύεται η πρόσβαση.
Βέβαια δεν υπάρχει κανένας νόμος που να σε εμποδίζει να κυκλοφορείς στο Κολωνάκι: η οικονομική αδυναμία είναι αυτή που δεν σε αφήνει να κανείς κάτι περισσότερο από το να οδηγείς το παπί σου στους δρόμους του.
Δεν θα σου ρίξουν πόρτα αν δοκιμάσεις να κολυμπήσεις σε διάφορες γραφικές παραλίες της Αττικής: είναι η κλειστή πόρτα από το το ιερό δικαίωμα της ιδιοκτησίας του καπιταλιστή που έχτισε τη βίλα του πάνω στο κύμα που θα σε σταματήσει. Και στην Πολιτεία μπορείς να περπατήσεις και στο Καστρί και στην Εκάλη. Ακόμα κι αν δεν σε σταματήσει το σεκιούριτι (και η εργασία είναι ιερό δικαίωμα, το λέει και το σύνταγμα… ) γρήγορα θα αντιληφθείς ότι αυτά τα μέρη δεν είναι για σένα όσο δεν καταφέρνεις να γίνεις αφεντικό, κρατικός αξιωματούχος, σοβαρός μαφιόζος, Lifestyle παράσιτο ή έως ότου υπομονετικά βάλεις στην άκρη βασικούς μισθούς μερικών εκατοντάδων ετών.
Υπάρχουν μέρη που δεν είναι για όλους, που δεν είναι για αυτούς που βρίσκονται στην βάση της κοινωνίας. Που δεν είναι για τους πολλούς.
Πόσα είναι στην τελική αυτά τα μέρη; Θα αναρωτηθεί η κοινή λογική.
Ελάχιστα. Πραγματικά, πολύ λίγα σε όλη την ελληνική επικράτεια
Όπως ελάχιστοι είναι κι αυτοί που έχουν πλήρη πρόσβαση σε αυτά. Την δυνατότητα (γιατί εκεί είναι το θέμα και όχι στις αστικές κενοδοξίες περί “δικαιωμάτων”) να μπορέσουν να τους κάνουν χρήση.
Τα ελάχιστα αυτά μέρη στα οποία η “πλέμπα”, το “πόπολο”, οι προλετάριοι, (οι δικοί μας δηλαδή) δεν μπορούν να πάνε δεν είναι άλλο από τα συμβολικά “βασιλικά κτήματα” της εξουσίας, εκεί που η νέα αριστοκρατία της αστικής τάξης και του κράτους κυνηγάει τα δικά της, τα αποκλειστικά δικά της “ελάφια”, κατά το πρότυπο της φεουδαρχίας. Τόποι που εκτός από το να εξασφαλίζουν καλοπέραση και ασφάλεια για την άρχουσα τάξη, μέσα από καθεστώς της εξαίρεσης, συμβολίζουν την δύναμη και την εξουσία της παντού.
Και τι έγινε στην τελική, υπάρχουν πολύ καλύτερες αμμουδιές από την Ψαρού και μάλιστα τσάμπα. Η Αθήνα είναι γεμάτη μαγαζιά που όσοι έχουν ακόμα ένα μισθό μπορούν να πάνε, οι περισσότερες παραλίες στην αττική είναι ακόμα άχτιστες και χωρίς πλαζ.
Πράγματι υπάρχουν τόσα ελεύθερα βουνά που κάνουν την Αράχωβα να δείχνει δυστοπία με αυθαίρετα. Σε κανέναν από τους πολλούς (με εξαίρεση προφανώς αυτούς που τυχαίνει να ζούν εκεί που “ο βιομήχανος κλείνει μια παραλία”) δεν λείπουν τα κάθε λογής βασιλικά κτήματα. Δεν είναι αυτός ο λόγος που τα ζηλεύουν τόσοι πολλοί εκμεταλλευόμενοι και τα στραβοκοιτάνε κάποιοι άλλοι λίγοι.
Όπως δεν είναι αυτός και ο λόγος που πολιτικοί, καθεστωτικοί δημοσιογράφοι και διανοούμενοι ωρύονται για το “άβατο των Εξαρχείων”. Πέρα από ελάχιστους δεν έχουν κανένα λόγο να θέλουν να κυκλοφορήσουν στα Εξάρχεια.
Το πρόβλημα που αναδεικνύεται είναι πως αντίθετα από ότι πιστεύουν οι θαμώνες των “βασιλικών κτημάτων”, ούτε αυτοί τελικά έχουν άνετη πρόσβαση παντού στην κοινωνία την οποία δυναστεύουν.
Και το να υπάρχει στο εσωτερικό μιας κατακτημένης περιοχής ένας θύλακας εχθρικός για τους κατακτητές είναι πάντα, από την αυγή της οικονομικής εκμετάλλευσης και της πολιτικής εξουσίας ένα καμπανάκι κινδύνου.
Όποιος δεν εξαρτά την ενημέρωσή του από τα δελτία των 8.00 γνωρίζει καλά ότι την εξουσία στα Εξάρχεια την έχει το ελληνικό κράτος και το οικονομικό σύστημα που υπάρχει στην περιοχή είναι ο καπιταλισμός.
Ούτε εκεί αν δεν έχεις φράγκο μπορείς να φας σε ένα εστιατόριο, πολύ περισσότερο στους “Γιάντες”. Δεν υπάρχουν μπλόκα στους δρόμους, ούτε τελωνειακοί σταθμοί κατά την είσοδο (αν και υπάρχουν διμοιρίες των ΜΑΤ με το ανάλογο ύφος). Αρκετοί πλούσιοι ζουν στην περιοχή, ενώ η “ντόπια αστική τάξη του κρατιδίου” (βασικά η βιοτεχνία της διασκέδασης) μια χαρά κονομάει, μπορεί μάλιστα κατά καιρούς να πουλάει και (αληθινή ή μαϊμού) προοδευτικότητα για κάποια ζητήματα ενώ ταυτόχρονα δεν κολλάει ένσημα στους εργάτες της.
Αυτό που διαφοροποιεί τα Εξάρχεια είναι η ιστορική παρουσία του συγκεκριμένου πολιτικοκοινωνικού υποκειμένου και η σφραγίδα που άφησε επί δεκαετίες και αφήνει καθημερινά στην περιοχή. Ένα πολυσχιδές υποκείμενο το ισχυρότερο αλλά όχι πλειοψηφικό κομμάτι του οποίου είναι οι αναρχικοί ( μικρό κομμάτι του αναρχικού κινήματος σε επίπεδο πρωτεύουσας).
Από τις μεγαλύτερες γειτονιές διασκέδασης στο λεκανοπέδιο, συχνά υπο στρατιωτική αστυνομική κατοχή, τα Εξάρχεια είναι το αθηναϊκό μεταπολιτευτικό αντίστοιχο της “αριστερής όχθης” που φυτρώνει στις δυτικές μητροπόλεις. Με το underground στοιχείο, με τη νεολαία, με τη νύχτα,με τους “επαναστάτες” και με τις χιλιάδες αντιφάσεις που ενδημούν στις “αριστερές όχθες” και που συνήθως αποσιωπούνται στις ιστορικές αγιογραφίες τους.. Είναι μια συγκεκριμένη ισορροπία με υλικό όμως χαρακτήρα.
Αυτή η ισορροπία διάκειται εχθρικά σε ανθρώπους της εξουσίας, σε θεματοφύλακες του νόμου, σε φασίστες. Όσοι φαντάζονται ότι πρόκειται για κάποια τουριστική ατραξιόν μπορούν να βρεθούν σε κίνδυνο. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι εκεί επενδύει ένα μέρος της ζωής του ένα κομμάτι της κοινωνίας το οποίο έχει βρει σοβαρούς λόγους να αντιπαλεύει την εξουσία και τους ανθρώπους της. Εκεί η διάχυτη συνθήκη κάνει το ακριβό αυτοκίνητο στόχο αντί για ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, οι επιδείξεις πλούτου δεν εκτιμώνται ιδιαίτερα, τουλάχιστον αυτές που δεν έχουν τη σοφία να μεταμφιεστούν σε μποέμ. Εκεί οι μαφιόζοι αναγκάζονται να βγουν από την αφάνεια “και να κάνουν πιο πέρα” γιατί κάποιοι κουτσά στραβά στέκονται απέναντί τους, εκεί ο αστυνομικός φυλάει κάπως τα νώτα του.
Εν κατακλείδι τα Εξάρχεια είναι μια κατακτημένη περιοχή, υπο πλήρη κρατικό έλεγχο και με συνθήκες άγριου καπιταλισμού στην οποία όμως έχει κερδηθεί ένα έδαφος ελευθερίας. Κι η ελευθερία δαγκώνει.
Είναι κατανοητό να σκανδαλίζεται ο κάθε πολιτικός ή δημοσιογράφος επειδή υπάρχει ένας τόπος που τον εχθρεύεται ακριβώς γιατί είναι στην κορυφή της πυραμίδας, ένας τόπος που η “αναγνωρισιμότητα” αντί να ανοίγει πόρτες φέρνει σφαλιάρες. Είναι λιγότερο κατανοητό αυτή η στάση να εκφράζεται από ανθρώπους της άλλης άκρης της πυραμίδας. Δεν είναι καθόλου κατανοητές διάφορες σχιζοφρενικές κριτικές που αντιμετωπίζουν τους αναρχικούς σαν κάποιου είδους κυβέρνηση των Εξαρχείων ή τα Εξάρχεια σαν την προδομένη Εδέμ της αναρχίας.
“Σοσιαλισμός” σε μία μόνο γειτονιά είναι ανέφικτος και μέχρι η κοινωνία να αποφασίσει να καταλάβει συνολικά “την γή της” είναι ελπίδα για την κοινωνία να υπάρχουν τόποι στον αστικό ιστό που η ζωή για τους από πάνω γίνεται λίγο πιο δύσκολη. Ακόμα κι αν αυτή η δυσκολία περιορίζεται στο να πρέπει να αλλάξουν εστιατόριο, ή να πρέπει να παρκάρουν την πόρσε σε κάποιο πάρκινγκ περιμετρικά ή να πρέπει να μεταφέρουν την πιάτσα των ναρκωτικών “πιο κάτω”.
Και για όλους τους λόγους είναι καλό να συνεχίσουν τα Εξάρχεια να είναι αυτό που είναι και να κάνουν τον εαυτό τους πολλά περισσότερα ακόμα.
Κι ακόμα καλύτερα, να γίνουν κι άλλα Εξάρχεια, σε άλλα σημεία της πόλης . Κι άλλοι τόποι πολιτικής ζύμωσης, κι άλλοι τόποι συγκέντρωσης ακηδεμόνευτης έκφρασης, κοινωνικού και πολιτικού πλούτου, να γίνουν περισσότερα τα μέρη στα οποία οι εμβληματικές φιγούρες της άλλης πλευράς του κοινωνικού πολέμου θα μπορούν να βγουν για λίγο από το πετσί του ρόλου του κυνηγού και να νοιώσουν όπως νοιώθουν οι πολλοί: θηράματα.